Η έκθεση, που θα διαρκέσει έως τις 27/2, φιλοξενεί 190 επιλεγμένες φωτογραφίες, οι οποίες συγκροτούν ενότητες ανάλογες μ' αυτές του βιβλίου: περιβάλλον, δομημένος χώρος, άνθρωπος, διαδρομές, αγροτικές εργασίες, καθημερινή ζωή, αγορά, επαγγέλματα, διατρέχοντας χρονολογικά το σύνολο του έργου του φωτογράφου.
«Ο Τάκης ο Τλούπας», καταλήγει ο Γ. Χουρμουζιάδης, κατορθώνει με τις φωτογραφίες του να βγάζει το γεγονός, άσχετο αν αυτό είναι ένα χαμόγελο ή ένας λυγμός, από το εφήμερο και το στιγμιαίο και να το μετατρέπει σε παντοτινό. Οπως ακριβώς μια κλασική αξία της ζωής. Που σήμερα τη θυσιάζουμε εύκολα στο όνομα της ελεύθερης Αγοράς».
«Τις πρώτες μου φωτογραφίες, που ήταν τοπία, τις εμφάνισα μόνος μου με βοηθό τον αδελφό μου τον Φιλόλαο. Φτιάξαμε σκοτεινό θάλαμο βάζοντας μια κουβέρτα στο παράθυρο, πήραμε φιξάζ και κοινά χαρτιά για να βλέπουμε, και κακήν κακώς εμφανίσαμε το φιλμ. Το καρβουνιάσαμε τελικά...».
«Στην Κατοχή έβγαλα μερικές φωτογραφίες κάποιους σκοτωμένους εδώ έξω στο δρόμο, αλλά τις κατέστρεψα γιατί φοβήθηκα. Ο πατέρας μου ήταν σοσιαλιστής και... Μετά την απελευθέρωση γνωρίστηκα με τον Μπαλάφα που ήταν διερμηνέας στη Λάρισα. Με αυτόν κάναμε πολλές συζητήσεις για τη φωτογραφία. Μου έδειχνε τη δουλιά του, του έδειχνα και εγώ τη δικιά μου... Μετά με ανακάλυψαν οι ερασιτέχνες φωτογράφοι της Αθήνας. Είχαν νοικιάσει ένα χώρο στη Φιλελλήνων κι εκθέτανε τις φωτογραφίες τους. Πήγαινε εκεί και ο Σπύρος Μελετζής και τους έκανε διαλέξεις για τη φωτογραφία»...
«Εκανα πολλές εξορμήσεις για να φωτογραφίσω. Πήγαινα και με το ποδήλατο. Το 1952 φωτογράφισα για πρώτη φορά την Κάρλα. Πήγα κι άλλες δυο φορές και τη φωτογράφισα. Τελευταία το 1962, μαζί με τον Λέτσιο, όταν πια είχε ξηρανθεί. Θυμάμαι πως μια φορά που πήγαμε με το γιατρό τον Μάκη Λαχανά, κοιμηθήκαμε μαζί με τους ψαράδες στρωματσάδα στην καλύβα. Οι ψαράδες είχαν ανάψει φωτιά για να μαγειρέψουν κι ο καπνός είχε ντουμανιάσει. Καθόμασταν χάμω με τον αγκώνα στηριγμένο στο δάπεδο, κρατώντας το κεφάλι χαμηλά μέσα στη χούφτα μας για να μη μας πνέγει ο καπνός που αιωρούνταν πάνω από τα κεφάλια μας... Εκανα καμιά εικοσαριά φωτογραφίες για την Κάρλα και τη ζωή των ψαράδων».
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία και το Ιράκ, η μικρασιατική καταστροφή του 1922, είναι βασικά θέματα που απασχολούν την καλλιτέχνιδα στην έκθεση αυτή. Περιλαμβάνει τέσσερις θεματικές ενότητες: «Εν καιρώ ειρήνης...», «Εφημερίδα "Μακεδονία" 1939», «Μην καταστρέφετε τα έργα στα Μουσεία. Είναι η ιστορία του Πολιτισμού μας» και «Θεσσαλονίκη». Η Αφ. Καραμανλή χρησιμοποιεί αυγοτέμπερα, ξύλο, λάδια, κολάζ (εφημερίδες, μουσαμά, χαρτί, υλικά από το ημερολόγιο του πατέρα της από τον πόλεμο του 1940 και το αρχείο του από εφημερίδες της εποχής. Ηταν φωτοτσιγκογράφος της «Μακεδονία»).
Αρχισε να επεξεργάζεται τα έργα της μετά τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και τον πόλεμο στο Ιράκ. Χαρακτηρίζονται από αυτό που η ίδια ονομάζει «γραφή - κίνηση», ένα είδος αυτόματης γραφής που τη χρησιμοποιεί ως τεχνική εδώ και 15 χρόνια. Σύμβολα, γραφές από τη δύση και την ανατολή, γραφήματα, βραχογραφίες, δρόμοι και περάσματα περιλαμβάνονται στο έργο για να αποδώσουν νοήματα. Για παράδειγμα, τα απαγορευτικά σήματα της τροχαίας χρησιμοποιούνται σε αρκετά έργα και συμβολίζουν το «Στοπ στον Πόλεμο».
Τα περισσότερα εκτιθέμενα έργα είναι ζωγραφική μαζί με κολάζ από το ημερολόγιο του πατέρα της από τον πόλεμο του 1940, φωτογραφίες, αποφθέγματα, πρωτοσέλιδα εφημερίδων και χρώμα. Χρησιμοποιεί γήινα χρώματα και φωτεινό κόκκινο. Στον ίδιο χώρο υπάρχουν προθήκες με εφημερίδες εποχής εκείνης, φωτογραφίες κλπ. Εκτός όμως από την κοινωνική ευαισθησία και το μήνυμα που συνυπάρχει στα έργα της, η Αφ. Καραμανλή φαίνεται πως έχει καθιερώσει ένα προσωπικό ύφος «γραφής».
Η Ελένη Καπλάνη - Κοκκίνη, ιστορικός και κριτικός Τέχνης, σημειώνει: «Από το 1990 άρχισε να επεξεργάζεται τμήματα των έργων της, με μία προσωπική, ιδιόρρυθμα περίπλοκη πινελιά, προσομοιάζουσα στην ανάλυσή της με τον καλλιγραφικό χαρακτήρα της ελληνικής αλφαβήτου, η οποία στο σύνολό της δίνει την αίσθηση πυκνογραφημένης ανατολίτικης γραφής. Από το 1991 οργανώνει ολόκληρα τα θέματά της με αυτούς τους χαρακτήρες, μέσω των οποίων σχηματοποιεί μεν θέματα αναγνωρίσιμα, στα οποία όμως, με τον τρόπο αυτό το φως παίζει ενεργητικό ρόλο»...
Η Αναστασία Πρωτοψάλτη, Ιστορικός Τέχνης και Ιστορικός Βυζαντινής Εποχής, για τη χαρακτηριστική αυτή «γραφή» σημειώνει ότι «... οφείλει πολλά στον ποϊντιλισμό των Μετεμπρεσιονιστών, μόνο που αντικαθιστά τα "σημεία" (points), με χαρακτήρες της Γραμμικής Α και Β γραφής, που αποδίδονται ελεύθερα, με μία έντονα εκφραστική πινελιά».