ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Γενάρη 2006
Σελ. /32
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Διακαής πόθος του κεφαλαίου

Οι νομοθετικές παρεμβάσεις των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, όπως η θέσπιση των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης, επιβεβαιώνουν ότι η πρόσφατη πρόταση του ΣΕΒ δεν έρχεται από το πουθενά...

Η σημερινή προσπάθεια των βιομηχάνων να καταργήσουν, με τη συναίνεση της συμβιβασμένης πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΕΕ) δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία». Είναι μέρος μιας επίθεσης που ξεδιπλώνεται εδώ και χρόνια, πάντα με τους ίδιους πρωταγωνιστές: το κεφαλαίο, τις κυβερνήσεις του και τα δεκανίκια τους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Εκφραση αυτής της επίθεσης αποτέλεσαν πριν από λίγα χρόνια και τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης (ΤΣΑ), που αποσκοπούσαν στην κατάργηση των Κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και όχι μόνο.

Τα ΤΣΑ αποτέλεσαν μέρος των προγραμμάτων απασχόλησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στόχο είχαν να γίνουν κανάλια διοχέτευσης κοινοτικών πόρων για την «πιλοτική» ανατροπή των εργασιακών σχέσεων σε τοπικό επίπεδο. Στην Ελλάδα θεσμοθετήθηκαν με το νόμο 2639/1998 του ΠΑΣΟΚ - με πρόσχημα την καταπολέμηση της ανεργίας - και είναι η πρώτη φορά που μια νομοθετική ρύθμιση καταργεί Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.

Συγκεκριμένα, ο νόμος προέβλεπε ότι είναι δυνατό να συνάπτονται «ειδικές συλλογικές συμφωνίες αναφορικά με την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου», με τις οποίες «επιτρέπεται να ρυθμίζονται και τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων και γενικότερα οι όροι απασχόλησης του προσωπικού που πρόκειται να απασχοληθεί για την εκτέλεση του έργου». Μόνη προϋπόθεση να μην παραβιάζονται οι όροι της εκάστοτε Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας! Με άλλα λόγια, οι εργαζόμενοι στα έργα των ΤΣΑ θα αμείβονταν με το κατώτερο βασικό μεροκάματο της ΕΓΣΕΕ, ανεξάρτητα από την προϋπηρεσία τους, την ειδικότητά τους και την εργασία που παρέχουν.

Πάμφθηνο εργατικό δυναμικό

Ενα άλλο συστατικό στοιχείο των ΤΣΑ ήταν η ευκαιριακή απασχόληση των ανέργων, καθώς η μερική απασχόληση και το ωρομίσθιο ήταν αναπόσπαστο στοιχείο των έργων που εντάσσονταν σε αυτά τα προγράμματα. Επίσης, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες μέσω των ΤΣΑ επιδοτούνταν από πόρους του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου για δύο χρόνια περίπου και κεντρικός φορέας διαχείρισης των πόρων αυτών ήταν το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας. Μετά τα δύο χρόνια βέβαια, αυτοί οι εργαζόμενοι ξαναβρίσκονταν στην ανεργία. Ετσι, μαζί με την κατάργηση των Κλαδικών Συμβάσεων επιδιώχτηκε η ανακύκλωση της ανεργίας και τελικά η δημιουργία ενός πάμφθηνου εργατικού δυναμικού χωρίς δικαιώματα στην υπηρεσία του κεφαλαίου, το οποίο συνάμα απολαμβάνει τα σχετικά κονδύλια για τη λεγόμενη «απασχόληση - ανάπτυξη».

Αξίζει να σημειωθεί ότι το σχέδιο για την εφαρμογή των ΤΣΑ επισήμως ανακοινώθηκε στις 18 Φλεβάρη 1997. Τότε η κυβέρνηση κάλεσε την Αυτοδιοίκηση και τις εργατικές και εργοδοτικές ενώσεις σε επτά περιοχές όλης της χώρας - όπου η ανεργία ήταν και είναι υψηλή - να συμφωνήσουν με τα ΤΣΑ και να τα βάλουν σε εφαρμογή. Οι περιοχές αυτές ήταν οι νομαρχίες Δράμας, Ημαθίας, Φλώρινας, Κοζάνης, Πάτρας, Βοιωτίας, Μαγνησίας, Ημαθίας και οι δήμοι της Δυτικής Αθήνας και του Δυτικού Πειραιά (οι τρεις πρώτες είναι αυτές μαζί με την Καστοριά για τις οποίες σήμερα ο ΣΕΒ εισηγείται το πάγωμα των μισθών). Ενάμιση χρόνο μετά, το καλοκαίρι του 1998 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «περνά» τον προαναφερθέντα νόμο 2639 που προέβλεπε τη δυνατότητα εφαρμογής των ΤΣΑ σχεδόν σε όλη την Ελλάδα.

Επιδοτήσεις με τα λεφτά των εργαζομένων

Προγράμματα με παρόμοιους στόχους, δηλαδή το χτύπημα των συμβάσεων εργασίας, αποτελούν και τα περίφημα προγράμματα stage (στέιτζ) του ΟΑΕΔ. Τα προγράμματα αυτά, με πρόσχημα την «απόκτηση εργασιακής εμπειρίας για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας», στέλνουν εργαζόμενους να δουλεύουν για ορισμένο διάστημα σε επιχειρήσεις με αμοιβές πείνας - μικρότερες και από τον κατώτερο μισθό - αλλά και ανασφάλιστη εργασία (οι εργαζόμενοι με stage δικαιούνται μόνο ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και όχι ένσημα).

Οπως και τα ΤΣΑ, ανακυκλώνουν την ανεργία και προσφέρουν φθηνό εργατικό δυναμικό στους εργοδότες και μάλιστα με λεφτά του συνόλου των εργαζομένων. Και αυτό γιατί τα προγράμματα αυτά εντάσσονται στη λογική της «επιδότησης της εργασίας και όχι της ανεργίας», καθώς ο ΟΑΕΔ με λεφτά των εργαζομένων πληρώνει τους εργοδότες (με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ) για να πληρώσουν τους εργαζόμενους που δουλεύουν για εκείνους.

Τέλος, δίπλα σε αυτά τα προγράμματα πρέπει να προστεθούν τα δεκάδες άλλα παρόμοια προγράμματα όπως η «Βοήθεια στο Σπίτι», οι «Σχολικοί Φύλακες» κ.ά. που έχουν δημιουργήσει το φόντο της επίθεσης που εξαπολύει σήμερα το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του στο στοιχειωδέστερο μηχανισμό προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων, την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.


Χρήστος ΜΑΝΤΑΛΟΒΑΣ


ΜΕΓΑΛΟΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ
Υπερ - κερδοφόρο ξεζούμισμα των εργαζομένων

Η οργή και η αγανάχτηση που προκαλούν οι κλιμακούμενες αξιώσεις των μεγαλοβιομηχάνων σε βάρος των εργαζομένων, φορτίζονται περισσότερο αν παρατηρήσει κανείς ακόμα και τα επίσημα στοιχεία που αφορούν την πορεία της κερδοφορίας των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων και τη συνεχόμενη ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Η παρακολούθηση των στοιχείων αυτών - όπως παρουσιάζονται από τους σχετικούς ισολογισμούς των επιχειρήσεων - αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον τώρα, που στα πλαίσια των «διαπραγματεύσεων» που γίνονται για την υπογραφή νέας Συλλογικής Σύμβασης, οι εκπρόσωποι των μεγαλοβιομηχάνων προκαλούν ξεδιάντροπα απαιτώντας, στο όνομα της προοδευτικά μεγαλύτερης κερδοφορίας τους, την πλήρη παράδοση των εργαζομένων και την απόλυτη υποταγή τους στα συνθήματα της ανταγωνιστικότητας και επιχειρηματικότητας.

Τα στοιχεία για το 2003, χρονιά για την οποία υπάρχουν αναλυτικά και ολοκληρωμένα στοιχεία για την πορεία των επιχειρήσεων, είναι άκρως αποκαλυπτικά. Εκείνη τη χρονιά ο ΣΕΒ και η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ, είχαν συμφωνήσει για «αύξηση» του βασικού μεροκάματου κατά 3,9%, ένα ποσοστό που όχι μόνο δεν κάλυπτε τις συσσωρευμένες απώλειες που είχαν τα εργατικά εισοδήματα, αλλά και δεν αντιμετώπιζε την τρέχουσα ακρίβεια που πάντα ροκανίζει τα λαϊκά εισοδήματα. Μόνο που το ποσοστό της αύξησης του μεροκάματου έπρεπε να είναι μηδαμινό, ώστε να εξασφαλιστεί η παραπέρα αύξηση των κερδών των βιομηχάνων. Ετσι, όπως προκύπτει από τα ίδια τα στοιχεία που οι μεγαλοβιομήχανοι έδωσαν στη δημοσιότητα και υπάρχουν στη σχετική έκδοση της ICAP «Η Ελλάδα σε αριθμούς», το 2003:

  • Τα επίσημα καθαρά κέρδη των βιομηχάνων αυξήθηκαν συνολικά κατά 22,5%.
  • Ιδιαίτερα σημαντικές επιδόσεις σημειώθηκαν σε μια σειρά κλάδους, με αστρονομικά ποσοστά αύξησης της κερδοφορίας. Μεταξύ αυτών σημειώθηκε αύξηση κερδών:

-- στον κλάδο εφημερίδες - περιοδικά 462%

-- στον κλάδο εμφιάλωση υγραερίων 155%

-- στον κλάδο μηχανήματα 67%

-- στον κλάδο πετρέλαιο - άνθρακες 64,8%

-- στον κλάδο μεταλλικά προϊόντα 49%

-- στον κλάδο ηλεκτρικές συσκευές 41% κ.ο.κ.

Επίσης το 2003:

  • Ολοι οι κλάδοι της βιομηχανίας παρουσίασαν κέρδη που συνολικά έφτασαν τα 2,42 δισεκατομμύρια ευρώ
  • Σημειώθηκε αύξηση του ενεργητικού κατά 5%, των ιδίων κεφαλαίων κατά 3%, ενώ υπήρξε στασιμότητα στο τομέα των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων (δάνεια κλπ.)

Ακόμα πιο θεαματικά όμως είναι τα κέρδη ανά εργαζόμενο που παρουσιάζουν οι διάφοροι κλάδοι. Οπως φαίνεται από το σχετικό πίνακα, το 2003 οι μεγαλοβιομήχανοι άρπαξαν κατά μέσο όρο καθαρό κέρδος 8.417 ευρώ ανά εργαζόμενο!!! Το ποσό αυτό είναι ακόμα υψηλότερο για κάποιους κλάδους της βιομηχανίας, φτάνοντας στο απίθανο επίπεδο των 72.666 ευρώ ανά εργαζόμενο στον κλάδο των πετρελαιοειδών. Μετά τον κλάδο των ειδών διατροφής τα καθαρά κέρδη ανά εργαζόμενο ήταν: Εκδόσεις - Εκτυπώσεις 4.883 ευρώ, Εμφιάλωση Υγραερίων 4.549 ευρώ, Μεταφορικά Μέσα 3.677 ευρώ, Λευκά Είδη - Είδη από Υφασμα 3.011 ευρώ, Ενδύματα - Εσώρουχα - Αξεσουάρ 2.914 ευρώ, Εφημερίδες - Περιοδικά 2.902 ευρώ, Υποδήματα - Δερμάτινα Είδη 2.712 ευρώ, Μεταλλικά Προϊόντα 1.788 ευρώ, Ξύλο - Φελλός 1.781 ευρώ, Χαρτί και προϊόντα 1.683 ευρώ, Επιπλα 1.682 ευρώ, Κλωστοϋφαντουργίες 1.547 ευρώ, Καπνός 40 ευρώ.


Κ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ