Τι προσπαθείς να κάνεις μέσ' από την τέχνη σου;
Πριν από μερικά χρόνια άρχισα να γράφω χωρίς ακριβώς να το καταλαβαίνω. Αργότερα, όταν άρχισα να διαβάζω βιβλία και ποιήματα, έμαθα πως αυτά που έγραφα εντάσσονται κάπου, ανήκουν σε κάποιο χώρο, ανήκουν στο χώρο της ποίησης, ονομάζονται ποιήματα. Το έμαθα αφού είχα εκδώσει με την προτροπή του πατέρα μου το πρώτο βιβλίο. Πρώτη φορά ένιωσα να με φιλοξενεί ένας χώρος, να με αγκαλιάζει, να με καθησυχάζει, να μου μοιάζει. Η γραφή μου δεν είναι αποτέλεσμα έμπνευσης, διανόησης, φαντασίας, ουτοπίας. Αυτό που έχει γραφτεί έχει βιωθεί, έχω την ευθύνη του και το φέρω μέσα μου από πάντα. Ο,τι γραφτεί είναι, γιατί ήταν πάντα. Δεν κατασκευάζεται τίποτα, κι ό,τι δεν υπάρχει πραγματικά δεν καταγράφεται. Η ποίηση έτσι αποκτά οντότητα, κρατά μέσα της τη ζωή, την επαναπροσδιορίζει, την εξελίσσει. «Ενα έργο γίνεται γιατί είναι», «Το έργο έχει δική του οντότητα, δική του φυσιολογία, δική του οργανική λειτουργία, δική του εσωτερική ζωή, δική του πληρότητα, δική του αυτάρκεια», «Η τέχνη όλα τα καταξιώνεται», «Με τη θυσία της ζωής συντηρείται το έργο», «Η ψυχή του ανθρώπου είναι αρχαιότερη της εποχής του», λέει συχνά ο πατέρας μου. Ετσι κι εγώ εγκαταλείπω τον εαυτό μου γι' αυτό που πάντα έρχεται και βρίσκει τη συνέχειά του σε ανθρώπους με προσωπικό τίμημα πολλές φορές. Εγκαταλείπω συχνά τον εαυτό μου και στη ζωή. Αφήνω τα προσωπικά μου θέματα και βιώματα κι ασχολούμαι με την πνευματική υπόσταση, με το τι κατοικεί βαθύτερα τον άνθρωπο γενικά. Είναι ίσως πιο απλό να το λες από το να το ζεις. Εκείνο που κατοικεί τον άνθρωπο δεν είναι εποχιακό. Οι αξίες δεν είναι μόνο εποχιακές, είναι διαρκείς. Σε μια τέτοια φτωχή εποχή προσπαθώ να θυμούμαι το τι πάντα μας κατοικεί, μας διέπει. Οι συνεχιστές της ποίησης θα υπάρχουν ανεξάρτητα από τις εποχές. Κρατούν το δρόμο ανοιχτό να μην εμποδίζεται η ροή της. Η εργασία μου έχει σχέση με το καινούριο, με το άγνωστο, με το πρωτόγνωρο, το πρωτοφανέρωτο, μ' αυτό που είναι τόσο μελλοντικό όσο και παρελθοντικό και που γι' αυτό συνεχώς γίνεται και παραμένει καινούριο μ' αυτό που αμφισβητεί, που ονομάζει από την αρχή τη ζωή, που φέρει την ευθύνη των απαρχών, την ευθύνη αυτού που ξεχάστηκε, αυτού που είναι απουσία. Η αντοχή της ποίησης μπορεί να χωρέσει αυτές τις λειτουργίες. Μέσα στο έργο όλα τείνουν να ολοκληρωθούν, να βρουν τις χαμένες τους σχέσεις, τις χαμένες τους σημασίες, τη νέα τοποθεσία τους, τη λειτουργία, την απρόβλεπτη συνοχή, τις νέες απροσδόκητες συνέπειές τους και τους προορισμούς.
Τι είναι η ποίηση;
Αλλοι είπαν πως ποίηση είναι η λέξη, άλλοι πως είναι η άλλη γλώσσα, άλλοι είπαν η γλώσσα μέσα στη γλώσσα. Σκέφτομαι αν είναι η απάντηση στη γλώσσα, αν είναι η δυνατότητα του πνεύματος να μιλήσει τη γλώσσα του με τρόπο αλλιώτικο, κι αυτό γιατί το πνεύμα έχει το χαρακτηριστικό της μεταμόρφωσης. Η ποίηση ουσιαστικά μας περιέχει, γινόμαστε μέρος της, γι' αυτό και δεν μπορούμε να έχουμε εμείς την πλήρη αντίληψή της. Είναι μεγαλύτερη από μας. Οταν όμως ο ποιητικός λόγος είναι γεννημένος, ζωντανός οργανισμός μπροστά μας, έχει δηλαδή διατυπωθεί και καταγραφεί, ο ίδιος αυτός λόγος γνωρίζει από τι είναι καμωμένος, μεταδίδεται σ' εμάς σαν αίσθηση και μας πείθει με άγνωστο τρόπο.
Ξεχωρίζεις κάποιους ποιητές;
Αισθάνομαι οικεία στους: Πόε, Ρεμπώ, Τρακλ, Ντύλαν Τόμας, Χέλντερλιν, Μπωντλαίρ, Λωτρεαμόν, στον Καβάφη, στον Καρυωτάκη, στον Σαχτούρη. Ουσιαστικά τους ξεχωρίζω σαν ανθρώπους και σαν ομόκεντρες ολότητες. Τους χαρακτηρίζει η ολότητα. Αυτοί φέρνουν το «άλλο», φέρνουν τον άλλο κόσμο. Γεννούν την ποίηση. Γεννούν από την αρχή τη ζωή. Αναγνωρίζω σπάνια χαρακτηριστικά τους που με αφορούν.
Φωτογραφίες της Β. Παπαϊωάννου |
Η Β. Παπαϊωάννου (1898 - 1990) δραστηριοποιήθηκε ως φωτογράφος για μια περίπου τριακονταετία, από τα μέσα της δεκαετίας του '30 έως τα μέσα της δεκαετίας του '60. Μυήθηκε στην τέχνη της φωτογραφίας από τον γνωστό φωτογράφο Πάνο Γεραλή. Στα πρώτα της βήματα ασκήθηκε με επιτυχία σε λήψεις μουσειακών εκθεμάτων, τοπίου και αρχαιοτήτων. Μετά την είσοδο της Ελλάδας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και κατά τη γερμανική κατοχή, κατέγραψε τη ζωή του άμαχου πληθυσμού της Αθήνας, καταγγέλλοντας τη φρίκη του πολέμου με τις συγκλονιστικές φωτογραφίες των αποσκελετωμένων από την πείνα παιδιών. Στην περίοδο που ακολούθησε απαθανάτισε τη ρημαγμένη ύπαιθρο, τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της, αλλά και τις προσπάθειες ανασυγκρότησης της χώρας. Μετά το 1950 συμμετείχε με την προσωπική της ματιά, συχνά ως μέλος της ΕΦΕ (Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας), στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής εικόνας της Ελλάδας, όπως προβλήθηκε μέσα από τουριστικά έντυπα και φωτογραφικά βιβλία. Το έργο της, με την κατάθεσή του από την ίδια στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη το 1976, είδε πάλι το φως και επανεκτιμήθηκε κυρίως την τελευταία εικοσαετία.
Οι δημιουργίες της Β. Παπαϊωάννου συνοψίζονται μέσα σε περίπου 100 φωτογραφίες, χωρισμένες σε τέσσερις κύριες θεματικές ενότητες με χρονική διαδοχή. Ξεκινούν με τα πρώτα βήματα στη φωτογραφία (1935 - 1940). Ακολουθούν «ματιές» από τη ζωή στην Αθήνα μετά την κήρυξη του πολέμου έως την απελευθέρωση (1940 - 1944). Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζεται η ρημαγμένη ελληνική ύπαιθρος και η προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας, ενώ η τέταρτη ενότητα είναι αφιερωμένη στη μεταπολεμική φωτογραφική απεικόνιση της Ελλάδας (1950 - 1965). Οι φωτογραφίες κάθε ενότητας έχουν επιλεγεί με θεματικά, αλλά και φωτογραφικά κριτήρια, ώστε, πέρα από τη λειτουργία τους ως «ντοκουμέντων», να παραπέμπουν και στην προσωπική γραφή της φωτογράφου. Αποτυπώνοντας συγκεκριμένα γεγονότα, η Β. Παπαϊωάννου δημιουργεί φωτογραφικές εικόνες διαχρονικές. Η έκθεση είναι παραγωγή του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη, με επιμέλεια της Φανής Κωνσταντίνου.
Οι εικόνες, που σκιαγραφούν την επίσημη κοινωνική ζωή και την ιστορία, εμπλουτίζονται από ένα πλήθος λαϊκών φωτογραφιών οι οποίες σμιλεύουν ψηφίδα - ψηφίδα το ήθος και τη μορφή μιας εποχής. Η μικρή αυτή ανθολογία συγκροτήθηκε με τη σκέψη να ριχτεί μια ακτίνα φωτός στον τρόπο που η φωτογραφία συναντά το περιθώριο της «επίσημης ζωής»: επαγγέλματα του πεζοδρομίου (κατά τον μεσοπόλεμο υπήρχε πληθώρα τέτοιων ασχολιών), μορφές του κοινωνικού περιθωρίου (μάγκες, ρεμπέτες, αρτίστες, ληστές). Χώρος αφιερώνεται στους πλανόδιους φωτογράφους και στην αγοραία φωτογραφία ανθρώπων των ταπεινών κοινωνικών στρωμάτων, που ποζάριζαν στο δρόμο για μια φτηνή φωτογραφία, αντίθετα με την ακριβότερη «εβδομαδιαία» που σκηνοθετούνταν στο στούντιο και ήταν πιο επιτηδευμένη τεχνικά και αισθητικά.
Από τη συλλογή του Α. Παπατζήκα |