"Μισάνθρωπος" στο "Θέατρο οδού Κυκλάδων"
"Η υψηλή κοινωνία, οι κύκλοι, τα σαλόνια, ό,τι αποκαλείται "καλός κόσμος", είναι ένα άθλιο θεατρικό έργο, μια κακή όπερα, δίχως ενδιαφέρον, που κρατιέται κάπως με τις μηχανικές εγκαταστάσεις και με τις διακοσμήσεις".
Η παραπάνω ρήση του Σαμφόρ, του οποίου η ακονισμένη σκέψη κυριαρχεί μεταξύ των σημαντικών κειμένων στο εξαιρετικά μελετημένο, υποδειγματικό πρόγραμμα της "νέας ΣΚΗΝΗΣ" για τον "Μισάνθρωπο" του Μολιέρου,συμπυκνώνει την τολμηρή ιδεολογική - αισθητική "ανάγνωση" που καταθέτει σκηνοθετικά και ερμηνευτικά ο Λευτέρης Βογιατζής."Ανάγνωση", ρηξικέλευθη, μακράν κάθε παλαιότερης σκηνικής ερμηνείας του έργου, μακράν κάθε σκέψης να κάνει μια παράσταση συμβατή με την έννοια "κωμωδία", δηλαδή μια παράσταση κωμικά ευφρόσυνη. Ο Λ. Βογιατζής τόλμησε και πέτυχε τα πιο δύσκολα.
Πρώτον, να μεταφραστεί ο "Μισάνθρωπος" σε έμμετρο στίχο - έργο που ανέλαβε επάξια η Χρύσα Προκοπάκη,χωρίς να στερηθεί, ούτε στο ελάχιστο, ο μολιερικός λόγος τη βαθύτατη πνευματικότητα, τη μελαγχολική στοχαστικότητα, τη σατιρική καυστικότητα, τη διαλογική φυσικότητα και αμεσότητά του.
Δεύτερον, η σκηνογραφική όψη της παράστασης παραπέμπει στα σκηνικά μέσα και στην αισθητική του θεάτρου κατά την εποχή του Μολιέρου, αλλά και φθάνοντας μέχρι την εποχή μας, λειτουργεί σαν διαχρονικό σχόλιο για την αισθητική εκζήτηση στο περιβάλλον, την ενδυμασία, τη συμπεριφορά, τις συνευρέσεις της κοσμοπολίτικης "υψηλής κοινωνίας" κάθε εποχής. Καθοριστική, στο να υπηρετηθεί η βαθύτερη σκηνοθετική ανάλυση - ανάγνωση του έργου, είναι η συμβολή της Θάλειας Ιστικοπούλου με το αφαιρετικό, λειτουργικό, μεταλλασσόμενο σκηνικό και τα έξοχα κοστούμια της - μια σύνθεση στοιχείων κοστουμιών εποχής, διαχρονικών και εκσυγχρονιστικών μέχρι του σημείου να υπονοούνται οι κακόγουστες, υπερφίαλες ενδυματολογικές εκκεντρικότητες των σύγχρονων μόδιστρων. Το σκηνικό, τα κοστούμια, οι περούκες (Φίλιππος Καψάλης) και το μακιγιάζ (Αχιλλέας Χαρίτος), συνέθεσαν την όψη της ερμηνευτικής ανάλυσης και ερμηνευτικής άποψης του Λ. Βογιατζή, που μουσικά "έντυσε" με το ίδιο σαρκαστικό πνεύμα και ο Νίκος Κυπουργός.Ανάλυση - ερμηνευτικό σχόλιο για την (κοινωνική, ηθική, πνευματική, αισθητική) κενότητα, ασημαντότητα, υποκρισία μορφών και ρευμάτων τέχνης, αποδεκτών από την "υψηλή κοινωνία" κάθε εποχής. Μορφών και ρευμάτων, διαβρωτικών για την ίδια την κοινωνία, τις ανθρώπινες σχέσεις, την ουσία και αποστολή της τέχνης.
Συνολικά οξύ κοινωνιολογικό και αισθητικό σχόλιο, για τα ανούσια καλλιτεχνικά έργα, αποτελεί η σκηνική "ανάγνωση" του Λ. Βογιατζή, με άμεση - και οπτικά νύξη (κοστούμια, περούκες) στην κοσμοπολίτικη ποπ - αρτ, τον Αντι Γουόρχολ και την Μέρλιν Μονρό, ως εμπορευματικό μοντέλο.
Τρίτον, ο Λ. Βογιατζής πέτυχε να αναδείξει ότι αυτό το διφορούμενο μολιερικό αριστούργημα, δεν είναι μια κωμωδία που γελά. Είναι μια κωμωδία πικρή, εξ αρχής μέχρι τέλους, που σχεδόν κλαίει. Είναι μια μασκαράτα για να εκφράσει ο ποιητής, μέσω του "μισανθρώπου" ήρωά του Αλσέστ, την απέχθειά του για την έπαρση, την εγωπάθεια, τον ατομικισμό, την υποκρισία, τα σαθρά ήθη, την έλλειψη αισθητικού κριτηρίου και γούστου, τον εθισμό σε μια κατ' όψη μόνο "κοσμία", αλλά αβυσσαλέου βάθους κακότητα και κατά βάθος μισανθρωπία της κοινωνίας του. Η κοινωνία αυτή είναι ο κανόνας και ο Αλσέστ η εξαίρεσή του. Η αλήθειες που πετάει κατάμουτρα σε μια τέτοια κοινωνία, όντας ο ίδιος ασυμβίβαστος και θύμα της (και η αγαπημένη του Σελιμέν ανήκει στον κανόνα), τον καθιστούν "μισάνθρωπο" και τον οδηγούν στην ερημία, στην ακεραιότητα του αναχωρητισμού.
Στην παράσταση του Λ. Βογιατζή είναι διάχυτη, σ' όλες τις σκηνές, ακόμη και στις κωμικά "ανάλαφρες" η πίκρα, η πνευματική και συναισθηματική οργή, η συγκρουσιακή συμπεριφορά του αντικομφορμιστή, απελπισμένου, απροσάρμοστου, με όποιο ψεύδος και όποιο συμβιβασμό - έστω και για την προσωπική του ευτυχία - Αλσέστ, που υποδύεται δυναμικά ο ίδιος.
Με την καθοδήγησή του, ευδοκιμούν ερμηνευτικά όλοι οι ηθοποιοί. Ο Γιάννης Νταλιάνης (Φιλέντ) πλάθει με ακρίβεια και μέτρο το νηφάλιο κριτή μεταξύ της "μισάνθρωπης" αλήθειας και του "φιλάνθρωπου" ψεύδους. Η ερμηνεία της Μαρίας Κατσανδρή είναι ένα έξοχο σχόλιο της γυναικείας ανταγωνιστικής"λυκοφιλίας". Η Μαρία Κεχαγιόγλου (Σελιμέν) με σκηνική γοητεία συνθέτει την αχαλίνωτη φιλαρέσκεια και την κοσμοπολίτικη κενότητα και κακογλωσσιά. ΟΝίκος Χατζόπουλος (Ορόντ) με δηλητηριώδες χιούμορ ερμηνεύει τον επηρμένο ψευτοευγενή που απαιτεί μόνο επαίνους για τις ρίμες του. Δημιουργική είναι η υποκριτική συμβολή, στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή παράσταση, και των Γιώργου Γκάτζιου, Γεράσιμου Γεννατά, Γιώργου Σχινά, Αιμίλιου Χειλάκη.
ΘΥΜΕΛΗ
Μια ξεχωριστή τιμητική διάκριση γίνεται στη σύγχρονη μεταπολεμική ελληνική δραματουργία, στο πρόσωπο του πρωτεργάτη της. Συγκεκριμένα το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη "Ο δρόμος περνά από μέσα" (πρωτοπαρουσιάστηκε το 1990 σε σκηνοθεσία του ίδιου, στο "Πειραματικό Θέατρο της Πόλης" της Μαριέττας Ριάλδη), συμπεριελήφθη στο ρεπερτόριο του "Θεάτρου Τέχνης" της Μόσχας (ΜΧΑΤ), για την ερχόμενη γιορταστική χειμερινή περίοδο του θεάτρου, το οποίο κλείνει 100 χρόνια καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τη σχετική ανακοίνωση έκανε ο διευθυντής του θεάτρου Ολέγκ Εφραίμοφ.
Το έργο του κορυφαίου Ελληνα συγγραφέα θα σκηνοθετήσει ένας Ελληνας, ο Κοσμάς Χατζηιωαννίδης.Η τελική επεξεργασία της μετάφρασης θα γίνει από τον Ρώσο θεατρικό συγγραφέα Μιχαήλ Ρόσιν,ώστε τον προσεχή - οπότε θα γιορταστούν - Γενάρη να αρχίσουν οι δοκιμές και τον Μάρτη να δοθεί η πρεμιέρα του έργου, στα πλαίσια του εναλλασσόμενου ρεπερτορίου. Η επιλογή του έργου του Ι. Καμπανέλλη έγινε ομόφωνα από τους υπευθύνους του ΘΤΜ, ενώ κορυφαίοι του ηθοποιοί, ενθουσιασμένοι με το έργο, ζητούν να περιληφθούν στη διανομή.