Την ώρα που διευρύνεται το μέτωπο των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, οι μεγαλοεπιχειρηματίες απαιτούν από την κυβέρνηση να επιτεθεί με νέα αντιλαϊκά μέτρα, που θα στηρίζονται από τους ίδιους και το κυβερνητικό επιτελείο
Ανεπαρκή και άτολμα, θεωρούν οι μεγαλοεπιχειρηματίες τα νέα μέτρα λιτότητας που αποφάσισε να προωθήσει η κυβέρνηση του "εκσυγχρονιστή" πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη με τον κρατικό προϋπολογισμό του 1997. Και την ώρα που οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων, των αγροτών και άλλων πλατιών λαϊκών στρωμάτων ενάντια στην πολιτική λιτότητας κλιμακώνονται σε όλη την Ελλάδα, οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου καλούν την κυβέρνηση όχι μόνο να μην υποχωρήσει από τις θέσεις της, αλλά και να σκληρύνει τη στάση της με τη λήψη νέων αντιλαϊκών μέτρων. Αυτό είναι το γράμμα και το πνεύμα της τετραμηνιαίας έκθεσης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), η οποία δόθηκε χτες στη δημοσιότητα. Η δήθεν αναγκαιότητα σκλήρυνσης της λιτότητας με νέα μέτρα (που θα οδηγούν στο πλήρες ξήλωμα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, την κατάργηση των κατωτάτων μισθών και ημερομισθίων και γενικά την παραπέρα υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων) επιχειρείται να δικαιολογηθεί με πρόσχημα την ανάγκη για μεγαλύτερη δυνατή εκπλήρωση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Στην ουσία οι συντάκτες της έκθεσης του ΙΟΒΕ - που απηχεί τις θέσεις και απόψεις των κάθε είδους μεγαλοεπιχειρηματιών - καλούν τον πρωθυπουργό να αντιπαραθέσει στο "μέτωπο" των πλατιών λαϊκών στρωμάτων (μισθωτών, συνταξιούχων, αγροτών, ΕΒΕ κλπ.), το "μέτωπο" υποστηρικτών της αντιλαϊκής πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας που θα απαρτίζεται από το κομματικό και κυβερνητικό επιτελείο του ΠΑΣΟΚ και θα έχει την αμέριστη στήριξη των μεγαλοβιομηχάνων, των μεγαλεμπόρων, των τραπεζιτών, των εφοπλιστών κτλ.
Οι συντάκτες της τετραμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ:
Οι συντάκτες της έκθεσης του ΙΟΒΕ επιχειρούν να τεκμηριώσουν την "ανάγκη" συμπλήρωσης του κρατικού προϋπολογισμού 1997 με σκληρότερα αντιλαϊκά μέτρα, με την προσφιλή μέθοδο της κινδυνολογίας. Συγκεκριμένα, καλούν την κυβέρνηση να ενημερώσει "την κοινή γνώμη για την αναγκαιότητα να εισαχθούν και στην Ελλάδα μεταρρυθμίσεις, παρόμοιες με εκείνες που ήδη εφαρμόζονται και σε άλλες χώρες της Ευρώπης". Μεταξύ των μέτρων που προτείνουν είναι "η μείωση των φόρων και ασφαλιστικών εισφορών για τους χαμηλόμισθους (σ. σ. προφανώς τους φόρους και εισφορές που βαρύνουν την εργοδοσία), η εκλογίκευση των ασφαλιστικών προνομίων που παρέχουν ορισμένα ασφαλιστικά ταμεία (σ. σ. δηλαδή περικοπές των δαπανών για δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κλπ.), η αναμόρφωση του μηχανισμού διαμόρφωσης των αμοιβών για τους ανειδίκευτους πλήρους ή μερικής απασχόλησης" (σ. σ. δηλαδή κατάργηση του κατώτατου μισθού ή ημερομισθίου που προβλέπεται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας)" κλπ. Και το επιχείρημα που προβάλλουν είναι πως αν δεν παρθούν τα παραπάνω μέτρα, θα αυξηθούν τα ελλείμματα του κράτους και του ισοζυγίου, το δημόσιο χρέος και τα επιτόκια, ο πληθωρισμός και η ανεργία, με συνέπεια να χάσει η Ελλάδα το τρένο για την ΟΝΕ και το Μάαστριχτ.
Πάνω από το 50% των φορολογικών απαλλαγών του 1995 αφορούσαν εισοδήματα από τόκους, τον Ειδικό Φόρο Τραπεζικών Εργασιών (ΕΦΤΕ), Ειδικούς Φόρους - Δασμούς - Ατέλειες και τις φορολογικές απαλλαγές Νομικών Προσώπων (επιχειρήσεων). Το δε ύψος τους ξεπερνά το 1 τρισ. δραχμές!
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Μελετών (ΚΕΠΕ) για τις φοροαπαλλαγές, μια μελέτη που πέρα από τα θετικά της στοιχεία δεν περιλαμβάνει εκτιμήσεις και υπολογισμούς για απώλειες φορολογικών εσόδων που προκύπτουν από τα ποικιλώνυμα "αναπτυξιακά κίνητρα" που χορηγούνται στις επιχειρήσεις, με το αιτιολογικό την έλλειψη στοιχείων...
Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη, είναι ότι μόνο κατά το έτος 1995 το ύψος των φοροαπαλλαγών έφτασε στα 2.077 δισ. δραχμές.
Το ποσό αυτό αναλύεται στις επιμέρους κατηγορίες:
"Αν η κυβέρνηση δεν τολμήσει να μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας τότε σύντομα το "ρυάκι" της κοινωνικής αντίδρασης με αντιευρωπαϊκά χαρακτηριστικά θα γίνει "χείμαρρος"". Τα παραπάνω σημειώνουν με χτεσινή τους ανακοίνωση οι εμποροβιομήχανοι του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Αθήνας (ΕΒΕΑ), δείχνοντας το άγχος και τον τρόμο που προκαλούν στους μεγαλοεπιχειρηματίες οι σωστά προσανατολισμένοι αγώνες του ελληνικού λαού. Παράλληλα καλούν την κυβέρνηση όχι μόνο να διατυπώσει, αλλά και να εφαρμόσει με ωμότητα την πολιτική που υπαγορεύουν οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στα πλαίσια της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της ΟΝΕ. Με δυο λόγια από τη μια εκφράζουν την αγωνία τους για το διογκούμενο κίνημα αντίστασης και από την άλλη αξιώνουν τη λήψη κι άλλων αντιλαϊκών μέτρων από την κυβέρνηση και από το λαό να σφίξει κι άλλο το ζωνάρι για να... προλάβουμε το τρένο της ΟΝΕ.
Στα πλαίσια της ανοιχτής πρόκλησης και των κυνικών αξιώσεων που προβάλλουν το τελευταίο διάστημα οι εμποροβιομήχανοι, το ΕΒΕΑ σημειώνει πως "όλα τα σταθεροποιητικά προγράμματα έχουν αποτύχει", επειδή κατά τη γνώμη τους δεν ήταν τολμηρά, δηλαδή αρκούντως αντιλαϊκά.
Παράλληλα η ανακοίνωση του ΕΒΕΑ δεν παραλείπει να επαναλάβει τις αξιώσεις των εμποροβιομηχάνων για ξεπούλημα του δημόσιου τομέα και όσο γίνεται περισσότερων δραστηριοτήτων του στο ιδιωτικό κεφάλαιο, για περικοπές των δαπανών για επιχορηγήσεις, ενώ την ίδια στιγμή που καλεί την κυβέρνηση να εντείνει την αντιλαϊκή πολιτική και από το λαό να σκύψει κι άλλο το κεφάλι, αξιώνει πάντα στο όνομα της αύξησης των επενδύσεων, παραπέρα μείωση των φορολογικών συντελεστών των μεγάλων επιχειρήσεων.