Αναφερόμαστε στα εξής: Πρώτον, στις δραστικές αυξήσεις των τιμολογίων, που προχώρησε ο ΟΤΕ, την τελευταία - πριν την «απελευθέρωση» - χρονική περίοδο, ώστε να διαμορφωθούν ελκυστικοί όροι για τους ιδιώτες κεφαλαιοκράτες. Για παράδειγμα, το 1999 πληρώναμε 13 δραχμές τα τρία λεπτά αστικής συνδιάλεξης και το 2001 είχε ήδη γίνει 10,5 δραχμές το ένα λεπτό! Δεύτερον, στην παράδοση της κινητής τηλεφωνίας -αποκλειστικά στην πρώτη περίοδο - στους κεφαλαιοκράτες και την «ελεύθερη» διαμόρφωση από τους τελευταίους των τιμολογίων τους, τα οποία ήταν αρκετά ακριβότερα από τις άλλες χώρες της ΕΕ. Τώρα, αφού εξασφάλισαν κέρδη πολλά και εισόδημα μεγάλο, κάνουν και κάποιες μειώσεις, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια...
Πέρα από τα παραπάνω, βέβαια, υπάρχει μια ακόμη καλύτερη και περισσότερο ασφαλέστερη μέθοδος, για να δώσει όποιος θέλει απάντηση στο ερώτημα, ποιοι ωφελήθηκαν και συνεχίζουν να ωφελούνται από την πολιτική της διαβόητης «απελευθέρωσης», που εφαρμόζεται χρόνια τώρα, είτε στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων, είτε γενικότερα στην οικονομία (εμπόριο, κλπ). Να συγκρίνει την πορεία της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων, με την πορεία των μισθών, των μεροκάματων και των συντάξεων. 'Η, ακόμη καλύτερα, να εξετάσει ποιο μέρος του παραγόμενου συνολικά πλούτου απολάμβαναν οι εργαζόμενοι, πριν από 10 ή 15 χρόνια και ποιο μέρος οι κεφαλαιοκράτες και αντίστοιχα τι γίνεται σήμερα.
Χρειάζεται, άραγε, η αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία, για να δοθούν απαντήσεις στα προαναφερόμενα ερωτήματα; Δεν αρκεί το αδιαμφισβήτητο γεγονός, πως οι συνθήκες ζωής δυσκολεύουν συνεχώς, για τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων της πόλης και του χωριού, τους συνταξιούχους, κλπ., καθώς, το «κάθε φέτος και χειρότερα» έχει γίνει πλέον μόνιμος σύντροφός τους; Και, μάλιστα, τούτο συμβαίνει, παρότι ο παραγόμενος συνολικά πλούτος συνεχώς αυξάνεται. Περιττό, να σημειώσουμε ποιοι ωφελούνται απ' όσα η μεγάλη πλειοψηφία του λαού δεν μπορεί να απολαύσει.
Τα σημειώνουμε όλ' αυτά, για δυο κυρίως λόγους: Πρώτον, επειδή η «απελευθέρωση» της ενέργειας, που βρίσκεται τώρα στην ημερήσια διάταξη, όχι μόνο δε θα φέρει μειώσεις τιμών, όπως υπόσχονται οι κυβερνώντες, αλλά το αντίθετο, προϋποθέτει τη δραστική αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ, ώστε να εξασφαλιστούν οι όροι κερδοφορίας των όποιων κεφαλαιοκρατών αποφασίσουν στο μέλλον, να ασχοληθούν με τον ενεργειακό τομέα. Και δεύτερον, γιατί η αντίθεση και η αντίσταση στην πολιτική αυτή, τόσο στη γενική της έκφραση, όσο και στη συγκεκριμένη κάθε φορά εκδοχή της (π.χ. ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ) είναι μεν ευνόητη και επιτακτικά αναγκαία, αλλά λειψή και κολοβή, όταν δε συνοδεύεται από τη συμφέρουσα για τους εργαζόμενους και το λαό διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση. Για παράδειγμα, μόνο στα πλαίσια μιας λαϊκής εξουσίας και οικονομίας, η όποια ΔΕΗ μπορεί να εξασφαλίσει επαρκή και φτηνή ηλεκτρική ενέργεια και, μάλιστα, μέσα σε πλαίσια υπεράσπισης και σεβασμού των εργασιακών δικαιωμάτων και προστασίας του περιβάλλοντος. Οσο κάνουν κουμάντο η πλουτοκρατία και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, η όποια ΔΕΗ - είτε είναι κρατική, είτε πολύ περισσότερο ιδιωτικοποιημένη - θα έχει ως πρώτιστη επιδίωξή της τον αυξανόμενο συνεχώς πολλαπλασιασμό των κεφαλαιοκρατικών κερδών.
«Σε τούνελ οι μισθοί για τρία χρόνια» έλεγε ο χτεσινός πρωτοσέλιδος τίτλος των «Νέων». Και σωστά, αλλά, μέχρι σήμερα, πού βρίσκονταν; Πορεύονταν στη λεωφόρο της ευημερίας;