Η Β. Παπαϊωάννου (1898 - 1990) δραστηριοποιήθηκε ως φωτογράφος για μια περίπου τριακονταετία, από τα μέσα της δεκαετίας του '30 έως τα μέσα της δεκαετίας του '60. Μυήθηκε στην τέχνη της φωτογραφίας από τον γνωστό φωτογράφο Πάνο Γεραλή. Στα πρώτα της βήματα ασκήθηκε με επιτυχία σε λήψεις μουσειακών εκθεμάτων, τοπίου και αρχαιοτήτων. Μετά την είσοδο της Ελλάδας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και κατά τη γερμανική κατοχή, κατέγραψε τη ζωή του άμαχου πληθυσμού της Αθήνας, καταγγέλλοντας τη φρίκη του πολέμου με τις συγκλονιστικές φωτογραφίες των αποσκελετωμένων από την πείνα παιδιών. Στην περίοδο που ακολούθησε απαθανάτισε τη ρημαγμένη ύπαιθρο, τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της, αλλά και τις προσπάθειες ανασυγκρότησης της χώρας. Μετά το 1950 συμμετείχε με την προσωπική της ματιά, συχνά ως μέλος της ΕΦΕ (Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας), στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής εικόνας της Ελλάδας, όπως προβλήθηκε μέσα από τουριστικά έντυπα και φωτογραφικά βιβλία. Το έργο της, με την κατάθεσή του από την ίδια στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη το 1976, είδε πάλι το φως και επανεκτιμήθηκε κυρίως την τελευταία εικοσαετία.
Οι δημιουργίες της Β. Παπαϊωάννου συνοψίζονται μέσα σε περίπου 100 φωτογραφίες, χωρισμένες σε τέσσερις κύριες θεματικές ενότητες με χρονική διαδοχή. Ξεκινούν με τα πρώτα βήματα στη φωτογραφία (1935 - 1940). Ακολουθούν «ματιές» από τη ζωή στην Αθήνα μετά την κήρυξη του πολέμου έως την απελευθέρωση (1940 - 1944). Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζεται η ρημαγμένη ελληνική ύπαιθρος και η προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας, ενώ η τέταρτη ενότητα είναι αφιερωμένη στη μεταπολεμική φωτογραφική απεικόνιση της Ελλάδας (1950 - 1965). Οι φωτογραφίες κάθε ενότητας έχουν επιλεγεί με θεματικά, αλλά και φωτογραφικά κριτήρια, ώστε, πέρα από τη λειτουργία τους ως «ντοκουμέντων», να παραπέμπουν και στην προσωπική γραφή της φωτογράφου. Αποτυπώνοντας συγκεκριμένα γεγονότα, η Β. Παπαϊωάννου δημιουργεί φωτογραφικές εικόνες διαχρονικές. Η έκθεση είναι παραγωγή του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη, με επιμέλεια της Φανής Κωνσταντίνου.
Οι εικόνες, που σκιαγραφούν την επίσημη κοινωνική ζωή και την ιστορία, εμπλουτίζονται από ένα πλήθος λαϊκών φωτογραφιών οι οποίες σμιλεύουν ψηφίδα - ψηφίδα το ήθος και τη μορφή μιας εποχής. Η μικρή αυτή ανθολογία συγκροτήθηκε με τη σκέψη να ριχτεί μια ακτίνα φωτός στον τρόπο που η φωτογραφία συναντά το περιθώριο της «επίσημης ζωής»: επαγγέλματα του πεζοδρομίου (κατά τον μεσοπόλεμο υπήρχε πληθώρα τέτοιων ασχολιών), μορφές του κοινωνικού περιθωρίου (μάγκες, ρεμπέτες, αρτίστες, ληστές). Χώρος αφιερώνεται στους πλανόδιους φωτογράφους και στην αγοραία φωτογραφία ανθρώπων των ταπεινών κοινωνικών στρωμάτων, που ποζάριζαν στο δρόμο για μια φτηνή φωτογραφία, αντίθετα με την ακριβότερη «εβδομαδιαία» που σκηνοθετούνταν στο στούντιο και ήταν πιο επιτηδευμένη τεχνικά και αισθητικά.