ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Γενάρη 1997
Σελ. /56
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΟΟΣΑ
Καπιταλιστική υπερχρέωση και νεοφιλελευθερισμός

Δεν είναι μόνο η Ελλάδα που αντιμετωπίζει μεγάλο δημόσιο χρέος. Οπως ομολογεί ο ΟΟΣΑ, κατά την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, το ιδιωτικό χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών τινάχτηκε στα ύψη, ενώ οι τράπεζες βρέθηκαν κυριολεκτικά μερικά βήματα πριν από τη χρεοκοπία

Η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες της Δύσης, προκάλεσε, εκτός από την αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων, κυρίως, επιχειρήσεων στην πορεία συσσώρευσης του πλούτου σε όλο και λιγότερα χέριαλ, και την κατακόρυφη άνοδο της υπερχρέωσης των νοικοκυριών, αλλά και πολλών μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων.Την ίδια περίοδο εφαρμογής των φιλελεύθερων πολιτικών, παρατηρείται επίσης μια μεγάλη άνοδος στα επιτόκια των δανείων που χορηγούσαν οι τράπεζες.Η άνοδος των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων, είχε ως αποτέλεσμα οι τοκοχρεολυτικές δόσεις των δανειζομένων να καλύπτουν ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματός τους - στην περίπτωση των νοικοκυριών - ή ένα σημαντικό τμήμα των χρηματικών τους ροών από πωλήσεις εμπορευμάτων στην περίπτωση των επιχειρήσεων.

Η επικίνδυνη υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα,σε συνδυασμό με την οικονομική ύφεση που εκδηλώθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 80, είχε ως συνέπεια: α) Πολλοί δανειζόμενοι να μην μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους. β) Να αυξηθούν ραγδαία οι επισφάλειες των δανείων με συνέπεια πολλές τράπεζες διεθνούς εμβέλειας να βρεθούν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Και αν αποσοβήθηκε η μαζική χρεοκοπία τραπεζών, αυτό, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται στις παρεμβάσεις των κυβερνήσεων των ενδιαφερόμενων καπιταλιστικών κρατών, οι οποίες στήριξαν το τραπεζικό σύστημα με "ενέσεις" δισεκατομμυρίων.

Τις - άγνωστες σε πολλούς από εμάς - αυτές εξελίξεις στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες πριν από λίγα μόλις χρόνια, παρουσιάζει σε ένα άκρως ενδιαφέρον άρθρο η οικονομική επισκόπηση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) (τεύχος 52), ο οποίος, ως γνωστό, αποτελεί σήμερα έναν από τους κύριους στυλοβάτες της προώθησης των νεοφιλελευθέρων οικονομικών δογμάτων σε όλο τον πλανήτη. Ο ίδιος, βέβαια, οργανισμός δεν αποδέχεται ότι η αιτία του προβλήματος είναι ο νεοφιλελευθερισμός - αυτό μας έλειπε - αλλά η... ανετοιμότητα των κυβερνήσεων να αναπροσαρμόσουν την πολιτική τους και να απορροφήσουν τους κραδασμούς που δημιουργήθηκαν από την"απελευθέρωση" του τραπεζικού συστήματος και των διεθνών αγορών...

Το επιχείρημα, βέβαια, αυτό πολύ απέχει από το να μας πείσει ότι η νεοφιλελεύθερη οικονομική ρύθμιση - εκτός των άλλων - είναι αναποτελεσματική και επικίνδυνη ακόμα και για τους πιο θερμούς θιασώτες της.

Ο αντίχτυπος στην Ελλάδα

Ενδιαφέρον έχει, επίσης, να επισημάνουμε ότι οι εξελίξεις αυτές λαμβάνουν χώρα στην περίοδο, όπου μεσουρανεί το άστρο του ριγκανισμού και του θαστερισμού. Την περίοδο, δηλαδή, όπου το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο προβάλλεται σαν φάρμακο για την αντιμετώπιση της οικονομικής ύφεσης, την οποία συνοδεύουν υψηλά επίπεδα πληθωρισμού (το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού). Μια περίοδος, τέλος, κατά την οποία, όποιος αμφισβητεί τους μαθητευόμενους μάγους του νεοφιλελευθερισμού και τα δόγματά του, πατάσσεται διά στης βίας, όπως έδειξε και η περίπτωση των ανθρακωρύχων στην Αγγλία της Θάτσερ και οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας στις ΗΠΑ του Ρίγκαν. Οι εξελίξεις αυτές έχουν άμεσο πρακτικό ενδιαφέρον και για τη χώρα μας, η οποία ήδη γεύεται τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Η χώρα μας, βέβαια, δεν αντιμετωπίζει, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, τέτοια υψηλά ποσοστά υπερχρέωσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν οι μεγάλες καπιταλιστικές χώρες, βαδίζει όμως προς τα εκεί. Η υπονόμευση των εισοδημάτων των εργαζομένων από τις διαχρονικές πολιτικές λιτότητας, ωθεί πολλούς από αυτούς στο τραπεζικό δανεισμό, στην επαχθέστερη μάλιστα μορφή του, αυτή της καταναλωτικής πίστης, όπου τα επιτόκια κινούνται στα ληστρικά επίπεδα του 25-27%.

Μας βοηθά, επίσης, να αντιμετωπίσουμε μεψυχραιμία το πρόβλημα του μεγάλου δημόσιου χρέους της Ελλάδας, το οποίο χρησιμοποιείται σαν τρομοκρατικό όπλο κατά των εργαζομένων, ώστε να διαιωνίζονται οι πολιτικές λιτότητας. Τελικά, η υπερχρέωση ιδιωτικού και δημόσιου τομέα είναι κοινός τόπος σήμερα όλων σχεδόν των καπιταλιστικών κρατών, όπου δανειστές και δανειζόμενοι έχουν μπλεχτεί σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι, χαρακτηριστικό σημείο αναφοράς των αξεπέραστων αντιθέσεων και του σημερινού καπιταλιστικού κόσμου.

Σε έκρηξη ο δανεισμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών

Στη συνέχεια παραθέτουμε τα κυριότερα σημεία του άρθρου από την οικονομική επισκόπηση του ΟΟΣΑ, που τεκμηριώνουν αρκετά ανάγλυφα το μέγεθος του προβλήματος που προκάλεσαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές στα εργαζόμενα νοικοκυριά, αλλά και σε επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους. Η παρακολούθηση του χρέους ιδιωτών και επιχειρήσεων καλύπτει τη χρονική περίοδο 1970 - 1992 και αφορά τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες - μέλη του Οργανισμού και γίνεται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο, παρακολουθείται η σχέση χρέους προς το ΑΕΠ της κάθε χώρας. Στο δεύτερο επίπεδο η εξέλιξη της σχέσης τοκοχρεολυτική δόση προς διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριών ή τοκοχρεολυτική δόση προς έσοδα επιχειρήσεων.

Με βάση τα συγκεκριμένα στοιχεία και τη διαχρονική εξέλιξή τους, ο ΟΟΣΑ καταλήγει στην εξής εκτίμηση: Η μεγάλη άνοδος του χρέους στις χώρες αυτές συνδέεται με την "απελευθέρωση" του τραπεζικού - πιστωτικού συστήματος, που άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του '80.Η εξέλιξη αυτή, υποστηρίζει ο ΟΟΣΑ,"ώθησε σε άνοδο τον τραπεζικό ανταγωνισμό και οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι στην προσπάθειά τους να κερδίσουν όλο και νέα μερίδια στην αγορά χορηγούσαν αφειδώς δάνεια, χωρίς να τηρούν αυστηρούς όρους δανειοδότησης".

Η εξήγηση, βέβαια, αυτή είναι αρκετά μεροληπτική. Την περίοδο των αρχών της δεκαετίας του '80 συντελούνται ουσιαστικές αλλαγές στην κορυφή της πυραμίδας του χρηματιστικού κεφαλαίου, καθώς τα πανίσχυρα τραπεζικά τραστ και τα χρηματιστήρια παίρνουν κεφάλι σε βάρος του παραγωγικού - βιομηχανικού κεφαλαίου. Είναι περίοδος, όπου εμφανίζονται δυναμικά τα νέα παρασιτικά - κερδοσκοπικά παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία στηρίζονται σε προβλέψεις για την εξέλιξη των επιτοκίων και του συναλλάγματος. Το αχαλίνωτο, όμως, κυνήγι του κέρδους από την πλευρά των τραπεζών, μέσω της συντελούμενης πιστωτικής επέκτασης που ξεπερνούσε κατά πολύ τις ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας, άρχισε να παρουσιάζει ανησυχητικά σημάδια την περίοδο της οικονομικής ύφεσης, όταν οι τράπεζες διαπιστώνουν πλέον την αδυναμία πολλών υπερχρεωμένων ήδη πελατών τους να εξυπηρετήσουν τα δάνεια.

Στοιχεία υπερχρέωσης

Χαρακτηριστικά παραδείγματα της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, τις αιτίες της οποίας ο ΟΟΣΑ αποδίδει στην οικονομική ύφεση και στην άνοδο των τραπεζικών επιτοκίων,δίνουμε για τις ακόλουθες χώρες:

  • Στις ΗΠΑ, ενώ μέχρι το 1980 το χρέος των νοικοκυριών ανερχόταν στο 50% του ΑΕΠ, από το 1980 και μέχρι το 1992 το χρέος αυξήθηκε πάνω από το 65%. Το δε ύψος των τοκοχρεολυτικών δόσεων ως προς το διαθέσιμο εισόδημα, ενώ μέχρι το 1984 παρουσίασε τάσεις μείωσης στο 14% (από το 16% περίπου) από το 1985 μέχρι και το 1992 το αντίστοιχο ποσοστό αυξήθηκε στο 18%. Αύξηση επίσης παρουσίασε και το χρέος των επιχειρήσεων, το οποίο ενώ μέχρι το 1980 κυμαινόταν στο 50% του ΑΕΠ, από το 1981 μέχρι και το 1992 αυξήθηκε στο 60% του αμερικανικού ΑΕΠ.
  • Στη Μεγάλη Βρετανία το χρέος των νοικοκυριών από 40% περίπου του ΑΕΠ που ήταν το 1980, στη συνέχεια και μέχρι το 1992 (περίοδος Θάτσερ) τινάχτηκε σε επίπεδα υψηλότερα το 80% του ΑΕΠ. Οι δε τοκοχρεολυτικές δόσεις από το 4% του διαθέσιμου εισοδήματος το 1992 ξεπέρασαν το 12%. Εξίσου εντυπωσιακή είναι και η υπερχρέωση των επιχειρήσεων, η οποία από το 100% του ΑΕΠ το 1980, το 1992 τινάχτηκε στο 175% του αγγλικού ΑΕΠ.

Παρόμοιες εξελίξεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις υπάρχουν και σε άλλες χώρες, όπως στην Ιαπωνία, τον Καναδά, τη Σουηδία, την Αυστραλία κλπ. Ομως στις χώρες αυτές, η υπερχρέωση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων ήταν πιο ήπια, συγκριτικά με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, όπου οι κυβερνήσεις των Ρίγκαν και Θάτσερ ήταν και οι σημαιοφόροι στην εφαρμογή πολιτικών άκρατου νεοφιλελευθερισμού.

Τα προβλήματα, πάντως, δεν ήταν τα ίδια για όλες τις επιχειρήσεις. Οπως ομολογεί ο ΟΟΣΑ "οι μεγάλες επιχειρήσεις, εκτός του κατασκευαστικού κλάδου όπου παρατηρήθηκεμεγάλη πτώση των Ομολόγων που είχαν τοποθετηθεί σε ακίνητα, είχαν ουσιαστικά μεγαλύτερη ικανότητα να ελιχθούν οικονομικά, εξαιτίας της πρόσβασής τους στις αγορές κεφαλαίων και έτσι μπόρεσαν να αναμορφώσουν τους ισολογισμούς τους με λιγότερη επιβάρυνση στα τρέχοντα έξοδά τους. Επίσης, εξαιρώντας χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία ή η Αυστραλία, η χρεωστική θέση των επιχειρήσεων δε χειροτέρεψε τόσο όσο αυτή των νοικοκυριών... ".

Τα προβλήματα δε λύνονται με σταυρωμένα χέρια

Του Γιώργου ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ *

Η χρονιά που πέρασε ήταν πολύ δύσκολη και σε πάρα πολλές περιπτώσεις δραματική για όλους τους μικρομεσαίους, επαγγελματοβιοτέχνες και εμπόρους. Τα προβλήματα, όχι μόνο δεν επιλύθηκαν, αλλά, αντίθετα, οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο. Κανείς δεν περίμενε πως τα προβλήματα αυτά θα βρουν από μόνα τους τη λύση, όπως και κανείς δεν έχει αυταπάτες πως οι κυβερνήσεις αυτές που τα δημιουργούν είναι δυνατό να τα επιλύσουν.

Στις εντολές της ΕΕ για συρρίκνωση του 40% των ΜΜΕ, στοχεύει η οικονομική πολιτική που ασκούν οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις, προκειμένου να είναι συνεπείς στην επιτυχία αυτού του στόχου και στα πλαίσια αυτά εντάσσονται τα σκληρά μέτρα, όπως η άδικη φορολόγηση με τα "αντικειμενικά" κριτήρια, το 35%,η απελευθέρωση της επαγγελματικής στέγης και του ωραρίου και μια σειρά άλλα, που καθιστούν προβληματική ως αδύνατη τη συνέχιση της επιχειρηματικής μας δραστηριότητας. Το τοπίο συμπληρώνει η δικτατορία των μονοπωλίων με την ασύδοτη δράση και επέκταση των πολυκαταστημάτων και των μεγάλων Σ/Μ, που με τον αθέμιτο ανταγωνισμό παίρνουν το μεγαλύτερο κομμάτι του τζίρου.

Ο νέος προϋπολογισμός του 1997 και τα νέα σκληρά μέτρα που εισηγείται δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για το τι περιμένει, όχι μόνο τους ΕΒΕ, αλλά και τους εργαζόμενους. Ο προϋπολογισμός κινείται με μεγαλύτερη σκληρότητα στα πλαίσια των εντολών του Μάαστριχτ, είναι ακόμη πιο αντιλαϊκός και αντιαναπτυξιακός, με ανύπαρκτα ουσιαστικά κονδύλια για τις κοινωνικές δαπάνες, διογκωμένος κατά 1 τρισ. δρχ., που μεταφράζεται σε νέους μεγαλύτερους άμεσους φόρους, σε ανατιμήσεις στα τιμολόγια των ΔΕΚΟ, στην καθήλωση μισθών και συντάξεων κλπ. Βάρη που καλούνται να πληρώσουν ως συνήθως οι εργαζόμενοι, οι μικρομεσαίοι αγρότες, οι συνταξιούχοι, όλοι αυτοί, δηλαδή, που αποτελούν την αγοραστική δύναμη, με συνέπεια ακόμα μεγαλύτερη πτώση του τζίρου της αγοράς. Η σύμφωνη γνώμη των βιομηχάνων, των μεγαλοεπιχειρηματιών και των μεγαλεμπόρων σε όσα προβλέπει αυτός ο προϋπολογισμός, δίνει καλύτερα στον καθένα να καταλάβει, πόσο αίσιο και ευτυχές θα είναι για τη μικρομεσαία επιχείρηση το 1997.

Είναι γνωστό πως όσο η λιτότητα παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις, τόσο αυξάνονται τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου και της οικονομικής ολιγαρχίας, ενώ η άσκηση αυτής της πολιτικής οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια, στο κλείσιμο χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Δυστυχώς, αυτήν την πολιτική, που προέρχεται από τις επιλογές και επιταγές της ΕΕ, τη στηρίζουν κάποιες γαλαζοπράσινες πλειοψηφίες συνδικαλιστικών φορέων και επιβεβαιώνεται μέσα από την απουσία, την παθητική τους στάση και την υπονόμευση των αγωνιστικών κινητοποιήσεων.

Πρέπει, επιτέλους, όλοι οι ΕΒΕ να καταλάβουμε την τεράστια δύναμη που διαθέτουμε, μια δύναμη που, αν σωστά προσανατολιστεί και οργανωμένα πιέσει, μέσα από το σωματείο, το σύλλογο, την ομοσπονδία και το επιμελητήριο, η δύναμη αυτή μπορεί να γίνει ένας τεράστιος μοχλός, που, μαζί με όλα τα στρώματα που θίγονται από αυτήν την πολιτική, να ανατρέψει τις επιλογές αφανισμού μας.

Οι συνάδελφοι ΕΒΕ πρέπει να δώσουν δύναμη στις ζωντανές δυνάμεις που υπάρχουν μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, τις δυνάμεις που αντιστέκονται στις επιλογές των ευρωλάγνων, που είναι έξω και ενάντια στη λογική της συναίνεσης και των κοινωνικών συμβιβασμών και διαλόγων, που σημαίνει υποταγή σ' αυτήν την πολιτική. Η αγωνιστική συμμετοχή είναι αυτή που δυναμώνει την προσπάθεια των συνεπών δυνάμεων, για αντίσταση ενάντια στην ολομέτωπη επίθεση που δέχεται το συνδικαλιστικό κίνημα, που διεκδικεί την άσκηση μιας άλλης πολιτικής, που θα στηρίζει αποτελεσματικά τους μικρομεσαίους ΕΒΕ και που θα είναι ενάντια στην οικονομική καταστροφή και στον αφανισμό μας.

Το 1997 να είναι χρονιά αγωνιστικής συσπείρωσης γύρω από τους συνδικαλιστικούς φορείς και πίεση για κλιμάκωση των κινητοποιήσεων για την επίλυση των προβλημάτων. Το 1997 να γίνει η αρχή για την ανατροπή αυτής της πολιτικής και τη χάραξη μιας πολιτικής με ρεαλιστικές προτάσεις, που θα είναι ενάντια στα μονοπώλια και στο μεγάλο κεφάλαιο.

Προϋπόθεση γι' αυτό είναι η αγωνιστική συσπείρωση και η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, που αταλάντευτα αγωνίζονται στο πλευρό των μικρομεσαίων εμπόρων, βιοτεχνών και επαγγελματιών.

*O Γιώργος Χατζηγεωργίου είναι μέλος του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης

Τα κείμενα έγραψαν οι Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ και Βασίλης ΡΑΓΙΑΣ

Τα κείμενα έγραψαν οι: Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ και Βασίλης ΡΑΓΙΑΣ

ΓΣΕΒΕΕ
Σήμερα αποφασίζουν οι Ομοσπονδίες για τη μορφή του αγώνα

Ευρεία σύσκεψη των Ομοσπονδιών μελών της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) απ' όλη τη χώρα, πραγματοποιείται σήμερα στα γραφεία της Συνομοσπονδίας, προκειμένου να καταγραφούν οι απόψεις και το κλίμα που επικρατεί στη βάση για τη μορφή των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, ενώ στη συνέχεια το προεδρείο εκτιμώντας τις απόψεις που θα ακουστούν, θα πάρει τις σχετικές αποφάσεις. Η "Δημοκρατική Κίνηση" ΕΒΕ (ΔΗΚΕΒΕ) κατεβαίνει σ' αυτή τη σύσκεψη με συγκεκριμένη πρόταση για 24ωρο πανελλαδικό κλείσιμο των καταστημάτων και βιοτεχνιών μέσα στο Γενάρη, τις ημέρες που θα συζητιέται στη Βουλή το φορολογικό νομοσχέδιο. Να υπογραμμίσουμε ότι πρόσφατα το ΔΣ της ΓΣΕΒΕΕ είχε εξουσιοδοτήσει το προεδρείο να καθορίσει ημερομηνία κλεισίματος, αλλά στη συνέχεια υπαναχώρησαν απ' αυτή την απόφαση τα συνδικαλιστικά στελέχη της ΠΑΣΚΕΒΕ και της ΔΑΚΜΜΕ, συνεπικουρούμενα από την άρνηση της αντιδραστικής διοίκησης της ΕΣΕΕ να συμμετέχει σε πανελλαδικό κλείσιμο, άρνηση η οποία στην πράξη νομιμοποιεί την πολιτική της κυβέρνησης ενάντια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Η ΔΗΚΕΒΕ παραμένοντας συνεπής στο δρόμο της αγωνιστικής διεκδίκησης λύσεων στα καίρια προβλήματα του επαγγελματοβιοτεχνικού και εμπορικού κόσμου, που είναι και ο μόνος δρόμος που μπορεί να φέρει αποτελέσματα, τον καλεί να απαντήσει δυναμικά, μαζικά και αγωνιστικά στην πολιτική αφανισμού του. Σήμερα, οι Ομοσπονδίες θα αποφασίσουν για τη στάση που θα τηρήσουν οι ΕΒΕ απέναντι στην πολιτική των καθημερινών λουκέτων, της δραματικής πτώσης του τζίρου και της ασφυκτικής αύξησης των ακάλυπτων επιταγών και απλήρωτων συναλλαγματικών, της επέλασης των πολυκαταστημάτων, της απελευθέρωσης του ωραρίου και της επαγγελματικής στέγης, της φορομπηχτικής επέλασης.

Η εξέλιξη του χρέους των νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ

***

Τα τρία γραφήματα παρακολουθούν την εξέλιξη του χρέους των νοικοκυριών ως προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τη Μεγάλη Βρετανία. Η οριζόντια σειρά αναφέρεται τη χρονική περίοδο 70 - 92, ενώ η κάθετη στήλη απεικονίζει το ΑΕΠ. Η πιο χαρακτηριστική, βέβαια, περίπτωση εκτίναξης τους χρέους είναι αυτή της Μεγάλης Βρετανίας στην περίοδο διακυβέρνησης της Θάτσερ. Το χρέος των νοικοκυριών από 40% του ΑΕΠ, που ήταν μέχρι το 1980 το 1992 εκτινάχτηκε σε επίπεδα πάνω από 80% του αγγλικού ΑΕΠ.

Κοντά στο πιστωτικό "μπουμ"

Η κρίση της αγοράς ακινήτων, που εκδηλώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '80, έφερε σε δύσκολη θέση πολλούς τραπεζικούς ομίλους - οι οποίοι στον τομέα αυτό είχαν χορηγήσει μεγάλες πιστώσεις - που εκδηλώθηκε με την εκτεταμένη υποχώρηση της κερδοφορίας τους.

Οπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ, "... οι δυσκολίες των πιστωτικών ιδρυμάτων ήταν περισσότερο σοβαρές στις ΗΠΑ και σε ορισμένες χώρες του βορρά. Οι απώλειες στις εμπορικές τράπεζες και τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα στις ΗΠΑ προανάγγειλαν πολλαπλές αποτυχίες και απαιτούσαν μια τονωτική ένεση με δημόσια κεφάλαια, για να αντεπεξέλθουν οι κυβερνήσεις στις υποχρεώσεις τους για προστασία των καταναλωτών. Η κατάσταση στη Σκανδιναβία ήταν ακόμη εντονότερη, καθώς οι τεράστιες απώλειες στις μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες και η βαθιά και προαναγγελθείσα αναδιάταξη απειλούσαν με συστηματική κατάρρευση.Σε αυτές τις τρεις χώρες έγιναν εκτεταμένες χρηματοδοτήσεις από τις κυβερνήσεις, προκειμένου να διατηρηθεί η δημόσια εμπιστοσύνη και να οικοδομηθεί το τραπεζικό σύστημα".

Δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε την υποκρισία του σύγχρονου καπιταλισμού, ο οποίος από τη μια καταγγέλλει σε όλους τους τόνους το... καπιταλιστικό κράτος σαν υπεύθυνο όλων των οικονομικών και κοινωνικών δεινών, ενώ από την άλλη ξέρει μια χαρά να χρησιμοποιεί την κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση, για να ξελασπώνει τον χρεοκοπημένο ιδιωτικό τομέα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ