ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Δεκέμβρη 2004
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΑΓΟΡΑ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ
Κουμάντο κάνουν οι πολυεθνικές

Οι προσπάθειες αθώωσης των πολυεθνικών, που μεταφέρουν σταδιακά τη δράση τους σε χώρες της Ασίας, βρίσκονται, σε τελευταία ανάλυση, πίσω από τη φιλολογία για την εισβολή... «των Κινέζων» στη χώρα μας

Στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας «πρωταγωνιστούν» οι ταμπέλες των πολυεθνικών
Στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας «πρωταγωνιστούν» οι ταμπέλες των πολυεθνικών
Πριν λίγες μέρες, καμιά δεκαριά έμποροι συνοικίας της Αθήνας, αποφάσισαν, λέει, ν' αντιδράσουν για την άσχημη κατάσταση που υπάρχει στην αγορά. Μέσα στην απόγνωσή τους λοιπόν, ονομάτισαν ως κύριο αντίπαλό... «τους Κινέζους» και άρχισαν τη ζύμωση. Η προσπάθεια δεν είχε κάποιο αποτέλεσμα άξιο καταγραφής, αλλά τα ερωτηματικά που γεννιούνται από την «πρωτοβουλία», είναι πέρα για πέρα υπαρκτά. Πώς και γιατί οι συγκεκριμένοι έμποροι, που χρόνια μαστίζονται από την κρίση και την αναδουλιά, ανακάλυψαν ότι «οι Κινέζοι» φταίνε για τα εφτά κακά της μοίρας τους; Τι έκαναν χτες, προχτές, πριν δέκα - δεκαπέντε χρόνια όταν άρχιζαν να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την επιβολή της «νέας τάξης» στην αγορά; Πώς, αυτοί που τώρα θέλουν να κυνηγήσουν «τους Κινέζους», δε συνειδητοποιούν ότι αλλού βρίσκεται ο αντίπαλος και ο εχθρός τους;

Τα αυτοκίνητα που αγοράζουμε είναι όλα εισαγόμενα. Οι περισσότερες συσκευές που χρησιμοποιούμε στα σπίτια μας είναι εισαγόμενες. Σχεδόν το σύνολο από τα συστήματα ήχου και εικόνας που αποκτούμε είναι εισαγόμενα. Εισαγωγής είναι χιλιάδες είδη και εμπορεύματα της αγοράς, από ρούχα και παπούτσια μέχρι οδοντόκρεμες και οδοντογλυφίδες. Εισαγόμενα ήταν και τα πορτοκάλια που καταναλώναμε τους τελευταίους μήνες, Εισαγόμενα έφτασαν να είναι και ορισμένα από τα ζαρζαβατικά που τρώμε. Η εικόνα δεν είναι σημερινή. Ετσι ήταν τα πράγματα από τον καιρό που άρχισε να αναπτύσσεται ο καπιταλισμός στη χώρα. Ακόμα χειρότερα έγιναν μετά την ένταξη στην ΕΟΚ, αφού ο σχετικός καταμερισμός προέβλεπε ότι η χώρα μας θα είναι κύρια χώρος προορισμού και κατανάλωσης των εμπορευμάτων των «κοιναγορήτικων» πολυεθνικών. Για να μη μιλήσουμε για το σήμερα, που οι εισαγωγές έχουν ανέβει σε αστρονομικά μεγέθη, ενώ εντείνεται παραπέρα η ανισόμετρη ανάπτυξη και βαθαίνει ο βαθμός εξάρτησης.

Αυξάνονται οι εισαγωγές

Πριν πάμε... «στους Κινέζους», ας δούμε ορισμένα στοιχεία που έχουν σχέση με τις εισαγωγές εμπορευμάτων στην Ελλάδα και τα οποία ενδέχεται να βοηθούν για την κατανόηση της ουσίας του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί:

  • Η σχέση εισαγωγών προς εξαγωγές της Ελλάδας με τις χώρες της ΕΕ, την περίοδο της ένταξης στην ΕΟΚ (1980) ήταν 1,7. Μετά από δέκα χρόνια παραμονής, το 1990, διαμορφώθηκε στο 2,5 και το 2000 έφτασε το 3,7!
  • Για κάθε μονάδα, δηλαδή, εξαγωγών της χώρας μας προς την ΕΕ έχουμε 3,7 μονάδες εισαγόμενων εμπορευμάτων. Οι εισαγωγές, πριν από την ένταξη ήταν σε ποσοστό περί το 20% του ΑΕΠ, ενώ στις μέρες μας έχει σταθεροποιηθεί σε ποσοστά περί το 25% του ΑΕΠ.

Είναι ολοφάνερο ότι οι εισαγωγές προς τη χώρα μας έχουν αυξητική τάση. Αν μάλιστα σε αυτά τα ελάχιστα στοιχεία συνυπολογίσουμε εκείνα που δείχνουν πως παραδοσιακοί κλάδοι της ελληνικής βιομηχανίας, ας πούμε η κλωστοϋφαντουργία, συρρικνώθηκαν, σε μια περίοδο που η κατανάλωση προϊόντων των ίδιων κλάδων αυξήθηκε σημαντικά, ο καθένας καταλαβαίνει ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πολιτική, η οποία στην πραγματικότητα παρέδωσε κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας βορά στον ανταγωνισμό των πολυεθνικών, προκαλώντας ταυτόχρονα έξαρση στις εισαγωγές και καταδικάζοντας κλάδους ολόκληρους στο μαρασμό και την ανεργία. Πώς; Με την αποδοχή της πολιτικής που απαιτεί την κατάργηση κάθε προστατευτικού μέτρου υπέρ της ντόπιας παραγωγής ή υπέρ της δραστηριότητας των πραγματικά μικρών επιχειρήσεων. Η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, η φιλολογία για την «ελεύθερη αγορά» και οι κατάρες ενάντια στις «κυβερνητικές παρεμβάσεις» στην οικονομία, ήταν το προπαγανδιστικό όχημα για τη μαζική εισβολή του ξένου κεφαλαίου στη χώρα, με διάφορες μορφές. Μια εισβολή, που στις μέρες μας οι βασικοί πολιτικοί εκπρόσωποι της οικονομικής ολιγαρχίας -η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ- την παρομοιάζουν με θείο δώρο, παραβλέποντας τα δεινά και τις επιπτώσεις που προκαλούν σε βάρος του λαού και της χώρας. Αυτή ακριβώς, η περιβόητη «ελεύθερη αγορά», είναι η αρχή για τη λεηλασία του πλούτου και των παραγωγικών εφεδρειών της χώρας από την πλουτοκρατία και τα τσιράκια της. Επειδή όμως κανείς από όλους αυτούς που διαχειρίζονται την κοινή γνώμη δεν επιτρέπει να γίνεται λόγος για την εισβολή των πολυεθνικών και των δικών τους εμπορευμάτων, που έχουν εκτοπίσει από την ελληνική αγορά τα είδη της ντόπιας παραγωγής και οδήγησαν στον αφανισμό δεκάδες χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους εμπόρους και επαγγελματίες, κάνουν ό,τι μπορούν για να δημιουργούνται μέτωπα εκτόνωσης. Τέτοια είναι και η φιλολογία περί «των Κινέζων», τους οποίους πότε εμφανίζουν ως παράνομους, πότε ως άρχοντες που παραεμπορίου και πάει λέγοντας...

Μπορεί στη χώρα μας να φωνάζουν τώρα τελευταία για τα κινέζικα εμπορεύματα, που υποτίθεται έχουν κατακλύσει την αγορά, αλλά η αλήθεια είναι πως εμπορεύματα «made in China», άρχισαν να εμφανίζονται από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Δεν έδωσε όμως κανείς προσοχή. Ισως επειδή δεν τα έφερναν Κινέζοι. Ισως επειδή τότε ήταν διαφορετική η γκάμα των εμπορευμάτων που κυκλοφορούσαν. Τα κινεζικής παραγωγής είδη τα έφερναν στην αρχή μόνο κάποιες αμερικανικές πολυεθνικές, από εκείνες που στα τέλη της δεκαετίας του '80 ακόμα είχαν αρχίσει να συνεργάζονται με κινεζικές επιχειρήσεις, κύρια στο χώρο του παιδικού παιχνιδιού. Οι γνωστές και επώνυμες κούκλες, (Μπάρμπι, Σίντι, Μπρατζ, Μαϊσίν) που κυκλοφορούν σε κάθε σπίτι που έχει μικρά κοριτσάκια και προβάλλουν το αμερικανικό λάιφ στάιλ, παράγονταν και παράγονται στην Κίνα, κατά εκατοντάδες εκατομμύρια για λογαριασμό των αντίστοιχων πολυεθνικών. Τα χιλιάδες διαφορετικά τηλεκατευθυνόμενα αυτοκινητάκια που λόγω τιμής μπορούν πλέον και τα έχουν όσοι μπόμπιρες τα επιθυμούν, τα εισάγουν επίσης κάποιες πολυεθνικές από την παραγωγή των μονάδων τους στην Κίνα. Η Κίνα είναι πλέον η χώρα παραγωγής για τα δεκάδες φιρμάτα αθλητικά ρούχα και παπούτσια που φέρνουν στη χώρα μας γνωστές πολυεθνικές των ΗΠΑ και της ΕΕ. Στην Κίνα παράγεται ένα μεγάλο μέρος των μεγάλων και μικρών ηλεκτρικών συσκευών, που στη χώρα μας διατίθενται από τα γνωστά 2-3 ξένα πολυκαταστήματα που κάνουν εισαγωγές μέσω δικών τους δικτύων, που προφανώς έχουν αναφορά στις μητρικές εταιρίες σε Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία κλπ. Από την Κίνα και ορισμένες άλλες χώρες της Ασίας είναι το μεγαλύτερο μέρος των ρούχων και παπουτσιών που πουλάνε στα μεγάλα γαλλικά πολυκαταστήματα, που έχουν φυτρώσει στη χώρα μας σαν μανιτάρια και έχουν ήδη καταχτήσει (με κριτήριο τον τζίρο) την πρώτη θέση ανάμεσα στα σούπερ μάρκετ. Από την Κίνα και άλλες χώρες της Ασίας είναι πλέον ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Από μηχανάκια (τροχοφόρα ή υπολογιστικά), μέχρι στολίδια (για το σαλόνι ή χριστουγεννιάτικα), και οθόνες (τηλεόρασης ή υπολογιστών) κοκ. Και όλα αυτά πωλούνται κύρια, αλλά όχι μόνο, από τα μεγάλα υπερκαταστήματα και τις αλυσίδες.

Και ενώ ολόκληρη η αγορά εδώ και χρόνια κατακλύζεται συνολικά από εμπορεύματα εισαγωγής, μεταξύ των οποίων και από εμπορεύματα κινεζικής προέλευσης, κάποιοι ξύπνησαν τώρα, γιατί τώρα ανακάλυψαν τους Κινέζους. Τα κινεζικής παραγωγής εμπορεύματα που τα φέρνουν διάφοροι «εταίροι» από τις ΗΠΑ και την ΕΕ ή και αρκετοί πλέον Ελληνες δεν ενόχλησαν, ούτε ενοχλούν κι ας πουλιούνται σε χαμηλές μεν, αλλά πανάκριβες τιμές για τα δεδομένα παραγωγής τους. Κάποιοι όμως αντιδρούν όταν βλέπουν τους, εν πολλοίς συμπαθείς Κινέζους και τις Κινεζούλες, που ως άνθρωποι - πολυκαταστήματα οργώνουν τις γειτονιές και εξασφαλίζουν ένα ασήμαντο στην πραγματικότητα μεροκάματο, πουλώντας διάφορα εμπορεύματα σε απίθανα χαμηλές τιμές. Κάποιοι άλλοι ζορίζονται επειδή ορισμένοι συμπατριώτες των προηγούμενων, κινούμενοι μέσα στα πλαίσια της «ελεύθερης αγοράς», έχουν ανοίξει δικά τους καταστήματα και εμπορεύονται διάφορα κινέζικα είδη, που εδώ που τα λέμε και μια χαρά είναι ποιοτικά και, επιτέλους, είναι σε πολύ συμφέρουσες τιμές για τον εργαζόμενο καταναλωτή.

Ούτε το 3%

Για να υπάρχει πάντως μια εικόνα πιο κοντά στην αλήθεια, να σημειώσουμε ότι τα εμπορεύματα που εισάγονται από την Κίνα είναι ελάχιστα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες εισαγωγές. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, όπως παρουσιάζονται στους σχετικούς πίνακες της έκδοσης «Η ελληνική οικονομία σε αριθμούς» (σελίδες 256-261) οι εισαγωγές από την Κίνα το 2002 ήταν όλο κι όλο 0,9 δισ. ευρώ, όταν οι συνολικές εισαγωγές έφτασαν τα 30,5 δισ. ευρώ. Αποτελούσαν, δηλαδή, μόλις το 2,9% του συνόλου των εισαγωγών. Βέβαια, η... αίσθηση που μπορεί να αποκομίζεται είναι διαφορετική, εξαιτίας του μπούγιου που κάνουν τα κινεζικά προϊόντα. Γιατί μπορεί, για παράδειγμα, να μη δίνουμε προσοχή και να μην αξιολογούμε ένα γερμανικό αυτοκίνητο αξίας 20.000 ευρώ που περνάει από δίπλα μας, όμως μας φαίνεται ότι αποτελούν ολόκληρη θάλασσα τα αντίστοιχου κόστους 20.000 κινέζικα μπλουζάκια που εισάγονται με 1 ευρώ το ένα... Το ποσοστό των κινέζικων εισαγωγών όπως καταλαβαίνει ο καθένας μπορεί στο μάλλον να βαίνει αυξανόμενο, αλλά αυτό είναι μια υπόθεση καθ' όλα αναπότρεπτη, στο βαθμό που από μια τέτοια εξέλιξη ωφελούνται οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου.

Ας αφήσουμε, λοιπόν, κατά μέρος τις υπερβολές για «τους Κινέζους» που δήθεν έχουν αλώσει την ελληνική αγορά, επειδή πουλάνε μακό με 5 ευρώ και παντελόνια με 15. Αλλού είναι το πρόβλημα και εκεί πρέπει να αναζητήσουμε τον αντίπαλο και τον εχθρό και για τους μικροεπαγγελματίες συμπολίτες μας και για τους εργαζόμενους της χώρας μας συνολικά.

Πού;

Στις πολυεθνικές που κατακλέβουν κάποιους λαούς - και τον κινεζικό - εξασφαλίζοντας την παραγωγή εμπορευμάτων με ευτελές κόστος και ληστεύουν κάποιους άλλους λαούς - και το δικό μας - μεταπωλώντας χιλιάδες εμπορεύματα με απίστευτα ποσοστά κέρδους που φτάνουν και ξεπερνούν το 100%, το 200% και το 300%. Στα πολυκαταστήματα που εισάγουν, από διάφορες χώρες - και από την Κίνα - ηλεκτρικές συσκευές, για παράδειγμα, που έχουν κόστος 10-20 ευρώ και τις πουλάνε με 100 και βάλε. Στην πολιτική στήριξης του μεγάλου κεφαλαίου, που «κόβει και ράβει» τις ρυθμίσεις και τους κανονισμούς για την οικονομική δραστηριότητα και την κίνηση των κεφαλαίων στα μέτρα της πλουτοκρατίας. Στην πολιτική που ενισχύει την επιθετικότητα του κεφαλαίου ενάντια στις λαϊκές καταχτήσεις και η οποία, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, διογκώνει και εντείνει τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη και οι άλλοι εργαζόμενοι. Ευθύνες πρέπει να αναζητηθούν στην πολιτική παραπέρα ενσωμάτωσης της χώρας στην ΕΕ, που οδηγεί σε συρρίκνωση τομέων της ντόπιας παραγωγής, υπέρ των ξένων πολυεθνικών. Στην πολιτική των αναδιαρθρώσεων, που επιδιώκει να επιβάλει ακόμα πιο αντιδραστικές πολιτικές και αντιλαϊκούς όρους για την επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων. Αντίπαλος είναι το κεφάλαιο, το ίδιο το σύστημα, που υπάρχει και αναπαράγεται αποκλειστικά για να εξασφαλίζει την εξουσία της - ντόπιας και ξένης - οικονομικής ολιγαρχίας, διευρύνοντας όλο και περισσότερο τις κοινωνικές ανισότητες.

Οσο πιο γρήγορα συνειδητοποιήσουμε ότι εχθρός και αντίπαλος δεν είναι οι περιφερόμενοι ή οι εγκαταστημένοι σε καταστήματα Κινέζοι, αλλά οι πολιτικές που ευνοούν την όλο και πιο σκληρή εκμετάλλευση των λαών, είτε με την ιδιότητα του παραγωγού που κοστίζει φτηνά, είτε με την ιδιότητα του καταναλωτή που πληρώνει ακριβά, τόσο πιο γρήγορα θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να μπει φραγμός σε επιλογές που κάνουν το κοινωνικό σύστημα όλο και πιο αντιδραστικό, όλο και πιο σκληρό, ενώ ταυτόχρονα πολλαπλασιάζει τα αδιέξοδα για την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα.


Κείμενα:
Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


Οι χαμηλές τιμές και τα υψηλά κέρδη

Η «ελεύθερη αγορά» και η εισβολή των πολυεθνικών οδήγησαν στον αφανισμό δεκάδες χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους εμπόρους και επαγγελματίες
Η «ελεύθερη αγορά» και η εισβολή των πολυεθνικών οδήγησαν στον αφανισμό δεκάδες χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους εμπόρους και επαγγελματίες
Η Κίνα, πριν 10-15 χρόνια, απουσίαζε παντελώς από την ελληνική αγορά. Οταν οι ντόπιες κυβερνήσεις από κοινού με την ΕΕ επιχειρούσαν να «περάσουν» στην κοινωνία μας την ιδεολογία της «ελεύθερης αγοράς» και της οικονομίας στην οποία, υποτίθεται, δεν πρέπει να παρεμβαίνει το κράτος, δεν ήταν συνηθισμένο να βρει κανείς είδη που να προέρχονταν από τη μακρινή χώρα των Χαν.

Την ίδια περίοδο στην Κίνα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη μια γιγαντιαία οικονομική μεταρρύθμιση. Η επί δεκαετίες ανάπτυξη της οικονομίας της στα πλαίσια της κρατικής ιδιοκτησίας σε όλα τα βασικά μέσα παραγωγής και ο σοσιαλιστικός προσανατολισμός της οικονομίας, μαζί με την καθυστέρηση που υπήρχε στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και τους σημαντικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, οδήγησαν στη δημιουργία συγκεκριμένων αναλογιών και ισορροπιών στην οικονομία. Μεταξύ των δεδομένων που είχαν παγιοποιηθεί και αναπαράγονταν στο χρόνο ήταν η διατήρηση των τιμών, όλων των τιμών, σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η μη ύπαρξη ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και η εν πολλοίς σχεδιοποιημένη ανάπτυξη των βιομηχανικών, τουλάχιστον, κλάδων δεν επέτρεψαν να εξελιχθούν οι τιμές με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος, που ωθεί τα κόστη και τις τελικές τιμές διάθεσης των εμπορευμάτων σε υψηλά επίπεδα. Για να κατανοήσουμε, σε εντελώς αδρές γραμμές, το μηχανισμό διαμόρφωσης του άμεσου κόστους της βιομηχανικής παραγωγής, ας σκεφτούμε μια βιομηχανική μονάδα η οποία βάσει του διακλαδικού σχεδιασμού, πρώτον, τροφοδοτείται με μέσα παραγωγής τα οποία παράγονται (εξασφαλίζονται) με τη φροντίδα του κεντρικού μηχανισμού προγραμματισμού, δεύτερον, προμηθεύεται, σε εντελώς ευτελείς ή και συμβολικές τιμές, τις αναγκαίες πρώτες ύλες από κάποια άλλη κρατική μονάδα εξόρυξης ή επεξεργασίας πρώτων υλών και, τρίτον, αξιοποιεί μια εργατική δύναμη η οποία θα πρέπει σε γενικές γραμμές να αμείβεται με τρόπο τέτοιο ώστε ο φορέας της, οι εργαζόμενοι, να έχει τη δυνατότητα πρόσβασης-απόκτησης των παραγόμενων εμπορευμάτων. Αρα και οι τιμές των εμπορευμάτων (το κόστος των οποίων είναι εντελώς απαλλαγμένο από σημαντικούς παράγοντες, όπως η διαφήμιση, οι προμήθειες, οι φόροι, κ.ο.κ.) θα πρέπει να είναι - και είναι - σε χαμηλά επίπεδα, αφού - πολύ περισσότερο - κύριος στόχος της επιχείρησης δεν είναι το κέρδος, αλλά η παραγωγή για την κάλυψη των σχετικών αναγκών των πολιτών. Με δυο λόγια, οι θεμελιωμένες επί χρόνια αναλογίες στην οικονομία είχαν εξασφαλίσει (κι αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό και στις μέρες μας) μια συγκεκριμένη ισορροπία ανάμεσα στις τιμές των εμπορευμάτων και στις αμοιβές των εργαζομένων, σε επίπεδα που αν τα μεταφέρουμε μηχανιστικά στα δεδομένα των δυτικών χωρών, θεωρούνται πάρα πολύ χαμηλά. Τόσο για τις τιμές των εμπορευμάτων, όσο και για τις αμοιβές των εργαζομένων.

***

Αυτή ακριβώς την πραγματικότητα επιχειρούν να αξιοποιήσουν στην Κίνα στα πλαίσια της οικονομικής μεταρρύθμισης που ξεκίνησε -όπως λένε οι ίδιοι οι Κινέζοι αξιωματούχοι - στα τέλη της δεκαετίας του '70 και η οποία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά αποτελέσματα για την Κίνα και το λαό της. Στα πλαίσια αυτά επιζητούν τη συνεργασία με το κεφάλαιο και εκπροσώπους του, αφού έτσι πιστεύουν ότι θα επιταχυνθούν οι ρυθμοί για να ξεπεραστεί η μεγάλη καθυστέρηση που υπάρχει στην κινεζική κοινωνία-οικονομία. Την ίδια αυτή πραγματικότητα, όμως, «σκοτώνονται» να εκμεταλλευτούν και οι καπιταλιστές της Δύσης, που συνωστίζονται στην Κίνα κατά χιλιάδες, μήπως και μπορέσουν να στήσουν, από κοινού με τους Κινέζους, κάποια μεικτή επιχείρηση. Ηδη στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας στην Κίνα λειτουργούσαν περί τις 50.000 επιχειρήσεις μεικτού κεφαλαίου. Με την πάροδο του χρόνου αυξάνονται και οι μεικτές επιχειρήσεις γενικά και ειδικά εκείνες που αξιοποιώντας το ευνοϊκό καθεστώς (φτηνές πρώτες ύλες, φτηνό εργατικό δυναμικό, μηδαμινοί φόροι) προσανατολίζονται περισσότερο στην εξαγωγή των παραγόμενων εμπορευμάτων.

***

Η συνεχής αναζήτηση τρόπων για την εξασφάλιση προϋποθέσεων που θα οδηγούν στην αύξηση των καπιταλιστικών υπερκερδών είναι, για τους εκπροσώπους του κεφαλαίου, μια υπόθεση που τελικά συνδέεται με την ίδια τη διατήρηση της θέσης τους ως εκμεταλλευτών στην κοινωνία. Την ίδια την ύπαρξή τους. Ολιγάρχες που παραμελούν την ανάγκη της συνεχούς (σχετικής) μείωσης του κόστους παραγωγής των εμπορευμάτων τους, κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να τους καταβροχθίσουν οι ανταγωνιστές, που πάντα καραδοκούν στη γωνία. Η μείωση του κόστους παραγωγής, που κατά κανόνα οδηγεί σε αύξηση του όγκου των κερδών των επιχειρηματικών ομίλων, έχει πάντα κοινή συνισταμένη την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, όμως μπορεί να εξασφαλιστεί με διάφορους τρόπους. Αρκεί, με τη διατήρηση του ίδιου όγκου παραγωγής να μειώνονται οι επί μέρους παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση του κόστους. `Η, με άλλα λόγια, να εξασφαλίζεται μεγαλύτερος όγκος παραγωγής, διατηρώντας στα ίδια επίπεδα το κόστος παραγωγής, τη διάθεση, δηλαδή, κεφαλαίων. Είτε πρόκειται για το σταθερό (μέσα παραγωγής), είτε για το μεταβλητό (αμοιβές εργαζομένων) κεφάλαιο. Η αύξηση, συνήθως, της συμμετοχής του σταθερού κεφαλαίου στο συνολικό κόστος σηματοδοτεί τη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας και σταδιακά οδηγεί στην αύξηση μεν των κερδών, στη μείωση όμως των ποσοστών κέρδους. Η αύξηση του μεταβλητού κεφαλαίου «δείχνει» αύξηση της εκμετάλλευσης και διευκολύνει την αύξηση των ποσοστών κέρδους. Ο τρόπος που διαμορφωνόταν η πλέον αποδοτική για τα καπιταλιστικά κέρδη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου πάντα παίζει σημαντικό ρόλο για την κίνηση των κεφαλαίων. Είτε στα πλαίσια κλάδων της βιομηχανίας, είτε τομέων της οικονομίας, είτε στα πλαίσια επιλογής άλλων οικονομιών (χωρών) για επέκταση της εκμεταλλευτικής τους δράσης. Οικονομίες όπου ενισχύεται κάποιος από τους παράγοντες που ευνοεί θετικά την κερδοφορία του κεφαλαίου, μετατρέπονται αμέσως σε μαγνήτη για τους κεφαλαιοκράτες, που σπεύδουν - για όσο χρόνο ισχύουν τα ευνοϊκά δεδομένα - να εκμεταλλευτούν τα σχετικά πλεονεκτήματα που τους προσφέρονται.

***

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, στις σημερινές συνθήκες και ιδιαίτερα μετά από την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και από την άρση κάθε περιοριστικού μέτρου για τις κινεζικές εξαγωγές από την 1η του Γενάρη του 2005, η Κίνα συγκεντρώνει αθροιστικά όλα τα δυνατά πλεονεκτήματα, που μπορεί να εγγυηθούν την κερδοφόρα δράση του κεφαλαίου. Πολύ περισσότερο που αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη οι διαδικασίες των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, διακηρυγμένος στόχος των οποίων είναι η ολόπλευρη μείωση σε κάθε κόστος παραγωγής.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ