ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Γενάρη 2000
Σελ. /48
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Θηλυκή Εταιρία» ή ένα δείγμα «μαλακής καταστολής»

ή «Annihilation Through Permissiveness»

Ενώ γράφονται οι γραμμές αυτές, η ταινία του Νικ. Περράκη «Θηλυκή εταιρία» γνωρίζει μια τρελή εισπρακτική επιτυχία. Γνωστοί του συγγραφέα αυτών των γραμμών, που επιχείρησαν να δουν την ταινία, δεν το κατόρθωσαν, γιατί βρήκαν τις κινηματογραφικές αίθουσες πολιορκημένες από τεράστιες ουρές πολλών δεκάδων μέτρων.

Η υπόθεση της ταινίας είναι απλή και, κατά τις κακές γλώσσες, γνωστή. Διαδραματίζεται σε μια μεγάλη πόλη της επαρχίας, που, όπως παρουσιάζεται, δεν μπορεί να είναι άλλη από τη Λάρισα. Διαδραματίζεται επίσης μέσα στους κύκλους της επαρχιακής αστικής τάξης και των μεσαίων ανωτέρων συμμάχων της (επαρχιακή διανόηση, πολιτικό προσωπικό κλπ.). Ο κεντρικός άξονας είναι τα γνωστά σκάνδαλα που έγιναν πρόσφατα γνωστά και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ταινίας (προφανώς, όχι χωρίς τη συνειδητή πρόθεση της μπουφόνικης υπερβολής που δημιουργεί το κωμικό στοιχείο του έργου) είναι το γενικά «χοντρό» και σκαμπρόζικο εκφραστικό περιβάλλον της, που θυμίζει έντονα αριστοφάνεια πρότυπα.

Ακριβώς αυτό το πρότυπο έχουμε κατά νου ενώ βρίσκουμε τον τίτλο της παρούσης σύντομου αναφοράς.

Στον Αριστοφάνη και, όπως φαίνεται και τουλάχιστον ως ένα βαθμό, στο κοινό στο οποίο απευθυνόταν, μπορούσε να φανεί κωμική και, συνεπώς, να παρασταθεί σαν τέτοια, η κατάσταση της Αθήνας, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ετσι, π.χ., η πείνα και οι εξοντωτικές ασθένειες που έχουν ρημάξει τον πληθυσμό της πολιορκημένης πόλης, δεν αποτελούν εμπόδιο για τη συγγραφή των «Αχαρνέων», όπου παρουσιάζονται σαν κωμικές σκηνές αγοραπωλησίας παιδιών. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τη «Θηλυκή εταιρία», όπου οι σκηνές της πιο καταθλιπτικής ανθρώπινης αλλοτρίωσης παρουσιάζονται με τρόπο που είναι παντάπασιν αδύνατο για κάποιον να κρατήσει τα γέλια του.

Φυσικά, υπάρχει μια σοβαρή διαφορά. Ο Αριστοφάνης γράφει σε μια εποχή γενικής αστάθειας και γι' αυτό, επικίνδυνη. Αν και αυτό δεν είναι δυνατόν να το συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι της εποχής και ασφαλώς, ο ίδιος ο Αριστοφάνης, η θανάσιμη κρίση της αρχαιοελληνικής πόλης - κράτους έχει ήδη αρχίσει και καμία δύναμη δε θα μπορέσει να τη σταματήσει. Ο συγγραφέας νιώθει ότι απειλείται και όχι μόνο γενικά ιστορικά αλλά και ατομικά και ιδιαίτερα μέσω των ισχνών προσφυγών στην ποινή του θανάτου, πράγμα πολύ συχνό στην αρχαία Αθήνα, ιδιαίτερα σε περιόδους βαθιάς κρίσης, παρά τα όσα λέγονται με τόση παράκαιρη επιμονή 2.500 χρόνια αργότερα. Ετσι, αισθάνεται την ανάγκη, στον πρόλογο, π.χ., των «Αχαρνέων», να δηλώσει με έμφαση πως ό,τι γράφει το γράφει με καλή πρόθεση και ότι τυχόν κατηγορίες εναντίον του δεν ευσταθούν. Ο Νικ. Περράκης δε βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Συνεπώς, κάθε μετριαστική παρέμβαση είναι περιττή. Ολα είναι άμεσα, ανοιχτά, ωμά.

Το πρώτο στοιχείο που παρατηρεί κανείς στην ταινία είναι η έλλειψη σχέσεων μέσα σε ένα χώρο που είναι (συμβαλλούσης και της νεοελληνικής ρυμοτομικής διαμόρφωσης) ασφυκτικά πλημμυρισμένο από ανθρώπους. Ανάμεσα στα πρόσωπα της ταινίας, οι σχέσεις στις οποίες στέκεται η ταινία, οι οικογενειακές, φαίνεται σαν να μην υπάρχουν καν. Τόσο που, στις περιπτώσεις εγγάμων ζευγαριών, απορεί κανείς πως αυτοί οι άνθρωποι είναι παντρεμένοι, ιδιαίτερα μεταξύ τους.

Ασφαλώς, αυτή η «σχεσιακή έρημος», δεν είναι δυνατόν να είναι απόλυτη - άλλωστε, είναι γνωστό ότι κάθε έρημος μόνο κατά μίαν συνθήκην είναι κενή ζωής. Στην ταινία, βλέπουμε μια ορμητική πλημμυρίδα που, καθώς στην κοινωνία δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει κενό, ορμά να το καλύψει μόλις εμφανιστεί: Το κυνήγι της σεξουαλικής απόλαυσης. Φυσικά, καθώς εδώ δεν έχουμε να κάνουμε, για να θυμηθούμε το γνωστό ανέκδοτο του Μπόμπου, ούτε με πεταλουδίτσες ούτε με ζαρκαδάκια αλλά με ανθρώπους, δεν μπορούμε να σταθούμε μόνο στη φυσιολογική πλευρά του πράγματος. Και, πράγματι, η ταινία μάς δείχνει ότι ο καμβάς όλων αυτών είναι οι κοινωνικές σχέσεις, οι σχέσεις μιας κοινωνίας βασισμένης στην υποταγή και την αξιοποίηση του άλλου. Οι σεξουαλικές σχέσεις είναι οι ίδιες ανταγωνιστικές (π.χ. συμβαδίζουν με την περιφρόνηση ή ακόμη και με την απέχθεια). Στην πραγματικότητα, σημαδεύονται από την αναπόφευκτη σφραγίδα της ταξικής κοινωνίας, την αντίθεση των δύο φύλων. Η σύζυγος του βουλευτή, ήδη αποχωρισμένη από την ακμή της ηλικίας της, που επιδίδεται σε ταπεινωτικές περιπέτειες έξω από το τοπικό ΚΕΝ, το κάνει γιατί δεν έχει πια καμιά επαφή με το σύζυγό της, που και αυτός τη βαριέται μέχρι θανάτου. Η ίδια το συνειδητοποιεί με έναν τρόπο που την εξαγριώνει - μια απόδειξη τουριστικού θερέτρου, όπου η παρουσία του συζύγου της δε δικαιολογείται παρά μόνο για ένα λόγο. Ετσι, η διαγωγή της γίνεται και μια μορφή άγριας εκδίκησης. Φυσικά, τα ερωτήματα που δεν τίθενται ανοιχτά αλλά προβάλλουν στο βάθος είναι πώς παντρεύτηκαν και γιατί τώρα δεν μπορούν να βρουν ένα διακανονισμό.

Ολα αυτά δε συμβαίνουν στο κενό. Συμβαίνουν σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον και, βλέποντας αυτό το περιβάλλον, το πρώτο που σκέπτεται κανείς είναι ότι το περιβάλλον αυτό φαίνεται τόσο λίγο, αλήθεια, τόσο λίγο ελληνικό!..

Πρόκειται για απατηλή εντύπωση. Το περιβάλλον είναι εντελώς ελληνικό. Είναι το περιβάλλον του εντατικού εξαρτημένου καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού που πέρασε η χώρα μας από το 1950 και ύστερα. Αυτό που βλέπουμε στην οθόνη είναι μια κοινωνία ακόμη πιο αστική, ασύγκριτα πιο αστικοποιημένη από οικονομική, κοινωνική και ιδεολογική άποψη από ό,τι προηγούμενα. Ο καπιταλιστικός εκσυγχρονισμός εισβάλλει σαν ακράτητος και, καμιά φορά, αδέξιος κατακτητής, ανατρέποντας παραδοσιακούς τρόπους ζωής και καθιερωμένες αξίες.

Ποια είναι η «ελληνική» πλευρά, το «ελληνικό στοιχείο», για όσους προτιμούν αυτόν τον όρο, αυτής της μεταλλαγής;

Η ταινία μας το δείχνει καθαρά: Η εξάλειψη των αρχαϊκών αγροτικών και πατριαρχικών στοιχείων της ελληνικής κοινωνικής ζωής. Στη «Θηλυκή εταιρία» βλέπουμε καθαρά μια κοινωνία υψηλά αστικοποιημένη (με τη γεωγραφική έννοια - έ, με αυτή την όποια ξέρουμε ότι η Ελλάδα το παρακάνει!), όπου το αγροτικό στοιχείο εξακολουθεί να γίνεται αισθητό (μεταβατικά στοιχεία γαρ), αλλά βρίσκεται «κάπου έξω». Η πόλη δεν είναι πια κέντρο αγροτών, ο πληθυσμός της ασχολείται με εξωαγροτικές ασχολίες (υπηρεσίες, τράπεζες, δημόσια έργα, πολιτική, επενδύσεις σε ποδοσφαιρικές ομάδες κλπ.). Ο καπιταλιστικός εκσυγχρονισμός έχει ανατρέψει ό,τι βρήκε στο δρόμο του και το απέδειξε αδειάζοντας τους ανθρώπους από τον εσωτερικό τους κόσμο.

Μπα, ώστε οι άνθρωποι είναι πια κενοί;

Οχι, ασφαλώς. Εξακολουθούν να είναι γεμάτοι. Από τι, άραγε; Η ταινία μάς το δείχνει επίσης καθαρά. Από τη δίψα του χρήματος. Η ταινία αρχίζει με την αποκάλυψη μιας υπόθεσης τοκογλυφίας και με μια αυτοκτονία, της οποίας την αυθεντικότητα η ταινία, σε συνέχεια, θέτει υπό ερωτηματικό. Οι ήρωες της ταινίας είναι όλοι εύποροι, κλασικοί ηγετικοί εκπρόσωποι μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε γρήγορη άνοδο επί μισό αιώνα και έχει κατορθώσει να αποφύγει τις σοβαρές κρίσεις. Η εικόνα είναι σαφής. Ο γενικός εκχρηματισμός σημαίνει μια πιο καπιταλιστική κοινωνία και αυτή, με τη σειρά της, σημαίνει τη σεξουαλική απελευθέρωση, απελευθέρωση, όμως μόνο με την έννοια της αρπαχτικής ιδιοποίησης κενής από εσωτερικό περιεχόμενο. Η κατασταλτική και καταπιεστική κενότητα έχει τα μέσα - τουλάχιστον ακόμη - να διαιωνιστεί χωρίς «εξωτερική» επέμβαση. Ο Φ. Ενγκελς το είχε ήδη διαπιστώσει: (Στη «σύγχρονη» αστική κοινωνία), «ο πλούτος ασκεί την εξουσία του έμμεσα μα και γι' αυτό πιο σίγουρα». Είναι σαν να διαβάζουμε μια φημισμένη περιγραφή του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου»:

«Παντού όπου η αστική τάξη ήρθε στην εξουσία, κατέστρεψε όλες τις φεουδαρχικές, πατριαρχικές και ειδυλλιακές σχέσεις. Εσπασε χωρίς οίκτο όλους τους πολυποίκιλους φεουδαρχικούς δεσμούς που συνδέανε τον άνθρωπο με τους φυσικούς ανωτέρους του και δεν άφησε κανένα άλλο δεσμό ανάμεσα σε άνθρωπο και σε άνθρωπο, εκτός από το γυμνό συμφέρον, από την αναίσθητη "πληρωμή τοις μετρητοίς". Επνιξε τα ιερά ρίγη του ευλαβικού ρεμβασμού, του ιπποτικού ενθουσιασμού, της μικροαστικής μελαγχολίας στα παγωμένα νερά του εγωιστικού της υπολογισμού».

Απροσδόκητα για μια σατιρική ταινία, η ταινία μας αποκαλύπτει και ένα καίριο (στην εποχή όπου βρισκόμαστε, ΤΟ καίριο) στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας: Την εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό, σε συνθήκες νέου γύρου διεθνοποίησης. Η μορφική έκφραση της εξάρτησης αυτής παρουσιάζεται με τον τρόπο που υλοποιείται στις χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας: Με την «ξένη» διείσδυση στον τομέα της υποδομής. Το ξένο στοιχείο στον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό είναι εντελώς φανερό στην ταινία. Τόσο, που, σε μια έκρηξη αυτοσαρκασμού, το σήμα PLEASE WAIT σε ένα υπολογιστή εμφανίζεται γραμμένο ελληνικά.

Στον τομέα αυτόν είναι εντελώς φανερό ότι ο σκηνοθέτης έχει επίγνωση του θέματος και, γι' αυτό κάνει μερικούς πολύ βαρείς υπαινιγμούς.

Πρώτον: Το στοιχείο της ταινίας που φαίνεται να έχει έντονες σχέσεις με ξένους είναι ένας Ελληνας με μια ιδιότητα έντονα «ξένη» προς το ελληνικό, αν όχι και ευρωπαϊκό, περιβάλλον. Το επάγγελμα του ιδιωτικού detective.

Δεύτερον, αυτό το πρόσωπο εμφανίζεται να μιλά, σε αδέξια αγγλικά, με κάποιον για τη διακίνηση ενοχοποιητικού οπτικού υλικού. Ποιος είναι αυτός ο κάποιος; Η ταινία δε μας το λέει, και αυτό, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι τυχαίο. Πέραν αυτού, το πρόσωπο αυτό έρχεται σε επαφή με «μπράβους» που και αυτοί είναι ξένοι και συγκεκριμένα, Ιταλοί.

Η επαφή με το ξένο στοιχείο είναι στην ταινία πολύ σαφής. Επαφή με τις ΗΠΑ και τη Δυτ. Ευρώπη στον τομέα της οικονομικής και επιχειρηματικής υποδομής (εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό) και με την Αλβανία (θέση στην ιεράρχηση της αξιοποίησης μέσα στα πλαίσια της εξάρτησης από τον ιμπεριαλισμό).

Ενα άλλο στοιχείο που εμφανίζεται, αν και κάπως ελλειπτικά, στην ταινία είναι ο ρόλος του κράτους.

Στην ταινία εμφανίζεται και ο τύπος της ιδιαίτερα «πεταχτής» γυναίκας, μέλους της παρέας των πρωταγωνιστριών. Η γυναίκα αυτή είναι σχετικά νέα στην ηλικία, τόσο ώστε τα παιδιά της μοιάζουν μάλλον με αδέλφια της. Είναι ο τύπος της γυναίκας που «χώνεται» μέσα σ' όλα και όλους τους ανακατώνει. Στην ταινία, είναι η μόνη γυναίκα που τρώει ένα πολύ γερό ξυλοκόπημα, μέχρι του σημείου να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Εκτός αυτού, στέκεται η αφορμή για τη μόνη μη κωμική σκηνή του έργου: Υστερα από τον άγριο ξυλοδαρμό, ο σύζυγός της την καλεί στο εργοτάξιο του οποίου προϊσταται. Εκεί, της λέει ορθά - κοφτά ότι δε δίνει δεκάρα για ό,τι κάνει (με άλλα λόγια, δε δίνει δεκάρα γι' αυτήν) αλλά, αν του ξαναγίνει ενόχληση, θα στείλει τους μπράβους του να την «καθαρίσουν».

Η σκηνή συζυγικής τρυφερότητας είναι όντως εντυπωσιακή και μας επαναφέρει στο ερώτημα που θέτουμε στην αρχή, για το πώς φαίνεται στην ταινία η έγγαμη σχέση: Πώς είναι δυνατόν αυτοί οι δύο άνθρωποι να είναι παντρεμένοι και, μάλιστα, μεταξύ τους; Από την άλλη μεριά, δείχνει με χαρακτηριστικό τρόπο μια διαδικασία «συμμοριοποίησης» της αστικής τάξης και της αστικής κοινωνίας.

Κυρίως, όμως, προσπαθεί, κατά τη γνώμη μας, να περάσει ένα άλλο μήνυμα: Οποιος κουνιέται πολύ, κινδυνεύει να βρει τον μπελά του.

Βέβαια, ύστερα από όλα αυτά, προβάλλει με σαφήνεια το ερώτημα: Πώς μπορεί κανείς να βρει, σ' αυτές τις συνθήκες, πραγματική σεξουαλική απόλαυση; Αν μπορεί, τότε η κατάσταση είναι πραγματικά σοβαρή.


Θανάσης ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ