ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 28 Δεκέμβρη 2005
Σελ. /32
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου
«Δόκτωρ Φάουστους» με τη Νέα Σκηνή (Θέατρο «Χώρα»)

Ορμώμενος, ίσως, από τον εξαιρετικού αποτελέσματος περσινό πειραματισμό του με την αισχυλική «Ορέστεια», ο Δημήτρης Λιγνάδης, διευθυντής σήμερα της Νέας Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, πειραματίστηκε με τον «Δόκτορα Φάουστους» του ελισαβετιανού Κρίστοφερ Μάρλοου. Εργο «σκοτεινό», ενός «σκοτεινού» ποιητή, βασισμένο σε παλιό, επίσης, «σκοτεινό», αλληγορικό μύθο για την αέναη πάλη του καλού με το κακό και την κατάκτηση της γνώσης, με ήρωα τον δόκτορα Φάουστους που πουλά την ψυχή του στον Διάβολο - Μεφιστοφελή και απαρνείται το ανθρώπινο «μέτρο», από πόθο να προσεγγίσει το άγνωστο και άρρητο του ανθρώπου και του σύμπαντος. Ο πειραματισμός είναι θεμιτός, ιδιαίτερα από έναν καλλιεργημένο, έμπειρο, ταλαντούχο ηθοποιό και εξελισσόμενο σκηνοθέτη όπως ο Δ. Λιγνάδης, ικανό να συνθέτει ευφάνταστες σκηνικές δράσεις και να καθοδηγεί υποκριτικά τους ηθοποιούς, όπως αποδείχνει και αυτή η παράστασή του. Ομως ο Δ. Λιγνάδης, με τον «Φάουστους» ξεπέρασε τα εσκαμμένα. Χρησιμοποίησε ελάχιστα αποσπάσματα του έργου (μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου - Παγκουρέλη) και το διασκεύασε, παρεμβάλλοντας δικά του κείμενα, αρκούντως αυτοεξομολογητικά και αυτοβιογραφικά, χωρίς, όμως, να δηλώνεται η παρέμβασή του. Γι' αυτό η θεματικότατης όψης (εξαίρετο το σκηνικό και τα κοστούμια της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου, εκφραστικότατη η χορογραφία του Κωνσταντίνου Ρήγου, «νευρώδης» η μουσική του Δημοσθένη Γρίβα) παράσταση του Δ. Λιγνάδη, όπως και ο ενδιαφέρων και ελκυστικός υποκριτικός του μόχθος, δεν μπορούν να κριθούν βάσει του έργου. Υποδείχνουν, όμως, ότι ο Δ. Λιγνάδης θα μπορούσε να σκηνοθετήσει, ατόφιο, αυτό το τόσο απαιτητικό έργο και να ερμηνεύσει επάξια τον Φάουστους. Καθοδηγώντας τους ηθοποιούς ελευθέρωσε τα εκφραστικά τους μέσα και απέσπασε συνολικά καλές ερμηνείες, με κυρίαρχη του Γιώργου Πυρπασόπουλου (Μεφιστοφελής).

«Βασιλιάς Ληρ» στο «Ρεξ»


Το Εθνικό Θέατρο ανέβασε τον σαιξπηρικό «Βασιλιά Ληρ», προσφέροντας αφειδώλευτα, στον Σκοπιανό σκηνοθέτη Σλόμπονταν Ουνκόφσκι τη δυνατότητα να συνεργαστεί με συμπατριώτες του (Μέτα Χοσεβάρ - σκηνικό, Αντζελίνα Ατλατζίκ -κοστούμια), όλα τα τεχνικά μέσα και καλούς ηθοποιούς, με την προσδοκία για το καλύτερο παραστασιακό αποτέλεσμα. Ομως, κάποτε, η παροιμία «παπούτσι από τον τόπο σου...» ισχύει και για το θέατρο. Στην περίπτωση του «Ληρ», πάντως, ίσχυσε. Το θέατρο κατ' αρχήν είναι λόγος. Ολοι οι συντελεστές του αυτόν, πρώτα, πρέπει να υπηρετούν. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μεγάλη ποίηση, όπως η σαιξπηρική. Στη συγκεκριμένη παράσταση δύο παράγοντες έβλαψαν το λόγο. Το εντυπωσιακό, διάτρητο μεταλλικό σκηνικό, μετωπικά τοποθετημένο στο βάθος της μεγάλης σκηνής του «Ρεξ», απορροφά το λόγο των ηθοποιών αντί να τον εκπέμπει στην πλατεία. Οχι μόνο το προβληματικό από αυτή την άποψη σκηνικό, αλλά και ο συχνά χαμηλόφωνος και όχι πάντα καλά προφερόμενος - χάριν φυσικότητας, απλότητας και εσωτερικής αλήθειας - λόγος των ηθοποιών, διέφυγε της προσοχής του σκηνοθέτη. Κακά τα ψέματα, σκηνοθέτης που δε μιλά τη γλώσσα των ηθοποιών δεν μπορεί να καθοδηγήσει τις καθοριστικές, και για την ερμηνεία τους και για το έργο, λεπτομέρειες του λόγου. Και βέβαια, ο Ουνκόφσκι αγνοεί την υποκριτική ιδιοσυγκρασία, τους «κώδικες», τις δυνατότητες ή αδυναμίες, μανιερισμένες ευκολίες ή δυσκολίες των Ελλήνων ηθοποιών. Γνωρίζοντας ότι πρόκειται για καλούς, γενικά, ηθοποιούς, και επιλέγοντας να ερμηνευτεί το έργο ως «σύγχρονο οικογενειακό δράμα» (σύμφωνα με δηλώσεις του), άφησε τους ηθοποιούς και τη σαιξπηρική τραγωδία να εξοκείλουν στα ρηχά... Αποτέλεσμα της «ανάγνωσης» αλλά και της αδυναμίας του Ουνκόφσκι να καθοδηγήσει τους Ελληνες ηθοποιούς, ήταν να ελαχιστοποιηθούν και να γίνουν σχηματικά και αβαθή όλα τα μεγέθη του έργου. Το κάλλος και το πνεύμα της ποίησης, τα οικουμενικά, πανανθρώπινα, διαχρονικά νοήματα και μηνύματά του, τα αριστουργηματικά πλασμένα πρόσωπα - πρόσωπα σύμβολα ανθρώπινων χαρακτήρων, αισθημάτων, ηθών, προσδοκιών, αλλά και κοινωνικών αξιών και θεσμών. Το όποιο υποκριτικό αποτέλεσμα μοιάζει «έργο» του κάθε ηθοποιού. Χάρη στο σπουδαίο και πολύπειρο ταλέντο του, ο Δημήτρης Καταλειφός, μπόρεσε να αποδώσει με υψηλή δραματική αλήθεια τις τελευταίες στιγμές του τραγικού Ληρ. Μελετημένα, με απλότητα αλλά και συναισθηματικό και χαρακτηρολογικό βάθος ερμηνεύει ο Νίκος Αρβανίτης τον Κεντ. Σοβαρή, γενικά αξιόλογη ερμηνευτική προσπάθεια κατέβαλαν οι Ιερώνυμος Καλετσάνος, Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Θανάσης Ευθυμιάδης. Η Μαρία Κεχαγιόγλου και η Μαρία Ναυπλιώτου μίκρυναν σε έσχατο βαθμό τους ρόλους της Γκόνεριλ και της Ρέγκαν, αντίστοιχα. Οι δυο λύκαινες, σατανικές, απάνθρωπες κόρες του Ληρ, ερμηνεύτηκαν σχηματικά, ως σκερτσόζες, ερωτιάρες, ενζενί «γατούλες». Αμήχανη και υποτονική είναι η Κορτντέλια της Μαρίας Σκιάδη.

Τρία νεοελληνικά έργα στην «Πειραματική Σκηνή»

«Βασιλιάς Ληρ» πάνω, «Versus» στην Πειραματική Σκηνή πάνω δεξιά, Γκραβούρα, εμπνευσμένη από τον «Φάουστους» του Μάρλοου κάτω δεξιά
«Βασιλιάς Ληρ» πάνω, «Versus» στην Πειραματική Σκηνή πάνω δεξιά, Γκραβούρα, εμπνευσμένη από τον «Φάουστους» του Μάρλοου κάτω δεξιά
Η «Πειραματική Σκηνή» του Εθνικού Θεάτρου, στεγασμένη στο «Από Μηχανής Θέατρο», συνεχίζει και φέτος το χρησιμότατο για την καλλιέργεια και ανάδειξη νέων θεατρικών δυνάμεων - συγγραφέων, σκηνοθετών, ηθοποιών κλπ. - πρόγραμμα παρουσίασης νέων έργων και καλλιτεχνών από τη «Μικρή Σκηνή» της. Η αρχή φέτος έγινε με τα μονόπρακτα «Versus» του Χρήστου Στρέπκου, «Τραστ» του Νίκου Λαμπρόπουλου, και «Συνεχόμενοι λυγμοί» του Ηλία Πολλάτου. Το πρώτο μονόπρακτο, το πιο αδύναμο κειμενικά, αφορά σ' ένα ερωτικό τρίγωνο. Σε δυο νέες, ορφανές, φτωχές, ανασφαλείς αδελφές και σε έναν νέο, αγαπημένο της μικρής αδελφής, στον οποίο θα εκδηλώσει την ερωτική δίψα της η μεγάλη αδελφή. Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Τιμπιλή και οι φιλότιμες ερμηνευτικές προσπάθειες των Κωνσταντίνου Μαντζώρου, Λουίζας, Τάνιας Παλαιολόγου, δεν μπόρεσαν να καλύψουν τις αδυναμίες του κειμένου. Το «Τραστ» είναι το πιο ενδιαφέρον θεματολογικά και δραματουργικά από τα τρία μονόπρακτα. Σύγχρονο θέμα, άμεσης πολιτικοκοινωνικής ουσίας, πυκνής, δραστικής, σύγχρονης αντίληψης γραφής, που αποκαλύπτει τους απρόσωπους, αδυσώπητους, ανταγωνιστικούς, μαφιόζικα και ιδιωτικά αστυνομοκρατούμενους μηχανισμούς των οικονομικών τραστ, που αντιμετωπίζουν τους εργαζόμενους και ως άψυχα, ανταγωνιστικά μεταξύ τους και αλληλοϋποψιαζόμενα, εκτελεστικά «όργανα» των συμφερόντων και στόχων των τραστ. Και αν κάποιος εργαζόμενος αντιδράσει και υπερασπιστεί την ανθρώπινη υπόστασή του τον περιμένει η τιμωρία της εργασιακής, αν όχι και της φυσικής εξόντωσής του, ιδιαίτερα αν γνωρίζει μυστικά του τραστ. Το μονόπρακτο έπεσε σε καλά χέρια και με την αρμόζουσα στο θέμα και στο κλίμα του έργου εύρυθμη, υπαινικτική σκηνοθεσία της Ελένης Τριανταφυλλοπούλου και με τις αψεγάδιαστες ερμηνείες των Δημήτρη Μυλωνά, Στράτου Σωπύλη, Γιώργου Στάμου. Το τρίτο έργο αποτελεί μια εξαιρετική θεατροποίηση ενός διηγήματος του Ηλία Πολλάτου. Διηγήματος κράμα ποιητικής γλώσσας, λαογραφικής θεματολογίας και μιας διάχυτης ερωτικής, ακατανίκητης, σχεδόν παγανιστικής ερωτικής ατμόσφαιρας, που κατακλύζει τα πάντα - ανθρώπους και φύση μια θερμή καλοκαιρινή νύχτα που ξυπνά και φουντώνει τους πόθους της σάρκας, «αμαρτωλών» και «παρθένων», γυναικών και ανδρών. Ενα διήγημα που θυμίζει κάτι από τα μυστηριακά «παραμύθια» του Παπαδιαμάντη. Το διήγημα ευτύχησε, κυριολεκτικά, με την ποιητικής, μυστηριακής και γήινης, φανταστικής και πραγματικής, ατμόσφαιρας, ταυτόχρονα, σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαριά. Η σκηνοθετική άποψη ώθησε σε υψηλή ποιότητα όλους τους συντελεστές. Το καλαίσθητο σκηνικό και τα κοστούμια της Μαρίας Κονομή, την εκφραστική κίνηση της Ζωής Χατζηαντωνίου και τους εξαιρετικούς νυχτερινούς φωτισμούς του Δήμου Αβδελιώδη και τις καλές ερμηνείες του Στέλιου Ιακωβίδη και της Ελένης Ρουσσινού. Η σκηνοθεσία, όμως, ευεργετήθηκε αληθινά με την έξοχη ερμηνεία της Πηνελόπης Μαρκοπούλου. Ερμηνεία οιστρήλατη, καθολικής ψυχοδιανοητικής και σωματικής κατάθεσης, θηλυκής δύναμης και χάρης.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ