Εντονες είναι ακόμα οι μνήμες από το πιο καταστροφικό τσουνάμι που έχει καταγραφεί ποτέ. Στις 26 Δεκέμβρη 2004, τεράστια κύματα έπνιξαν τουλάχιστον 225.000 ανθρώπους και άφησαν άστεγους τουλάχιστον ένα εκατομμύριο άλλους, ισοπεδώνοντας πόλεις και χωριά. Αλλά το τσουνάμι αυτό ήταν επιπλέον εκείνο που παρατηρήθηκε καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο στο παρελθόν, προσφέροντας πληροφορίες, που οδηγούν τώρα σε επιστημονική γνώση, ικανή να μειώσει στο ελάχιστο την καταστροφική ικανότητα μελλοντικών φαινομένων αυτού του είδους, αρκεί βέβαια να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Καταρχήν, η γεωγραφική πηγή του συγκεκριμένου τσουνάμι προκάλεσε έκπληξη, γιατί ως τότε θεωρούνταν ότι περιοχές σαν αυτή δεν είναι ικανές να δημιουργήσουν γιγαντιαία κύματα. Αυτό οδήγησε τους επιστήμονες να διευρύνουν τον κατάλογο με τις επίφοβες περιοχές. Οι παρατηρήσεις που έγιναν από στεριά, θάλασσα και Διάστημα, προσφέρουν τα δεδομένα για τον πλήρη έλεγχο των σχετικών προσομοιώσεων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, που αποσκοπούν να τελειοποιήσουν μοντέλα πρόβλεψης των τσουνάμι, των περιοχών που θα πλήξουν και της συμπεριφοράς που θα επιδείξουν τα κύματα βγαίνοντας στην ακτή.
Ακόμα περισσότερο, το γιγαντιαίο κύμα του 2004 αποκάλυψε ότι παράμετροι των σεισμών που ως τώρα θεωρούνταν άνευ σημασίας, μπορεί να έχουν εξαιρετικά μεγάλη επιρροή στο μέγεθος και το σχήμα του τσουνάμι. Τα βελτιωμένα μοντέλα που προκύπτουν απ' αυτές τις ανακαλύψεις θα πρέπει να τροφοδοτούνται από νέα συστήματα ελέγχου και έγκαιρης προειδοποίησης, αν πρόκειται στο μέλλον να σωθούν ζωές.
Επιμέλεια:
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: «Scientific American»
Πριν από την καταστροφή του Δεκέμβρη του 2004, η περιοχή του Ινδικού Ωκεανού δε διέθετε σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για τσουνάμι. Από τότε, υπό το συντονισμό της διακυβερνητικής ωκεανογραφικής επιτροπής της ΟΥΝΕΣΚΟ γίνεται μια προσπάθεια για την εγκατάσταση συστήματος ανάλογου με αυτό που υπάρχει στον Ειρηνικό Ωκεανό. Το σύστημα αυτό προβλέπει την εγκατάσταση σε όλη τη λεκάνη του Ινδικού ενός εξελιγμένου δικτύου σεισμογράφων για να εντοπίζουν τους μεγάλους σεισμούς, τουλάχιστον πέντε «τσουναμόμετρων» (εικόνα) που εντοπίζουν τα τσουνάμι καθώς ταξιδεύουν στον ωκεανό και ενός δικτύου καταγραφής των παλιρροιών σε πραγματικό χρόνο. Βέβαια, για να μπορεί να ανιχνευτεί ένα τσουνάμι σε λιγότερο από μισή ώρα, τα «τσουναμόμετρα» πρέπει να είναι 13 και όχι μόνο 5.
Κάποια βήματα έχουν γίνει. Δύο δίκτυα σεισμογράφων, - ένα απ' αυτά εντελώς καινούριο - μεταδίδουν αυτόματα τις καταγραφές τους στα εθνικά σεισμικά κέντρα της Ινδονησίας και της Μαλαισίας. Η ΟΥΝΕΣΚΟ ελπίζει ότι έως τα μέσα του 2006 θα έχει αναπτυχθεί και ο υπόλοιπος εξοπλισμός και θα έχουν λυθεί τα προβλήματα συνεργασίας των κρατών της περιοχής, ώστε να λειτουργήσουν τα δίκτυα.
Αλλά κι όταν τα μοντέλα πρόγνωσης των τσουνάμι θα μπορούν - αξιοποιώντας τις μετρήσεις - να προειδοποιούν έγκαιρα, θα πρέπει και πάλι με κάποιο τρόπο η προειδοποίηση να φτάνει γρήγορα στους κατοίκους των 66.000 χιλιομέτρων ακτογραμμής της λεκάνης του Ινδικού. Για τις περιοχές που το τσουνάμι θα χτυπήσει σε λιγότερο από μια ώρα, ακόμα και η προειδοποίηση ίσως να μην έρθει έγκαιρα, ώστε να μπορέσει ο πληθυσμός να απομακρυνθεί από τις ακτές. Η παρατήρηση των σημαδιών που δίνει η φύση: οι ισχυρές δονήσεις του εδάφους και η υποχώρηση του ωκεανού λίγο πριν φτάσει το τσουνάμι, είναι η μόνη λύση στις περιπτώσεις αυτές. Θα πρέπει όμως να υπάρχει η κατάλληλη προετοιμασία και εκπαίδευση, ώστε αφενός οι άνθρωποι να αντιδράσουν άμεσα και αφετέρου να υπάρχουν από τα πριν προσδιορισμένες ασφαλείς περιοχές όπου μπορούν να καταφύγουν.