ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Αυγούστου 2005
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 2006
Οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα!

Motion Team

Αν υπήρχε τηλεοπτικό παιχνίδι ερωταπαντήσεων που ο παρουσιαστής έθετε το ερώτημα «τι μπορεί να περιμένει ο μισθωτός, ο συνταξιούχος, ο μικρός επαγγελματίας, ο αγρότης, ο άνεργος, όλες αυτές οι κοινωνικές ομάδες που εμπεριέχονται στον όρο "πλατιά λαϊκά στρώματα" το 2006, βελτίωση της οικονομικής του θέσης, στασιμότητα ή χειροτέρευση», η απάντηση νομίζουμε ότι είναι πανεύκολη και βρίσκεται στα χείλη όλων όσοι κατοικούν στα όρια αυτής της χώρας. Η συντριπτική πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων - κάτι που προκύπτει και από διάφορες δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης - αναμένει ότι η οικονομική του θέση το νέο χρόνο θα χειροτερεύσει. Δεν είναι βέβαια μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Οι δημοσκοπήσεις διεθνούς εμβέλειας, οι οποίες καλύπτουν δεκάδες χώρες, κάθε χρόνο καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα. Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων απαντά ότι αναμένει επιδείνωση της οικονομικής τους θέσης, ενώ οι Ελληνες εμφανίζονται από τους πλέον απαισιόδοξους, καθώς δηλώνουν ανασφαλείς για την οικονομική τους κατάσταση, τις προοπτικές της δουλιάς τους, αλλά και ιδιαίτερα απαισιόδοξοι για τις διεθνείς εξελίξεις.

Ολη αυτή η εισαγωγή έγινε επειδή τις μέρες αυτές έχει αναδυθεί στην επικαιρότητα η προβληματική για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης το 2006. Η οποία κυβέρνηση δεν κρύβει λόγια. Τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και ο υπουργός Οικονομίας, δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει το «μεταρρυθμιστικό» της έργο, ότι, αν χρειαστεί θα συγκρουστεί με τις... συντεχνίες που θα σταθούν εμπόδιο (διάβαζε με το εργατικό κίνημα) και ότι εν τέλει η οικονομική πολιτική για το 2006, εμπεριέχει δύο μεγάλους στόχους: Τη διατήρηση της ανάπτυξης σε υψηλούς ρυθμούς - την ποσοτικοποιούν στο 3,5% - και την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τα οποία στο τέλος του χρόνου θα πρέπει να μειωθούν κάτω από το 3% του ΑΕΠ, όπως έχουν δεσμευτεί και στις Βρυξέλλες. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση θα εμμείνει στην πολιτική στήριξης των μεγάλων επιχειρήσεων, στη λογική ότι πρέπει να ενισχυθεί η ανταγωνιστική τους θέση στο διεθνή στίβο, κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει πέρασμα των κερδοφόρων επιχειρήσεων του δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα, ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, στο ασφαλιστικό, στη δημόσια διοίκηση, την Παιδεία, την Υγεία, τη δημόσια υποδομή, την εισοδηματική πολιτική, τη φορολογική πολιτική και την πολιτική των κρατικών δαπανών. Ολες οι επιμέρους πολιτικές πρέπει να κινούνται, να συντείνουν και να εξυπηρετούν τον βασικό στρατηγικό στόχο, αυτό της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας του μεγάλου κεφαλαίου. Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης αποβλέπει στην άνθηση των επιχειρήσεων, στην εμπέδωση της επιχειρηματικότητας, στη δημιουργία κλίματος φιλικού προς τις επιχειρήσεις. Αλλά επειδή η σχέση κεφαλαίου - εργασίας είναι η κατ' εξοχήν ανταγωνιστική σχέση της εποχής μας, για να ανθίσει το κεφαλαίο - για να αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης και άρα η απλήρωτη εργασία που αποσπά δωρεάν από τον εργάτη ο εργοδότης - πρέπει να μαραθούν οι εργαζόμενοι. Αυτή είναι η κυρίαρχη πρόταση στην εποχή μας, την οποία μάλιστα εμφανίζουν και ως μονόδρομο, ως τη μοναδική σκέψη. Με άλλα λόγια σκάβε και μη μιλάς. Ζούμε στην εποχή της δικτατορίας - με τη στενή άλλα και ευρύτερη έννοια του όρου - του κεφαλαίου.

Τι περιμένουμε από το 2006;


Αν έτσι είναι διαμορφωμένο το ευρύτερο ιδεολογικό, πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, τι μπορεί να περιμένουν οι εργαζόμενοι από το νέο χρόνο; Μπορούν να περιμένουν τίποτα περισσότερο από ένταση της επίθεσης της κυβέρνησης και του κεφαλαίου, σε βάρος του εισοδήματός τους; Μπορεί να ισχυριστεί κανείς στα σοβαρά ότι με την εφαρμογή της συγκεκριμένης πολιτικής μπορεί να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της ανεργίας, της ακρίβειας, της δημόσιας υγείας, της πρόνοιας, το χαμηλό εισόδημα εκατομμυρίων νεόπτωχων που δημιουργεί και εκβάλλει το καπιταλιστικό μας σύστημα; Το ερώτημα αυτό δε χρειάζεται καν να απαντηθεί. Είναι ήδη λυμένο στο μυαλό όλων εκείνων που υφίστανται τις συνέπειες των άγριων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που συνεχίζουν διαδοχικά οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Για τις επιμέρους πλευρές της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Πριν όμως πρέπει να αναφέρουμε τον υπ' αριθμό ένα αστάθμητο παράγοντα που ταλανίζει σήμερα τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία και απειλεί να ανατρέψει κάθε οικονομικό σχεδιασμό. Είναι η άνοδος των διεθνών τιμών του πετρελαίου.

Η απειλή της ενεργειακής κρίσης

Για την εκτίναξη της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, η άνοδος των τιμών οφείλεται στην παγκόσμια ανάπτυξη και δη στην άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας στις ΗΠΑ και στην Κίνα. Και επειδή η ζήτηση ξεπερνά την προσφορά, έχουμε οδηγηθεί στο ράλι αυτό των τιμών. Αρα το θέμα παραπέμπεται στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Μα μπορεί να εξηγήσει ο συγκεκριμένος νόμος τον υπερεξαπλασιασμό της τιμής από τα 10 δολάρια το βαρέλι στα μέσα της δεκαετίας του '90, στα 65 - 66 δολάρια σήμερα; Και πώς μπορούν να εξηγηθούν τα εφιαλτικά σενάρια που μιλούν για άνοδο των τιμών στα 100 - 120 δολάρια ανά βαρέλι; Ακόμα και ο πρόεδρος των ΕΛΠΕ κ. Τ. Χριστοδούλου, δήλωσε πρόσφατα ότι 15 περίπου δολάρια στην τελική τιμή του πετρελαίου, πρέπει να αποδοθούν στην κερδοσκοπία. Αρα παίζει και η κερδοσκοπία μπάλα, δεδομένου ότι το πετρέλαιο είναι χρηματιστηριακό προϊόν και οι τιμές διαμορφώνονται καθημερινά στα μεγάλα χρηματιστήρια της Ν. Υόρκης και του Λονδίνου. Στη δε αγορά παραγώγων των χρηματιστηρίων αυτών μέσω των Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) στοιχηματίζουν τεράστια ποσά στην περαιτέρω άνοδο των τιμών του πετρελαίου. Αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη και τον σοβαρότερο ίσως παράγοντα. Οτι ο αγώνας δρόμου για τον έλεγχο των πηγών του πετρελαίου, αποτελεί σήμερα την υπ' αριθμό μία αιτία που εξηγεί την ένταση του ανταγωνισμού των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οτι η προσπάθεια ελέγχου των ανά τον κόσμο πετρελαϊκών πηγών, αποτελεί τον βασικότερο ίσως λόγο ερμηνείας των σύγχρονων ιμπεριαλιστικών πολέμων στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, καθώς και της στάσης που κρατούν οι ιμπεριαλιστές της Δύσης απέναντι στο Ιράν. Γιατί όλοι ξέρουν, ότι όποιος ελέγχει σήμερα το πετρέλαιο, σε μεγάλο βαθμό ελέγχει και τη διεθνή οικονομία. Σε περίπτωση δε που οι τιμές παραμείνουν στα σημερινά υψηλά επίπεδα, πολλοί αναλυτές κάνουν λόγο για επερχόμενη οικονομική ύφεση.

Οι παρατηρήσεις αυτές γίνονται για να επισημάνει το αυτονόητο. Οτι ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής από την πλευρά της κυβέρνησης για το 2006, εμπεριέχει στοιχεία μεγάλης αβεβαιότητας, η οποία τροφοδοτείται από την αβεβαιότητα που επικρατεί στο διεθνή στίβο. Και αν επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες αυτές προβλέψεις και η ελληνική οικονομία περάσει στο στάδιο της ύφεσης με παράλληλη άνοδο του πληθωρισμού, τότε όλοι οι κυβερνητικοί σχεδιασμό πανέ περίπατο. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για ένα άλλο σκηνικό, όπου η επιχειρούμενη μεταφορά της πετρελαϊκής κρίσης στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων, μοιραία, θα επιφέρει την όξυνση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων. Οπότε το λόγο στην περίπτωση αυτή τον έχει η ίδια η ταξική πάλη...

Αν οι φόβοι αυτοί δεν επιβεβαιωθούν, τα πράγματα είναι λίγο - πολύ προβλέψιμα. Η επίθεση κατά των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία καλούνται μονομερώς να αντιμετωπίσουν τη δημοσιονομική κρίση, είναι ένα το κρατούμενο. Τα τελευταία στοιχεία δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά. Το δημόσιο χρέος - στοιχεία Ιούλη - αναρριχήθηκε στα 213,5 δισ. ευρώ, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα στο τέλος του 2006 θα πρέπει να μειωθεί κάτω από το 3% του ΑΕΠ, έναντι 3,6 - 3,7% που - βοηθούσης και της δημιουργικής λογιστικής - αναμένεται να διαμορφωθεί το 2005. Αυτό πρακτικά σημαίνει στο σκέλος των εσόδων, ένταση της φοροεισπρακτικής επίθεσης.

Οι μικρομεσαίοι

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε δυο πράγματα για τους «μικρομεσαίους». Οι τελευταίοι - καθώς είχαν ζεματιστεί από τις συνεχείς φορολογικές επιδρομές των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ - στις τελευταίες εκλογές στράφηκαν προς τη ΝΔ. Πίστεψαν οι άμοιροι, ότι ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα, όπως η ΝΔ, θα τους επεφύλασε καλύτερη φορολογική μεταχείριση. Ποιος δε θυμάται την προεκλογική επίσκεψη του Καραμανλή στο ψιλικατζίδικο του Παλιού Φαλήρου, όπου... με προσοχή άκουγε τα προβλήματα που του έθετε η ιδιοκτήτρια. Τώρα, μετά τις εκλογές καλούνται να πληρώσουν αδρά την ευπιστία τους, καθώς ο αγώνας κατά της φοροδιαφυγής που κήρυξε η κυβέρνηση, αποτελεί το προανάκρουσμα της νέας φοροεπιδρομής εναντίον τους. Σε περίπτωση που τα μέτρα κατά της... φοροδιαφυγής δεν αποδώσουν τα δέοντα, τότε υπάρχει και δεύτερο σενάριο που προβλέπει αντιμετώπιση του προβλήματος των εσόδων μέσω της αύξησης των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ).

Στο σκέλος των δαπανών, η συνέχιση της πολιτικής λιτότητας σε μισθούς και συντάξεις αποτελεί τη βάση του νέου εποικοδομήματος. Οι αυξήσεις πείνας, δεν υπαγορεύονται μόνο από την ανάγκη αντιμετώπισης του δημοσιονομικού προβλήματος, αλλά έχουν και ένα ευρύτερο πολιτικό και ιδεολογικό στόχο. Η εισοδηματική πολιτική στο δημόσιο δίνει τον τόνο της εισοδηματικής πολιτικής και για τον ιδιωτικό τομέα και αφορά βασικά τον καθορισμό της τιμής της εργατικής δύναμης για το σύνολο της οικονομίας. Συνολικά οι πρωτογενείς δαπάνες (οι κρατικές δαπάνες πλην των τόκων) αναμένεται να αυξηθούν με ρυθμό χαμηλότερο από το 2005 (5,3%) γεγονός που σηματοδοτεί περαιτέρω σκλήρυνση των πολιτικών λιτότητας στους τομείς της Παιδείας, Υγείας, πρόνοιας, κοινωνικών παροχών, ό,τι δηλαδή έχει σχέση με τους τομείς που στον ένα η άλλο βαθμό συμμετέχουν στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Παράλληλα η κυβέρνηση θα συνεχίσει το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες θα εξελιχθούν μέσα στο 2005 (ΟΤΕ, ΑΤΕ) και θα συνεχιστούν το 2006 (Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, Αερολιμένας Αθηνών). Δεν αποκλείονται επίσης πιο επιθετικές κινήσεις (πώληση της Εμπορικής), ενώ υπάρχουν εισηγήσεις για επέκταση της ιδιωτικοποίησης στον τομέα των μεταφορών (είσοδος ιδιωτών στις γραμμές του ΟΣΕ).


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Δυνατός αέρας στα πανιά της πλουτοκρατίας

Η κατάργηση των ποσοστώσεων και το άνοιγμα των εμπορικών ανταλλαγών με την Κίνα αυξάνει τα κέρδη των μονοπωλίων. Απίστευτα κέρδη για το «ελληνικό» εφοπλιστικό κεφάλαιο

Κινδύνους από τις «αθρόες εισαγωγές» εμπορευμάτων ετικέτας «made in China» ανακάλυψαν αρκετά όψιμα και με περίσσια δόση υποκρισίας οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ. Πραγματικός στόχος τους βέβαια δεν είναι ένα κάποιο νέο είδος «προστατευτισμού», αλλά η επαναδιευθέτηση του ζητήματος με την «κινέζικη πλευρά» σε όφελος της κερδοφορίας των ισχυρών ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Η πολιτική τους έχει να κάνει με τον έλεγχο των αγορών, της παραγωγής και της διακίνησης εμπορευμάτων με στόχο την ανάκαμψη στα παραπαίοντα ποσοστά κέρδους, συγκεκριμένων κλάδων, όπως της κλωστοϋφαντουργίας. Στόχος τους δεν είναι η μείωση της συνολικής χρηματικής αξίας των εισαγόμενων «made in China» (η οποία άλλωστε δε συνιστά «απειλή» για τα συμφέροντα και τους στρατηγικούς σχεδιασμούς της πλουτοκρατίας). Σε τελική ανάλυση ζητούμενο για την ΕΕ είναι η αύξηση στις λιανικές τιμές των «κινέζικων» σε επίπεδα τέτοια που να ανταποκρίνονται στις νόρμες της ευρωπαϊκής αγοράς. Την τακτική αυτή υπηρετούν και τα παιχνίδια γύρω από τη συναλλαγματική ισοτιμία του κινέζικου νομίσματος. Οι πραγματικές βλέψεις τους προκύπτουν ανάγλυφα και από το γεγονός ότι αφήνουν στο απυρόβλητο τις κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) που προέβλεπαν (ήδη από το 1995) την πλήρη κατάργηση των ποσοστώσεων στα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα που μπήκαν σε εφαρμογή από την 1/1/2005. Το ομολογούν έμμεσα και οι ίδιοι: Στα επίσημα κείμενά τους και παρά τις πομφόλυγες ότι οι «εισαγωγές από την Κίνα έχουν υπερβεί κατά πολύ τα όρια του συναγερμού», δεν κάνουν ούτε την παραμικρή νύξη στο ενδεχόμενο επαναφοράς των ποσοστώσεων. Οι καπιταλιστές δεν έχουν λόγο να υπαναχωρήσουν από τις συμφωνίες στο πλαίσιο του ΠΟΕ με τις οποίες άλλωστε κατάφεραν να διεισδύσουν σε νέες χώρες και αγορές απομυζώντας ολοένα και περισσότερη μάζα ζωντανής ανθρώπινης εργασίας. Οι υποτιθέμενοι «κλαυθμοί» του κογκλάβιου της ΕΕ για την «ευρωπαϊκή κλωστοϋφαντουργία» αλλά και για άλλους κλάδους της μεταποίησης (ισχυρίζονται ότι περιμένουν τα στατιστικά στοιχεία προκειμένου να αποφασίσουν για τη διεύρυνση του καταλόγου) σε αυτή τη φάση έχουν να κάνουν με τα ειδικά συμφέροντα της γαλλικής κλωστοϋφαντουργίας αλλά και της ιταλικής. Και είναι φανερό ότι οι μικρέμποροι - μικροβιοτέχνες, το μικρεμπόριο τίποτα απολύτως δεν έχουν να περιμένουν από την όποια «επαναδιευθέτηση» των διακρατικών εμπορικών συναλλαγών.

Το εμπορικό ισοζύγιο Ελλάδας - Κίνας

Με αφορμή τα εμπορεύματα ετικέτας «made in China» που έχουν πλημμυρίσει την ελληνική αγορά καλλιεργούνται διάφορες εσφαλμένες εντυπώσεις για τα αίτια της κρίσης που ζουν οι μικρέμποροι, βιοτέχνες, επαγγελματίες. Στο πλαίσιο αυτό πρόσφορο έδαφος βρίσκουν «ερμηνείες» περί της ύπαρξης διαφόρων κυκλωμάτων, για «παρεμπόριο», για εκτεταμένη φοροδιαφυγή και άλλα ανάλογα που βέβαια σε καμία περίπτωση δεν προσεγγίζουν την ουσία. Αντίθετα βρίσκονται πολύ μακριά από τη λύση που θα δίνει διέξοδο στα προβλήματα των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων. Και βέβαια το σταθερά ελλειμματικό και συνεχώς διευρυνόμενο εμπορικό έλλειμμα της χώρας δεν οφείλεται στις εισαγωγές από την Κίνα. Από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος που αφορούν στο εμπορικό έλλειμμα της χώρας για το έτος 2004 (πριν από την ολοσχερή κατάργηση των ποσοστώσεων) προκύπτουν τα παρακάτω:

  • Το εμπορικό έλλειμμα με όλες τις χώρες φτάνει στο αστρονομικό ύψος των 25,4 δισ. ευρώ, ποσό δηλαδή που αντιστοιχεί στο 15,5% του ΑΕΠ που παράχτηκε μέσα στην ίδια χρονιά
  • Το εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα διαμορφώνεται στα 1,36 δισ. ευρώ, αποτελεί δηλαδή το 5,3% του συνολικού ελλείμματος της χώρας. Με άλλους όρους το εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα (ακριβέστερα με τα προϊόντα ετικέτας Κίνας) αντιστοιχεί στο 0,83% του ΑΕΠ της Ελλάδας που παράχτηκε στη διάρκεια του 2004.

Σε κάθε περίπτωση οι κερδισμένοι από το συγκεκριμένο άνοιγμα των αγορών είναι οι μεγαλοβιομήχανοι - μεγαλέμποροι, οι εφοπλιστές, οι ισχυροί επιχειρηματικοί όμιλοι και της ΕΕ που αποσπούν τεράστια κέρδη από την επέκτασή τους σε νέες αγορές, όπως αυτή της Κίνας. Σημαντικό μερίδιο σε αυτά τα κέρδη έχει και το ντόπιο εφοπλιστικό κεφάλαιο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία οι εισπράξεις ντόπιων διεθνών μεταφορέων εμπορευμάτων (κυρίως εφοπλιστών αλλά και άλλων) έφτασε το 2004 στο αστρονομικό ύψος των 13,3 δισ. ευρώ (αύξηση 39,1% σε σύγκριση με το 2003). Χαρακτηριτσικό είναι το γεγονός ότι οι εισπράξεις του ντόπιου εφοπλιστικού κεφαλαίου για θαλάσσιες μεταφορές, έφτασαν μέσα στο 2004 στο απίστευτο ποσό των 12,4 δισ. ευρώ (από 8,9 δισ. το 2003 και 8 δισ. το 2002). Το ποσοστό αύξησης ανάμεσα στο 2004 και το 2002 φτάνει σε 55%. Η τελευταία έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος σημειώνει: «Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα του αυξημένου ρυθμού ανόδου του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών και των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης των νέων αγορών, ιδιαίτερα της Κίνας». Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνουν πως η «άνοδος της ζήτησης για μεταφορικές υπηρεσίες ώθησε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τους ναύλους τόσο των πλοίων μεταφοράς ξηρού φορτίου όσο και των πετρελαιοφόρων». Να λοιπόν ποιοι θησαυρίζουν από την κατάργηση των ποσοστώσεων, από το συγκεκριμένο «άνοιγμα των αγορών» στο πλαίσιο των κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων του ΠΟΕ. Το βέβαιο είναι ότι οι εφοπλιστές κερδίζουν τόσο από την αύξηση της μάζας των κυκλοφορούντων εμπορευμάτων όσο και από τις αυξήσεις τιμών στα ναύλα και τα κόμιστρα των εμπορευμάτων (και του πετρελαίου) που βέβαια μετακυλίονται και επιβαρύνουν τη λαϊκή κατανάλωση.


Α.Σ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ