ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 9 Μάρτη 1997
Σελ. /48
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Αποκριές: Τον παλιό εκείνο τον καιρό

"Τη μάσκα θα σηκώσω και όλα θα σου τα δώσω...". Τι περίεργα παιχνίδια κάνει η μνήμη; Πώς, ξαφνικά, ανακάλεσε από κάποιο συρτάρι της το δίστιχο εκείνο, που με αρκετή δόση ειρωνείας, αλλά και κεφιού τραγουδούσε αγαπητό συγγενικό πρόσωπο που δεν είναι πια κοντά μας; "Τη μάσκα θα σηκώσω και όλα θα σου τα δώσω, όσα έχω εγώ κρυμμένα... ",έλεγαν και τόνιζαν τα υπονοούμενα οι κυρίες με το ντόμινο μιας άλλης εποχής. Παραλήπτης το άλλο ντόμινο, που ενδεχομένως να ήταν ο ίδιος τους ο άνδρας. Στην Πάτρα, τότε, τον παλιό εκείνο τον καιρό...

Οι Αποκριές και τα μασκαρέματά τους είναι ένα ξέσπασμα. Είναι μια χαλάρωση. Είναι η πραγμάτωση μιας φαντασίωσης. Είναι η απάντηση στο παλιό ερώτημα, που έγραφαν οι κοπελίτσες στα λευκώματα τους: "Τι θα θέλατε να είστε, αν δεν είστε αυτός που είστε;". Ιππότης, Καρδινάλιος, Δον Κιχώτης, πειρατής, αλητάκος και πάει λέγοντας. Και, λέγοντας και λέγοντας, μακριά πάει και τελειωμό δεν έχει η ανθρώπινη φαντασία και επινοητικότητα. Τα ντόμινο κάνουν την ατμόσφαιρα αινιγματική. Οι χορεύτριες δίνουν μια νότα αισθησιακή. Οι "Κλεοπάτρες" αναζητούν τον "Αντώνιο", δημιουργώντας μια αίσθηση ιστορική. Ο χώρος μετατοπίζεται, ο χρόνος καταργείται, η έκπληξη καραδοκεί, το μυστήριο μεσουρανεί.

Η καταγωγή της Αποκριάς

Από πού προέρχονται, ακριβώς, οι Αποκριές δεν έχει απαντηθεί με σαφήνεια. Εικασίες έγιναν και γίνονται ότι οι καταβολές τους είναι διονυσιακές.Η Θράκη έχει τα πρωτεία, τόσο στη σπουδαιότητα όσο και την αρχαιότητα αυτών των εθίμων. Εκεί επέζησε ακόμη και ο Καλόγερος,που τώρα, μεταφερμένος στη Μακεδονία επίσης, αποτελεί ένα πολύτιμο πραγματικά για τη λαϊκή παράδοση δρώμενο, με πολλές κι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες φάσεις.Αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, διάφοροι "θίασοι" κάνουν αναπαραστάσεις που δείχνουν ότι οι Απόκριες είναι βαθιά ριζωμένες μέσα στην ψυχή του Ελληνα. Ο "Βλάχικος Γάμος",που γίνεται στη Θήβα, αλλά και στην Περαχώρα της Κορινθίας, ίσως και να έχει μια στενή σχέση με τα θρακικά έθιμα, στα οποία η γονιμότητα αποτελεί τη βαθύτερη έννοιά τους.

Τα περισσότερα από τα έθιμα της Αποκριάς έχουν φαινομενικά έναν κωμικό χαρακτήρα. Ολα τα κάνουμε για να γελάσουμε, να αστειευτούμε λιγάκι. Είναι όμως μονάχα έτσι; Δε γνωρίζουμε, άραγε, πως τα πιο σοβαρά πράγματα λέγονται μεταξύ σοβαρού και αστείου; Δεν είναι πιο εύκολο να ασκήσεις κοινωνική κριτική κατά τη διάρκεια της Αποκριάς, αυτής της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, που όλα ισοπεδώνονται, που οι διακρίσεις καταργούνται, που η μάσκα προστατεύει το πρόσωπο εκείνο που ασκεί την κριτική, και, που, το μασκάρεμα βοηθάει τον "Διόνυσο" που μέσα μας κοιμάται να αφυπνιστεί; Αστεία, λοιπόν, να γελάσουμε μονάχα θέλουμε, τον απέναντι να ξεγελάσουμε, να μασκαρευτούμε, ξελογιαστούμε, κι από τη Δευτέρα την Καθαρή θα σοβαρευτούμε.

Ο Κοστιανός ο Καλόγερος

Για μας, τους πολλούς, που απλώς κάτι έχουμε ακούσει για τον Καλόγερο, αλλά δεν είμαστε σε θέση να πούμε τι ακριβώς είναι και από πού προέρχεται, καλό θα ήταν να ρωτούσαμε ή να ρίξουμε μια ματιά στο βιβλίο "Γιορτές - έθιμα και τα τραγούδια τους" της Μαρία Μιχαήλ Δέδε (εκδόσεις Φιλιππότη). Διαβάζουμε λοιπόν:

"Στα χωριά της Μακεδονίας όπου έχουν εγκατασταθεί πρόσφυγες από την Αν. Ρωμυλία, και ιδιαίτερα το Κωστί, τελείται το έθιμο του Καλόγερου, που ασφαλώς μπορεί να χαρακτηριστεί σαν Διονυσιακό δρώμενο, το οποίο επέζησε μέσα στους αιώνες, διατηρώντας σημαντικότατα στοιχεία της αρχαίας του μορφής, τα οποία και εύκολα αναγνωρίζει ο μελετητής μέσα από το σύγχρονο κάλυμμά τους". Κύριο πρόσωπο είναι ο Καλόγερος. Πλαισιώνεται από το Ζευγολάτη,τα Δαμαλάκια,τα παλικάρια που σέρνουν το άροτρο για την ιερή άροση, τη Βασίλισσα,το Βασιλόπουλο και διάφορα άλλα κωμικά πρόσωπα. Ο Καλόγερος συμβολίζει το δαίμονα της βλάστησης, που ξαναγεννιέται με το νερό κάθε άνοιξη. Ο Βασιλιάς οφείλει να φροντίζει για τη συγκομιδή. Και τα Δαμαλάκια την ανθρώπινη σωματική δύναμη.

Πρόκειται για ένα αρχαίο δρώμενο, που σε πολλά σημεία κρατά την αντίληψη για τον κύκλο ζωής και του θανάτου, που εδώ εντοπίζεται στη σπορά και τη συγκομιδή. Το σημαντικό αυτό έθιμο αρχίζει με μουσική νωρίς το πρωί και τελειώνει με τον ίδιο τρόπο το βράδυ, με άφθονη μελωδία και ελάχιστα τραγούδια.Το μουσικό μέρος σε γενικές γραμμές είναι: χτύπημα του νταουλιού στους δρόμους του χωριού, πρόσκληση να μαζευτούν όλοι στον καθορισμένο τόπο, γιατί αρχίζει το πανηγύρι.Το ντύσιμο του Καλόγερου είναι απλό. Φορά μια νεροκολοκύθα στο κεφάλι σαν κάλυμμα ή σαν μάσκα.Και λέει: "Σαράντα χρόνους έκανα/ στους κλέφτες καπετάνιος/. Ζεστό ψωμί δεν έφαγα/ γλυκό κρασί δεν ήπια/. Εφαε η σκουριά τα ρούχα μου/ κι η πάχνη τα μαλλιά μου".

Βλάχικος γάμος

Μια απλή διασκέδαση, χωρίς ιδιαίτερο νόημα, μια παρωδία αναπαράσταση του "Βλάχικου Γάμου", γίνεται στην Περαχώρα της Κορινθίας. Ενα πραγματικό ξεφάντωμα είναι, με επίκεντρο τους μασκαρεμένους συμπέθερους που φέρνουν τα προικιά της νύφης, σκόρδα, κρεμμύδια και άλλα πάνω σε γαϊδουράκια.Οι Περαχωρίτισσες φορούν την όμορφη τοπική φορεσιά τους την Καθαρή Δευτέρα. Σμίγουν οι συμπέθεροι κι από τις δυο μεριές στην κεντρική πλατεία και γίνεται κοινός, τρελός χορός με δυο δίπλες, που όλο και μεγαλώνει από τις διάφορες ηλικίες που προστίθενται, με αποτέλεσμα να γίνεται ένα πραγματικό πανδαιμόνιο. Κι αρχίζουν τραγουδιστά τα πειράγματα - "Μπροστινέ μου που χορεύεις να σε δω να βασιλεύεις...".Και έρχεται η απάντηση η ανδρική. Προκλητική και περιπαιχτική: "Τα ματάκια σου τα μαύρα μ' άναψαν φωτιά και λάβρα..."

Στον αυθεντικό "Βλάχικο Γάμο", που γίνεται στη Θήβα, το πανηγύρι έχει και τάξη και οργάνωση και τα τραγούδια είναι γνωστά, αγαπητά και με το δικό τους τρόπο ερωτικά: "Στην κεντημένη σου ποδιά μωρ' Βλάχα μ', μωρ' Βλάχα 'μ, Βλαχοπούλα κι Αρβανιτοπούλα, λαλούν αηδόνια και πουλιά...".

Τότε και τώρα

"Αποκριά" σημαίνει το σταμάτημα της κρεοφαγίας, που βγαίνει από το λατινικό carnem levare,δηλαδή, να σηκώσουμε το κρέας. Η Τσικνοπέμπτη - που τώρα γιορτάζεται στις ταβέρνες - άλλοτε γιορταζόταν στα σπίτια και εκτός από τη γαστρονομική παρουσία είχε και άλλη σημασία. Η σημασία που είχε ήταν να δώσει κάθε σπίτι το "παρών" της λειτουργίας του, τόσο στη γειτονιά όσο και σ' όλη την κοινότητα, για να ενισχυθεί το οικογενειακό γόητρο. Στην εποχή μας η Αποκριά και το Καρναβάλι έχουν χάσει την ετυμολογική τους έννοια και σημαίνουν μόνο τη χρονική περίοδο μέχρι τη Σαρακοστή, σημαίνουν την ώρα του μασκαρέματος, του αστείου ψέματος και του ξεσπάσματος, του γλεντιού, του κεφιού, που άλλωστε δε σταματάει για μερικούς όλον το χρόνο. Πριν, μετά και κατά τη διάρκεια της Αποκριάς... Αν δει - μετρήσει κανείς τα ελληνάδικα, τα καρπουζάδικα, τα βαρελάδικα, τα σκυλάδικα και τα "κοσμικά" παραλιακά μπουζουξίδικα, θα χάσει το λογαριασμό.

Για κάποιον λόγο οι Ελληνες, δηλαδή μια μερίδα Ελλήνων, τα τελευταία χρόνια "ευδαιμονίζονται" συνεχώς και αδιαλείπτως. Λικνίζονται, ζαλίζονται, χορεύουν, μασκαρεύονται, ψεύδονται και πίνουν σαν σφουγγάρια. Ενίοτε τα σπάνε άμα έρθουν στο "τσακίρ κέφι". Και έρχονται συχνά. Ο καιρός, που τα γλέντια κι οι χοροί, όλη τη βδομάδα της Τυρινής, ξανάνιωναν τους ηλικιωμένους και ζωντάνευαν τα σπίτια, που πρόσφεραν χαρές στις νεαρές και στα παλικάρια, πάει, πέρασε ανεπιστρεπτί. Τώρα, όλα μοιάζουν να είναι "εφικτά", "προσιτά", σχεδόν εύκολα και κυρίως βαρετά. Αν καταργήσεις τη μαγεία, την έκπληξη, τη δυσκολία, την προσμονή, την υπομονή και την επιμονή. Αν απογυμνώσεις ένα έθιμο, τότε τα πάντα και όχι μόνον το Καρναβάλι δεν παρουσιάζουν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν είναι μαγεμένο και μαγικό, δεν είναι ονειρεμένο και ονειρικό. Ούτε καν ερωτικό είναι. Η Αποκριά κάτι συνηθισμένο και καθημερινό μοιάζει και μεταβάλλεται με το πέρασμα του χρόνου. Αποκριές είναι θα περάσουν. Να περάσουν καλά σας ευχόμαστε και από Τρίτη τα ξαναλέμε. Αντε και του χρόνου!

Τιτίνα ΔΑΝΕΛΛΗ


Απόκριες στη γενέθλια πόλη

Διήγημα της Ελένης Σαραντίτη

Ακόμα σε θυμάμαι τις Απόκριες. Ξυπόλυτη στην υγρή γη, ξεμανίκωτη με το τσουχτερό αεράκι. Νύχτωνε κι από πάνω χιλιάδες τ' άστρα, τόσο γειτονικά, ώστε θα μπορούσες, αν σήκωνες το χέρι, να τα χαϊδέψεις. Αντ' αυτού, άρχιζες το μέτρημα που ποτέ δεν τελείωνες, γιατί η γιαγιά έβανε τις φωνές πως, τάχα, θα σημαδευτούν τα χέρια σου με το μέτρημα των αστεριών και σε φόβιζε λιγάκι, όχι όμως τόσο, ώστε να μην τα κρυφοκοιτάς που ήταν πελώρια κι έφεγγαν κατακάθαρα...

Εκείνες τις Απόκριες είχε βρέξει πολύ, είχε λασπώσει ο τόπος. Είχε κατεβεί χείμαρρος απ' το βουνό και περνώντας φουριόζος απ' τον Κοκκινόβραχο, ξέσπαγε αγριεμένος στη θάλασσα. Την αναστάτωνε, της άλλαζε το πρόσωπο, φοβερό το 'κανε. Μα από κοντά άνθιζαν οι αμυγδαλιές, οι αγραπιδιές, οι τσιντόνιες. Κάπως παρηγοριόσουν έτσι. Μπουκωνόσουν γλύκα αρωματισμένη.

Θυμάμαι, που ήσουν διαρκώς ανεβασμένη στο μόλο. Είχαν δέσει πολλά καϊκια απ' το ξημέρωμα, οι άντρες αγόραζαν προμήθειες, πλένονταν, ετοιμάζονταν για το γλέντι. Σάββατο πρωί ήταν της τελευταίας Αποκριάς κι όταν απομακρυνόσουν από το λιμάνι, ξεροστάλιαζες έξω απ' την πόρτα της θεια - Νυχούς. Παραφύλαγες μήπως τη δεις να βγαίνει. Οπωσδήποτε θα 'βγαινε, κοπάδια οι γάτες την περίμεναν, γάτες απ' όλες τις γειτονιές. Κι εσύ μαζί τους. Εστεκες ακίνητη, μα σαν παρακαλεστική. Να σε δει. Να σε χαιρετήσει. Να την πλησιάσεις και να της πεις ντροπαλά: "Θεια - Νυχού, τη στολή. Μονάχα γι' αύριο. Θεια - Νυχού, θα την προσέξω σαν τα μάτια μου...". Μα η θεια - Νυχού δεν κατέβαινε, μεσημέριασε και δε φάνηκε, περίμενες, περίμενες, κι οι γάτες, τίποτα, σκόρπισε δυσαρεστημένο το γατομάνι, εξαφανίστηκες κι εσύ. Πού ήσουν;

***

Απόκριες στη γενέθλια πόλη. Αέρας απ' τον Κάβο - Μαλιά, οι δρόμοι ασβεστωμένοι και το περιστέρι του μνημείου, μαρμάρινο, πάλλευκο, να κοιτά τα κύματα σαν να ετοιμάζεται για ταξίδι. Οι μυρωδιές απ' τις φρέζες και τις βιολέτες σκαλώνουν στα μηνίγγια, μπλέκοντας με τα τραγούδια που ξεχύνονται από παντού.

Από τα σπίτια και τους δρόμους, απ' τα ταβερνάκια και τις πλατείες: ..."Πού ήσουνα, πουλάκι μου, και περιστεράκι μου...". Κι άλλα. Και η "Λυγερή".Αχ, φωνές, μέχρι το Τσιρίγο έφθαναν... Στα στρωμένα τραπέζια, σύναξη του σογιού. Σύναξη της καρδιάς. Της φτωχολογιάς ξέδωμα με το βιολιτζή να ιδροκοπά και την κόρη του να τραγουδά σαν αηδόνα για τους ναυτικούς που έβγαιναν συγυρισμένοι απ' τα πλεούμενα, άγνωστα πρόσωπα, ξένοι, και οι χοροί τους ξένοι κι αυτοί, χοροί απότομοι, ατσάκιστοι, αντικριστοί, έπιναν συνέχεια σκεφτικοί, είχαν κι έναν μουσικό δικό τους μαζί, ένα σκουρόχρωμο παλικάρι, λυράρη. Δεμένα πλάι στην ποταμιά, τ' άλογα που έφεραν τους βουνίσιους επισκέπτες χλιμίντριζαν, χτυπούσαν τις οπλές πεισματικά, ζώα ψηλά, καμαρωτά, στολισμένα, άστραφτε ο τόπος, καθώς έπεφτε ο ήλιος στις πλάτες τους, στα καπούλια.

Μα, εσύ, πού χάθηκες; Ωρες άφαντη. Κι ανησυχούσα.

Κατά τ' απομεσήμερο, κατηφόρισαν από τις απάνω γειτονιές. Μεγάλη παρέα κι αρχηγός η Κυριακούλα, που δούλευε στα ξένα χωράφια, στα νυχτέρια, μα τώρα ήταν αρχόντισσα με το γιο της δίπλα της, φαντάρο, που είχε έρθει με άδεια από την Τρίπολη, χόρευαν, τραγούδαγαν, πέταγαν στιχάκια τολμηρά, γελούσαν, είχε ανοίξει η καρδιά τους, είχαν μεταμορφωθεί, έλαμπαν, ούτε που διακρινόταν το μπαλωμένο ξεβαμμένο φουστάνι της Κυριακούλας, οι πεσμένοι ώμοι, οι ζάρες της. Μήτε το καθημερινό ζόρισμα του Γιωργάκη της και η απομόνωσή του. Το παντελόνι που είχε μικρύνει. Σήμερα ζούσαν, και το τραγούδαγαν με φωνή πελώρια. Επιαναν το σκοπό οι άλλοι, αστειεύονταν, πείραζαν τα κορίτσια, τους νεαρούς που παραμέριζαν για να περάσει η πομπή της χαράς, που ήταν, βέβαια, προσωρινή χαρά, αφού σε λίγες ώρες θα ξανάρχιζαν τα διαρκή βάσανα που απόψε ήταν παραμερισμένα.

Απόψε ήταν για τραγούδια, όπως το "φωτά το φεγγαράκι μου, να φτάσω στην αγάπη μου...", α, τραγούδι ανθεκτικό, του πατέρα μου η αδυναμία. Το χαμομήλι, που φύτρωνε παντού, πατημένο τώρα, μοσκοβολούσε...

Μα πού ήσουνα πια;

Βράδιαζε όταν σε ξανάδα και τρόμαξα να σε γνωρίσω ανάμεσά τους. Σε μαρτύρησαν τα γυμνά καλαμένια ποδαράκια σου. Μουντζουρωμένο τ' άσπρο ωραίο σου πρόσωπο, μαύρη, κατάμαυρη, πίσσα ήσουν, ξένη με τη φαρδιά φανελένια νυχτικιά. Πάντως σε αναγνώρισα. Μα εσύ ντροπιάστηκες. Εσκυψες κατσούφικα: "Ξέρεις... η θεια - Νυχού δεν ήθελε να μου δώσει τη στολή... Φοβότανε, λέει, γιατί στα κεντήματα έχει αρχίσει να σπάει η ασημιά κλωστή. Παμπάλαιη, λέει. Λοιπόν, ε..." κι έδειξες τη νυχτικιά που είχε ανθάκια ζωγραφιστά, λίγα όμως, τα πολλά είχαν ξεβάψει από τα πλυσίματα. Τα μάτια σου ήταν υγρά και καθώς πάσχιζα να σου αποσπάσω ένα μόνο χαμόγελο, έφυγες μέσ' στο παλαιωμένο ρούχο που έπλεε πάνω σου κι ενόσω σε κοίταζα αιστάνθηκα το λαιμό μου να μυρμηγκιάζει, ήξερα, προμήνυμα δακρύων, μα μήπως είχα κι εγώ άλλο τίποτα έξω από κείνη τη λούτρινη ζακέτα από τους αρραβώνες της μάνας μου, που ποτέ δε φόρεσε και, λόγω του ότι είχε αρχίσει να μαδά τόπους τόπους, μας την παραχωρούσε τις Απόκριες, άλλωστε, οι περισσότεροι με σεντόνια μασκαρεύονταν, εκείνα τα ριγέ υφαντά σεντόνια, τα δίχρωμα, που η μια τους ρίγα ήταν άσπρη κι η άλλη είχε το πιο γαλανό χρώμα που είδα στη ζωή μου.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ