Σημαντική παρέμβαση του Φεστιβάλ της ΚΝΕ για το μείζον ζήτημα της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τη διανόηση
Αυτή η πρόταση ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος των βασικών της στοιχείων, αναπτύχτηκε μέσα από δύο συζητήσεις. Η πρώτη αφορούσε στο ρόλο της Τέχνης στη διαμόρφωση της συνείδησης και, ως εκ τούτου, στην ανάγκη συστράτευσης του καλλιτέχνη με την εργατική τάξη με τίτλο «Η τέχνη και ο καλλιτέχνης στο πλευρό της εργατικής τάξης» και η δεύτερη ήταν πιο εξειδικευμένη, με θέμα «το ψυχαγωγικό πρόγραμμα της ελληνικής τηλεόρασης και η επίδρασή του στη διαμόρφωση της συνείδησης των νέων».
Σήμερα παρουσιάζουμε την πρώτη συζήτηση, στην οποία πήραν μέρος με εισηγήσεις οι: Εύα Μελά, ζωγράφος, χαράκτρια, πρόεδρος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, Σωτήρης Πουλικόγιαννης, πρόεδρος του Συνδικάτου Μετάλλου Πειραιά, Ρενάν Μπιλέκ, καλλιτέχνης, εκπρόσωπος του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, μουσικός, τραγουδιστής και Νίκος Χριστοφοράκης, ζωγράφος.
«Η εργατική τάξη στη χώρα μας», σημείωσε η Εύα Μελά, «μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, διαρκώς οδηγείται στο περιθώριο της ζωής. Η οικονομική ανασφάλεια, η ανεργία, η επιδείνωση της ζωής, οι ιδιωτικοποιήσεις στον τομέα της Παιδείας, της Υγείας, και των αγαθών του Πολιτισμού, η κατάργηση σχεδόν ολοκληρωτικά του ελεύθερου χρόνου της, η μεθοδευμένη χειραγώγησή του από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος, σπρώχνουν την εργατική τάξη στο περιθώριο. Η σχέση της με τα αγαθά της τέχνης και του πολιτισμού περνάνε μέσα από τους μηχανισμούς πληροφόρησης και χειραγώγησης που δρουν με στόχο την αναπαραγωγή της άρχουσας ιδεολογίας».
Ταυτόχρονα, τα στοιχεία για το πνευματικό επίπεδο του ελληνικού λαού είναι απογοητευτικά: Καθημερινά, 80% του πληθυσμού βλέπει πάνω από 208 λεπτά τηλεόραση. Το 50% δε διαβάζει ποτέ εφημερίδα. Το 60% δε διαβάζει ούτε ένα βιβλίο το χρόνο. Τις εκθέσεις τέχνης επισκέπτεται μόνο το 1% του πληθυσμού, ενώ το ποσοστό που πηγαίνει θέατρο, σινεμά, ή σε συναυλίες, δεν ξεπερνάει το 5%.
Εξηγώντας τις συνέπειες αυτής της κατάστασης, η ομιλήτρια σημείωσε ότι «η επαφή των ανθρώπων με το διάβασμα, με τις τέχνες, επηρεάζει τη συνείδησή τους όπως την επηρεάζει και η Τέχνη όχι μόνο άμεσα, αλλά και έμμεσα: τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα πρότυπα που εκπέμπουν μέσα στα σπίτια μας, ο δημόσιος χώρος και η αισθητική του, οι διαφημίσεις, η πόλη και η αισθητική που μας περιβάλλει, η μόδα, τα ακούσματα και άλλα. Ολα αυτά επηρεάζουν τον τρόπο ζωής. Αυτό η άρχουσα τάξη το γνωρίζει, επεξεργάζεται και το χρησιμοποιεί». Γι' αυτό και το 2003 στη Θεσσαλονίκη, στη Σύνοδο των υπουργών Πολιτισμού της ΕΕ, διατυπώθηκε ο στόχος να επινοηθεί η «ενιαία πολιτιστική ταυτότητα» ως προϋπόθεση για τη λειτουργία «ενιαίας πολιτιστικής αγοράς (...) που είναι προϋπόθεση για τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς». Και αποφασίστηκε να ενισχύεται οικονομικά ό,τι προωθεί την «ενιαία ευρωπαϊκή αντίληψη», το «ευρωπαϊκό ιδεώδες» και την πολιτιστική βιομηχανία.
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι το αστικό κράτος ενισχύει «την εμπορευματοποίηση του έργου τέχνης, τη διείσδυση των μονοπωλίων στο χώρο του πολιτισμού και τον έλεγχο της διακίνησης της τέχνης από αυτά. Η τέχνη δεν μπορεί να αναπτυχθεί ελεύθερα, ο καλλιτέχνης ασφυκτιά μέσα σ' αυτές τις συνθήκες. Πιέζεται, γίνεται ευάλωτος, τον εξαγοράζουν, συνθλίβεται, περιθωριοποιείται. Το να κάνει ευσυνείδητα τη δουλιά του φαντάζει ηρωική πράξη που οδηγεί στην απομόνωση. Στην "ελεύθερη αγορά" ο καλλιτέχνης δυσκολεύεται να δημιουργήσει και να παίξει τον κοινωνικό του ρόλο. Ευνουχίζεται».
Η «θηλιά» κλείνει με την «υποκουλτούρα του "σκυλάδικου", του "ορθάδικου", της τηλεοπτικής σαπουνόπερας, των τηλεπαιχνιδιών, των προϊόντων της πολιτιστικής βιομηχανίας» που «είναι η αναγκαία "πνευματική τροφή" για τη μετατροπή του ανθρώπινου εγκεφάλου σε κιμά και του εργαζομένου από πολίτη σε ανεγκέφαλο παθητικό παρατηρητή της ζωής, σε αδιάφορο για τα κοινά, σε ενεργούμενο, ευάλωτο και επίσης εξαγοράσιμο».
Ο ιμπεριαλισμός διαμορφώνει με τη γνωστή προπαγανδιστική του ικανότητα «το κατάλληλο περιβάλλον ανοχής των εγκλημάτων του»: «Οι "κακοί" των ταινιών του Χόλιγουντ στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν Ρωσόφωνοι, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια είναι Λατινοαμερικανοί, Κουβανοί, τελευταία Αραβες (...) Οι ταινίες επαναλαμβάνονται στη ζωή, και μάλιστα με κρυφές πλευρές: οι νεοστρατολογημένοι "ράμπο" των δυνάμεων επέμβασης "ψαρεύονται" στις ουρές των ανέργων, στις γειτονιές με τα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, στις ομάδες των περιθωριακών, των αναλφάβητων, των απελπισμένων».
Η Εύα Μελά αναφέρθηκε και στα εγκλήματα του ιμπεριαλισμού στην πολιτιστική κληρονομιά, όπως στο Ιράκ και το Λίβανο, καταλήγοντας με το αναγκαίο, σήμερα διεκδικητικό πλαίσιο που αναφέρουμε συνοπτικά: Να περάσουν τα κέντρα και οι θεσμοί παραγωγής της τέχνης στα χέρια της κοινωνίας και να τεθούν στην υπηρεσία του λαού, της εργατικής τάξης. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να περάσουν στα χέρια του κράτους της λαϊκής εξουσίας. Η τηλεόραση από κερδοσκοπικό μέσο, να λειτουργήσει ενημερωτικά, παιδαγωγικά, μορφωτικά, πολιτιστικά. Να καταργηθούν οι ιδιωτικοποιήσεις οργανισμών και θεσμών παραγωγής και διάδοσης πολιτισμού. Οχι στη διαπλοκή των κρατικών θεσμών με το ιδιωτικό κεφάλαιο. Ανάπτυξη της καλλιτεχνικής παιδείας για όλους, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Δημιουργική αφομοίωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Υπεράσπιση της ιστορίας και της γλώσσας. Να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για ανεμπόδιστη καλλιτεχνική δημιουργία στην παραγωγή της, στη διακίνηση της και την επαφή της με το λαό.
Στα παραπάνω είναι «αποφασιστικός ο ρόλος του εργατικού κινήματος, που πρέπει να βάλει στις διεκδικήσεις του το δικαίωμα στον πολιτισμό (...) να στηρίξει το προοδευτικό καλλιτεχνικό έργο, να το προβάλει. Να διεκδικήσει το 2% του κρατικού προϋπολογισμού να διατίθεται για τον πολιτισμό, να διεκδικήσει τη συμμετοχή στις αποφάσεις. Πρέπει να ενισχυθεί ένα κίνημα μόρφωσης και πολιτισμού μέσα στην ίδια την εργατική τάξη και ιδιαίτερα στους νέους. Αυτό θα συμβάλει στην ανάπτυξη της κριτικής στάσης, της δημιουργικότητας. Θα απελευθερώσει δημιουργικές δυνάμεις που υπάρχουν μέσα στο λαό, μέσα στην εργατική τάξη, που θα δυναμώσουν το ίδιο το λαϊκό κίνημα για την οικοδόμηση του άλλου πολιτισμού, του Σοσιαλισμού».
Οι τρεις καλλιτέχνες - εισηγητές εκπροσωπούν διαφορετικά είδη τέχνης και διαφορετικούς βαθμούς αναγνωρισιμότητας, κάτι που σχετίζεται και με την τέχνη τους όπως προέκυψε από τη συζήτηση. Με ένα είδος ...«εξομολογητικού» λόγου, ο περισσότερο γνωστός μεταξύ τους στο ευρύ κοινό, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ξεκίνησε ως εξής: «Τραγουδάω, πληρώνομαι καλά κι ανήκω σε μια κατηγορία που βλέπει τα πράγματα αφ' υψηλού. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί». Η «άγρια» όσο και ειλικρινής αυτή εισαγωγή δεν είχε σκοπό να εντυπωσιάσει: «Ο πολιτισμός, έτσι όπως έχει εξελιχθεί, ξεκινάει και τελειώνει στην αριστερά. Ο,τι συμβαίνει σε αυτήν την πόλη από πλευράς πολιτισμού είναι το Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Δεν είναι τυχαίο που στα μαγαζιά της παραλίας παθαίνεις ένα ψυχολογικό σοκ που σε κάνει να μη θέλεις να ασχοληθείς καν με τη μουσική», συνέχισε. «Φαντάζεστε όλη η εργατική τάξη να ήταν ...αριστερή; Αυτό όμως δε συμβαίνει δυστυχώς».
Για την ανάγκη μεγαλύτερης ενεργοποίησης των προοδευτικών καλλιτεχνών αναρωτήθηκε: «Ο καθένας εφησυχασμένος και πετυχημένος θα λέει ότι "κάνω τον αγώνα μου" και τέλος; Φέτος σκέφτηκα ότι έπρεπε να συμμετέχω πιο ενεργά. Μπήκα στο ψηφοδέλτιο της Αθήνας με τον Σπ. Χαλβατζή», γιατί «πρέπει να αποφασίσουμε με ποιον θα πάμε και ποιον θα αφήσουμε. Πρέπει να βοηθήσουμε την εργατική τάξη. Πρέπει από αύριο να ξεκινήσει ένας αγώνας, αρχίζοντας έστω από το να κλείσουμε την τηλεόραση». Η τελική πρότασή του, πάντως, προς τους συναδέλφους του ήταν η ανάγκη οργανωμένης παρέμβασής τους.
Ο Ρενάν Μπιλέκ περιέγραψε την πολιτιστική κατάσταση της τουρκικής εργατικής τάξης ως μη εντελώς διαφορετική με εδώ: «Ζούμε τα ίδια προβλήματα και στην Τουρκία σε ό,τι αφορά στο πολιτιστικό επίπεδο. Τα παιδιά που γεννήθηκαν όταν επιβλήθηκε η χούντα το 1980 είναι σήμερα 26 ετών και δεν έχουν καμία επαφή με τη μεγάλη πολιτιστική έκρηξη που την ακολούθησε, όπως συμβαίνει συνήθως σε μεταπολιτευτικές περιόδους».
«Οι καλλιτέχνες πρέπει να δημιουργήσουμε προλεταριακή συνείδηση στη νεολαία και την εργατική τάξη», υπογράμμισε σε άλλο σημείο. «Η τουρκική εργατική τάξη βιώνει μια κατάσταση όπου δουλεύει όλη μέρα και η μόνη "τέχνη" γι' αυτήν προέρχεται από την τηλεόραση. Η δουλιά μας, λοιπόν, είναι να συναντηθούν αυτοί οι άνθρωποι με την πραγματική τέχνη. Στην Ιστανμπούλ έχουμε το Πολιτιστικό Κέντρο "Ναζίμ Χικμέτ". Το Πατριωτικό Μέτωπο και το ΚΚ δουλεύουν στην κατεύθυνση της συνάντησης της εργατικής τάξης με τον πολιτισμό του Κέντρου».
Ο ομιλητής έφερε και ένα παράδειγμα σύγχρονης προοδευτικής δημιουργίας: «Πρόσφατα στην Ιστανμπούλ διοργανώσαμε μια μεγάλη συγκέντρωση υπέρ της ειρήνης. Ενας σύντροφος, απόστρατος αξιωματικός, περπάτησε από τα Αδανα μέχρι την Ιστανμπούλ, διανύοντας μια απόσταση 1.800 χιλιομέτρων, περνώντας από τα χωριά και τις πόλεις της Ανατολής. Ηταν μια καμπάνια κατά του πολέμου στο Λίβανο και των ιμπεριαλιστικών σχεδίων για το Ιράν. Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, που έφτασε στην Ιστανμπούλ φτιάχτηκε ένα τραγούδι με τίτλο "Εξω οι ΗΠΑ από την πατρίδα μου". Τότε είδαμε ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε μια άλλη τέχνη που να υπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και όλου του λαού».
Ο Νίκος Χριστοφοράκης, ένας από τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν στην πρωτότυπη όσο και μεγάλης σημασίας έκθεση στη ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος σε συνεργασία με τα σωματεία της Ζώνης, περιέγραψε εύστοχα, όσο και συνοπτικά, τι σημαίνει καλλιτεχνική Παιδεία στην Ελλάδα: «Κανείς δε μας είχε προετοιμάσει για το τι θα συναντήσουμε στη Σχολή (σ.σ. Καλών Τεχνών) και η Σχολή δε μας προετοίμασε για το πόσο... απροετοίμαστοι και εγκαταλειμμένοι θα είμαστε μετά».
Μιλώντας για την εμπειρία του από τη συμμετοχή του στο καλλιτεχνικό γεγονός της Ζώνης σημείωσε: «Για το τι κάνω και ποιος είναι ο ρόλος μου στην κοινωνία ως καλλιτέχνης χρειάστηκε πολύ καιρός να το συνειδητοποιήσω. Το Πέραμα με έβγαλε από το εργαστήριο και με έβαλε στη ζωή. Η εμπειρία αυτή ήταν δυνατή. Το ότι είχαμε εργαστεί πάνω στο θέμα της δουλιάς κάποιων ανθρώπων και ότι θα εκθέταμε σε αυτούς τους ανθρώπους και θα μας έκριναν, αυτό ήταν συναρπαστικό. Παράλληλα, όμως, διαπιστώσαμε ότι το πλατύ κοινό, οι εργάτες, είχαν μεγάλη απόσταση από το να δουν ένα έργο». Γι' αυτό και αναρωτήθηκε: «Πόσο ενημερωνόμαστε για εικαστικές εκθέσεις; Πόσοι πηγαίνουμε και πόσοι μπορούμε να σταθούμε πάνω από τρία λεπτά μπροστά από ένα έργο; Με τη μουσική τα μηνύματα είναι πιο άμεσα. Με το εικαστικό έργο τα πράγματα δυσκολεύουν. Αλλά με πόσα έργα ερχόμαστε σε επαφή καθημερινά;».
Στο πνεύμα της ανάγκης να πάρουν οι καλλιτέχνες θέση, ο Ν. Χριστοφοράκης υπογράμμισε: «Το θέμα είναι να αρχίσουμε να μιλάμε και όχι να σκεφτόμαστε συνεχώς το πώς θα μιλήσουμε. Αυτό το έμαθα στο Πέραμα. Να αρχίσουμε να δείχνουμε τα έργα μας ακόμη και στο πεζοδρόμιο και το κοινό να αρχίσει να κάθεται να βλέπει για 10 λεπτά»...
Συγκλονιστική ήταν η ομιλία του Σωτήρη Πουλικόγιαννη, ο οποίος, με απλό και απολύτως κατανοητό τρόπο, μπήκε στην ουσία του ζητήματος της συνάντησης διανόησης και εργατικής τάξης. Μιλώντας κι αυτός για την εμπειρία του Περάματος σημείωσε ότι ένα πρώτο συμπέρασμα που βγήκε είναι ότι και οι εργαζόμενοι «μπορούμε να προσφέρουμε ποιοτική τέχνη χωρίς μεγάλο κόστος. Αυτό όμως προϋποθέτει καλλιτέχνες με συνείδηση και μεράκι».
Χαρακτήρισε ως «παραμύθι» την αντίληψη ότι «οι εργάτες δεν μπορούν να διοργανώσουν σημαντικά πολιτιστικά γεγονότα. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία για το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα που έχει στόχο την ίδια την κατάληψη της εξουσίας». Φέρνοντας ένα παράδειγμα για τη μεγάλη απήχηση της εκδήλωσης στους εργάτες είπε: «Είχε έρθει ένας ηλικιωμένος συνάδελφος με τα δυο του εγγόνια. Το ένα είπε στο άλλο: "εδώ δουλεύει ο παππούς". Κι αυτός ήταν περήφανος, γιατί η δουλιά του, τα καράβια, είχε εμπνεύσει αυτά τα έργα, που εκτίθονταν μάλιστα και στο χώρο του. Ο ίδιος ο εργαζόμενος κατάλαβε μέσα από αυτή τη διαδικασία ότι αυτός είναι τελικά ο Μέγας Δημιουργός».
Εξηγώντας την απόσταση των εργατών από το έργο τέχνης που διαπίστωσε ο Ν. Χριστοφοράκης, σημείωσε: «Οταν ένας εργάτης κάνει 60 μεροκάματα το χρόνο, το πρώτο που ψάχνει είναι να βρει δουλιά. Παράλληλα, υφίσταται και την επίθεση της υποκουλτούρας. Ετσι δεν μπορεί να δημιουργήσει πολιτιστική υποδομή, ενώ η συνεχιζόμενη διαδικασία αποκλεισμού του από την εργασία δημιουργεί και προϋποθέσεις παραίτησης από τη ζωή. Αυτή η έκθεση, όμως, έφερε τον πολιτισμό και έβγαλε την αγανάκτηση: "Εγώ φτιάχνω αυτόν τον πλούτο και με έχουν σε παραίτηση; Να τους πάρουμε φαλάγγι!". Ενα τέτοιο πράμα έβγαινε».
Ωστόσο, διαπιστώθηκαν και οι δυσκολίες. Πάντα χρήσιμες κι αυτές για την απόκτηση εμπειρίας από την τάξη: «Ο εργαζόμενος έχει συνδέσει αυτό το χώρο με την εκμετάλλευσή του, άρα νιώθει άσχημα εκεί και το μόνο που θέλει είναι να τελειώσει η δουλιά και να φύγει. Αρα είναι κατανοητό τι δυσκολία έχει να τον ξαναφέρουμε εκεί μέσα, έστω και για ένα πολιτιστικό γεγονός». Γι' αυτό «πρέπει να συνεχιστεί αυτή η προσπάθεια. Πώς θα αλλάξει το πολιτιστικό κριτήριο της εργατικής τάξης; Πώς θα γίνει ο ίδιος ο εργάτης καλλιτέχνης; Επεσαν ήδη ιδέες για καλλιτεχνικά εργαστήρια, για δημιουργία έργων από τα ρετάλια της δουλιάς».
Και κατέληξε: «Η διανόηση να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Είναι άμεση η επίθεση σε κατακτήσεις δεκαετιών. Πρέπει οι άνθρωποι του πολιτισμού να σταθούν στο πλευρό των εργατών».