ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Ιούνη 2006
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ»
Υπονομεύοντας την κυρίαρχη κουλτούρα

Μια ομάδα ανθρώπων της «διπλανής πόρτας» έστησαν στη Ν. Μάκρη ένα «μετερίζι» πολιτισμικής αντίστασης

Από την πρόσφατη παράσταση της Θεατρικής ομάδας με το «Φιόρο του Λεβάντε» του Γ. Ξενόπουλου
Από την πρόσφατη παράσταση της Θεατρικής ομάδας με το «Φιόρο του Λεβάντε» του Γ. Ξενόπουλου
Οταν η κυρίαρχη κουλτούρα θέλει τους ανθρώπους καταναλωτές τυποποιημένων «πολιτιστικών» προϊόντων, άβουλα όντα που «σαβουριάζουν» το παλιό και το σάπιο σε «απαστράπτουσα» συσκευασία για να μοιάζει με «νέο», όπως θα έλεγε και ο Μπρεχτ, σε μια γωνιά της Αττικής, οι αγρότες, οι εργάτες, οι νέοι, οι μικρέμποροι της γειτονιάς συζητούν... για την κβαντομηχανική, βλέπουν Μπουνιουέλ και ανεβάζουν Τένεσι Ουίλιαμς και Ξενόπουλο... μεταξύ πολλών άλλων δραστηριοτήτων!

«Ευσεβείς πόθοι»; Κάθε άλλο. Είναι η πολιτιστική πραγματικότητα που βιώνει τα τελευταία 18 χρόνια ο λαός της Ν. Μάκρης, με όχημα το μη κερδοσκοπικό πολιτιστικό σωματείο «Πολιτιστικές Απόπειρες»! Μια «κιβωτός» που έφτιαξαν αποκλειστικά με τα χέρια, το μεράκι και την ψυχή τους, οι άνθρωποι του μόχθου. Ο αγρότης, ο φοιτητής, ο μπακάλης, ο φαρμακοποιός, ο εργάτης. Μια εστία αντίστασης στα κεφαλαιοκρατικά «κριτήρια» των διαφόρων «πολιτιστικών» Γ΄ ΚΠΣ, των «Μεγάρων», των «σκυλομάγαζων» και των «ριάλιτι».

Ο «Ρ» φιλοξενεί σήμερα δύο από τους εκατοντάδες συμμέτοχους αυτής της προσπάθειας με τους χιλιάδες ενεργούς αποδέκτες. Τον Δημήτρη Ντάνη, επικεφαλής του σωματείου και τον Λάμπρο Πανόπουλο, αγρότη και ένα από τα πρώτα μέλη του. Αφορμή ήταν οι τελευταίες παραστάσεις της θεατρικής ομάδας με το έργο του Ξενόπουλου «Το Φιόρο του Λεβάντε» σε σκηνοθεσία Περικλή Καρακωνσταντόγλου. Δυστυχώς ο χώρος μόνο ένα μέρος της πλούσιας αυτής κουβέντας μπορεί να φιλοξενήσει.



Από τη συνέντευξη με τους εκπροσώπους του σωματείου
Από τη συνέντευξη με τους εκπροσώπους του σωματείου

«Επιλέγουμε τη διαφορετικότητα»

Το σωματείο ιδρύθηκε το 1988. «Από τότε», λέει ο Δ. Ντάνης, «έχει συνεχή δραστηριότητα, έχει περίπου 500 μέλη και από τις γύρω περιοχές. Εχει θεατρικό τμήμα με δύο κεντρικές σκηνές που συνεργάζονται με δύο σκηνοθέτες, τον Περικλή Καρακωνσταντόγλου και τον Γιάννη Δεγαΐτη. Εχει δύο θεατρικά εργαστήρια, στα οποία καλούμε ηθοποιούς και σκηνοθέτες να αναπτύξουν συγκεκριμένα θέματα. Εχουμε κινηματογραφική λέσχη. Φέτος είναι ο τρίτος συνεχόμενος χρόνος λειτουργίας της στο δημοτικό κινηματογράφο "Σινέ Αλίκη". Καλούμε και ανθρώπους του κινηματογράφου, όπως φέτος που ήρθε ο Παντελής Βούλγαρης. Εχουμε το "Κοσμολογικό Καφενείο". Κουβέντες που γίνονται κάθε Πέμπτη βράδυ με διαφορετικό θέμα κάθε φορά, το οποίο παρουσιάζουμε εμείς ή καλούμε έναν γνώστη του συγκεκριμένου θέματος και μετά γίνεται συζήτηση».

-- Τι είναι αυτό που σας κάνει να υπάρχετε μέχρι σήμερα, με τις ίδιες αξίες, και να λειτουργείτε παρεμβατικά στην τοπική κοινωνία;

Δ. Ντάνης: «Είμαστε ανοιχτοί στην κοινωνία. Ιδιαίτερα σήμερα, στην εποχή του ατομικού συμφέροντος, όπου από οποιαδήποτε δραστηριότητα που επιλέγει κάποιος να κάνει προσδοκά ένα όφελος, νομίζω ότι το "μαγικό", το "φάρμακο" είναι ότι έχουμε βρει τον τρόπο να δημιουργούνται καταστάσεις και ομάδες που ο καθένας να μπορεί να δημιουργήσει χωρίς καμία παρέμβαση. Εχει κάτι στο μυαλό του, μπορεί και του δίνεται η δυνατότητα και ο χώρος να το δημιουργήσει. Είναι σημαντικό να βρεθεί μια ομάδα ατόμων που να μπορεί να δημιουργήσει και μετά, όλοι οι υπόλοιποι, που μπορεί να διαφωνούν με αυτή την επιλογή, να το στηρίζουν. Δεν υπάρχει η προσωπική κόντρα. Συμμετέχουν ετερόκλητα άτομα, πολιτικά, ιδεολογικά, ως κουλτούρα και αισθητική. Τους δίνεται όμως η ευκαιρία να δραστηριοποιηθούν, να δημιουργήσουν και να στηριχτούν από τους υπόλοιπους της ομάδας. Ανοίγει ταυτόχρονα και μια μεγάλη κουβέντα στο γιατί "αυτό μ' αρέσει κι αυτό όχι". Αρα λειτουργεί και παιδευτικά. Το σημαντικό είναι ότι άνθρωποι που όλοι μέρα εργάζονται στα γραφεία και τα εργοστάσια, το απόγευμα έρχονται κατευθείαν από τη δουλιά σε μια πρόβα».

«Πετάξαμε το καπέλο μας ψηλά»!

Ο Λ. Πανόπουλος θυμάται την αρχή: «Υπήρχε ένας πολιτιστικός "χειμώνας". Ξεκινήσαμε με απίστευτες οικονομικές δυσκολίες. Δουλέψαμε όλοι μαζί. Πήραμε ένα υπόγειο και το φτιάξαμε θέατρο με δικά μας μέσα και εθελοντική δουλιά. "Πετάξαμε το καπέλο μας ψηλά". Φαινόταν τελείως "τρελό" αυτό που πήγαμε να κάνουμε αλλά το μεράκι, το κέφι που είχαμε μας έδωσαν φτερά. Η ανταπόκριση ήταν πραγματικά θετική και από τα μέλη μας και από τον κόσμο. Η πρώτη παράσταση ήταν το "Ζητείται ψεύτης" του Ψαθά. Μαζευόμασταν στα σπίτια και κάναμε πρόβες. Είναι απίστευτο πόση δουλιά πέφτει για να φτιάξουν απλοί άνθρωποι, εργάτες, επαγγελματίες, ο φαρμακοποιός της γειτονιάς, σκηνικά. Κάθε φορά ξεπερνάμε τον εαυτό μας».

Δ. Ντ.: «Επιλέγουμε κάτι που μας αρέσει. Μπορεί να είναι ένας αυτός που το προτείνει αλλά αν έχει αξία θα βρει το δρόμο να πείσει μια ομάδα που να το δημιουργήσει». Μας φέρνει παράδειγμα την ιδέα που έγινε πράξη πριν δυο χρόνια για την παρουσίαση της «Αμοργού» του Γκάτσου. Μια 20μελής ομάδα δούλεψε στο ποίημα 5 μήνες. «Η αντίδραση του κόσμου ήταν απίστευτα θετική». «Οπως οι ποιητικές βραδιές που κάνουμε, π.χ., για τον Καββαδία, που έγινε το αδιαχώρητο από τη συμμετοχή του κόσμου», λέει ο Λάμπρος.

-- Αντιμετωπιστήκατε κάποια στιγμή ως «ελιτίστες»;

Δ. Ντ.: «Ανοίγουμε κι εκεί ένα διάλογο: Τι θα πει "ελιτίστικο", "δυσνόητο"; Γιατί από την άλλη μεριά ερχόμαστε και σε σύγκρουση με το τι κουλτούρα προβάλλεται στην Ελλάδα σήμερα. Αν "δυσνόητη" χαρακτηρίζεται μια ταινία του Μπουνιουέλ και ευκολονόητο είναι ο "Κώδικας Ντα Βίντσι", εκεί ερχόμαστε σε κόντρα και επιλέγουμε τη διαφορετικότητα. Δεν είμαστε "δύσκολοι" με την έννοια του κλειστού "κλαμπ", οι "σωτήρες" του πολιτισμού. Στην κινηματογραφική λέσχη, επιλέγουμε ταινίες που έρχονται σε κόντρα με τον τηλεοπτικό κινηματογράφο, με τον κυρίαρχο κινηματογράφο των "μπλοκμπάστερ", των "βίλατζ"».

-- Αρα η φράση «αυτό θέλει ο κόσμος, αυτό δίνουμε» είναι μύθος.

-- Ναι, είναι μύθος.

-- Πώς γίνεται κάποιος να «ξεκολλά» από το «φέιμ στόρι» για ν' ακούσει την «Αμοργό»;

Δ. Ντ.: «Πιστεύω ότι είναι μύθος ότι όλος ο κόσμος βλέπει τηλεόραση. Εμείς έχουμε καθημερινές δραστηριότητες που ξεκινάνε βράδυ γιατί όλη μέρα δουλεύει ο κόσμος και από τις 7 το απόγευμα έχουμε πάντα κόσμο.

Λ. Παν.: «Δε συναντήσαμε ποτέ δυσκολία. Οταν παρουσιάζεται κάτι ποιοτικό, στο βαθμό που μπορούμε να το κάνουμε ποιοτικό, οι άνθρωποι συμμετέχουν με έναν τρόπο που κι εμάς πολλές φορές μας εντυπωσιάζει».

-- Τι έχετε πάρει εσείς από τη συμμετοχή σας;

Δ. Ντ: «Σημαντικά πράγματα. Εχεις κάτι στο μυαλό σου, σου αρέσει, το στηρίζεις, μαθαίνεις, διασπάς αυτό το οποίο σου αρέσει. Είναι πολύ σημαντικό ένα πράγμα που σου αρέσει να το διασπάς και να βρεις τον τρόπο να το κοινοποιήσεις. Ολη αυτή η διαδικασία σε κάνει πιο οικείο με οτιδήποτε κάνεις, το κατανοείς καλύτερα, τη μουσική, ένα θεατρικό, ένα ποίημα, μια ταινία. Οταν προσπαθείς να βρεις τρόπους να το προσεγγίσεις κι εσύ ο ίδιος το κατανοείς καλύτερα. Και βέβαια το μεγάλο όφελος και η μεγάλη ευχαρίστηση είναι ότι αυτά όλα έχουν ανταπόκριση. Είναι πράγματα που δε γίνονται για ένα "βίτσιο". Ο κόσμος θέλει αυτό το πράγμα και μπαίνουν κι άλλοι στη "ροή". Λέει ότι "κι εγώ μπορώ να το κάνω"».

Ο Δημήτρης σημειώνει ότι στην περιοχή μένουν πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες και όποτε τους προσκαλεί το σωματείο να συμμετάσχουν σε κάποια εκδήλωση «τους βάζουμε το ζήτημα να κάνουν κάτι διαφορετικό σε σχέση με αυτό που κάνουν επαγγελματικά. Και βρίσκουν και την ευχαρίστηση να παρουσιάζουν αυτό το διαφορετικό και το στηρίζουν οι ίδιοι. Λένε "ένα πράγμα που δε θα μπορούσα να το κάνω στην επαγγελματική μου καριέρα γιατί δε μου το επιτρέπουν, το κάνω εκεί"».

«Το ΥΠΠΟ μας αγνοεί»

-- Μήπως σε αυτή την επιτυχημένη πορεία συμβάλλει και το ότι δεν εμπεριέχεται η έννοια του αγοραίου, του εμπορευματοποιημένου;

Δ. Ντ: «Εχουμε απορρίψει εξαρχής ότι κάνουμε μια παράσταση για να βγάλουμε χρήμα. Δεν υπάρχει το άγχος του ψεύτικου, του επιτηδευμένου. Ναι μεν στηρίζουμε την ποιότητα της τελικής πρότασης, αλλά δεν είναι λουστραρισμένο. Ο καθένας δίνει την ψυχή του, την προσωπική του αντίληψη και αίσθηση των πραγμάτων».

-- Εκλαμβάνετε και ως πράξη αντίστασης αυτό που κάνετε;

Δ. Ντ: «Υπάρχει η έννοια της αντίστασης. Για παράδειγμα, από τις 24 ταινίες που επιλέξαμε στη λέσχη μόνο δύο είναι από τις ΗΠΑ και αυτές από τον κλασικό κινηματογράφο. Οι άλλες είναι από τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν το κάνουμε για "εκδίκηση" αλλά γιατί, απλά, κινηματογράφο κάνει όλος ο κόσμος. Αυτό προσπαθούμε να το προβάλουμε, να διαφοροποιήσουμε τον κόσμο απέναντι σε αυτό το μαζικό που είναι πολύ ισχυρό και το συναντάμε περισσότερο στις πιο άμεσες τέχνες, στη μουσική και τον κινηματογράφο. Εκεί υπάρχει μεγάλη επίθεση στις συνειδήσεις. Είναι δύσκολο και για μας γιατί ο κόσμος συνεχώς βομβαρδίζεται από αυτή την αντίληψη κουλτούρας. Αλλά υπάρχει ενεργητική δημιουργική αντιπαράθεση, ότι ναι, κινηματογράφος δεν είναι μόνο το Χόλιγουντ».

Ακόμη ένα παράδειγμα είναι το «Κοσμολογικό Καφενείο», που πήρε το όνομά του από την πρώτη συζήτηση με θέμα ...τη δημιουργία του κόσμου! «Στην αρχή υπήρχε η νοοτροπία των "παραθύρων" της τηλεόρασης. Σώνει και καλά ο καθένας να πει την άποψή του χωρίς να ακούει τι λέει ο άλλος. Δεν έμπαινε κανείς στην ουσία της συζήτησης. Σιγά σιγά ξεπεράσαμε αυτή την "παιδική ασθένεια" και τώρα φτάσαμε σε ένα σημείο που και ακούς τον άλλο και όταν παρεμβαίνεις το κάνεις με θέσεις. Επιλέγουμε και θέματα, όπως, η κβαντομηχανική. Αλλά εξηγούμε στον εισηγητή να το πει με τρόπο κατανοητό».

Α. Παν.: «Ξεκινάμε από τη βάση ότι δεν υπάρχουν κουτές ερωτήσεις αλλά κουτές απαντήσεις. Και αν ο ομιλητής πέσει στην παγίδα του ελιτισμού... το νιώθει ο ίδιος από όλους μας. Βλέπεις αμέσως πως κάτι έχει αλλάξει στον συνομιλητή σου. Υπάρχουν άνθρωποι που ήρθαν να ζήσουν στη Ν. Μάκρη για να είναι κοντά στις δραστηριότητες! Αλλοι έρχονται επειδή άκουσαν ότι κάτι γίνεται και τους βλέπεις να προσπαθούν να ενταχθούν».

-- Ζητήσατε κρατική στήριξη;

Δ. Ντ.: «Απευθυνθήκαμε στο υπουργείο Πολιτισμού αλλά μας αγνοεί. Η μόνη χρηματοδότηση που κατά καιρούς παίρνουμε είναι από το δήμο. Είμαστε στην εποχή της εμπορευματοποίησης των πάντων. Η εξουσία φοβάται τον άνθρωπο που μπορεί να δημιουργήσει από μόνος του και να σκεφτεί μια άλλη κατάσταση πέρα από αυτή που του σερβίρουν».

Λ. Παν.: «Σε μια ανάλογη συζήτηση κάποιος μου είπε κυνικότατα: "Ακόμα δεν έχετε γίνει αρκετά επικίνδυνοι"».

Δ. Ντ: «Δίνονται απίστευτα χρήματα για να γίνονται εμπορικά κέντρα "πολιτισμού", τη στιγμή που στη Ν. Μάκρη έχουμε έλλειψη πολιτιστικών χώρων. Δεν υπάρχουν δημόσιοι χώροι πολιτισμού που να μπορεί ο οποιοσδήποτε να πάει να δημιουργήσει. Η μόνη ελπίδα - και το έχουμε κεντρικό σημείο αναφοράς - είναι ένα παλιό εργοστάσιο της ΕΤΒΑ ακριβώς στο κέντρο. Θέλουμε να γίνει χώρος πολιτισμού. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα και φοβόμαστε ότι μπορεί να μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο».

Το πρώτο κριτήριο στην επιλογή των έργων είναι η συμμετοχή. Δηλαδή να είναι ένα έργο που να «χωρά» όλη την ομάδα. Το ρεπερτόριο ευρύ: Ουίλιαμς, Λόρκα, ελληνικό θέατρο. Πρόσφατα δημιουργήθηκε και ομάδα τοπικής ιστορίας. Αναζητούν πηγές για την ιστορία των σαρακατσαναίων της περιοχής και των προσφύγων που ήρθαν από τη Μάκρη της Μ. Ασίας. Παίρνουν συνεντεύξεις, βιντεοσκοπούν, μαζεύουν φωτογραφίες. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Το αρχείο συνεχώς εμπλουτίζεται ενώ ήδη οργανώνονται συζητήσεις για την ιστορία του τόπου.

Η τελευταία ερώτηση ήταν ρητορική αλλά η απάντηση ήταν χαρακτηριστική για το τι νοείται με τον όρο «ο άλλος πολιτισμός» και με ποιους όρους αυτός μπορεί ή δεν μπορεί να υπάρξει.

-- Αν μια πολυεθνική σας έλεγε «σας δίνω όσα θέλετε για να κάνετε ό,τι θέλω με τα λογότυπά μου» τι θα γινόταν;

«Σταματάμε να υπάρχουμε»...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Ο μικρός Αλεξ

Στην αρχή ήτανε ένα παιδί. Ηξερε να παίζει πιάνο, άκουγε μουσική, έπαιζε μπάλα, μίλαγε σπασμένα τα ελληνικά και τον έλεγαν Αλεξ. Ωσπου μια μέρα όλ' αυτά τελείωσαν. Το πιάνο έμεινε έτσι, κλειστό, η μουσική κρεμασμένη σε ένα ράφι μαζί με σκόρπια βιβλία, η μητέρα να κλαίει σε μια γωνιά κι από κάτω σε ένα στοιχειωμένο οικόπεδο ένα σκαπτικό μηχάνημα να ψάχνει να βρει το πτώμα του μικρού Αλεξ. Γύρω γύρω οι χωροφύλακες να φυλάνε την τάξη, γύρω από τους χωροφύλακες οι περίεργοι γείτονες, πιο πέρα οι φοβισμένοι δάσκαλοι και κάπου εκεί, ανάμεσα στο λιωμένο παγωτό και στο πλαστικό καλαμάκι του νες καφέ, η «συμμορία». Τι συμμορία δηλαδή, πέντε πιτσιρικάδες κι απ' αυτούς ο ένας να θυμάται τη Ρουμανία, που δεν τη γνώρισε, δυο Αλβανόπουλα να νοσταλγούν το Ελμπασάν, όπου δεν περπάτησαν ποτέ, και τα υπόλοιπα Ελληνάκια, λέει, με τον πατέρα και τη μάνα στη Γερμανία για μεροκάματο, τον παππού να παίζει με το κομπολόι του αμήχανος μπροστά στον εισαγγελέα. Και πάνω από όλα αυτά, τα παιδιά και τις μηχανές που σκάβουν για να βρουν το πτώμα ενός παιδιού, που δεν πρόλαβε να ζήσει, τους φοβισμένους δασκάλους, τους περίεργους γείτονες και τους φύλακες της έννομης τάξης, όλοι εμείς, το ίδιο περίεργοι, το ίδιο φοβισμένοι, το ίδιο υπεύθυνοι, να μην τολμούμε να ομολογήσουμε, να μην τολμούμε να απολογηθούμε μπροστά σε όλη αυτή την άγρια εικόνα, πάνω από το πτώμα ενός μικρού παιδιού, μπροστά στη «συμμορία» των πέντε ανήλικων δολοφόνων (;).

Να ομολογήσουμε πως δεν έχουμε να κάνουμε με ένα φτιαγμένο σκηνικό και την άκαιρη αγανάκτηση κάνα - δυο τεθλιμμένων παιδοψυχολόγων, που βρήκαν την ευκαιρία να βγουν στην τηλεόραση και να μας μιλήσουν για τα απόκρυφα της παιδικής ψυχής. Οχι. Εχουμε να κάνουμε με τη νεοελληνική κοινωνία, με μια ευρωπαϊκή επαρχία. Με τα κατάλοιπα μιας διαλυμένης πατρίδας, όπου οι γονείς δε βρίσκουν χρόνο για να χαϊδέψουν τα παιδιά τους, γιατί τους τον τρώει το αφεντικό, όπου οι γιαγιάδες δε λένε παραμύθια στα εγγόνια τους, γιατί βλέπουν τη «Βέρα στο δεξί», όπου το πιο ακριβό παιχνίδι είναι ο ανταγωνισμός, και ο πρώτος τρώει το δεύτερο, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να είναι πρώτος, όπου από τις πασχαλιάτικες λαμπάδες κρέμονται οι αμερικανοφερμένοι ήρωες. Μιας διαλυμένης πατρίδας, όπου οι δάσκαλοι δε βρίσκουν χρόνο να διαβάσουν. Γιατί τους απασχολεί το ΟΥΕΦΑ και το Μουντιάλ και οι δικαστές έχασαν τα νόμιμα βήματά τους ανάμεσα στην τυφλή δικαιοσύνη και την ανοιχτομάτα ελεύθερη αγορά.

Τέλος πάντων, θέλω να μιλήσω για όλους εμάς που στρωθήκαμε γύρω γύρω στον εκσκαφέα που ψάχνει να βρει τον μικρό Αλεξ και δε λέμε να σηκώσουμε το χέρι και με ματωμένο το αδυσώπητο δάχτυλό μας να δείξουμε τους δολοφόνους, που δεν είναι ούτε το μικρό Ρουμανόπουλο, ούτε τα μικρά Αλβανόπουλα, ούτε τα Ελληνάκια, που δεν μπόρεσαν να τα «βρουν» με τον μικρό Αλεξ και ξέσπασαν. Οι «δολοφόνοι» είναι όλοι οι άλλοι που σωπαίνουν γιατί φοβούνται, όλοι οι άλλοι που φλυαρούν, χωρίς να λένε τίποτε. Ολοι οι άλλοι που μας κλέβουν το χρόνο, που φιμώνουν τους παππούδες και τις γιαγιάδες, που τρομάζουν τους δασκάλους, που αχρηστεύουν τους χωροφύλακες, που ξεφτίζουν τους δικαστές. Είναι όλοι οι άλλοι, τελικά, που δε βρίσκουν το θάρρος να ομολογήσουν πως εκεί που κάθονται, στις ψηλές τους καρέκλες, δεν ακούνε τι γίνεται εδώ κάτω. Δεν ακούνε ούτε τη μουσική που βγαίνει από τα ματωμένα χεράκια του Αλεξ, ούτε το θόρυβο που κάνει ο εκσκαφέας, όσο ψάχνει να βρει το πτώμα του!


Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ