Οι αυταπάτες της επαναφοράς του «κοινωνικού κράτους»
5ο Μέρος
Σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, το ΚΚΕ προσπαθεί συστηματικά, όλα αυτά τα χρόνια, να προβάλλει μέσα στους εργαζόμενους την αντίληψη ότι οι αναδιαρθρώσεις του καπιταλισμού δεν αποτελούν απλά μια διαχειριστική επιλογή σε κάποιους τομείς, αλλά είναι μια στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου που επιχειρεί να απαντήσει στις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του και που διαπερνά όλους τους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Πρόκειται για μια πολιτική που εφαρμόζεται σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο, μέσω συμφωνιών και συνθηκών, σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, στο όνομα της «παγκοσμιοποίησης» και της «ανταγωνιστικότητας».
Μεταπολεμικά, σε έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό δυνάμεων για την εργατική τάξη, ως αποτέλεσμα της ύπαρξης των σοσιαλιστικών χωρών, των ταξικών αγώνων και σε μια καλύτερη οικονομική συγκυρία για το κεφάλαιο, το καπιταλιστικό σύστημα υποχρεώθηκε σε ορισμένες παραχωρήσεις, ιδιαίτερα σε χώρες της Ευρώπης. Αυτή είναι και η ουσία αυτού που οι διάφοροι «αριστεροί» και αριστερόστροφοι απολογητές του καπιταλισμού αποκαλούν «κοινωνικό κράτος».
Προς τα τέλη της δεκαετίας του '80, οι αντεπαναστατικές ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες και η αλλαγή του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος της εργατικής τάξης, επιτρέπουν στις αστικές τάξεις να προωθήσουν πιο αποφασιστικά και επιθετικά τις, από καιρό ώριμες, καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, στρατηγικής σημασίας, για τη μακροπρόθεσμη διατήρηση του συστήματος. Δεν πρέπει βέβαια να λησμονιέται ότι οι αναδιαρθρώσεις αυτές είχαν ήδη αρχίσει να εφαρμόζονται συστηματικά σε μια σειρά χώρες πριν τις ανατροπές (Αγγλία-Θάτσερ, ΗΠΑ-Ρήγκαν).
Οι παραπάνω εκτιμήσεις έχουν καθοριστική σημασία για να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε το γιατί προωθείται συντονισμένα η πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στο επίπεδο της ΕΕ, αλλά και του κάθε κράτους-μέλους. Γιατί οι επιλογές στα πλαίσια του καπιταλισμού δεν είναι τυχαίες, χωρίς αντικειμενική λογική, εσωτερική συνάρτηση και δεσμό. Για παράδειγμα, η ανατροπή του ασφαλιστικού συστήματος και τα μέτρα για την εμπορευματοποίηση της Παιδείας έχουν άμεση σχέση με τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, την απελευθέρωση του ωραρίου, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις λεγόμενες 4 ελευθερίες του Μάαστριχτ.
Η έκβαση της πολιτικο-ιδεολογικής αντιπαράθεσης πάνω στο χαρακτήρα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, θα παίξει έναν αποφασιστικό ρόλο στον επιστημονικά ορθό προσανατολισμό του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Στην Ελλάδα, ο δρόμος της αστικής τάξης δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Υπάρχει το ΚΚΕ που, στη βάση των μαρξιστικο-λενινιστικών εκτιμήσεων, που επιγραμματικά δόθηκαν παραπάνω, προβάλλει μέσα στην εργατική τάξη την αναγκαιότητα του Αντιιμπεριαλιστικού, Αντιμονοπωλιακού Μετώπου που θα παλεύει για ριζικές αλλαγές στο επίπεδο της εξουσίας, σε αντίθεση με τα θολά και ουτοπικά «αντινεοφιλελεύθερα μέτωπα», που δε θίγουν την εξουσία του κεφαλαίου. Υπάρχει το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, το ΠΑΜΕ, που προωθεί καθημερινά την ενότητα δράσης της εργατικής τάξης, στη βάση ενός συνεκτικού πλαισίου στόχων πάλης που απαντά στο εξίσου συνεκτικό πλαίσιο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.
Μπροστά στις δυσκολίες που συναντά στη χώρα μας η αστική τάξη, χρειάζεται να ενεργοποιήσει όλες τις εφεδρείες της, να εντείνει τις αυταπάτες για τη δυνατότητα μιας άλλης διαχειριστικής πολιτικής, ντυμένες τώρα με το μανδύα του «κινηματικού», του «ριζοσπαστικού», του «σύγχρονου». Είναι σίγουρο ότι το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ στην Αθήνα θα λειτουργήσει ενταγμένο σε αυτούς τους γενικότερους σχεδιασμούς. Θα εκμεταλλευτεί τη συγκεκριμένη συγκυρία: το νέο γύρο έντασης της αντιλαϊκής επίθεσης και την παρουσία της ΝΔ στην κυβερνητική εξουσία, για να προσπαθήσει να φτιασιδώσει τις δυνάμεις της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ), να τονώσει το «λαϊκό» προσωπείο των δυνάμεων της νεόκοπης σοσιαλδημοκρατίας (ΣΥΝ) και να αρχίσει ένα νέο γύρο προπαγάνδας περί «ενότητας της αριστεράς», ως την υποτιθέμενη μόνη ρεαλιστική πρόταση για το εργατικό και λαϊκό κίνημα σήμερα.
Αναδημοσιεύεται από άρθρο που έχει δημοσιευτεί στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» στο τεύχος 2 του 2005.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ