ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 16 Γενάρη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Για την Τριτοβάθμια ο λόγος (1)

Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά γίνεται λόγος για την τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Για τα ΑΕΙ, για τα ΤΕΙ, για τα ΕΑΠ, για τα νέα τμήματα των ΑΕΙ και τα παραρτήματα των ΤΕΙ, τους συμβασιούχους των πανεπιστημιακών εργολάβων, το ΔΙΚΑΤΣΑ, τις μετεγγραφές, τους μηχανισμούς πρόσβασης, τις διακηρύξεις της Μπολόνια, της Πράγας, του Βερολίνου. Γίνεται λόγος, δηλαδή, για την τριτοβάθμια σε κάθε περίπτωση και από όλους, είτε έχουν σχέση με αυτήν είτε όχι, είτε δουλεύουν στο πλαίσιό της είτε απλώς την οραματίζονται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Κι όλη αυτή η πλημμυρίδα των συζητήσεων, των προτάσεων και των επιχειρημάτων σε καμιά περίπτωση δε συνιστά ένα συγκεκριμένο σύστημα προσέγγισης των «πραγμάτων» της ανώτατης Εκπαίδευσης. Στις πιο πολλές περιπτώσεις μπορεί εύκολα να διακρίνει κανείς σε όλο αυτό το «υλικό», που συσσωρεύεται στα γραφεία εντεταλμένων ή μη αρμοδίων, ένα έντονο διακηρυκτικό χαρακτήρα, που πότε παίρνει την ελαστική μορφή ενός οράματος, θεμελιωμένου σε συναισθηματική ή, στην καλύτερη περίπτωση, ιδεολογική επιχειρηματολογία, και πότε την καθοδηγητική μορφή μιας συγκεκριμένης στρατηγικής.

Στην πολιτική γλώσσα τόσο το «όραμα», όσο και η «στρατηγική» χαρακτηρίζονται ως Θέσεις. Το σύνολο των θεωρητικών προτάσεων, με άλλα λόγια, με βάση τις οποίες ένα Κόμμα, άρα και το ΚΚΕ συγκροτεί το πολιτικό του πρόγραμμα, οργανώνει τις δράσεις του και, πάνω από όλα «κατασκευάζει» την επιχειρηματολογία του στην καθημερινή του προσπάθεια να επικοινωνήσει με το Λαό. Το πρόβλημα όμως που προκύπτει, πολλές φορές, από τις «Θέσεις», και τώρα αναφέρομαι στο δικό μας το Κόμμα και πιο συγκεκριμένα στις Θέσεις του αναφορικά με την τριτοβάθμια Εκπαίδευση, είναι ότι αυτές παγιδεύονται στο θεωρητικό, άρα στο διακηρυκτικό - οραματικό τους χαρακτήρα. Δεν περιέχουν, διατυπωμένη με συγκεκριμένο, άρα με σαφή τρόπο, εκείνη τη μεθοδολογική πρόταση που θα βοηθήσει στη μετατροπή της στρατηγικής θέσης σε διαδικασία τακτικής ζύμωσης. Δεν περιγράφουν, να το πω και αλλιώς, τον τρόπο με τον οποίο η καθημερινή μας δράση, όσον αφορά την τριτοβάθμια Εκπαίδευση, γι' αυτή γίνεται λόγος, θα στηρίζεται σε ένα συγκεκριμένο σχήμα διαλόγου, η ανάπτυξη του οποίου και η πολιτική του αξιοπιστία θα αντλεί επιχειρήματα από τις «Θέσεις». Μόνον με τον τρόπο αυτό γίνεται κατανοητή η διάκριση ανάμεσα στην περιγραφή της Στρατηγικής και στην ένταξη στο πλαίσιό της του καθημερινού μας αγώνα, της «τακτικής» μας, όπως συνηθίζεται να τη λέμε...

Με βάση αυτή τη συνοπτική θεωρητική ανάλυση, θα επιχειρήσω να διατυπώσω τη μεθοδολογική πρόταση, που δεν μπόρεσα να εντοπίσω στις «Θέσεις». Μια πρόταση που, χωρίς να θίγει, ούτε κατά ελάχιστο, την ουσία τους, τις διευκολύνει να μεταβολίζονται σε υλικό ενός καθημερινού διαλόγου, στο πλαίσιο του οποίου ούτε οι ειδικοί θα εξοβελίζονται, αλλά ούτε και οι εργαζόμενοι, βασικοί «συνδαιτυμόνες» αυτού του διαλόγου. θα παραμένουν τα παθητικά υποκείμενα μιας στερεότυπης, σχεδόν επαγγελματικής καθοδήγησης.

2. Σύμφωνα με τη μεθοδολογική πρότασή μου τα θέματα που σχετίζονται με το πρόβλημα της τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης θα μπορούσαν να διακριθούν σε τρεις ομάδες με τον ακόλουθο ενδεικτικό τρόπο:

2.1 Ομάδα πρώτη: Θέματα για συζήτηση. Στην ομάδα αυτή θα μπορούσαν να ενταχθούν: (α). «Η σύνδεση πανεπιστημίου και κοινωνίας». Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η σύνδεση σήμερα που η κοινωνία ταυτίζεται με την αγορά. Πώς θα μπορούσαν τα προϊόντα της ανώτατης εκπαίδευσης να εξυπηρετούν τις ανάγκες των εργαζομένων και ταυτόχρονα την ορθολογική ανάπτυξη της οικονομίας, την εξέλιξη της τεχνολογίας, με σκοπό την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και όχι τη διευκόλυνση της κερδοσκοπίας των μεγάλων επιχειρήσεων (Συνεχίζεται).


Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Η ποιοτική μοναδικότητα της λογοτεχνίας στα κοινωνικά δρώμενα

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Η λογοτεχνία από την Αρχαιότητα, ακόμα, ήταν μια από τις πολλές μορφές του γραπτού λόγου (φιλοσοφικού, επιστημονικού, αρθρογραφικού κλπ). Η λογοτεχνία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα και απέκτησε συνείδηση της σημασίας της με την άνοδο της αστικής κοινωνίας. Εκείνη την εποχή τα λογοτεχνικά έργα του παρελθόντος απέκτησαν επίσης ιδιαίτερη φιλολογική σημασία, καθώς επικράτησε η θεμελιακά διαφορετική αντίληψη, ότι προορίζονταν περισσότερο για τον αναγνώστη παρά για τον ακροατή. Αλλά, από τον 20ό αιώνα και μετά, η λογοτεχνία θεωρείται σαν ένας καλλιτεχνικός τρόπος αντίληψης του κόσμου, σαν μια δημιουργική δραστηριότητα, που ανήκει στην περιοχή της τέχνης και, ταυτόχρονα, σαν μια ιδιαίτερη μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας, που κατέχει μοναδική θέση ανάμεσα στις τέχνες. Η ξεχωριστή αυτή θέση της λογοτεχνίας καθρεφτίζεται και στην έκφραση «γράμματα και τέχνες».

Ο ανθρώπινος κόσμος με την τέχνη του λόγου

Σύμφωνα με τη μαρξιστική - λενινιστική ερμηνεία, η λογοτεχνία, όπως και όλες οι άλλες μορφές τέχνης, είναι ένας ιδιαίτερος καλλιτεχνικός τρόπος περιγραφής και παρουσίασης της αντικειμενικής πραγματικότητας με τη χρησιμοποίηση εικόνων, ένα είδος πρακτικής - πνευματικής αντίληψης του κόσμου. Αντίθετα από τις άλλες μορφές τέχνης (ζωγραφική, γλυπτική, μουσική, χορός), που απευθύνονται άμεσα στις αισθήσεις, χρησιμοποιώντας κάποιο υλικό αντικείμενο (χρώμα, πέτρα) ή κάποια ενέργεια (κίνηση του σώματος, ήχος μιας χορδής), η λογοτεχνία μορφοποιείται με λέξεις, με τη γλώσσα. Μολονότι ενσωματώνεται φυσικά σε ήχους και γράμματα, η γλώσσα γίνεται κατανοητή όχι με την αισθητηριακή αλλά με την πνευματική αντίληψη. Οι συνδυασμοί ήχων και ο ρυθμός του στίχου και της πρόζας γίνονται αισθητοί ως ένα βαθμό, ακόμα και όταν διαβάζει κανείς «μέσα του». Αλλά αυτή η άμεσα αισθαντική πλευρά της λογοτεχνίας αποκτά πραγματική σημασία μόνο σε συνάρτηση με το νοητικό, πνευματικό επίπεδο του καλλιτεχνικού λόγου. Ακόμα και τα πιο στοιχειώδη συστατικά της φόρμας (το επίθετο ή η μεταφορά, η αφήγηση ή ο διάλογος) γίνονται αισθητά μόνο με τη νόηση κι όχι με την άμεση αίσθηση. Η πνευματική ουσία επιτρέπει στη λογοτεχνία να αναπτύξει τις καθολικές (σε σύγκριση με τις άλλες μορφές τέχνης) δυνατότητές της. «Η ποίηση», μας λέει ο Μπελίνσκι, «είναι η ανώτερη μορφή τέχνης. Κάθε άλλη μορφή τέχνης περιορίζεται ως ένα βαθμό, στις δημιουργικές δυνατότητές της, από το ίδιο το υλικό με το οποίο εκφράζεται... Η ποίηση εκφράζεται με τον ελεύθερο ανθρώπινο λόγο, που είναι ήχος, εικόνα και με σαφήνεια διατυπωμένη ιδέα. Γι' αυτό, η ποίηση περιέχει όλα τα στοιχεία των άλλων τεχνών και χρησιμοποιεί ταυτόχρονα και στο σύνολό τους όλα τα μέσα που προσιδιάζουν σε καθεμιά από τις άλλες τέχνες ξεχωριστά» (Μπελίνσκι, «Απαντα», σελ. 7, 8, 9). (Ο Μπελίνσκι αφιέρωσε το έργο του στον αγώνα κατά της δουλοπαροικίας και την ανάπτυξη της κοινωνικής συνείδησης και της ρωσικής ρεαλιστικής λογοτεχνίας).

Θέμα λοιπόν της τέχνης είναι ο ανθρώπινος κόσμος, οι πολύπλευρες σχέσεις του ανθρώπου με την πραγματικότητα, ο κόσμος από την άποψη του ανθρώπου. Αλλά, ακριβώς στην τέχνη του λόγου (και αυτή είναι η ξεχωριστή της περιοχή), ο άνθρωπος, σαν λογικό ον, γίνεται το αντικείμενο, που πρέπει να αποδοθεί και να κατανοηθεί και το επίκεντρο της καλλιτεχνικής προσπάθειας. Η ποιοτική αυτή μοναδικότητα του θέματος της λογοτεχνίας έχει τονιστεί από τον Αριστοτέλη, που πίστευε ότι η πλοκή των ποιητικών έργων έχει σχέση με τις σκέψεις, την προσωπικότητα και τις πράξεις των ανθρώπων.

Αλλά μόλις το 19ο αιώνα, που υπήρξε η κατεξοχήν «λογοτεχνική» περίοδος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, κατανοήθηκε στην πληρότητά του το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό του αντικειμένου της λογοτεχνίας. «Το αντικείμενο, που αντιστοιχεί στην ποίηση είναι η αχανής περιοχή του πνεύματος», μας λέει ο μεγάλος διαλεκτικός Χέγκελ, στην «Αισθητική» του, σελ. 355 και συνεχίζει, «ο λόγος - αυτό το εξαιρετικά εύπλαστο υλικό, που ανήκει άμεσα στο πνεύμα και μπορεί να εκφράζει καλύτερα τα ενδιαφέροντα και τις εμπνεύσεις του σε όλη την εσώτερη ζωντάνια τους - πρέπει να χρησιμοποιείται πρωταρχικά για το είδος της έκφρασης, για το οποίο είναι περισσότερο κατάλληλος, όπως συμβαίνει με την πέτρα, το χρώμα και τον ήχο στις άλλες τέχνες. Από την άποψη αυτή, πρωταρχικό έργο της ποίησης είναι να ενστερνιστεί όλες τις δυνάμεις της πνευματικής ζωής και γενικότερα όλα εκείνα που κυριαρχούν στα ανθρώπινα πάθη και αισθήματα ή που περνούν ειρηνικά από τη στοχαστική θεώρηση - την πλατιά περιοχή που αγκαλιάζει τη συμπεριφορά, τις πράξεις, τη μοίρα και τις ιδέες του ανθρώπου, όλη την αναταραχή αυτού του κόσμου», όπως πίστευε ο Χέγκελ.

Και καλλιτεχνική έρευνα

Η άνθηση της λογοτεχνίας συνδέεται με την ανάπτυξη του γνωστικού - κριτικού πνεύματος της σύγχρονης εποχής.

Η λογοτεχνία χαρακτηρίστηκε «καλλιτεχνική έρευνα» ή «μελέτη του ανθρώπου», υπογραμμίζει ο Μαξίμ Γκόρκι, «επειδή προβληματίζεται, αναλύει και αποκαλύπτει στον άνθρωπο το βάθος της ίδιας της ψυχής του. Στη λογοτεχνία περισσότερο, παρόσο στις πλαστικές τέχνες και στη μουσική, ο καλλιτεχνικά αναπλασμένος κόσμος παρουσιάζεται κατανοητός, αναλυτικά φωτισμένος και υψωμένος σε γενικότερο επίπεδο. Ετσι, η λογοτεχνία είναι περισσότερο κατάλληλη από όλες τις τέχνες, για τη διάδοση ιδεών, η περισσότερο ιδεολογική. Επειδή οι εικόνες της δεν είναι άμεσα αισθητές, αλλά δημιουργούνται στην ανθρώπινη φαντασία, η λογοτεχνία υστερεί από τις άλλες τέχνες σε δύναμη αισθητικότητας, «κερδίζει» όμως από την άποψη ότι αγκαλιάζει την «ουσία των πραγμάτων». Η εντύπωση της λογοτεχνικής εικόνας στηρίζεται όχι στη «γραφική» ή «παραστατική» ποιότητα, αλλά στο ιδιαίτερο είδος της καλλιτεχνικής της διαλεκτικής - στην ικανότητά της να φωτίζει κάτι μέσω ενός άλλου, να συσχετίζει, να συγκρίνει, να συνδέει τα πιο διαφορετικά φαινόμενα, συχνά απομονωμένα και άσχετα μεταξύ τους, και να συλλαμβάνει τη μυστική αλληλεξάρτησή τους. Το κατορθώνει χρησιμοποιώντας ελεύθερα το «οικουμενικό ισοδύναμο» - το λόγο - που δε γνωρίζει όρια.

Η λειτουργία της δημιουργίας

Το τυπικό χαρακτηριστικό της πνευματικής επικοινωνίας, η μεταβίβαση «μηνυμάτων», πηγή του έχει το διανοητικό χαρακτήρα της λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία απευθύνεται περισσότερο στην αισθητική φαντασία, στις δημιουργικές προσπάθειες του αναγνώστη, επειδή η καλλιτεχνική πνευματικότητα, που παρουσιάζει ένα λογοτεχνικό έργο, μπορεί να «αποκαλυφθεί», μόνο αν ο ίδιος ο αναγνώστης αρχίσει να αναπλάθει, να αναδημιουργεί την πραγματικότητα αυτή, από την αλληλουχία των εικόνων, που δημιουργεί ο λόγος.

Ο Λέων Τολστόι έγραψε στο ημερολόγιό του ότι «στην αντίληψη της αληθινής τέχνης υπάρχει μια ψευδαίσθηση ότι δε συλλαμβάνω αλλά δημιουργώ... Ενα έργο τέχνης είναι πραγματικό έργο τέχνης, όχι μόνο, όταν φαίνεται στον άνθρωπο που το συνέλαβε, ότι δημιούργησε αυτό το ωραίο έργο, αλλά όταν ο ίδιος αισθάνεται χαρά επειδή το δημιούργησε» (Λ. Τολστόι, «Για τη Λογοτεχνία» σελ. 598-603).

Τα λόγια του Τολστόι υπογραμμίζουν επίσης ότι η λογοτεχνία διατηρεί απόλυτα τη λειτουργία της δημιουργίας (όπως και άλλες μορφές καλλιτεχνικής δραστηριότητας), στην οποία περιλαμβάνεται και η επιβολή του καλλιτέχνη στον αναγνώστη.

Ο λόγος στη λογοτεχνία, δεν είναι ομιλία με τη συνηθισμένη έννοια. Δημιουργώντας ένα έργο, ο συγγραφέας δε «μιλάει» (ή «γράφει»), αλλά «πραγματώνει» το λόγο, όπως ένας ηθοποιός στη σκηνή δεν «παίζει» αλλά «ερμηνεύει» ένα ρόλο. Ο καλλιτεχνικός λόγος δεν «πληροφορεί». Δημιουργεί μια αλληλουχία λεκτικών εικόνων ή «εικόνων - κινήσεων». Γίνεται δράση, μια «πραγματικότητα». Ετσι, ο ρυθμός του στίχου στον «Μπρούτζινο καβαλάρη», μοιάζει, να ζωντανεύει την απαράμιλλη «Αγία Πετρούπολη» του Πούσκιν, και το έντονο, γοργό, αφηγηματικό ύφος και ο ρυθμός στα έργα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι κάνουν απτές τις πνευματικές αγωνίες των ηρώων του. Το λογοτεχνικό έργο φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο όχι με μια γυμνή σκέψη, αλλά με μια καλλιτεχνική πραγματικότητα, που μπορεί όχι μόνο να κατανοηθεί, αλλά και να γίνει εμπειρία και «βίωμα». Ο καλλιτεχνικός κόσμος ενός λογοτεχνικού έργου, αποτελεί ένα νέο φαινόμενο της αιώνιας δημιουργικής φύσης.

Στις απόψεις τους για τον ιδεολογικό και αισθητικό χαρακτήρα της τέχνης και της λογοτεχνίας, οι κλασικοί του, μαρξισμού -λενινισμού, υπογράμμισαν τη διδακτική και μορφωτική λειτουργία της λογοτεχνίας. Για τον Ενγκελς, η σημαντικότερη πλευρά στο έργο του Μπαλζάκ ήταν η, «ποιητική αδεία», ικανότητά του να φτάνει στα ύψη της «επαναστατικής διαλεκτικής» της ιστορίας. Ο Λένιν θεωρούσε τα έργα του Λ. Ν. Τολστόι «φωτεινή απεικόνιση του απέραντου ανθρώπινου ωκεανού στα απύθμενα βάθη του»! («Για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη», σελ. 219-227). Στο μυθιστόρημα «Τι πρέπει να γίνει;» του Ν. Τσερνιτσέφσκι, ο Λένιν είδε έργο, που αληθινά πραγμάτωνε τις λειτουργίες της λογοτεχνίας. «Αυτή είναι γνήσια λογοτεχνία, που διδάσκει, καθοδηγεί και εμπνέει. Σε ένα καλοκαίρι, διάβασα το μυθιστόρημα "Τι πρέπει να γίνει;" πέντε φορές και κάθε φορά ανακάλυπτα στο έργο αυτό νέες σκέψεις» (Αυτ. σελ. 651).

Οι θεωρητικοί του προλεταριάτου εκτίμησαν επίσης την αρχή της καλλιτεχνικής δημιουργίας, την αισθητική απόλαυση, τη μορφοπλαστική ικανότητα και τη λειτουργία της πνευματικής και της ψυχικής επικοινωνίας. Ο Μαρξ έγραψε για την «αιώνια χαρά» και την «αιώνια τέρψη», που προκαλεί η κλασική τέχνη! (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς, «Απαντα», τ. 12, σελ. 737). Ο Λένιν υποστήριζε ότι η Τέχνη «πρέπει να συνενώνει το αίσθημα, τη σκέψη και τη θέληση... των μαζών και να τις εξυψώνει. Πρέπει να αφυπνίζει τους καλλιτέχνες, που βρίσκονται ανάμεσά τους, και να τους καλλιεργεί» (Λένιν, «Για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη», σελ. 663).

Ο πνευματικός και ιδιαίτερα ο καλλιτεχνικός μας κόσμος, όπως και στην Κατοχή, άρχισε να βγαίνει από το λήθαργο της παθητικής αντιχουντικής αντίστασης! Με τον προοδευτικό, κοινωνικό, πολιτικό, σατιρικό - και όχι μόνο - λόγο του, γραπτό και προφορικό, ακόμα και αυτοσχεδιαζόμενο πάνω στο σανίδι... Μέσα από φοβερές συμπληγάδες πέτρες, της φασιστικής λογοκρισίας, κατάφερνε, με την καλλιτεχνικά και με παντομίμα, δοσμένη νοηματική έκφραση και διαίσθησή του, να γλιστρά από τα εμπόδια αυτά και να εκπέμπει μηνύματα προοδευτικά, «εξεγερτικά...»! Μηνύματα οραμάτων..., ελπίδας κι αγώνα!

Και η συμβολή στην Αντίσταση...

Ο εργαζόμενος λαός μας και προπαντός η ανήσυχη και προβληματισμένη πολιτικά νεολαία του, αγκάλιασαν με τόλμη και κρυφό διεγερτικό ενθουσιασμό όλες - εκείνου του καιρού - τις καλλιτεχνικές, θεατρικές κλπ. εκδηλώσεις, με προοδευτικά έργα, όπως πχ με το αντιφασιστικό έργο «Καληνύχτα Μαργαρίτα», που παιζόταν από τους θαυμάσιους, τολμηρούς καλλιτέχνες Ληναίο και Φωτίου! Γέμιζαν τα θέατρα, οι μπουάτ, τα περίφημα πάρτι της σπουδάζουσας και φοιτητικής νεολαίας, σε κάθε ψυχαγωγική, και όχι μόνο (που τη μετέτρεπαν δηλαδή σε αντιχουντική), εκδήλωσή τους!

Αλλωστε, όλος ο κόσμος, μικροί και μεγάλοι, παντού σιγανοτραγουδούσαν «Πότε θα κάμει ξαστεριά...», «Ενα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή», «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ...», «Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία...», «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις...» και πολλά άλλα! Επίσης από στόμα σε στόμα λέγονταν και κυκλοφορούσαν πολλά έξυπνα αντιχουντικά σατιρικά ανέκδοτα και αντιχουντικά σκίτσα, κολλημένα σε κολόνες κλπ χώρους!

Το 1974, λίγο καιρό πριν πέσει η δικτατορία, την πρωτόφαντη ζήτηση, που υπήρξε προπαντός από την εξεγερμένη νεολαία μας, για την απόκτηση καλού, προοδευτικού βιβλίου, κύρια πολιτικού, λογοτεχνικού, γιατί είχαν όλα κατασχεθεί και είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία τους! Φυσικά κρυφά, χέρι με χέρι και με περίεργους (δύσκολους) τρόπους, γίνονταν με ρίσκο κάποια κυκλοφορία. Ομως αυτή η ακόρεστη δίψα, για την απόκτησή του, φάνηκε αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας. Ουρές σχηματίζονταν στα βιβλιοπωλεία, για ν' αποκτήσει ο κόσμος καλό, ποιοτικό, πολιτικό, προοδευτικό βιβλίο!

Είναι κι αυτή η περίπτωση, ένα από τα «βιώματά» μας, που πιστοποιεί την ποιοτική μοναδικότητα της λογοτεχνίας, του ρόλου και της σημασίας της, στην καλλιέργεια, στη διαμόρφωση και ποιοτική εξύψωση συνειδήσεων...


Μπάμπης ΓΚΟΛΕΜΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ