Συγκεκριμένα, το άρθρο 5 αναφέρει: «Δεν συνιστά ανεπίτρεπτη διάκριση η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε χαρακτηριστικό σχετικό με τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, το οποίο, λόγω της φύσης ή του πλαισίου των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων, αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση και εφόσον ο οικείος σκοπός είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι κατάφωρη». Ωστόσο, πουθενά δεν ορίζεται τι ακριβώς αποτελεί «καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση». Η ερμηνεία του όρου εναπόκειται στη βούληση του κάθε εργοδότη. Ο οποίος μπορεί, για παράδειγμα, να θεωρήσει απαραίτητη προϋπόθεση πρόσληψης μιας εμποροϋπαλλήλου τη νεαρή ηλικία ή το εμφανίσιμο παρουσιαστικό. `Η, ακόμα, να θεωρήσει πως ένας υπάλληλος με προβλήματα όρασης δεν μπορεί να «συμμορφωθεί» με την εντατικοποίηση που απαιτεί η αγορά εργασίας.
Στο άρθρο 8, αφού αναφέρονται αναλυτικά τα πεδία εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αρκεί μια μονάχα παράγραφος για να εξαιρέσει τις «περιπτώσεις που προβλέπεται διαφορετική μεταχείριση λόγω υπηκοότητας». Ενώ δηλαδή είναι πασίγνωστη η εκμετάλλευση που βιώνουν χιλιάδες αλλοδαποί εργαζόμενοι στη χώρα μας, η κυβέρνηση όχι μόνο δεν παίρνει μέτρα για τον τερματισμό της, αλλά τη νομιμοποιεί.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως με το νομοσχέδιο θέλει να στηρίξει πληθυσμιακές ομάδες που δύσκολα βρίσκουν δουλιά, όπως νέους, γυναίκες, ΑμεΑ. Ωστόσο, σε κανένα σημείο δεν απαγορεύεται ρητά και ξάστερα κάθε διάκριση που στερεί από το σύνολο των εργαζομένων το δικαίωμα σε δουλιά με πλήρη εργασιακά δικαιώματα.
Στην κατεύθυνση αυτή, το άρθρο 10 ναι μεν υποχρεώνει τον εργοδότη στη λήψη μέτρων προκειμένου τα ΑμεΑ να έχουν πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκούν αυτή και να εξελίσσονται, εφόσον, όμως, «τα μέτρα αυτά δε συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη». Επεξηγείται μάλιστα πως δε θεωρείται δυσανάλογη η επιβάρυνση, «όταν αντισταθμίζεται επαρκώς από μέτρα προστασίας που λαμβάνονται στο πλαίσιο άσκησης της πολιτικής υπέρ των Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες». Αυτό σημαίνει, δηλαδή, ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να εξαγγείλει την απαλλαγή από τις ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών που θα προσλαμβάνουν ΑμεΑ, επειδή θα «επιβαρύνονται» από τους χαμηλότερους ρυθμούς εργασίας ενός, π.χ., εργαζόμενου με κινητικά προβλήματα.
Εισάγεται η «δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας». Με το άρθρο 11, καθορίζονται ελάχιστα όρια ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας για την πρόσβαση στην εργασία «ή για ορισμένα πλεονεκτήματα» που συνδέονται με αυτήν. Μια επιχείρηση θα μπορεί να μην προσλαμβάνει κάποιον επειδή δεν έχει την ανάλογη προϋπηρεσία. Ο σεβασμός εργασιακών δικαιωμάτων («πλεονεκτημάτων») συνδέεται με την ηλικία του εργαζόμενου.
Η επικύρωση του νομοσχεδίου από τη Βουλή θα ακυρώσει, σύμφωνα με το άρθρο 26, κάθε διάταξη συλλογικής σύμβασης. Σημαντικές κατακτήσεις που έχουν σημειωθεί σε διάφορους κλάδους, και αποτελούν «κεκτημένο» για το σύνολο του συνδικαλιστικού κινήματος, καταργούνται.
Παράλληλα, εξαιρούνται από την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης «τα μέτρα που είναι αναγκαία για την τήρηση της δημόσιας ασφάλειας, τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης, την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας». Μένει, π.χ., ανοιχτό το ενδεχόμενο διακρίσεων σε βάρος, π.χ., φορέων του ΕΪΤΖ και πρώην φυλακισμένων. Εξαιρούνται αντίστοιχα οι Ενοπλες Δυνάμεις, τα Σώματα Ασφαλείας, «καθόσον αφορά σε διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας ή ειδικών αναγκών σχετικών με την υπηρεσία».
Ράπισμα για τους υποστηρικτές του oλλανδικού πειράματος και τους «ριζοσπάστες» που επιμένουν στην αποποινικοποίηση των «μαλακών» και «ακίνδυνων» ναρκωτικών, αποτελεί η Ετήσια Εκθεση για το 2004 του «Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (ΕΚΠΝΤ) για την Κατάσταση του Προβλήματος των Ναρκωτικών στην ΕΕ και τη Νορβηγία».
«Ο αριθμός των νεαρών χρηστών κάνναβης στην Ολλανδία, Φινλανδία, Σουηδία και Νορβηγία, βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα», σύμφωνα με την Εκθεση. Η Ολλανδία είναι η χώρα όπου υπάρχει ανοχή της χωρίς εμπόδια χρήσης ναρκωτικών σε ειδικά καταστήματα. Αλλο ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι το 30% των νέων χρηστών αναφέρουν την κάνναβη ως την κύρια ουσία κατάχρησης, γεγονός που αποδεικνύει την αυξημένη αίτηση θεραπείας, η οποία σχετίζεται εν μέρει με την αύξηση της δραστικότητας της ουσίας. Η Ολλανδία, υπογραμμίζεται στην Εκθεση, είναι η μοναδική χώρα στην οποία σημειώθηκε σημαντική αύξηση στη δραστικότητα της κάνναβης (περίπου 16%), γεγονός που μπορεί να αποδοθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αύξηση κατανάλωσης της κάνναβης εγχώριας παραγωγής».
«Οι αιφνίδιες επιδράσεις του ναρκωτικού αυτού προκαλούν παροδικές ψυχώσεις, ανάπτυξη μακροχρόνιων προβλημάτων ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανόμενων της κατάθλιψης, της ψύχωσης και της σχιζοφρένειας» σημειώνεται στην Εκθεση. Περίπου 3 εκατομμύρια είναι καθημερινοί χρήστες κάνναβης στην ΕΕ και περίπου το 15% των μαθητών 15-16 ετών κάνουν «βαριά» χρήση κάνναβης.
Ωστόσο, χτες, κατά την παρουσίαση της Ετήσιας Εκθεσης, που έγινε από τον Οργανισμό Κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) και το ΕΚΠΝΤ, κάποιοι έβλεπαν το δέντρο, χάνοντας το δάσος, αφού επιδόθηκαν σε κορόνες θριαμβολογίας για τη μείωση των θανάτων.
«Η Εκθεση αποδεικνύει πόσο σωστή ήταν η πολιτική μας, αφού καταφέραμε να μειώσουμε τους θανάτους και ένας από τους παράγοντες που συνεισφέρανε σε αυτό είναι η αύξηση των θέσεων στα προγράμματα υποκατάστασης, αφού πλέον δε διώκονται οι εξαρτημένοι που υποτροπιάζουν και δε γυρίζουν στην πιάτσα», υποστήριξε η Αν. Κοκκέβη, εκ μέρους του ΕΠΙΨΥ. Για να το δικαιολογήσει ο Κ. Μπάλλας, εθνικός συντονιστής για τα ναρκωτικά: «Η εξάρτηση είναι μια αυτοπροκαλούμενη χρόνια νόσος, όπως ο διαβήτης. Κανείς δε σκέφτηκε να κόψουν σε έναν διαβητικό τα φάρμακα επειδή έφαγε τούρτα».
Ο Χαρ. Πουλόπουλος, διευθυντής του ΚΕΘΕΑ, υπογράμμισε: «Αυτή η Εκθεση δεν πρέπει να αποτελεί αφορμή για θριαμβολογίες, ούτε για πανικό. Η απομόνωση κάποιων θεμάτων, όπως οι θάνατοι, υποτιμούν το πρόβλημα» και πρόσθεσε την ανάγκη για διάλογο όλων των φορέων για τη χάραξη του νέου Εθνικού Σχεδίου Δράσης. Αποστομωτική ήταν όμως και η απάντηση του Ξενοφώντα, που έχει ολοκληρώσει το θεραπευτικό πρόγραμμα «18 ΑΝΩ»: «Οι τοξικοεξαρτημένοι δεν πάσχουν από κάποια ανίατη νόσο, δεν έχουν πρόβλημα στο DNA τους. Η τοξικοεξάρτηση είναι ένα πολιτικό πρόβλημα που γεννιέται από διάφορους παράγοντες. Δεν πρέπει να παλεύουμε για τον έναν, αλλά για όλους, γιατί όλοι έχουν δικαίωμα στη ζωή, στην εργασία, στη μόρφωση».
Αναπάντητη έμεινε και η σημαντική διαπίστωση του Γεράσιμου Ρεπάσου, εκ μέρους του Κέντρου Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ στο Περιστέρι, ο οποίος επικεντρώθηκε στην ανάγκη ενίσχυσης των κέντρων πρόληψης, καθώς «δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε στις ολοένα και αυξανόμενες απαιτήσεις».