Η άγρια λιτότητα στις κοινωνικές δαπάνες συνοδεύει τη φοροεπιδρομή που προτίθεται να εξαπολύσει η κυβέρνηση της ΝΔ το 2006, που προωθεί με συνέπεια τις πολιτικές του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών και του εγχώριου μεγάλου κεφαλαίου. Με πρόβλεψη για ονομαστική άνοδο του ΑΕΠ κατά 7,4% (193,4 δισ. ευρώ), οι κυριότερες κατηγορίες δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού προβλέπεται να αυξηθούν με ρυθμούς σαφώς μικρότερους, γεγονός που σημαίνει ότι η συμμετοχή τους ως προς το ΑΕΠ μειώνεται απόλυτα.
Για μια ακόμη χρονιά οι μισθοί και οι συντάξεις μπαίνουν στην «πρέσα» της λιτότητας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2006:
Εξετάζοντας τις δαπάνες από μία γενικότερη θεώρηση, προκύπτει ότι το σύνολο των πρωτογενών δαπανών (όλες οι δαπάνες πλην των τόκων) προβλέπεται να αυξηθούν κατά 6,4% και να ανέλθουν στα 40.590 εκατ. ευρώ. Αν μάλιστα αφαιρέσουμε το κονδύλι των αναδρομικών του ΛΑΦΚΑ και τις ενισχύσεις των στρατιωτικών, το σχετικό ποσοστό αύξησης περιορίζεται στο 5,9%, όσο δηλαδή είχε αυξηθεί και το 2005. Οι πληρωμές τόκων και χρεολυσιών για την εξυπηρέτηση του Δημόσιου Χρέους προβλέπεται να ανέλθουν στα 9.600 και 18.136 εκατ. ευρώ αντίστοιχα, ενώ για τα εξοπλιστικά προγράμματα του υπουργείου Αμυνας έχει εγγραφεί ποσό ίσο με 1.500 εκατ. ευρώ.
Το σύνολο των δαπανών για το 2006 προβλέπεται να ανέλθει στα 69,8 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η ίδια σκληρή λιτότητα αναδεικνύεται και από την ανάλυση των τακτικών δαπανών κατά υπουργείο. Ετσι οι δαπάνες:
Πολύ μακριά από τις ανάγκες που απαιτούνται για την αναβάθμιση της Δημόσιας Δωρεάν Παιδείας βρίσκονται και τα κονδύλια του προϋπολογισμού του 2006, που ενέκρινε χτες το Υπουργικό Συμβούλιο. Κεντρικός στόχος της κυβέρνησης για την Παιδεία, όπως καταγράφεται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 2006, είναι «η προσαρμογή του εκπαιδευτικού μας συστήματος στις αναπτυσσόμενες διεθνώς τάσεις, στις ευρωπαϊκές εξελίξεις και στις κοινές δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει στο πλαίσιο της ΕΕ», πράγμα που αναλύεται σε ένταση της επίθεσης στη δημόσια εκπαίδευση, με στόχο την προσαρμογή της στις απαιτήσεις του κεφαλαίου.
Αυτή η πολιτική υλοποιείται με στασιμότητα, ουσιαστικά, των κονδυλίων που διατίθενται από τον προϋπολογισμό. Το ποσοστό των δαπανών επί του τακτικού προϋπολογισμού - αν τελικά υλοποιηθεί και δεν περικοπεί στην πορεία του χρόνου - διαμορφώνεται για το 2006 σε 8,36% των συνολικών δαπανών, έναντι 8,09% πέρσι.
Από τον τακτικό προϋπολογισμό διατίθενται 6,011 δισ. ευρώ και από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων 805 εκατ. ευρώ. Σημειώνεται ότι στα παραπάνω ποσά συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων, της Ακαδημίας Αθηνών, Βιβλιοθηκών κτλ. Το σύνολο των δαπανών προϋπολογίζεται να ανέλθει στα 6,816 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 3,53% του ΑΕΠ έναντι του 3,5% το 2005.
Είναι φανερό πως, για μια ακόμη χρονιά, οι δαπάνες για την Παιδεία παραμένουν πολύ μακριά από τις συνεχώς διευρυνόμενες πραγματικές ανάγκες της λαϊκής οικογένειας για τη μόρφωση των παιδιών της. Εξάλλου, η κυβέρνηση το λέει καθαρά: Στόχος της δεν είναι να καλύψει αυτές τις ανάγκες, αλλά να εξυπηρετήσει την προσαρμογή της Παιδείας στις απαιτήσεις του κεφαλαίου.
Να εξωραΐσει τη βαρβαρότητα της αντιλαϊκής επίθεσης, όπως αυτή «αποτυπώνεται» στον προϋπολογισμό του 2006, επιχείρησε, ανεπιτυχώς, ο Κ. Καραμανλής, επιστρατεύοντας πλήθος ψεμάτων, κούφια λόγια παρηγοριάς στα «θύματα» της αντιλαϊκής επίθεσης και ανέξοδες υποσχέσεις για «καλύτερες μέρες» στο αόρατο μέλλον.
Στην πραγματικότητα, ο πρωθυπουργός μιλώντας χτες το βράδυ στην «πανηγυρική» συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, επέδειξε αξιοσημείωτη στοχοπροσήλωση και συνέπεια στην ταξική πολιτική του, περιφρονώντας πλήρως τις οξυμένες ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων.
Το περιτύλιγμα με το οποίο επιχείρησε να πλασάρει τον βαθύτατα ταξικό προϋπολογισμό περιλάμβανε το εξοργιστικό πλέον ευφυολόγημα περί «ήπιας, αλλά αποτελεσματικής δημοσιονομικής προσαρμογής», κοπανιστό αέρα για αφελείς, όπως ότι «αντιμετωπίζουμε τα αίτια των ελλειμμάτων, την κατασπατάληση δημοσίων πόρων, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή» και παχιά λόγια του τύπου «είμαστε περισσότερο από σίγουροι ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί σε ένα καλύτερο μέλλον».
Για τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, στην οποία μετακυλίει εξ ολοκλήρου τα βάρη του προϋπολογισμού, ο Κ. Καραμανλής είχε μια παρηγορητική αναφορά «κατανόησης» στο τέλος της ομιλίας του, εν είδει «υποσημείωσης»: «Υπάρχουν προβλήματα στην κοινωνία. Δεν τα αρνούμαστε. Συναισθάνομαι (όλα τα μέλη της κυβέρνησης συναισθανόμαστε) τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι οικονομικά ασθενέστεροι πολίτες. Οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι χαμηλόμισθοι, οι άνεργοι», ήταν η μεγαλόψυχη διαπίστωσή του, ενώ δε δίστασε να ζητήσει και τα ρέστα, λέγοντας ότι «δε συνιστά κοινωνική ευθύνη η εξαγγελία μέτρων, που ακούγονται προσωρινά ευχάριστα και αποβαίνουν μεσοπρόθεσμα σε βάρος των πιο ευπαθών ομάδων του πληθυσμού».
Δεν παρέλειψε, βέβαια, να επικαλεστεί τα σαθρά θεμέλια της οικονομίας που παρέλαβε από το ΠΑΣΟΚ προκειμένου να μοιραστούν οι ευθύνες, ενώ επισήμανε σε όλους τους υπουργούς του να βάλουν πλάτη κυρίως μέσω της «αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας» και του περιορισμού των καταναλωτικών δαπανών των υπουργείων τους...