ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Δεκέμβρη 2004
Σελ. /20
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Είμαι κομμουνίστρια και ονομάζομαι ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΑΝΔΗ»

200 χρόνια από τη γέννηση της πρώτης γυναίκας, που τόλμησε να γίνει και να δηλώνει συγγραφέας

Ο τίτλος του σημειώματος αυτού, προέρχεται από δημοσίευμα της «Ουμανιτέ» (27/4/2004)

Η Γεωργία Σάνδη (George Sand), μια από τις πολύ μεγάλες μορφές του ΙΘ΄ αιώνα, παραμένει ως προσωπικότητα ακόμη ασαφής, τυλιγμένη με τον απόηχο των θαυμασμών, αλλά και με μια αχλύ φαρμακερής αμφισβήτησης. Μια βαρόνη, η οποία τρέχει στα χωριάτικα πανηγύρια, μια μητέρα που γυρνάει τον κόσμο συζώντας με τα παιδιά και τους εραστές της, μια ρομαντική συγγραφέας που καπνίζει, φοράει αντρικά κοστούμια και μάχεται για τα δικαιώματα του γυναικείου φύλου, μια απόγονος του βασιλιά της Πολωνίας, που κατεβαίνει στους δρόμους πολεμώντας για την Κομμούνα. Και πάντα να γράφει, να εμπνέει συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι και ο Μπαλζάκ, μουσικούς όπως ο Σοπέν και ο Λιστ, να έχει φίλους της τον Φλωμπέρ και τον Ντελακρουά, θαυμαστές της τον Ουγκώ και τον Χάινε... Αυτή δεν είναι γυναίκα (είπαν πολλοί), είναι σκάνδαλο!

Η καταγωγή και η φύση

Η Γεωργία Σάνδη γεννήθηκε την 1η Ιουλίου του 1804 στο Παρίσι. Το όνομά της ήταν Αμαντίν Ορόρ Λουσίλ Ντιπέν, αλλά όλοι τη φώναζαν Ορόρ (Αυγή). Ο πατέρας της ήταν αριστοκράτης, ενώ η μητέρα της άνθρωπος του λαού. Η μικρή Ορόρ μεγάλωσε στο αρχοντικό σπίτι των προγόνων της, στο Νοάν, στην επαρχία του Μπερί, στο κέντρο, σχεδόν, της Γαλλίας, με τη γιαγιά της.

Για καλή της τύχη, η γιαγιά Ντιπέν, αν και ευγενής, ήταν οπαδός του Ζαν Ζακ Ρουσώ (1712 - 1778), ο οποίος με τις ιδέες του «άναψε τους πυρσούς της Γαλλικής Επανάστασης» και διακήρυττε την επιστροφή στη φύση, όπου, καθώς δίδασκε, βρίσκει κανείς πιο εύκολα το θεό απ' ό,τι στις εκκλησιές. Με μια γιαγιά, η οποία δήλωνε άθεη και φυσιολάτρισσα, το κοριτσάκι μεγάλωσε ελεύθερο από περιορισμούς και συμβατικότητες, ευτυχισμένο με τη συντροφιά των παιδιών του χωριού, μαγεμένο από τις λαϊκές διηγήσεις και τα τραγούδια των γεωργών και των γυρολόγων, περίεργο να εξερευνά τη φύση και τα θαύματά της.


Τίποτε από αυτά τα ελεύθερα μαθήματα δε θα ξεχάσει στη ζωή και στην τέχνη της η κατοπινή συγγραφέας. Η ζωή των αγροτών, όπως αργότερα και των εργατών, θα εμπνέουν το έργο της και θα την οδηγήσουν σε μελέτες πρώιμης εθνογραφίας, μεγάλης οξυδέρκειας.

«Ο χωρικός λοιπόν είναι, αν μπορούμε να πούμε, ο μόνος ιστορικός που μας έχει απομείνει από τα προ-ιστορικά χρόνια. Τιμή και πνευματικό κέρδος για όποιον θ' αφιερωνόταν στην έρευνα των θαυμαστών παραδόσεων κάθε χωριού, οι οποίες, αν συγκεντρωθούν, ομαδοποιηθούν, μελετηθούν συγκριτικά και αναλυθούν προσεχτικά, θα μπορέσουν ίσως να ρίξουν ένα φως στο βαθύ σκοτάδι των πρωτόγονων καιρών. Αλλά γι' αυτό θα χρειαζόταν μια ολόκληρη ζωή, έστω και μόνο για τη Γαλλία.

Από την άλλη, θα πρέπει να προειδοποιηθούν οι ερευνητές ότι οι παραλλαγές του ίδιου θρύλου είναι αναρίθμητες (...). Αυτή η πολλαπλότητα είναι το φυσικό της προφορικής λογοτεχνίας. Η ποίηση των ανθρώπων της υπαίθρου, όπως και η μουσική τους, αριθμούν τόσους διασκευαστές όσους και ανθρώπους». («Lιgendes rustiques», 1858).

Η γέννηση ενός ονόματος

Μετά τις σπουδές της στη σχολή των Αγγλίδων Καλογραιών, η Ορόρ Ντιπέν πηγαίνει στο Παρίσι. Σε μια βεγγέρα γνωρίζεται με τον βαρόνο Φρανσουά Καζιμίρ Ντιντεβάν και το 1822 παντρεύονται. Ο γάμος τους δε θα είναι ευτυχισμένος, ούτε μακρόχρονος. Μόνο κέρδος της θα είναι τα δυο παιδιά τους: Ο λατρεμένος της Μορίς και η ατίθαση Σολάνζ.

Η βαρόνη ταξιδεύει, γράφει βιβλία, αρθρογραφεί σε περιοδικά και γνωρίζει το μεγάλο έρωτα στο πρόσωπο του νεαρού συγγραφέα Ζιλ Σαντό (Jules Sandeau). Γράφουν μαζί ένα μυθιστόρημα, που η Ορόρ το υπογράφει με ψευδώνυμο J. Sand., παρμένο από το όνομα του αγαπημένου της. Ενα χρόνο αργότερα, στα 1832, κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα - «Ιντιάνα» - και εμφανίζεται για πρώτη φορά με το όνομα που θα γίνει διάσημο: George Sand - Γεωργία Σάνδη. Το πάθος του γραψίματος έχει ριζώσει μέσα της και θα καρπίζει για όλη της τη ζωή.


«Εχω έναν σκοπό, ένα καθήκον, ας την πω τη λέξη, ένα πάθος. Το να γράφω είναι ένα πάθος βίαιο και σχεδόν ακαταμάχητο» (Από επιστολή της, 1831).

«Να μη βάζει κανείς τίποτα από την καρδιά του σ' αυτό που γράφει; Καθόλου δεν καταλαβαίνω, μα καθόλου. Εμένα μου φαίνεται ότι αυτό και μόνο πρέπει να βάζουμε». (Από Επιστολή στον Φλωμπέρ, 1866).

«Η τυραννία, η ζήλια και η βία είναι πάντα σημάδια αδυναμίας» («Horace», 1841).

Το σπίτι της Σάνδη στο Παρίσι γίνεται το κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής. Εκεί συναντιούνται οι Μπαλζάκ, Φραντς Λιστ, Προσπέρ Μεριμέ, Χάινε. Τα μυθιστορήματα διαδέχονται το ένα το άλλο και η επιτυχία κάθε καινούριου τίτλου ξεπερνά εκείνην του προηγούμενου. Η ζωή της είναι θυελλώδης, αλλά η σκέψη της είναι πάντα στα ζητήματα της κοινωνικής αδικίας.

« "Αλλά", έλεγε με οργή, "αυτοί οι άθλιοι μπάσταρδοι που κυβερνάνε τον κόσμο βασιλικώ δικαιώματι, κάνουν οτιδήποτε άλλο από το να συντρέχουν αυτούς που υποφέρουν. Απορροφημένοι από τις άνοστες ηδονές τους, διασκεδάζουν με τον ίδιο παιδαριώδη και μικρόψυχο τρόπο, ωσότου η φωνή των λαών γκρεμίσει αυτούς τους θρόνους που μείνανε τόσον καιρό ανάλγητοι μπροστά στον σπαραγμό. (...) Οι μεγάλοι βασιλιάδες κάνουν τους μεγάλους λαούς", έλεγε, "όλα συνοψίζονται σ' αυτόν τον κοινότοπο αφορισμό, μόνο που ως τώρα, δεν υπήρξαν ποτέ στον κόσμο μεγάλοι βασιλιάδες" ». («Le Secrιtaire intime», 1834).

«Η μόρφωση μπορεί και οφείλει να τα διορθώνει όλα»

Η Σάνδη πίστευε βαθιά στην αξία της μόρφωσης. Οπως προκύπτει από όλες τις επιλογές της ζωής της, εκτιμούσε και εμπιστευόταν τη γνώση, θεωρώντας ότι αυτή οδηγεί στην ελευθερία και στο σεβασμό της ανθρώπινης ύπαρξης.

«Ο άνθρωπος δε γεννιέται κακός. Δε γεννιέται ούτε και καλός, όπως το εννοεί ο Ζαν Ζακ Ρουσώ, (...). Ο άνθρωπος γεννιέται με περισσότερο ή λιγότερο δυναμισμό στα πάθη, με περισσότερη ή λιγότερη δυνατότητα να τα καταφέρνει ή όχι στην κοινωνία. Αλλά η μόρφωση μπορεί και οφείλει να τα διορθώνει όλα. Εκεί βρίσκεται το μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να λυθεί: Να βρεθεί η μόρφωση που είναι η κατάλληλη για τον καθένα.(«Mauprat», 1837).

Για την ισότητα των γυναικών

«Ενας άντρας και μια γυναίκα είναι τόσο ίδιοι που δεν μπορώ καθόλου να καταλάβω όλο αυτό το πλήθος των διακρίσεων και των υπαινικτικών συλλογισμών που τροφοδοτούν τις κοινωνίες σ' αυτό το κεφάλαιο». (Από Επιστολή στον Φλωμπέρ, 1867).

Σε όλη της τη ζωή, η θέση των γυναικών θα τη γεμίζει αγανάκτηση. Οι νόμοι τις αδικούν, η κοινωνία τις περιθωριοποιεί, οι ίδιες υποτάσσονται.

«Οι συγγραφείς, αγαπητό μου παιδί, δε βάζουν εύκολα στην ιστορία τους γυναίκες αληθινά δυνατές. Φοβούνται μήπως το κοινό δεν τις βρει αληθοφανείς, ή τις βρει ενοχλητικές». («Tamaris», 1862).

Το αγοροκόριτσο του Μπερί αναστατώνει τη γαλλική κοινωνία, όχι μόνο με τα γραπτά της, αλλά και με τους τρόπους της. Κυκλοφορεί ντυμένη σαν άντρας - «σαν μικρός φοιτητάκος» - με παντελόνι, γιλέκο ρεντιγκότα και καπέλο! Κι από πάνω, καπνίζει και πίπα! Οι γελοιογράφοι δε σταματούν να την σκιτσάρουν. Ωστόσο, είναι πάντα μια γοητευτική γυναίκα. Ανάμεσα στις πιο ευτυχισμένες της στιγμές, ο έρωτάς της με τον λεπτεπίλεπτο ποιητή Αλφρέ ντε Μισέ και το ρομαντικό ταξίδι τους στη Βενετία, ο οχτάχρονος δεσμός της με τον μεγαλοφυή ασθενικό Σοπέν και η ζωή τους στη Μαγιόρκα.

Στα οδοφράγματα

Η επανάσταση το Φλεβάρη του 1848, βρίσκει τη συγγραφέα στους δρόμους, μαζί με το λαό που αγωνίζεται εναντίον του βασιλιά Λουδοβίκου - Φιλίππου, ο οποίος τελικά καθαιρείται και φεύγει, και προκηρύσσεται η δημοκρατία! (25/2). Η Σάνδη αρθρογραφεί με πάθος, στηλιτεύει τη μετριοπαθή στάση ορισμένων αγωνιστών και τάσσεται ανοιχτά υπέρ μιας «κομμουνιστικής δημοκρατίας» για το συμφέρον των πολλών...

«Πολίτες,

(...) Βουλευτές δεν πρέπει να είναι οι εκφραστές των τοπικών συμφερόντων, αλλά οι εκπρόσωποι της υπέρτατης βούλησης της Γαλλίας. Γι' αυτό και πρέπει να τους αναζητήσουμε ανάμεσα στους πιο προικισμένους με υψηλές αρετές και ευγενή αισθήματα». (Από άρθρο της στο «Bulletin de la Repiblique», 13/4/1848).

Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς ο λαός θα ξανακατεβεί στους δρόμους, αλλά αυτός ο λαϊκός ξεσηκωμός πνίγεται στο αίμα. Επικρατούν οι μετριοπαθείς, οι περισσότεροι φίλοι της συλλαμβάνονται και φυλακίζονται, η ίδια καταφεύγει στο πατρογονικό της σπίτι στο Νοάν, γεμάτη θλίψη. Ο ανιψιός του Βοναπάρτη χρίζεται αυτοκράτορας, Ναπολέων Γ΄!...

Μια πλούσια συγκομιδή

Η Γεωργία Σάνδη έγραψε περισσότερα από 50 βιβλία, από τα οποία τα περισσότερα είναι μυθιστορήματα, και αρκετά θεατρικά. Ειδικά το θέατρο ήταν ένα σημαντικό κεφάλαιο στο δημιουργικό έργο της. Μάλιστα, στο σπίτι της, στο Νοάν, είχε δημιουργήσει ένα θέατρο μαριονετών, όπου μικρά έργα της ζωντάνευαν με τη φωνή του Μπαλζάκ και με συνοδεία μελωδίες των Σοπέν και Λιστ. Πάντως, στις παρισινές σκηνές τα έργα της, σχεδόν, κάθε φορά αποθεώνονται.

Εκτός από τα έργα μυθοπλασίας, η Σάνδη άφησε μια αυτοβιογραφία και μια πλούσια συγκομιδή από επιστολές, οι οποίες μας προσφέρουν τη δυνατότητα να μελετήσουμε την προσωπικότητά της, τα ενδιαφέροντα και τις απόψεις της, αλλά και τις απόψεις των φίλων της και τον απόηχο των γεγονότων της εποχής της.

Αν και το κοινό τη λάτρευε, η Σάνδη δεν είχε και λίγες αντιπάθειες. Η τολμηρή και ανυπόταχτη στάση της, κυρίως στο γυναικείο ζήτημα, ξεσήκωνε κύματα αντιδράσεων.

Φανερά αμήχανος, ο Αλέξανδρος Δουμάς τη χαρακτήριζε «πνεύμα ανδρόγυνο που συνενώνει τη ρώμη του άνδρα και τη χάρη της γυναίκας», και την παρομοίαζε με τη Σφίγγα, που έχει «πρόσωπο γυναίκας, νύχια λιονταριού και φτερά αετού»!

Ωστόσο, οι περισσότεροι τη λάτρεψαν. «Είναι γεμάτη πνεύμα και ζει μια ζωή ασύγκριτη, δεν μπορούμε να τη συγκαταλέγουμε στις συνηθισμένες υπάρξεις», γράφει για την Σάνδη ο Μπαλζάκ.

«Ο θάνατός της μου φαίνεται σαν να μικραίνει την ανθρωπότητα. Υπήρξε ο ποιητής που έδωσε σάρκα στις ελπίδες μας, στους καημούς μας, στα σφάλματά μας, στους βόγκους μας», γράφει ο Ερνέστ Ρενάν, ενώ ο Ντοστογιέφσκι την αποκαλεί «μητέρα του ρώσικου μυθιστορήματος» και ο Ουγκώ «αθάνατη».

«Για να είναι κανείς αληθινός ποιητής πρέπει να είναι συγχρόνως καλλιτέχνης και φιλόσοφος»(«Γράμματα ενός ταξιδευτή», 1837).

Διακόσια χρόνια από τη γέννηση της Γεωργίας Σάνδη, είναι μια επέτειος που θα μπορούσε να γίνει αφορμή και αφετηρία για την ανάδυση αυτού του λαμπερού και ασυμβίβαστου πνεύματος από τη λήθη, στην οποία οι τρομαγμένοι αστοί και οι πατριαρχικοί διανοούμενοι την έχουν καταδικάσει. Η Σάνδη είναι σπάνιο παράδειγμα πολύπλευρου ανθρώπου, δοσμένου και στην τέχνη του και στους κοινωνικούς αγώνες, με το ίδιο φλογερό και ανυπόταχτο πάθος.


Ζωή ΒΑΛΑΣΗ
Συγγραφέας, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Σορβόννη - Παρίσι


Η σχετική αθλιότητα!

Από τη μια μεριά η τηλεόραση, προπαντός η τηλεόραση κι από την άλλη ο εργαζόμενος κόσμος, οι άνεργοι, οι απελπισμένοι, της γης οι «κολασμένοι», με τον παλιό, επαναστατικό χαρακτηρισμό. Από τη μια μεριά τα φώτα, τα ψεύτικα χαμόγελα, οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, οι γαλοπούλες και πώς θα τις μαγειρέψουμε, ώστε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, «αχ, αχ χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι» που έλεγε και το ποίημα, να είναι πετυχημένο και οι φίλοι προσκαλεσμένοι να μείνουν έκπληκτοι, λένε τα διαφημιστικά σποτ, από τη μαστοριά της οικοδέσποινας. Από τη μια μεριά ένας κόσμος χωρίς προβλήματα, ανέμελος, ευτυχισμένος, τα πολυτελή αυτοκίνητα που πουλιούνται, σχεδόν τζάμπα, τα τραπεζικά δάνεια που τώρα πια οι τράπεζες δεν τα δίνουν απλώς, τα χαρίζουν. Και η πρώτη δόση; «ξέχνα το, μου λένε», τονίζει η σχετική διαφήμιση. Και να τα ταξίδια, με πολλές πολλές άτοκες δόσεις. Και να οι πιστωτικές κάρτες που σας ανοίγουν την πόρτα του παραδείσου. Και να από κοντά τα εορτοδάνεια, τα κρατικά λαχεία, τα «Τζακ ποτ» του τζόκερ. Μια ζωή, τέλος πάντων χρωματιστή και εύοσμη, ανέμελη και απροβλημάτιστη, με τα κατσικάκια του γάλακτος να κρέμονται προκλητικά στα τσιγκέλια, τα γουρουνόπουλα παραδίπλα, οι γαλοπούλες, και μπροστά χαμογελαστοί κρεοπώλες, με τις μάχαιρές τους και το κόκκινο γαρίφαλο στ' αυτί, να διαβεβαιώνουν πως όλα πάνε καλά, οι τιμές σαν τις περυσινές, η επάρκεια εξασφαλισμένη, κι από τη Λάρισα ο απελπισμένος γαλοπουλοπαραγωγός να διαμαρτύρεται οργίλος πως η αγορά γέμισε ξένες γαλοπούλες.

Και από την άλλη μεριά; Μα η αλήθεια! Οι απελπισμένοι της ανεργίας, του ταπεινού μεροκάματου, της χαμηλής σύνταξης. Το νοίκι απλήρωτο, η ΔΕΗ να περιμένει, το τηλέφωνο να καιροφυλακτεί. Από την άλλη μεριά ο κόσμος της φτώχειας και της ανημποριάς. Οσοι ονειρεύονται άδικα, όσοι περιμένουν, χωρίς ελπίδα, όσοι μετράνε τα πονεμένα ευρώ τους και βλέπουνε πως δε φτάνουν. Αυτοί που δε θα έχουνε καλεσμένους στο σπίτι, αυτοί που δε θα πάρουνε ούτε αυτή τη χρονιά το αυτοκίνητο που ονειρεύονται, γιατί όχι; Από την άλλη μεριά αυτοί που δεν έχουν δικαίωμα να χαμογελάνε, γιατί όσο κι αν είναι οι τιμές σαν τις περυσινές, τα δικά τους λεφτά δε φτάνουν, όπως κι αν τα μετράνε. Γιατί στο μεταξύ μεγαλώσανε και τα παιδιά. Παλιώσανε τα μπουφάν τους. Το βιβλίο που τους αγόρασαν το Πάσχα, διαβάστηκε. Το πλαστικό αυτοκινητάκι του Γιαννάκη πάλιωσε κι αυτό και η ξανθιά Μπάρμπι της Κατερίνας ξεμαλλιάστηκε. Και η κουζίνα θέλει βάψιμο, το χαλί του σαλονιού τρίφτηκε και θέλει άλλαγμα. Ναι, μπορεί η γαλοπούλα να μην ακρίβυνε από πέρυσι, η ζωή όμως δεν είναι η ίδια. Οι εικόνες γύρω μας δεν είναι όπως εκείνες του προηγούμενου χρόνου. Τα χρώματα έχουν αλλάξει κι αυτά. Οι μυρωδιές είναι κι αυτές καινούριες. Τα κομπιούτερ είναι πιο γρήγορα, τα κινητά τηλέφωνα πιο εντυπωσιακά, οι νέες συνταγές πιο περίτεχνες. Ο κόσμος προχωράει, όλο και βρίσκει και κάτι καινούριο. Και μεις; Θα μείνουμε στις περυσινές τιμές; Το δικό μας το χριστουγεννιάτικο δέντρο θα μείνει φέτος αστόλιστο; Είναι η αντίθεση στη ζωή μας γενικώς ή η αντίφαση του καπιταλισμού που κι αυτός δε λέει ν' αλλάξει σαν τις τιμές της γαλοπούλας; Είναι το βάσανο της «σχετικής αθλιότητας» που έλεγε ο Λένιν! Να.


Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ