Την αντίδραση του Εργατικού Κέντρου Λάρισας προκαλεί η απόφαση της κυβέρνησης να πληρώνουν οι ασθενείς για τις εξετάσεις και τα φάρμακα στα Κέντρα Υγείας
«Τη θλιβερή πρωτιά για μία ακόμη φορά κατέχει η περιοχή μας, για την εφαρμογή αντιδραστικών αλλαγών, αυτή τη φορά στην Πρωτοβάθμια Υγεία», τονίζει σε ανακοίνωσή του το Εργατικό Κέντρο Λάρισας (ΕΚΛ), καταγγέλλοντας την απόφαση είσπραξης νοσηλίων στα Κέντρα Υγείας, από τα Ταμεία των ασφαλισμένων, η οποία θα εφαρμοστεί «πιλοτικά» στη Θεσσαλία.
«Διά στόματος Ηλ. Θεοδώρου, διοικητή της ΔΥΠΕ Θεσσαλίας - επισημαίνει στην ανακοίνωση - πληροφορηθήκαμε την κατάργηση της δωρεάν Πρωτοβάθμιας Υγείας, μια και θα εισπράττονται νοσήλια, από τα Ταμεία των ασφαλισμένων, επιβαρύνοντάς τα ακόμα περισσότερο».
Και σημειώνει: «Η κυβέρνηση της ΝΔ, όπως και οι προηγούμενες του ΠΑΣΟΚ, που πιστά εφάρμοσαν τη νεοσυντηρητική πολιτική, ουσιαστικά εμπορευματοποιεί, σιγά σιγά, τις υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Υγείας, ακολουθώντας την έμμεση οδό, του φορτώματος των βαρών και των εξόδων στις πλάτες των εργαζομένων διά μέσου των ασφαλιστικών ταμείων.
Η φιλοσοφία αυτής της πολιτικής είναι ν' απαλλαχτεί το κράτος, που έχει την υποχρέωση και όχι μόνο την ευθύνη για τη δωρεάν Υγεία του λαού, από δαπάνες για την Υγεία.
Οι περικοπές των δαπανών για την Υγεία, την Παιδεία και γενικά των κοινωνικών αναγκαίων δαπανών, μεταφράζονται σε φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις και ένα σωρό άλλες ελαφρύνσεις για το μεγάλο κεφάλαιο. Για ν' απαλλαγούν οι μεγάλες επιχειρήσεις από οικονομικές υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος θα πρέπει αυτό να απαλλαγεί από κοινωνικές δαπάνες και κοινωνική πολιτική. Αυτό έρχεται να υλοποιήσει η εξαγγελία της ΔΥΠΕ, τη μείωση των κρατικών δαπανών για την Υγεία και το φόρτωμά τους στο λαό. Αντιμετωπίζει τα Κέντρα Υγείας, την Πρωτοβάθμια Υγεία, σαν μαγαζιά που πουλάνε εμπόρευμα.
Το ΕΚΛ υπενθυμίζει πως ο τομέας της Υγείας δεν προσφέρεται για πεδίο άσκησης επιχειρηματικών σχεδίων και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ν' αποτελεί πηγή κέρδους για οποιονδήποτε. Η Υγεία, ένα από τα πολυτιμότερα κοινωνικά αγαθά, είναι αποκλειστική ευθύνη και υποχρέωση του κράτους, που πρέπει να την παρέχει δωρεάν στο λαό και δεν μπορεί να μπει στη λογική της ανταποδοτικότητας, ούτε να συνυπάρξει με τα ιδιωτικά συμφέροντα».
Στη συνέχεια, στην ανακοίνωσή του το ΕΚΛ τονίζει: «Η Υγεία είναι ανάγκη και δικαίωμα του ελληνικού λαού. Η πρόληψη επιδημιών, η διενέργεια εμβολιασμών, η ιατροκοινωνική φροντίδα σε ειδικές κατηγορίες του πληθυσμού, η πρόληψη ασθενειών, η παρακολούθηση της μόλυνσης του περιβάλλοντος, ο έλεγχος των τροφίμων, ο έλεγχος των μεταλλαγμένων προϊόντων, είναι υποχρέωση και ευθύνη του κράτους, που πρέπει να παρέχει στον ελληνικό λαό, δωρεάν. Σ' ένα, ήδη, επιβαρυμένο και λειψό σύστημα Υγείας που ταλαιπωρεί τους εργαζόμενους έρχεται να προστεθεί και η ακόμη περισσότερο εμπορευματοποίησή του.
Το ΕΚΛ δεν μπορεί να συμφωνήσει με τέτοιου είδους πολιτικές, που βάζουν σε κίνδυνο την υγεία των εργαζομένων και επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τα ασφαλιστικά ταμεία. Στο επόμενο διάστημα θα αναπτύξει πρωτοβουλίες για τη διεκδίκηση λύσεων στα προβλήματα που αντιμετωπίζει το σύστημα Υγείας στην περιοχή μας».
Καταλήγοντας το ΕΚΛ καλεί τους φορείς, τους εργαζόμενους, τους αυτοαπασχολούμενους, τους αγρότες και τη νεολαία της Θεσσαλίας, να πάρουν θέση δίπλα του για ν' ανατρέψουν τη νεοσυντηρητική λαίλαπα που ασκείται εδώ και χρόνια στον τόπο και να διεκδικήσουν δημόσιο δωρεάν σύστημα Υγείας, που θ' ασκείται αποκλειστικά από το κράτος».
Τους καλεί, ακόμα, να διεκδικήσουν:
Ενα δισ. ευρώ ή 351 δισ. δραχμές είναι το χαράτσι που κατέβαλαν οι συνταξιούχοι σε 12 χρόνια
ICON |
Οι συνταξιούχοι δηλώνουν ότι δεν πρόκειται να δεχτούν την πρόταση του πρωθυπουργού να αποδοθούν τα παρακρατηθέντα αναδρομικά σε πέντε εξάμηνες δόσεις από το δεύτερο εξάμηνο του 2006. Και την απορρίπτουν γιατί αρχικά το ποσό που θα επιστραφεί δεν είναι ούτε το 40% στον ιδιωτικό τομέα και λιγότερο από 25% στο δημόσιο, ενώ για τη συντριπτική πλειοψηφία των δικαιούχων η κάθε δόση δε θα ξεπερνά τα 50-100 ευρώ. Επιπλέον, μέχρι το τέλος του 2008 - που θα τελειώσει η καταβολή - χιλιάδες συνταξιούχοι θα έχουν «αποδημήσει εις Κύριον», οπότε τα χρωστούμενα δε θα αποδοθούν ποτέ, όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν.
Σε 1,03 δισ. ευρώ (351,2 δισ. δραχμές) ανέρχεται το χαράτσι που κατέβαλαν οι συνταξιούχοι την περίοδο 1992-2004, που ίσχυσε ο ΛΑΦΚΑ.
Τα παραπάνω στοιχεία περιέχονται σε απαντήσεις του υπουργού Απασχόλησης Πάνου Παναγιωτόπουλου (12/4/2005) και του υφυπουργού Οικονομικών Πέτρου Δούκα (5/4/2005), σε αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων των βουλευτών του ΚΚΕ Αντώνη Σκυλλάκου, Αγγελου Τζέκη, Τάκη Τσιόγκα, Ορέστη Κολοζώφ και Γιώργου Χουρμουζιάδη.
Από τα 1,03 δισ. ευρώ, τα 655,8 εκατ. ευρώ τα κατέβαλαν οι συνταξιούχοι 54 ασφαλιστικών οργανισμών και τα 374,8 εκατ. τα κατέβαλαν οι συνταξιούχοι του Δημοσίου. Από τα χρήματα των 54 ασφαλιστικών οργανισμών υπέρ του ΛΑΦΚΑ δόθηκαν τα 190,5 εκατ. ευρώ ή 64,9 δισ. δραχμές ως ενισχύσεις σε διάφορα ταμεία, όπως το ΤΣΑ και το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού των ΗΣΑΠ.
Στην αίτηση των βουλευτών του ΚΚΕ υπάρχει το ερώτημα αν παίχτηκαν λεφτά στο Χρηματιστήριο. Ο Π. Παναγιωτόπουλος, υποστηρίζει στην απάντησή του ότι «κανένα ποσό από το ΛΑΦΚΑ δεν "παίχτηκε" στο Χρηματιστήριο» για να αναιρεθεί στη συνέχεια: «Τα πλεονάζοντα κεφάλαια του ΛΑΦΚΑ μπορούν, με αποφάσεις του υπουργού Εργασίας, να επενδύονται σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου και ομόλογα των Τραπεζών που λειτουργούν στην Ελλάδα, ή σε Μερίδια Αμοιβαίων Κεφαλαίων τα οποία επενδύουν το ενεργητικό τους σε τίτλους σταθερού εισοδήματος και μετοχές που έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών στην Αθήνα».
Για τις ειδικές εισφορές που πλήρωσαν οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, ο Π. Δούκας σημειώνει ότι «ως δημόσια έσοδα εισάγονταν στον κρατικό προϋπολογισμό από τον οποίο καλύπτονται στο ακέραιο οι δαπάνες συνταξιοδότησης του Δημοσίου».