ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Μάη 2006
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΡΑΝ
Νέα φάση του «ενεργειακού πολέμου»

Με τη συζήτηση για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, που όπως φαίνεται λόγω των έντονων διαφωνιών θα διαρκέσει καιρό ακόμη στους κόλπους του Συμβουλίου Ασφαλείας, να κυριαρχεί στη διεθνή επικαιρότητα, οι αναλύσεις για το τι ακριβώς διακυβεύεται στην ευρύτερη περιοχή του Ιράν και της Κεντρικής Ασίας επανήλθαν στο προσκήνιο. Σήμερα, τα προσχήματα περί «διεθνούς ασφάλειας και όπλων μαζικής καταστροφής» είναι εντελώς περιθωριοποιημένα, σε αντίθεση ίσως με ό,τι συνέβαινε πριν από την εισβολή στο Ιράκ. Είναι πια κοινή παραδοχή ότι το όλο ζήτημα αφορά τους δρόμους και τις πηγές Ενέργειας και ουδείς προσπαθεί να αποκρύψει ότι βιώνουμε μια νέα φάση ενός σκληρού «ενεργειακού πολέμου», που έχει ξεκινήσει από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας, με στόχο τη διαμόρφωση νέων συσχετισμών δύναμης παγκοσμίως.

Το θολό σκηνικό αποσαφηνίζεται ίσως με ορισμένα γνωστά στοιχεία. Η Ευρωπαϊκή Ενωση και οι ΗΠΑ είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές πετρελαϊκής ενέργειας με ποσοστά (αρχές 2004) 18% και 30,4%, αντιστοίχως. Η ΕΕ καταφεύγει στις περισσότερες εισαγωγές πετρελαίου, καλύπτοντας το 27,3% των παγκόσμιων εισαγωγών και ακολουθούν οι ΗΠΑ με 23%. Από την άλλη, Ρωσία και χώρες της λεγόμενης Ευρασίας ελέγχουν το 8,6% των παγκόσμιων εξαγωγών πετρελαίου και φέρονται να διαθέτουν στο έδαφός τους το 6,4% των γνωστών πετρελαϊκών αποθεμάτων, ενώ οι χώρες της Μέσης Ανατολής ελέγχουν το 50,3% των παγκόσμιων εξαγωγών πετρελαίου και φέρονται να ελέγχουν το 65,3% των παγκόσμιων αποθεμάτων.


Γνωστό, επίσης, είναι ότι για την Ουάσιγκτον είναι στρατηγικής σημασίας ο έλεγχος όσο το δυνατόν περισσότερων ενεργειακών πηγών και δρόμων για τη διατήρηση της παγκόσμιας οικονομικής τους υπεροχής, στόχος που έχει διατυπωθεί κυνικά από πολλούς Αμερικανούς αξιωματούχους πολλάκις. Επόμενο είναι ότι και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπως η ΕΕ ως σύνολο, αλλά και ως ξεχωριστές δυνάμεις, ή η Ρωσία, επιδιώκουν να διασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα, αλλά και τη δική τους ενίσχυση σε παγκόσμιο επίπεδο, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.

Το ...βαλκανικό κομμάτι

Ηδη, από το 1993, τίθεται σε εφαρμογή το πρόγραμμα TRATECA (Transport corridos Europe Caucasces Asia), όπου, πλέον, συμμετέχουν Αζερμπαϊτζάν, Βουλγαρία, Γεωργία, Καζαχστάν, Κιργιζία, Μολδαβία, Πολωνία, Ρουμανία, Τατζικιστάν, Τουρκία, Ουκρανία, Ουζμπεκιστάν. Μέσα από αυτό, η ΕΕ δεσμεύεται να βοηθήσει στην «απομάκρυνση μη φυσικών (δηλαδή πολιτικών) εμποδίων για την απρόσκοπτη και ελεύθερη μεταφορά αγαθών από και προς τις χώρες αυτές», που, προφανώς διόλου τυχαία, στην πλειοψηφία τους είναι πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες πλούσιες σε ενεργειακά κοιτάσματα.

Το Trateca αφορά μόνο τους συμβατικούς δρόμους μεταφοράς - λιμάνια, αυτοκινητοδρόμους και σιδηροδρομικά δίκτυα - αναβαθμίζεται το 1997 με το σχέδιο Inogate (Interstate Oil & Gas Transport to Europe), που «εξειδικεύει» πλέον την ανάγκη ανάπτυξης ενεργειακών δρόμων προς την Ευρώπη. Στο νέο σχέδιο εξαρχής συμμετέχουν οι περισσότερες βαλκανικές χώρες, με εξαίρεση την τότε ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, της οποίας η θέση ιδιαίτερα στη μεταφορά φυσικού αερίου θεωρείται «αγκάθι», κάτι που πολλοί πλέον συνδέουν άμεσα με την εξαπόλυση της ΝΑΤΟικής επίθεσης κατά του Βελιγραδίου.

Την ίδια ώρα που ΕΕ και ΗΠΑ μοιάζουν να «συμπράττουν» υπό τη σκέπη μιας «λυκοφιλίας» για τη διασφάλιση του ελέγχου των ενεργειακών πηγών και δρόμων της Ευρασίας, Ρωσία και Κίνα δε μένουν άπρακτες. Αρχικώς συμφωνούν, μεταξύ τους, σε μια σειρά «σχεδίων οικονομικών και στρατιωτικής συνεργασίας». Στη συνέχεια, διευρύνουν τη συνεργασία με κράτη της περιοχής, φθάνοντας τελικά στην ίδρυση του «Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης» (1997), όπου πλέον συμμετέχουν και Ινδία, Πακιστάν, Ιράν, Λευκορωσία, Καζαχστάν, Τατζικιστάν και προσφάτως Ουζμπεκιστάν. Γεγονός, πλέον, είναι τα πρώτα κοινά ρωσοκινεζικά στρατιωτικά γυμνάσια, ενώ έχουν, ήδη, προγραμματιστεί συλλογικές κοινές στρατιωτικές ασκήσεις για το 2007.

Οι «κυκλωτικές κινήσεις» των ΗΠΑ και η ρωσική αντίδραση

Αν κρατήσει κανείς κατά νου ότι στόχος είναι πάντα ο έλεγχος των πλούσιων, σε Ενέργεια, περιοχών της Κασπίας, του Καυκάσου και της κεντρικής Ασίας (Ιράν και «παραπλεύρως» Ιράκ), ιδιαίτερα με δεδηλωμένη την πρόθεση των ΗΠΑ να απαγκιστρωθούν σταδιακά από την ενεργειακή εξάρτηση από τις αραβικές χώρες, μπορεί να εξηγήσει αναλόγως πολλές από τις εξελίξεις τα τελευταία χρόνια. Οι ΗΠΑ καταβάλλουν προσπάθειες για ανάδειξη φίλα προσκείμενων κυβερνήσεων σε μια σειρά από χώρες (Ουκρανία, Γεωργία), σε συνδυασμό με την πρόκληση στρατιωτικών εντάσεων και την εγκαθίδρυση αμερικανικών βάσεων σε μια σειρά από άλλες (εισβολή σε Αφγανιστάν, Ιράκ, βάσεις σε Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν κλπ.).

Παράλληλα, προωθούν το γνωστό, πλέον, σχέδιο «εκδημοκρατισμού της Ευρείας Μέσης Ανατολής». Ολα αυτά εκφράζουν ξεκάθαρα την αμερικανική επιδίωξη να ελεγχθούν οι πηγές και ροές Ενέργειας από και προς επίδοξους ανταγωνιστές (εμφανέστεροι, αν και όχι απαραιτήτως μοναδικοί, αποδέκτες του μηνύματος Ρωσία, Κίνα, αλλά και ΕΕ). Ως επιτυχία των προσπαθειών αυτών θα πρέπει να εκτιμηθεί η έναρξη λειτουργίας του αγωγού Μπακού - Τσεϊχάν, το 2005, που μπορεί να μην είναι ο πλέον φτηνός και σύντομος δρόμος μεταφοράς Ενέργειας από την Κασπία προς τη Δύση, αλλά παρακάμπτει τα ρωσικά και ιρανικά εδάφη.

Σε όλα αυτά, όπως αναμενόταν, ήρθε η αντίδραση, σταδιακά, της Μόσχας. Εκτός από την ισχυροποίηση του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, η Ρωσία πέτυχε, σταδιακά, με έμμεσες ή λιγότερο έμμεσες πιέσεις και παρεμβάσεις, την απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από το Ουζμπεκιστάν και τον προσεταιρισμό του στον Οργανισμό, την άρνηση του Αζερμπαϊτζάν να δεχτεί αμερικανικές βάσεις, την παρεμπόδιση της νέας γεωργιανής ηγεσίας να καταλύσει την αυτονομία των κομβικών περιοχών (κυρίως για τη μεταφορά Ενέργειας) της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας. Παράλληλα, ανασυντάχθηκε οικονομικά, ενίσχυσε τον κρατικό όμιλο «Gazprom» (γνωστές ήδη οι, αμφισβητούμενες ποικιλοτρόπως από πολλούς, διώξεις κατά ιδιωτών, όπως ο μεγιστάνας Χοντορκόφσκι) και εισήλθε, δι' αυτής, υπογράφοντας στρατηγικές συμφωνίες με γερμανικές και γαλλικές εταιρίες.

Η κρίση, στις αρχές του χρόνου, μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας με αφορμή τις τιμές του αερίου, δεν ήταν, όπως όλα δείχνουν, παρά μια επίδειξη δύναμης του αναδυόμενου ρωσικού ιμπεριαλισμού, που έληξε υπέρ της, αν και, επί της ουσίας, έχουν ήδη δρομολογηθεί δρόμοι εφοδιασμού με αέριο της ΕΕ, που παρακάμπτουν την Ουκρανία. Είναι προφανές ότι όταν ο Πρόεδρος Πούτιν τοποθετούσε και τον πρώην Γερμανό καγκελάριο Σρέντερ στη θέση του ειδικού συμβούλου της «Gazprom» έριχνε «το γάντι», εμπλεκόμενος δυναμικότερα στο μαινόμενο «ενεργειακό πόλεμο».

Αλλωστε, η, σε πρώτο επίπεδο, «συναίνεση» ΗΠΑ - ΕΕ στο θέμα του Ιράν δεν εμπόδισε την «Gazprom», 4η πλέον ισχυρότερη ενεργειακή εταιρία παγκοσμίως, να προχωρήσει και σε ανταλλαγή μετοχών, με το γερμανικό χημικό κολοσσό BASF, κατά τη διάρκεια της συνάντησης Μέρκελ - Πούτιν, πριν από μερικές μέρες. Πλέον, η Ρωσία καλύπτει το 25% των ενεργειακών αναγκών της δυτικής Ευρώπης σε φυσικό αέριο, και προβλέπεται να φτάσει το 60% το 2025. Αρα, το ποια ακριβώς στάση θα τηρήσει, τελικά, στο ιρανικό θέμα η ΕΕ είναι προς συζήτηση.

Γιατί το Ιράν

Αν κανείς ρίξει μια ματιά στο χάρτη των πηγών και δρόμων της Ενέργειας στην Ευρασία (και στις σχεδιαζόμενες ροές), τότε αυτομάτως θα αντιληφθεί γιατί, στην παρούσα φάση, το Ιράν βρίσκεται στο προσκήνιο. Οι ενεργειακές του πηγές, όπως και του γειτονικού Ιράκ αλλά και των υπολοίπων παράκτιων, στην Κασπία, χωρών, αποτελούν «μήλο της έριδος» για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Στην περιοχή της Κασπίας, που αν και ουδείς γνωρίζει με ακρίβεια τα αποθέματά της λόγω και των ανεπίλυτων εδαφικών διαφορών που υπάρχουν, έχουν, ήδη, «βάλει πόδι» αμερικανικές και ευρωπαϊκές ενεργειακές εταιρίες.

Ενδεικτικά, ίσως, μπορεί να αναφερθεί η αμερικανική «Chevron», που εκμεταλλεύεται τα πετρελαϊκά κοιτάσματα του Τενγκίζ, στο δυτικό Καζαχστάν, αλλά και τα μεταφέρει προς Ευρώπη μέσα από τον αγωγό Τενγκίζ - Νοβοροσίσκ, ο, επίσης, αμερικανικός όμιλος «Exxon Mobil», που δραστηριοποιείται και πάλι στο Καζαχστάν, ο ιταλικός όμιλος ENI-AGIP σε Αζερμπαϊτζάν - Καζαχστάν, ή η γαλλική «Total/Fina/Elf» με επενδύσεις σε Αζερμπαϊτζάν, Καζαχστάν, Ουζμπεκιστάν. Ιδιαίτερα οι δύο τελευταίες, μάλιστα, είχαν σειρά συμβολαίων με το καθεστώς Σαντάμ, που τινάχτηκαν στο αέρα λόγω της εισβολής, όσο και με την Τεχεράνη, που έχουν, σχετικά, «παγώσει» λόγω των κυρώσεων των ΗΠΑ σε οποιαδήποτε εταιρία συνεργάζεται με το Ιράν.

Το ζήτημα δεν είναι μόνον οι ίδιες οι ενεργειακές πηγές του Ιράν. Είναι, όμως, και ο φτηνότερος και συντομότερος δρόμος μεταφοράς του ενεργειακού πλούτου της Ευρασίας προς Ανατολάς, αλλά και προς τη Δύση. Είτε μέσα από αγωγούς που θα μεταφέρουν πετρέλαιο από την Κασπία και θα καταλήγουν στον υπάρχοντα αγωγό Μπακού - Τσεϊχάν (κόβοντας δρόμο), είτε μέσω αγωγών που θα καταλήγουν στον Περσικό Κόλπο, διευκολύνοντας τη θαλάσσια μεταφορά. Ιδιαίτερα εφόσον η απευθείας ενεργειακή σύνδεση Ρωσίας - Κίνας (που είναι ένας από τους μεγαλύτερους σήμερα καταναλωτές Ενέργειας) δεν προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί πριν από την επόμενη 10ετία, με βάση και την πρόσφατη, μεταξύ τους, συμφωνία, αν όλα κυλήσουν ομαλά στην ευρύτερη περιοχή.

Σε αυτά, θα πρέπει κανείς να λάβει επίσης υπόψη του ότι το Ιράν είναι, ήδη, εκτός από σημαντικός εμπορικός εταίρος, βασικός ενεργειακός τροφοδότης της ΕΕ. Καλύπτει το 15,9% των πετρελαϊκών αναγκών της Ιαπωνίας, που διά της «Inpex Corp», σε ποσοστό 75%, εκμεταλλεύεται τα πετρελαϊκά ιρανικά κοιτάσματα του Αζεντεγκάν. Καλύπτει το 14% των κινεζικών πετρελαϊκών εισαγωγών (προηγείται μόνον η Σαουδική Αραβία), ενώ η κινεζική «Sinopec» θα αναπτύξει, την επόμενη 25ετία για 70 δισεκατομμύρια δολάρια τα πετρελαϊκά κοιτάσματα Γιανταβάρν έναντι της παροχής υγρού φυσικού αερίου, ενώ οι δύο χώρες συνεργάζονται και στην εκμετάλλευση των ιρανικών αποθεμάτων στην Κασπία. Επίσης, Ινδία και Πακιστάν υπέγραψαν, ήδη, συμφωνία κατασκευής (7 δισεκατομμύρια δολάρια) αγωγού φυσικού αερίου προς τις χώρες τους από το Ιράν και θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι η Μόσχα, εκτός από τις στενές εμπορικές και στρατιωτικές συναλλαγές με το Ιράν εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων, κατασκευάζει, ήδη, έναντι αδράς αμοιβής το πυρηνικό εργοστάσιο του Μπουσχέρ, και διεκδικεί την κατασκευή και άλλων δύο.

Είναι, λοιπόν, ηλίου φαεινότερον ότι η κρίση με το Ιράν δεν προετοιμαζόταν απλώς εδώ και χρόνια, αλλά δεν προβλέπεται να λήξει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εύκολα και γρήγορα. Γιατί στο συγκεκριμένο «πεδίο μάχης» οι παίχτες είναι πολλοί και τα συμφέροντά τους ακόμη περισσότερα για να εγκαταλειφθούν ανώδυνα. Ιδιαίτερα, αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν πρόκειται παρά για άλλο ένα επεισόδιο στο σφοδρό ενεργειακό ενδο-ιμπεριαλιστικό πόλεμο, που η κατάληξή του θα βαρύνει και στην τελική έκβαση της συνολικής αντιπαράθεσης.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ