Οι συμφωνίες Ευρωπόλ - ΗΠΑ από το 2001
Οι υποκλοπές που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα στην Ελλάδα αποτελούν κομμάτι ενός συνολικότερου πλαισίου παρακολουθήσεων και φακελώματος των πολιτών. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, εντάσσεται και η συμφωνία «στρατηγικής συνεργασίας» που υπέγραψε η ευρωπαϊκή υπεραστυνομία, η Ευρωπόλ, με τις ΗΠΑ στις 6 Δεκέμβρη 2001, όπως και η νέα συμφωνία του Δεκέμβρη 2002, η οποία καλύπτει την ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων. Δεν ονοματίζουν ακριβώς την παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών, αλλά την περιγράφουν ποικιλότροπα, τη θεσμοθετούν και τη «νομιμοποιούν».
Εξηγείται, έτσι, πώς οι Αμερικανοί «κατάφεραν», μέσα σε περίπου 2,5 χρόνια, η λίστα τηλεπικοινωνιακών (και άλλων...) υποκλοπών από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, στο όνομα της «αντιτρομοκρατίας», να τετραπλασιαστεί, από 75 με 80.000 αρχικά σε πάνω από 300.000 πολίτες (όπως αποκάλυψε πρόσφατα η «Ουάσιγκτον Ποστ»), με την πλειοψηφία των υπό παρακολούθηση ατόμων να μην είναι Αμερικανοί, ούτε να ζουν στις ΗΠΑ».
Στο πρώτο κείμενο, τιτλοφορούμενο ως «Συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Europol», στο άρθρο 1, σημειώνεται ότι «σκοπός της Συμφωνίας είναι να διευκολύνει τη συνεργασία των κρατών - μελών της ΕΕ, διά μέσω της Europol, με τις ΗΠΑ στην πρόληψη, στον εντοπισμό, στην καταστολή και την έρευνα σοβαρών μορφών του διεθνούς εγκλήματος στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 3 αυτής της Συμφωνίας, ιδίως μέσω της ανταλλαγής στρατηγικών και τεχνικών πληροφοριών, όπως καθορίζονται στο άρθρο 2».
Το άρθρο 2 διευκρινίζει ότι ο όρος «στρατηγική πληροφορία» «περιλαμβάνει, αλλά δεν περιορίζεται σε: Πράξεις επιβολής που μπορεί να είναι χρήσιμες στην αντιμετώπιση παραβάσεων και, ιδιαιτέρως, ειδικά μέσα για την καταπολέμηση προσβολών. Νέες μεθόδους, που χρησιμοποιούνται στη διενέργεια παραβάσεων. Τάσεις και εξελίξεις στις μεθόδους, που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια παραβάσεων. Παρακολουθήσεις και ευρήματα προερχόμενα από την επιτυχή εφαρμογή νέων βοηθημάτων επιβολής και τεχνικών. Αξιολογήσεις του κινδύνου και εκθέσεις κατάστασης εγκλήματος» κλπ.
Στο άρθρο 3, παρ. 1, ξεκαθαρίζεται ότι η Συμφωνία αφορά και «τα εγκλήματα που διαπράττονται ή που είναι πιθανό να διαπράττονται («likely to be commited» στο πρωτότυπο) στην εξέλιξη τρομοκρατικών πράξεων ενάντια στη ζωή, όργανα του νόμου, ατομική ελευθερία ή περιουσία». Εισάγεται εδώ το στοιχείο της ...πιθανολογίας, ιδιαίτερα χρήσιμο στις αρχές καταστολής για την ανακάλυψη «υπόπτων».
Στο άρθρο 10 υπογραμμίζεται ότι ΗΠΑ και Europol «θα ξεκινήσουν διαβουλεύσεις για ενδεχόμενες τροποποιήσεις ή προσθήκες σε αυτή τη Συμφωνία κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε από τους δύο. Ειδικότερα, θα εξεταστούν πρόσθετες προβλέψεις σχετικά με την ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων».
Δεν πέρασε ούτε ένας χρόνος και οι διαβουλεύσεις τους κατέληξαν σε αποτέλεσμα. Δεκέμβρη 2002 υπογράφεται η «Συμπληρωματική συμφωνία μεταξύ Europol και ΗΠΑ για την ανταλλαγή προσωπικών στοιχείων και σχετιζόμενων πληροφοριών».
Το άρθρο 2 έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ορίζει ότι:
Στο άρθρο 3, παρ. 1, προσθέτει: «Τα μέλη μπορούν να ανταλλάσσουν πληροφορίες, συμπεριλαμβάνουν προσωπικών δεδομένων, μεταξύ τους, συμφώνως με τις προβλέψεις αυτής της Συμφωνίας».
Το άρθρο 6, με τίτλο «Αναμετάδοση ειδικών κατηγοριών προσωπικών δεδομένων» έχει τεράστια σημασία: «Προσωπικά δεδομένα που αποκαλύπτουν φυλή, πολιτικές απόψεις, ή θρησκευτικά ή άλλα πιστεύω, ή που αφορούν υγεία και σεξουαλική ζωή, μπορούν να παρέχονται μόνο με τον καθορισμό από το μέλος που τα μεταδίδει ότι τέτοια στοιχεία είναι ιδιαιτέρως σχετικά με ένα σκοπό όπως περιγράφεται στο άρθρο 5 παρ. 1».
Τι αναφέρουν εδώ; Οτι προσωπικά δεδομένα που αφορούν τις πολιτικές πεποιθήσεις ή ακόμα και τις σεξουαλικές προτιμήσεις μπορούν να άγονται και να φέρονται πάνω από τον Ατλαντικό, αρκεί να «εξασφαλίζεται» ότι η ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών καλύπτεται νομικά πίσω από την τόσο γενικόλογη προϋπόθεση «με σκοπό την πρόληψη, τον εντοπισμό, την καταστολή, την έρευνα και τη δίωξη κάθε συγκεκριμένης εγκληματικής ενέργειας».
Eurokinissi |
Απαντώντας σε Επίκαιρες Ερωτήσεις και απευθυνόμενος στους βουλευτές ισχυρίστηκε ότι «την πλήρη αλήθεια για τη ζοφερή αυτήν υπόθεση, δεν την ξέρουμε ακόμη ούτε εμείς, ούτε εσείς». Κατά τον υπουργό, η αποκάλυψη της πλήρους αλήθειας είναι το διακύβευμα της δικαστικής διερεύνησης «όλων των πτυχών και παραμέτρων του μεγάλου εγκλήματος των υποκλοπών».
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση χειρίστηκε εν κρυπτώ την όλη υπόθεση για έναν ολόκληρο χρόνο, ο Α. Παπαληγούρας ισχυρίστηκε ότι η αντιμετώπιση του θέματος έγινε με «υπευθυνότητα και καθαρότητα». Ο υπουργός άφησε αιχμές και για τη στάση της «Vodafone», λέγοντας ότι «η πρόσβαση στην αλήθεια δυσχεράνθηκε και από την αφαίρεση του παράνομου λογισμικού εκ μέρους της Vodafone». Οσον αφορά τη μη ενημέρωση της αρμόδιας Αρχής διασφάλισης το απορρήτου των επικοινωνιών κατά τον Α. Παπαληγούρα σωστά δεν έγινε γιατί εκείνο το διάστημα η Αρχή δεν είχε ακόμα στελεχωθεί.
Για το θέμα των υποκλοπών, την ερχόμενη Τρίτη θα προσέλθει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ο πρόεδρος της αρχής διασφάλισης του απορρήτου Α. Λαμπρόπουλος, ενώ εκκρεμεί το αίτημα των βουλευτών της αντιπολίτευσης για την κλήση του διευθύνοντος συμβούλου της «Vodafone» Γ. Κορωνιά.
Ενώ αναμένεται εντός των δέκα επόμενων ημερών να έχει ολοκληρωθεί η έρευνα που διενεργεί ο εισαγγελέας Γιάννης Διώτης για το θάνατο του στελέχους της «Vodafone» Κώστα Τσαλικίδη, αυτή καθ' αυτή η έρευνα για την υπόθεση των υποκλοπών που διενεργεί ο 24ος τακτικός ανακριτής Γιώργος Ακτύπης ουσιαστικά ακόμα δεν έχει αρχίσει, αφού μέχρι σήμερα έχει κληθεί ένας μόνο μάρτυρας, ο οποίος όμως δεν έχει ακόμα καταθέσει.
Χτες πραγματοποιήθηκε στο γραφείο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτρη Λινού σύσκεψη με τη συμμετοχή του Γιάννη Διώτη και του προϊστάμενου της εισαγγελίας Πρωτοδικών Δημήτρη Παπαγγελόπουλου. Να σημειωθεί ότι ο Γ. Διώτης διέκοψε την κατάθεση μάρτυρα, προκειμένου να παραστεί στη σύσκεψη, για να την ολοκληρώσει αμέσως μετά. Ο μάρτυρας αυτός ήταν εργαζόμενος στην «Vodafone» που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Τσαλικίδη. Τις επόμενες μέρες αναμένεται να καταθέσουν στον εισαγγελέα ακόμα και συγγενείς εργαζομένων στη «Vodafone».
Στο μεταξύ, απορρίπτεται το αίτημα της οικογένειας Τσαλικίδη για εκταφή του πτώματος, καθώς εκτιμάται ότι μετά την παρέλευση ενός έτους δε θα βρεθεί τίποτα.