Το λεγόμενο «Σύμφωνο Σταθερότητας» (ΣΣ) της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) αποτελείται από «πακέτο», δεσμευτικών για τα κράτη - μέλη, μέτρων, που ψηφίστηκε ομόφωνα στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια του Αμστερνταμ (Ιούνης 1997) και των Βρυξελλών (Μάης 1998). Μ' αυτό επεκτείνεται και ενισχύεται στο «τρίτο στάδιο» της ΟΝΕ του Μάαστριχτ, από την 1.1.1999 και στο διηνεκές, ο πλήρης έλεγχος των 15 κυβερνήσεων και η «εποπτεία» των Βρυξελλών στον καθορισμό και την εκτέλεση των «εθνικών» προϋπολογισμών, η ποινικοποίηση «υπερβολικών ελλειμμάτων», οι «αυτόματες» κυρώσεις με αυστηρά χρηματικά πρόστιμα για τα κράτη - μέλη και ο «περιορισμός των δημοσίων δαπανών» σε βάρος των μισθών, της ασφάλισης και των εργασιακών δικαιωμάτων. Αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχικής Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992), αφού στην πορεία της ΟΝΕ, η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική της ΕΕ πέρασε στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και οι κυβερνήσεις έπρεπε να διαχειριστούν τη «δημοσιονομική» πολιτική, δηλαδή το σκληρό πυρήνα της αντιπαράθεσης κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας (φορολογία, μισθολογικά, ασφάλιση, δημόσιες δαπάνες).
Με το ΣΣ, τη δημιουργία της «ζώνης Ευρώ» και την έναρξη του «τρίτου σταδίου» της ΟΝΕ, οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ, ανεξάρτητα πολιτικών αποχρώσεων υποχρεούνται σε σκληρή «δημοσιονομική πειθαρχία», δηλαδή άγρια πολιτική λιτότητας και σταδιακή εξάρθρωση του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους». Τα βάρη της ΟΝΕ του κεφαλαίου και του άγριου «παγκόσμιου ανταγωνισμού» καλείται να σηκώσει αποκλειστικά ο εργαζόμενος λαός.
Το Μάαστριχτ επέβαλε το 1992 πέντε -«κριτήρια» οικονομικών επιδόσεων που έπρεπε να πληρούν τα κράτη - μέλη, μετά τα δύο στάδια της ΟΝΕ, το αρχικό (1990 - 1994) και το «μεταβατικό» (1994 - 1998), ώστε να συμμετάσχουν από την 1/1/1999 στο «τρίτο στάδιο» και τη «ζώνη Ευρώ - νομίσματος». Στα πλαίσια αυτά το προπαγανδιστικό σύνθημα του φιλο-Μααστριχτικού «μπλοκ» στην Ελλάδα - όλοι, πλην ΚΚΕ - για τη λεγόμενη «μετά - ΟΝΕ εποχή» είναι ψευδεπίγραφο. Αφ' ενός γιατί η Ελλάδα συμμετείχε πλήρως στα δύο «στάδια προετοιμασίας» της ΟΝΕ, και αποκλείστηκε το 1998 γιατί ήταν το μόνο κράτος - μέλος που ήθελε να συμμετάσχει αλλά δεν πληρούσε κανένα από τα «κριτήρια» Μάαστριχτ. Και αφ' ετέρου γιατί η χώρα, μετά το επιπλέον κόστος της διετίας 1998 - '99, επανεντάσσεται από την 1/1/2001, σε (...) πλήρη ΟΝΕ εποχή και μάλιστα στο διηνεκές. Εντεκα κράτη - μέλη, υπό γερμανο-γαλλική ηγεμονία, εφαρμόζουν πλήρως τις επιταγές του Μάαστριχτ και ήδη από 1/1/1999 αποτελούν τη «ζώνη Ευρώ» του «τρίτου σταδίου» της ΟΝΕ, ενώ Βρετανία, Δανία και Σουηδία απέχουν για δικούς της λόγους η καθεμία, και έχουν δικαίωμα ένταξης όποτε θελήσουν. Από τις αρχές του 2002, τα 12 κράτη - μέλη της «ζώνης Ευρώ» με την οριστική και αμετάκλητη κατάργηση των «εθνικών» νομισμάτων θα 'χουν «ένα ενιαίο νόμισμα και μια Κεντρική Τράπεζα».
Ολα τα «κριτήρια» του Μάαστριχτ αποσκοπούσαν στην επίτευξη συγκεκριμένων ταξικών στρατηγικών στόχων. Ιδιαίτερα όμως το «κριτήριο σταθερότητας των τιμών» (πληθωρισμός), με άμεσες επιπτώσεις στις μισθολογικές εξελίξεις, και το «κριτήριο δημοσιονομικής πειθαρχίας», με άμεσες επιπτώσεις στα δημόσια έσοδα (φορολογία, ιδιωτικοποιήσεις) και στις δημόσιες δαπάνες (κράτος - εργοδότης, «κοινωνικές» δαπάνες) αποτέλεσαν βασικά πεδία ανταγωνισμού κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας, σ' ολόκληρη την ΕΕ τη δεκαετία του '90. Η συσσώρευση κεφαλαίου, η ηγεμονία των ισχυρών ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών και τα κοινωνικά συντρίμμια είναι, πλέον, πραγματικότητα. Κεντρικής σημασίας ζήτημα η «δημοσιονομική πειθαρχία». Ηδη από το 1992, το Μάαστριχτ με ξεχωριστό πρωτόκολλο επιτάσσει ότι «οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών ευθύνονται για τα ελλείμματα του δημοσίου υπό ευρεία έννοια (...) ήτοι καλύπτουν την κεντρική κυβέρνηση, την περιφερειακή ή τοπική διοίκηση και τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης». Καθορίζει τιμές αναφοράς 3% του ΑΕΠ για το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα και 60% του ΑΕΠ για το συνολικό δημόσιο χρέος, και «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος» (άρθρο 104Γ).
Είναι σαφές ότι η «δημοσιονομική πειθαρχία» είναι ο δούρειος ίππος του Μάαστριχτ για τη «μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής κοινωνικής προστασίας» (μισθοί, ασφάλιση, δικαιώματα εργαζομένων).
Στο Αμστερνταμ, τον Ιούνη 1997, ο γερμανογαλλικός ηγεμονικός άξονας φέρνει την τελευταία στιγμή και επιβάλλει, με συνοπτικές διαδικασίες, το ΣΣ, εκμεταλλευόμενος το διαπραγματευτικό «κενό» που είχε δημιουργηθεί. Ο επίσημος, πάγιος ορισμός του ΣΣ, σύμφωνα με την Κομισιόν έχει ως εξής: «Κανονισμοί του Συμβουλίου, με στόχο τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (άρθρο 104 Γ). Υπάρχουν δύο νομικά κείμενα: το πρώτο που ισχύει για όλα τα κράτη - μέλη, καθορίζει τους μεσοπρόθεσμους στόχους των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών ή πλεονασμάτων και ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, ώστε να εντοπίζονται και να διορθώνονται παρεκκλίσεις σε πρώιμο στάδιο. Το δεύτερο νομικό κείμενο καθορίζει το χρονοδιάγραμμα και τις λεπτομέρειες των κυρώσεων για χώρες με συνεχιζόμενα υπερβολικά ελλείμματα. Οι κυρώσεις ισχύουν μόνο για τις χώρες της ζώνης Ευρώ και κυμαίνονται από κλίμακα μεταξύ 0,2% και 0,5% του ΑΕΠ, ανάλογα με το βαθμό υπέρβασης της τιμής αναφοράς του 3%. Οι αρχικές κυρώσεις έχουν τη μορφή άτοκης επιστρεφόμενης κατάθεσης, που μετατρέπεται σε οριστικό χρηματικό πρόστιμο μετά από δύο έτη, αν δεν έχει διορθωθεί η κατάσταση». Προβλέπεται αναδιανομή της λείας των κυρώσεων σε όσα κράτη - μέλη συμμετέχουν στη ζώνη Ευρώ και δεν εμφανίζουν υπερβολικό έλλειμμα. Οι δύο κανονισμοί του ΣΣ καλύπτουν τόσο τα κράτη - μέλη «εντός» της ζώνης Ευρώ (υποχρεωτική υποβολή, κάθε έτος, «προγραμμάτων σταθερότητας με τις δημοσιονομικές εξελίξεις «και άλλες οικονομικές τάσεις για τα τρία, τουλάχιστον, επόμενα έτη») όσο και αυτά που είναι «εκτός» και υποχρεούνται σε κατάρτιση και υποβολή ετήσιων «προγραμμάτων σύγκλισης».
Αναλαμβάνεται «ρητή δέσμευση για στενότερο συντονισμό» και ενεργοποιείται νωρίτερα, από τον Ιούλη 1998, ο κανονισμός του ΣΣ. Μπορεί να υπάρχουν «πρωτογενή πλεονάσματα» (ετήσιος συμψηφισμός κρατικών εσόδων / δαπανών), αλλά επιβάλλονται άλλα, επιπρόσθετα μέτρα μείωσης του ακαθάριστου χρέους (...) που επιβάλλουν προϋπολογισμούς λιτότητας. Πρόκειται για το τυπικό τέλος κάθε «κοινωνικής» πολιτικής. Και για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις προτείνεται μια δέσμη «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», όπου προβλέπονται, μεταξύ άλλων, «αύξηση της αποτελεσματικότητας των αγορών προ?όντων, εργασίας και κεφαλαίου», «βελτίωση της προσαρμοστικότητας των αγορών εργασίας», «αποτελεσματικά και ενδεδειγμένα συστήματα εκπαίδευσης», «αποτελεσματικότερη φορολογία» και, βέβαια, «εξέταση όλων των πλευρών των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης εν όψει της γήρανσης των πληθυσμών». Οι νέες «σοσιαλφιλελεύθερες» κυβερνήσεις της ΕΕ θα αναλάβουν την υλοποίησή τους.
Πρόκειται όχι για συντονισμό επιμέρους πολιτικών, αλλά και το συντονισμό της πολιτικής στα συστήματα κοινωνικής προστασίας, που εφαρμόζουν τα κράτη - μέλη της ΕΕ και τα υπό ένταξη κράτη.
Σύμφωνα με το ψήφισμα, «... η επίτευξη της ΟΝΕ, η οποία οδήγησε σε όλο και μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση μεταξύ των οικονομιών των κρατών - μελών, έχει αναγάγει το ζήτημα της κοινωνικής προστασίας σε θέμα κοινού ενδιαφέροντος για τα κράτη αυτά». Για τα υπό ένταξη κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αναφέρει: «Τα συστήματα κοινωνικής προστασίας ήδη διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο στην εξομάλυνση της διαδικασίας της οικονομικής μετάβασης και στη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας... Ο εκσυγχρονισμός των συστημάτων κοινωνικής προστασίας στις υποψήφιες χώρες θα είναι ένα σημαντικό εργαλείο για τη διευκόλυνση της διαδικασίας ολοκλήρωσης».
Προσπαθούν με το δέλεαρ των κοινωνικών παροχών και της δήθεν ανακούφισης από την ανεργία, τη φτώχεια, την πείνα και από την κατεδάφιση όλης της κοινωνικής πολιτικής που βιώνουν οι εργαζόμενοι αυτών των χωρών, να αποδεχτούν την ένταξη στη λυκοφωλιά των ιμπεριαλιστών που λέγεται Ευρωπαϊκή Ενωση,(ΕΕ).
Ετσι το επιχείρημα ότι οι αποφάσεις της ΕΕ δεν είναι υποχρεωτικές να εφαρμοστούν και ότι τα αντιλαϊκά μέτρα που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες δε θα εφαρμοστούν στην Ελλάδα, γιατί το κάθε κράτος εφαρμόζει τη δική του πολιτική, σύμφωνα με την επιλογή της κυβέρνησης, είναι κάλπικο. Οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών δεν έχουν επιλογές σε διαφορετική πολιτική κατεύθυνση.
Οπως οι κοινές αποφάσεις της ΕΕ ήταν υποχρεωτικές για την εξασφάλιση των δεικτών ένταξης στην ΟΝΕ και η κυβέρνηση ακολούθησε μια συγκεκριμένη για τα δεδομένα της Ελλάδας πολιτική λιτότητας, ιδιωτικοποιήσεων αλλά και αποδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, έτσι και τώρα αυτές οι κοινές τους αποφάσεις έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τον τρόπο και τη μέθοδο εφαρμογής τους. Η κυβέρνηση θα συνεχίσει στην ίδια ρότα με μεγαλύτερη ένταση. Η Κομισιόν επιμένει ότι τα κράτη έχουν κοινό συμφέρον να ακολουθήσουν μια συντονισμένη μεταρρύθμιση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, γιατί αλλιώς μπορεί να υπάρξουν «συνέπειες».... Μάλιστα, προτείνει «μέτρα για την κατάρτιση κώδικα συμπεριφοράς, με στόχο την καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού, που οφείλεται στην κοινωνική ασφάλιση και τη φορολογία».
Για να διατηρηθούν στα προκαθορισμένα επίπεδα οι δείκτες της ΟΝΕ, με βάση και το Σύμφωνο Σταθερότητας, ώστε να εξασφαλίζεται ο στρατηγικός στόχος του κεφαλαίου για ανάπτυξη της κερδοφορίας και συνέχιση της εξουσίας του, πρέπει ταυτόχρονα να διασφαλίζονται και να προχωρούν οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα, όπως τον λένε, της κοινωνικής προστασίας. Σκοπός των κεφαλαιοκρατών είναι η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Επιδιώκεται, λοιπόν, η γενίκευση αλλά και η αποδοχή, των άτυπων μορφών απασχόλησης και της απασχολησιμότητας των εργαζομένων. Δηλαδή, η κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, η μερική απασχόληση και η δήθεν παροχή ικανοτήτων για προσαρμογή στα νέα εργασιακά και παραγωγικά δεδομένα. Η ανακοίνωση της Κομισιόν αναφέρει: «Τα συστήματα κοινωνικής προστασίας μπορούν να βοηθήσουν τους εργαζόμενους να αποδεχτούν τις νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας και ρύθμισης του εργασιακού χρόνου, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό την προσαρμοστικότητα μέσα στην αγορά εργασίας». Δηλαδή προσαρμογή των εργαζομένων σ' αυτό που ήδη γίνεται, να κάνουν μια δουλιά σήμερα, αύριο να παρακολουθούν κάποιο πρόγραμμα και μεθαύριο να κάνουν άλλη δουλιά ή και όλα αυτά μαζί, μήπως και μπορέσουν και βγάλουν κανένα μεροκάματο.
Μάλιστα, θα θεωρείται τυχερός ο εργαζόμενος που εργάζεται 2-3 ώρες σε 2 ή 3 δουλιές, ίσως και διαφορετικές μεταξύ τους που είναι χωρίς ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή με ελάχιστα απ' αυτά και χωρίς άλλη κοινωνική προστασία, π.χ. επιδόματα, άδειες, κλπ. για όσο καιρό δουλεύει, ή αποζημίωση αν απολυθεί, επίδομα ανεργίας κλπ. Τα επιδόματα ανεργίας τείνουν να καταργηθούν μαζί με τους εγγεγραμμένους άνεργους στον ΟΑΕΔ και να αντικατασταθούν με επιδόματα για την απασχόληση, την υποχρεωτική παρακολούθηση διαφόρων προγραμμάτων, για να έχουν και κάποια ασφαλιστική κάλυψη ορισμένοι απ' αυτούς.
Μειώνουν τις εργοδοτικές εισφορές και επιβάλλουν τη φοροελάφρυνση των εργοδοτών, στο όνομα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της δήθεν δημιουργίας θέσεων απασχόλησης.
Η Κομισιόν κατέληξε στη «.... σταδιακή μείωση της φορολογικής πίεσης που υφίστανται το εργασιακό και το μη μισθολογικό κόστος και ιδίως το σχετικά ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό...». Και γι' αυτό το λόγο τον τελευταίο καιρό λειτουργούν προγράμματα, όπως αυτά της «απόκτησης εργασιακής εμπειρίας», «κατάρτισης ή επανακατάρτισης σε νέα επαγγέλματα ή νέες τεχνολογίες» και άλλα παρόμοια προγράμματα, που προμηθεύουν τους εργοδότες φτηνό και ευέλικτο εργατικό δυναμικό μιας χρήσης χωρίς δικαιώματα. Επίσης, οι εργοδότες επιδοτούνται για κάθε νέα πρόσληψη εργαζομένου και απολαμβάνουν φοροελαφρύνσεις και απαλλαγές από την παροχή κοινωνικής προστασίας π.χ. απολύσεις χωρίς περιορισμό ακόμη και συνδικαλιστών και εγκύων γυναικών.
Επίσης, σύμφωνα με την Κομισιόν, «η χρηματοδότηση της κοινωνικής προστασίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη... ν' αποφευχθούν τυχόν επιπτώσεις στην απασχόληση από τις υπερβολικές επιβαρύνσεις και την υπερβολική φορολόγηση της εργασίας, καθώς και την ανάγκη για δημοσιονομική πειθαρχία».
Δηλαδή, απαλλαγή των εργοδοτών από υποχρεώσεις προς τους εργαζόμενους, γιατί θα λειτουργήσει ως αντικίνητρο στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, αλλά και του κράτους, γιατί η ΟΝΕ και το Σύμφωνο Σταθερότητας, επιβάλλει μείωση και αναπροσανατολισμό των κοινωνικών δαπανών.
Αυτό που μένει είναι η αδρή χρηματοδότηση της κοινωνικής προστασίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους και η στήριξη υπηρεσιών κοινωνικής πολιτικής, μέσω του εθελοντισμού ή άλλων συστημάτων ανταλλαγής παροχής υπηρεσιών μεταξύ των εργαζομένων. Π.χ. η φύλαξη των παιδιών θα ανταλλάσσεται με παροχή άλλων κοινωνικών υπηρεσιών. Η πολιτική κατεύθυνση που δίνεται από την ΕΕ για την αλλαγή του φορολογικού συστήματος είναι να μπουν νέοι φόροι για το λαό από διάφορες χρήσεις, όπως του περιβάλλοντος, της ενέργειας και της κατανάλωσης και η φορολόγηση των κερδών του κεφαλαίου να γίνεται επικουρικά.
Στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου αναφέρεται «... μετατόπιση του φορολογικού βάρους από την εργασία στο περιβάλλον, την ενέργεια και την κατανάλωση, καθώς και για την αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου ως εναλλακτικής πηγής χρηματοδότησης».
Η πολιτική όλων των παραπάνω αναδιαρθρώσεων επιδιώκεται όχι μόνο να επιβληθεί χωρίς την όξυνση της λαϊκής πάλης, αλλά και να δημιουργήσει ένα ελάχιστο υποβαθμισμένο δημόσιο σύστημα κοινωνικών παροχών, ανατρέποντας ό,τι θετικό είχε κατακτηθεί.
Στα πλαίσια αυτών των «εκσυγχρονιστικών αλλαγών» εντάσσονται οι ανατροπές στο μέχρι σήμερα ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα, αλλά και στις υπηρεσίες υγείας με το πλαστό επιχείρημα ότι το όριο βιωσιμότητας αυξάνει, άρα αυξάνουν τα έξοδα παροχής των υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας λόγω της ανάγκης για μακροχρόνια φροντίδα φιλάσθενων ηλικιωμένων.
Η κατεύθυνση που δίνεται από την ΕΕ για το συνταξιοδοτικό σύστημα είναι σε 2 άξονες αλληλένδετους που ο ένας συμπληρώνει τον άλλο.
Ο πρώτος άξονας είναι, να δημιουργηθούν συνταξιοδοτικά συστήματα που να εξασφαλίζουν, όπως λένε, ένα «αξιοπρεπές υποκατάστατο εισοδήματος», μέσω ενός μοντέλου τριφασικού συστήματος τύπου Χιλής.
Οι ιθύνοντες, επειδή γνωρίζουν ότι θα υπάρξουν λαϊκές αντιδράσεις, ίσως και απότομες μεταβολές στη σχέση εργαζομένων - συνταξιούχων, δοκιμάζουν και εφαρμόζουν διάφορες ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις με την εισαγωγή «ευέλικτων συντάξεων», όπως τις λένε, για τη σταδιακή μετάβαση στο καθεστώς συνταξιοδότησης. Τέτοιες ρυθμίσεις μπορεί να είναι κίνητρα εθελοντικής συνταξιοδότησης για κοινωνικούς λόγους. Π.χ. μπορεί να φεύγει κάποιος από την εργασία του σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, για να φροντίσει τα μέλη της οικογένειάς του ή για να συνεχίσει τις σπουδές του και να επιστρέψει στην προηγούμενη θέση του. Το χρονικό αυτό διάστημα που θα λείπει από την εργασία του ή θα το δουλεύει επιπλέον όταν φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης ή θα έχει άλλου είδους παροχές ή φοροελαφρύνσεις.
Στο κεφάλαιο που γίνεται αναφορά στις γυναίκες και στην ανάγκη για κοινωνική προστασία σημειώνεται ότι «πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα διακοπής της επαγγελματικής σταδιοδρομίας για λόγους ανατροφής των παιδιών ή μέριμνας ηλικιωμένων χωρίς αρνητικές επιπτώσεις, όσον αφορά τα δικαιώματα στις παροχές».
Αυτό, το χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στα δικαιώματα και στις παροχές, είναι το δόλωμα για τη διακοπή των γυναικών από την εργασία τους και την επιστροφή τους στο σπίτι για τη φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, με το δέλεαρ των δήθεν κοινωνικών παροχών, που κανείς δεν ξέρει σίγουρα ποιες μπορεί να είναι. Επίσης, με τη γενίκευση της άσκησης ενός μεγάλου μέρους της κοινωνικής πολιτικής από τις γυναίκες μειώνονται και υποβαθμίζονται οι κοινωνικές παροχές προς τους εργαζόμενους συνολικά. Αυτός είναι άλλος ένας τρόπος για τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης και ένταση της εκμετάλλευσης.
Επίσης, η Κομισιόν προτείνει να αυξηθεί η χορήγηση γονικών αδειών και στα δύο φύλα. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Η Επιτροπή πρέπει να δώσει έμφαση στη σημασία της γονικής άδειας και του ύψους των αμοιβών, στο πλαίσιο της ισότητας, καθώς επίσης να αυξήσει τη συμμετοχή των ανδρών στην ανατροφή των παιδιών».
Για την εξυπηρέτηση του προαναφερόμενου στόχου, οι ιθύνοντες προσπαθούν να πείσουν τους εργαζόμενους με διάφορα επιστημονικοφανή επιχειρήματα (ανάγκη μητρικής φροντίδας, ανάγκη πατρικού προτύπου κλπ.), στα πλαίσια «της ανακατανομής των ρόλων στην οικογένεια και για το συγκερασμό των οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων», να δεχτούν την ανατροπή και διάλυση ορισμένων τομέων κοινωνικής πολιτικής, όπως είναι η προσχολική αγωγή. Τώρα πια αυτό θεσπίζεται και ήδη εφαρμόζεται και στη χώρα μας. Δε θα υπάρχουν δημόσια και δωρεάν Κέντρα Παροχής Προσχολικής Αγωγής, αλλά μπέιμπι - πάρκινγκ και παιδοφυλακτήρια επί πληρωμή, που τα ονομάζουν υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας.
Ο δεύτερος άξονας είναι, όπως αναφέρεται, ότι «πέρα από την υλική ευημερία των ηλικιωμένων είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η συνέχιση της συμμετοχής τους στην κοινωνική ζωή και να «προστεθεί ζωή στα χρόνια». Με αυτή τη γλαφυρή ορολογία χαρακτηρίζουν την αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης των εργαζομένων στα πλαίσια του δίπτυχου «διά βίου εκμάθηση - διά βίου εργασία» και βέβαια καταργείται η πρόωρη συνταξιοδότηση για τους εργαζόμενους. Αυτή παραμένει μόνο για τους αγρότες.
Συγκεκριμένα για την αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης των γυναικών, το ψήφισμα της Κομισιόν αναφέρει ότι χρειάζεται να αλλάξει η παλιά, σχετική με το θέμα, οδηγία του Δεκέμβρη 1978 και «να ευθυγραμμιστεί» με την πιο προηγούμενη οδηγία περί ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Δηλαδή, πρέπει να αυξηθούν τα όρια συνταξιοδότησης των γυναικών χάριν της ισοτιμίας τους.
Ομως η κατεύθυνση για «την ενεργό συμμετοχή των ηλικιωμένων στη ζωή της κοινότητας» αφορά και στη χρησιμοποίηση ηλικιωμένων εργαζομένων, που δεν έχουν συμπληρώσει τα χρόνια για να συνταξιοδοτηθούν σε άλλες εργασίες κοινωνικής φροντίδας. Π.χ. φύλαξη σχολικών ή άλλων δημόσιων κτιρίων, σχολικοί τροχονόμοι, συνοδοί και φροντιστές ηλικιωμένων, παιδιών, ΑμΕΑ κλπ.
Για τον τομέα της υγείας, η ΕΕ παρ' όλο που διαπιστώνει ότι η ζήτηση για τα επόμενα χρόνια θα μεγαλώνει, επειδή αυξάνεται το ποσοστό των ηλικιωμένων και ότι οι καινοτομίες στην ιατρική τεχνολογία μπορούν να φέρουν μεγάλα οφέλη, αυτό που υπολογίζεται πιο πολύ απ' όλα είναι η αύξηση του «κόστους». Δηλαδή, δε μετράει ο άνθρωπος και το πώς η νέα τεχνογνωσία θα υπηρετήσει τις σύγχρονες ανάγκες του, αλλά το γεγονός ότι η αύξηση του ορίου βιωσιμότητας και ταυτόχρονα η αύξηση των απαιτήσεων για αξιοπρεπή ζωή, πλήρη δικαιωμάτων, βεβαίως, η ένταση της εκμετάλλευσης δημιουργεί τέτοιες ανάγκες. Ταυτόχρονα επισείοντας τον «κίνδυνο» απ' αυτό το «κόστος» για τα Ασφαλιστικά Ταμεία θέλουν να το μετακυλήσουν στο μεγαλύτερο μέρος του στους εργαζόμενους ή στις παροχές μέσω ιδιωτικής ασφάλισης.
Ενας άλλος τρόπος για περιορισμό του «κόστους» των κοινωνικών παροχών, σε συνδυασμό με το να εμφανίζουν ότι υπάρχει μέριμνα για μακροχρόνια φροντίδα των φιλάσθενων ηλικιωμένων (που εκτιμιέται ότι θα υπάρχει μεγάλη ζήτηση τα επόμενα χρόνια), είναι η προώθηση μέσω διαφόρων κινήτρων, μπόνους κλπ. του «επαγγελματικού εθελοντισμού» και της «κοινωνικής αλληλεγγύης», αλλά και η χρησιμοποίηση των γυναικών με κάποιες επιπλέον παροχές είτε ως κοινωνικό μισθό ή κοινωνικό επίδομα είτε ως ασφαλιστική ή συνταξιοδοτική κάλυψη, είτε ως φοροαπαλλαγή.
Ενα άλλο κίνητρο που εξήγγειλε ο υφυπουργός Πρόνοιας, πριν λίγες μέρες, είναι η αποζημίωση που θα δίνεται στις οικογένειες για να αναλάβουν την αναδοχή ηλικιωμένων ατόμων.
Η κατεύθυνση που δίνεται πάντως από την ΕΕ είναι: «η επανεξέταση της κοινωνικής κάλυψης της φροντίδας και των ατόμων που παρέχουν μακροχρόνια φροντίδα ηλικιωμένων και η ελευθερία τους να επιλέγουν μεταξύ διαφόρων λύσεων».
Αυτό που έχει καταληχτεί και προτείνεται για άμεση εφαρμογή είναι ότι: «για λόγους ισότητας... θα πρέπει να προβλέπει η μεταρρύθμιση της κοινωνικής προστασίας την προώθηση και την ασφαλιστική κάλυψη των χρονικών περιόδων που καταναλώνονται για την ανατροφή των παιδιών ή τη μέριμνα των μελών της οικογένειας που χρήζουν βοήθειας, όπως και την κατάρτιση για την επανένταξη στην εργασιακή ζωή».
Η ΕΕ, στη βάση της σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής, προτείνει οι ιατρικές γνώσεις και η ιατρική τεχνολογία να χρησιμοποιούνται με «πιο αποτελεσματικό» τρόπο και με τους διαθέσιμους πόρους. Στα πλαίσια της αποτελεσματικότητας εντάσσουν την προώθηση της πρόληψης των προβλημάτων υγείας, προτού προκύψουν. Αυτή η κατεύθυνση θα μπορούσε να θεωρηθεί σωστή εάν τα κράτη - μέλη διέθεταν πόρους, ώστε να φτιαχτεί για παράδειγμα ένα κρατικό δίκτυο ευρέος φάσματος με υπηρεσίες και κέντρα για όλες τις ηλικίες, τα φύλα και γενικά όλες τις ομάδες του πληθυσμού, που θα ενημερώνουν, θα συμβουλεύουν, θα παρακολουθούν υποχρεωτικά σε τακτά χρονικά διαστήματα με το ιατρικό και άλλο επιστημονικό προσωπικό όλο τον πληθυσμό, θα αναπτύσσουν την επιστημονική έρευνα, θα λαμβάνουν ιδιαίτερα μέτρα για την τήρηση των όρων υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους δουλιάς, με την πλήρη ευθύνη του κράτους.
Ομως, γίνεται ακριβώς το αντίθετο. Η Κομισιόν επιβάλλει η πρόληψη να γίνεται «κυρίως μέσω της προώθησης πιο υγιεινών τρόπων διαβίωσης». Δηλαδή, η πρόληψη κυρίως θα ασκείται από τους ίδιους τους εργαζόμενους, στη βάση της πολιτικής ανάληψης ατομικής ευθύνης για τη λύση κοινωνικών προβλημάτων.
Εξάλλου, οι αποφάσεις της ΕΕ αναφέρουν ότι «καταβάλλονται προσπάθειες για την τροποποίηση των παραδοσιακών πυλώνων του κοινωνικού κράτους, με στόχο την ενισχυμένη ιδία ευθύνη των πολιτών».
Για να περάσουν όλες αυτές οι στρατηγικού χαρακτήρα αναδιαρθρώσεις στη συνείδηση των εργαζομένων και να εφαρμοστούν χωρίς κοινωνικές αντιδράσεις, παίρνονται διάφορα ρυθμιστικά μέτρα. Η Κομισιόν λέει ότι «πρέπει να μελετήσει με ποιο τρόπο τα διαρθρωτικά μέτρα και τα προγράμματα της ΕΕ, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την προώθηση των προταθέντων στόχων κοινωνικής σύγκλισης...».
Τα μέτρα για παράδειγμα μπορεί να είναι η εφαρμογή ευρωενωσιακών προγραμμάτων κοινωνικής πολιτικής που αντικαθιστούν, για ένα μικρό χρονικό διάστημα τις δωρεάν υπηρεσίες κοινωνικής πολιτικής που καταργούνται ή που αλλάζουν αντικείμενο.
Ετσι δημαγωγούν ασύστολα, ιδιαίτερα στην προεκλογική περίοδο, ότι βελτιώνουν την κοινωνική πολιτική, ενώ την κατεδαφίζουν.
Η αποκάλυψη των σχεδίων επιβάλλεται τώρα, γιατί βοηθάει στην αφύπνιση των λαϊκών συνειδήσεων, στον απεγκλωβισμό λαϊκών δυνάμεων από την πολιτική των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων, συμβάλλει στην ενίσχυση της προοπτικής του λαϊκού μετώπου, της πολιτικής του ΚΚΕ.