ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Ιούλη 1996
Σελ. /40
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Το σύγχρονο δημόσιο πανεπιστήμιο

Καθώς τελειώνει ο αιώνας μας και η μεταβιομηχανική εποχή έχει, ήδη, διανύσει περίπου μισό αιώνα, το σύστημα της Ανώτατης Παιδείας στη χώρα μας περνάει μια πολύ δύσκολη φάση, σε σχέση με τις προκλήσεις των καιρών και τις απαιτήσεις της εθνικής και υπερεθνικής ολοκλήρωσης που προκαλούν την ελληνική κοινωνία.

Οποιαδήποτε προσέγγιση στα προβλήματα και διλήμματα της Ανώτατης Παιδείας, στη χώρα μας, αγγίζει αναγκαστικά το πλαίσιο της εθνικής και υπερεθνικής ολοκλήρωσης μέσα στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Οταν δηλαδή η ιδεολογική συνιστώσα των λαϊκών αγώνων στην Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια προωθεί την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην παιδεία με βάση το κοινωνικό συμφέρον, δηλαδή την ελεύθερη και δωρεάν δημόσια παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, οι προκλήσεις του οικονομικού εκσυγχρονισμού με βάση τις προοπτικές της υπερεθνικής ολοκλήρωσης αλλάζουν τον χαρακτήρα και τη λειτουργία της Ανώτατης Παιδείας, ώστε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.

Ας δούμε, όμως, αναλυτικά τι συμβαίνει σε αυτό το ζωτικό χώρο της κοινωνίας:

Το 1981 - '82 αποτελεί πραγματικά ένα σημαντικό σταθμό στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αφού με συγκεκριμένα νομοθετήματα, όπως ο Νόμος 1268/82, η ανώτατη παιδεία αρχίζει να υλοποιεί σύγχρονες μορφές αυτοδιαχείρισης που προσεγγίζουν τις κοινωνικές διεκδικήσεις για τη Δημόσια Παιδεία. Ετσι, εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενοι γίνονται εταίροι και κατά προέκταση οι κοινωνικοί φορείς και τα πολιτικά κόμματα έχουν γνώμη για τα τεκταινόμενα στην Παιδεία μέσω των οργανωτικών της εκπροσώπων στο σχεδιασμό και υλοποίηση της συνολικής εκπαιδευτικής πολιτικής.

Απομακρύνεται έτσι ο κίνδυνος της περικύκλωσης και άλωσης των ελληνικών πανεπιστημίων από τα ιδιωτικά και ξένα συμφέροντα, ενώ αναδύεται η προοπτική της εναρμόνισης των πανεπιστημίων με την εκδοχή αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης μέσα στο εθνικό πλαίσιο ολοκλήρωσης. Προς αυτήν την κατεύθυνση, το πανεπιστήμιο θα μπορούσε να παράγει και να εφαρμόζει έρευνα και γνώσεις, εκπαιδεύοντας παράλληλα τα απαραίτητα στελέχη για την παραγωγή και προσφέροντας παιδεία για τα στελέχη της αυριανής κοινωνίας με δημοκρατία και αξιοκρατικό ήθος και αξίες.

Μία τέτοια πολιτική, όμως, σημαίνει όχι μόνον την επέκταση του συστήματος της Ανώτατης Παιδείας, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες ανάγκες της χώρας, με βάση τις νέες τεχνολογίες και τις αναδυόμενες και μεταβαλλόμενες παραγωγικές δομές, αλλά μία αλλαγή σε βάθος:

α) της φιλοσοφίας και αποστολής των πανεπιστημίων.

β) τη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων και της επιστημονικής έρευνας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εξασφαλιστεί η σταθερή αναπτυξιακή και δημιουργική πορεία με μακροχρόνιο σχεδιασμό και ορατότητα.

γ) η αποφυγή με κάθε τρόπο της κομματικοποίησης της στελέχωσης του πανεπιστημίου, της ανάδειξης στελεχών και της εξεύρεσης εργασίας στους αποφοίτους, δηλαδή στην ορθολογική λειτουργία της σχέσης Πανεπιστημίου - Κοινωνίας - Οικονομίας - Πολιτικές και Διοικητικές Ελίτ.

δ) την αποφυγή υπονόμευσης των πανεπιστημίων από τα περιώνυμα ιδιωτικά συμφέροντα που στοχεύουν στη χρησιμοποίηση του δημόσιου πανεπιστημίου για ιδιωτικό όφελος και τελικά την υπονόμευσή του και κατά προέκταση την αντικατάστασή του από τα διευρυμένα οικονομικά συμφέροντα και τις ολιγαρχικές δομές, όπου εμπλέκονται διεθνή στοιχεία και γίνεται η ανώτατη παιδεία στοιχείο και διευρυνόμενης αγοράς.

Δυστυχώς όμως, στη χώρα μας αυτές οι διασφαλιστικές πολιτικές δεν ακολουθήθηκαν και παρά τις σημαντικές διευρύνσεις στο χώρο της Ανώτατης Παιδείας, τόσο στην ίδρυση και λειτουργία νέων ιδρυμάτων, σχολών και τμημάτων, όσο και στην αριθμητική διεύρυνση του διδακτικού εκπαιδευτικού προσωπικού, η κατάσταση στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα εξακολουθεί να παρουσιάζει σήμερα μία εικόνα διαρκούς και σε βάθος κρίσης.

Η κατάσταση στα ΑΕΙ σήμερα

Οι μικρές επενδύσεις στην παιδεία κυμαίνονται περίπου σε 6% του προϋπολογισμού και βρίσκονται κάτω από το 50% σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δηλαδή απέχουν πάρα πολύ από το επιθυμητό ποσοστό χρηματοδότησης που θα διασφαλίσει την ποιότητα αναβάθμισής της.

Το άμεσο αποτέλεσμα είναι η συρρίκνωση της επιστημονικής έρευνας, των αποδοχών των λειτουργών σε όλες τις βαθμίδες και η αποθάρρυνση ακαδημαϊκών και ερευνητικών δραστηριοτήτων. Ετσι, το πανεπιστήμιο της επιστήμης και της δημιουργικής παιδείας οδηγείται σε μαρασμό με αβέβαιο το μέλλον.

Τα έμμεσα, όμως, αποτελέσματα είναι ίσως πιο τραγικά, αφού ένα σημαντικό τμήμα του εκπαιδευτικού προσωπικού των ΑΕΙ κατευθύνονται στην ελεύθερη αγορά και στελεχώνουν ιδιωτικές επιχειρήσεις, τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΙΕΚ, Κέντρα Σπουδών κλπ.).

Παράλληλα όμως, τα ιδιωτικά προγράμματα κατάρτισης και εκπαίδευσης στελεχών που διενεργούνται και διακινούνται πολλές φορές μέσω των ΑΕΙ με σύμβαση παρακράτησης ενός ποσοστό για διαχειριστικούς λόγους, αλώνουν τα ΑΕΙ και τα οδηγούν σε συναλλαγή και σε εξάρτηση από τα ιδιωτικά συμφέροντα. Ο διαχωρισμός των μελών ΔΕΠ σε διάφορες κατηγορίες απασχόλησης (πλήρους και αποκλειστικής, πλήρους και μερικής) που θεσπίστηκε με τον 2083/83 ενισχύει τους δεσμούς των πανεπιστημίων και την εξάρτησή τους από τα ιδιωτικά συμφέροντα, ενώ παράλληλα ενθαρρύνονται οι διοικητικές ελίτ των πανεπιστημίων να λειτουργούν ως ολιγαρχικές δομές, αντικαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό τη Σύγκλητο που εκφράζει σύμφωνα με τον 1268/82 το σύνολο των εταίρων της αυτοδιαχείρισης (ΔΕΠ, φοιτητές, διοικητικές δομές, ΕΔΤΠ) σ' αυτές τις πανεπιστημιακές κοινότητες.

Ετσι, η αυτοδιαχείριση περιορίζεται και εισάγεται το μοντέλο της βιώσιμης αυτοδιαχείρισης, αντί της συμμετοχής αυτοδιαχείρισης, που είναι προϊόν των φοιτητικών αγώνων των δεκαετιών 1970 - 1980.

Η άσκηση, λοιπόν, της εξουσίας γίνεται συγκεντρωτική και πολλές φορές καταπιεστική, ώστε να περάσει η άλωση του Δημοσίου Πανεπιστημίου στα συντεχνιακά, ιδιωτικά και ιδιοτελή συμφέροντα.

Ο δεύτερος παράγοντας της κρίσης οφείλεται στις σοβαρότατες αγκυλώσεις και παραμορφώσεις που έχουν δημιουργηθεί μέσα στο πανεπιστήμιο και ιδιαίτερα στο Σώμα του διδακτικού και βοηθητικού προσωπικού, καθώς επίσης και στη γραφειοκρατία.

Οι οργανωμένες ομάδες συμφερόντων που ευδοκίμησαν λόγω κυρίως της κομματικής επιθυμίας να κατακτήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι της πανεπιστημιακής διοίκησης και επιρροής, ανέπτυξαν σημαντικά ερείσματα, τόσο στη νέα ανερχόμενη πανεπιστημιακή ελίτ που αντικατέστησε την ελίτ της έδρας όσο και στον ευρύτερο πολιτικό - οικονομικό και κοινωνικό χώρο που επηρεάζει το πανεπιστήμιο.

Παρουσιάζεται σήμερα το φαινόμενο σημαντικής και στρατηγικής επιρροής στον πανεπιστημιακό χώρο από μικρές σχετικά κοινωνικές δυνάμεις, καθώς επίσης και η κυριαρχία ιδεολογικο-πολιτικών ομάδων σε δομές, σχολές και τμήματα πανεπιστημίου.

Αυτές οι συντεχνίες ασχολούνται περισσότερο, ώστε να εξασφαλίσουν εσωτερικές ισορροπίες στη νομή της εξουσίας, παρά με την αξιοκρατία και δημιουργική ανάπτυξη των πανεπιστημίων.

Ετσι, στο πανεπιστήμιο δημιουργήθηκαν οι ομάδες που έχουν μακροπρόθεσμα συμφέροντα, ακυρώνοντας έτσι τα κοντοπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα συμφέροντα των φοιτητών.

Συνεπώς, η αυτοδιαχείριση βρίσκεται σε αδιέξοδο, αφού το φοιτητικό κίνημα βρίσκεται σε ύφεση και οι φοιτητές δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την επιρροή που απορρέει από την εκλογική και νομική τους συμμετοχή, ενώ το Διδακτικό Ερευνητικό Προσωπικό και ιδιαίτερα οι οργανωμένες ελίτ, που έχουν στόχο τη συμμετοχή τους στην ευρύτερη νομή της εξουσίας, κυριαρχούν στη διαχείριση της πανεπιστημιακής εξουσίας.

Παρουσιάζεται, δηλαδή, και εδώ η ολιγαρχική άσκηση της εξουσίας και η εξουθένωση ή περιθωριοποίηση του φοιτητικού κινήματος και συνεπώς η ελαχιστοποίηση της κοινωνικής παρέμβασης μέσα στο πανεπιστήμιο.

Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα της αδυναμίας της πανεπιστημιακής συλλογικής κοινότητας να προστατεύσει τα συμφέροντά της, σε συνδυασμό με την έλλειψη χρηματοδότησης και τις προσαρμογές της Ανώτατης Παιδείας στους στόχους των πολιτικών της υπερεθνικής ολοκλήρωσης, η ιδιωτικοποίηση της Παιδείας προβάλλει ως πρόκληση με ιδιαίτερη σημασία, αφού έχει ήδη συντελεστεί η συστηματική διαβρωτική πορεία.

Τα μεταπτυχιακά προγράμματα και η αγορά εργασίας

Τα τελευταία χρόνια, στα πανεπιστήμια ιδρύονται πολλά μεταπτυχιακά προγράμματα, τόσο στο επίπεδο ενός τμήματος, όσο και με τη συνεργασία δύο ή περισσοτέρων τμημάτων (διατμηματικά μεταπτυχιακά προγράμματα). Το σύνολο των μεταπτυχιακών προγραμμάτων ξεπερνάει τα 70.

Πολλά όμως από αυτά τα προγράμματα έχουν επιβάλει δίδακτρα, που πολλές φορές ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο δραχμές το χρόνο ή το εξάμηνο.

Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές εδώ είναι συνήθως στελέχη των επιχειρήσεων σχετικά μεγάλης ηλικίας, που μπορούν να καταβάλουν το κόστος για να ενισχύσουν τις γνώσεις τους και συνεπώς τις θέσεις τους στον ιδιωτικό τομέα.

Ετσι, τα μεταπτυχιακά προγράμματα και οι μεταπτυχιακές σπουδές ιδιωτικοποιούνται και παύουν να είναι ενσωματωμένες στη λογική της δωρεάν παιδείας, αφού το βασικό πτυχίο και οι βασικές σπουδές δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν την κατοχή μιας θέσης εργασίας στην ανταγωνιστική και διευρυνόμενη αγορά εργασίας, που προτιμά τις μεταπτυχιακές ειδικεύσεις ή εξειδικεύσεις.

Εχει, ήδη, περάσει η λογική ότι η δωρεάν παιδεία που παρέχει η πολιτεία μετράει μόνο ως το προπτυχιακό επίπεδο και ο δημόσιος χαρακτήρας της παιδείας δεν έχει καμία υποχρέωση να παρέχει γνώσεις για στήριξη των εργαζομένων στην ελεύθερη αγορά εργασίας.

Αυτές οι εξελίξεις προοιωνίζονται μια πραγματικά δύσκολη εξέλιξη για τους μελλοντικούς εργαζομένους στο ιδιωτικό και δημόσιο περιβάλλον, ενώ η μόρφωση των νέων εργαζομένων συρρικνώνεται, προκειμένου να διευρυνθεί η επαγγελματική κατάρτιση των νέων στελεχών.

Οδηγούμαστε έτσι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με εργαζόμενους και στελέχη που θα διαθέτουν μόνο κατάρτιση αντί σφαιρικής παιδείας και συνεπώς δε θα μπορέσουν να ανταγωνιστούν τους αποφοίτους των γνωστών ευρωπαϊκών και διεθνών πανεπιστημίων, που κατέχουν σφαιρική γνώση στο σχεδιασμό και στην εκτέλεση της πολιτικής. Δηλαδή, στην ανάδειξη κυρίαρχων εξουσιαστικών ομάδων σε όλους τους τομείς της οικονομίας, τεχνολογίας και παραγωγής.

Εχουμε, δηλαδή, μπει για τα καλά σε μία κοινωνική εξέλιξη όπου η παιδεία παράγει στελέχη δύο ή περισσότερων ταχυτήτων και σίγουρα το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν προορίζεται να παράγει την εξουσιαστική ελίτ της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά μάλλον στελέχη εφαρμογών. Ητοι κατώτερη ποιότητα στο κοινοτικό σύστημα.

Τι πρέπει να γίνει

Υπό το πρίσμα αυτών των εξελίξεων, η δημόσια παιδεία και ιδιαίτερα η Ανώτατη Εκπαίδευση θα πρέπει να ενισχυθεί άμεσα και να ανατραπεί η τάση ιδιωτικοποίησής της.

Παράλληλα, τα πανεπιστήμια και τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα εν γένει θα πρέπει να οριοθετήσουν την αποστολή τους, τη φιλοσοφία τους και το ρόλο τους σήμερα και στον 21ο αιώνα με πλήρη συμπαράσταση της πολιτείας σε όλες τις οργανωμένες μορφές της. Εθνικό επίπεδο, Περιφέρεια, Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Οσο μια τέτοια πολιτική και στρατηγική δε χαράσσεται, τόσο η αποσύνθεση θα εντείνεται. Η απάντηση σε αυτή τη μεθοδευμένη κρίση, που σχεδιάζει και υλοποιεί το ανανεωμένο και διευρυμένο κατεστημένο, είναι η ανασύσταση του φοιτητικού κινήματος με σύγχρονο περιεχόμενο.

Εάν δεχόμαστε ότι υπάρχουν ακόμα εθνικά κοινωνικά συμφέροντα, τότε η παιδεία μας θα πρέπει να επαναοριοθετηθεί εκ νέου πάνω σε σύγχρονες μορφές, μέσα σε αυτά τα εθνικά και κοινωνικά συμφέροντα, γιατί αυτή η πολιτική είναι συνυφασμένη με την επιβίωση της κοινωνίας μας.

Ηλίας ΘΕΡΜΟΣ

Καθηγητής, πρόεδρος του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών, Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών, Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Εάν δεχόμαστε ότι υπάρχουν ακόμα εθνικά κοινωνικά συμφέροντα, τότε η παιδεία μας θα πρέπει να επαναοριοθετηθεί εκ νέου πάνω σε σύγχρονες μορφές, μέσα σε αυτά τα εθνικά και κοινωνικά συμφέροντα, γιατί αυτή η πολιτική είναι συνυφασμένη με την επιβίωση της κοινωνίας μας.

Το άγχος της επιτυχίας και ο φόβος της αποτυχίας

Στην Ελλάδα κάθε χρόνο περίπου 150.000 νέοι ξεκινούν τη σχολική χρονιά τους με το όραμα και την προσδοκία της εισόδου σε κάποιο πανεπιστήμιο. Η πίεση της οικογένειας, η έλλειψη ευκαιριών στον επαγγελματικό τομέα και το άγχος της καθιέρωσης γίνεται "Γολγοθάς" για χιλιάδες εφήβους. Ομάδα ψυχολόγων μελέτησε το θέμα και δίνει χρήσιμες οδηγίες για τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης

Η "εκπαιδευτική καθυστέρηση ή ανεπάρκεια", περισσότερο γνωστή ως "σχολική αποτυχία", είναι ένα ιστορικό φαινόμενο που εμφανίζεται μέσα σε κάθε κοινωνία και εκπαιδευτικό σύστημα και αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα στις μέρες μας, καθώς τις επόμενες μέρες αναμένεται η ανακοίνωση των βαθμών που θα κρίνουν την εισαγωγή στα ΑΕΙ - ΤΕΙ και τους χιλιάδες "αποτυχόντες".Η σχολική αποτυχία έχει άμεση σχέση με τους θεσμούς της οικογένειας και του σχολείου. "Τα δυο" συστήματα, "ανάμεσα στα οποία κινείται το παιδί - μαθητής", παίζουν καθοριστικό ρόλο στη σχέση που θα αναπτύξει το παιδί στην πρώτη του επαφή με την εκπαίδευση. Ομάδα ψυχολόγων, που ασχολήθηκε με το θέμα, εξέδωσε μελέτη με τον τίτλο "Η σχολική αποτυχία. Από την "οικογένεια" του σχολείου στο "σχολείο" της οικογένειας",δίνοντας στοιχεία σχετικά με τη συμπεριφορά των μαθητών μέσα στο σχολείο, τις φοβίες που αντιμετωπίζουν και τις σχέσεις που αναπτύσσουν με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς.

Ο φόβος που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος απέναντι σε κάθε είδους δοκιμασία και ιδιαίτερα όταν αυτή δε στέφεται από την επιτυχία, είναι πάρα πολύ ανεπτυγμένος κατά τη διάρκεια της σχολικής του σταδιοδρομίας. Ενα τέτοιο παράδειγμα φοβίας, τονίζουν οι ψυχολόγοι, είναι η δυσκολία και, όχι σπάνια, η αδυναμία ορισμένων παιδιών να αφομοιώσουν το περιεχόμενο κάποιων μαθημάτων και ιδιαίτερα των μαθηματικών.Ο όρος "αριθμοφοβία" ή "μαθηματικοφοβία" έχει άμεση σχέση με τα συναισθήματα του ατόμου προς τα μαθηματικά. Η σύνδεση του συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου με το συναίσθημα του φόβου ή του δέους έχει κατά κανόνα δραματικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη του ατόμου, ενώ η προέκτασή του στο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να οδηγήσει στην αποφυγή και την εγκατάλειψη του ίδιου του σχολείου.

Εφιάλτης το άγχος της "επιτυχίας"

Το άγχος της επιτυχίας και παράλληλα ο φόβος της αποτυχίας σε κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο, προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνική καταξίωση, έχει γίνει ο "εφιάλτης" κάθε νέου ανθρώπου. Τα πρότυπα που προβάλλονται σήμερα στις περισσότερες κοινωνίες θέλουν τον επιτυχημένο άνθρωπο οικονομικά ευκατάστατο και επαγγελματικά καταξιωμένο, χωρίς να βάζουν όρια στον τρόπο επίτευξης αυτού του σκοπού. Η "επιτυχία", έτσι όπως αυτή προβάλλεται και διαφημίζεται από ορισμένους, έρχεται μέσα από το πέρασμα στις ανώτατες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Κάθε χρόνο περισσότεροι από 150.000 νέοι ξεκινούν τη σχολική χρονιά τους με το όραμα και την προσδοκία της εισόδου σε κάποιο πανεπιστήμιο. Η πίεση της οικογένειας, η έλλειψη ευκαιριών στον επαγγελματικό τομέα και το άγχος της καθιέρωσης γίνονται ο "Γολγοθάς" χιλιάδων εφήβων. Η πίεση, ο φόρτος εργασίας και ο ανταγωνισμός οδηγούν τα παιδιά στην απομόνωση και τις οικογένειές τους σε μια άθελη ασφυκτική πίεση, προκειμένου να φτάσουν στην επιτυχία.

Το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα δημιουργεί ένας είδος ανταγωνισμού χωρίς προηγούμενο. Μέσα σε ένα διάστημα τριών ωρών, τα παιδιά πρέπει να περάσουν γνώσεις στο χαρτί που χρειάστηκαν χρόνια για να τις αποκτήσουν και παράλληλα να γράψουν καλύτερα από τους υπόλοιπους υποψηφίους. Η ψυχολόγος Μαρία Καϊλα τονίζει ότι, σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει, "παρατηρείται πολύ συχνά το φαινόμενο πλήρους αδυναμίας ενός ατόμου να χρησιμοποιήσει με ικανοποιητικό τρόπο γνωστά του δεδομένα, όταν εργάζεται κάτω από ψυχολογική ένταση, ενώ, αντίθετα, η καλή διάθεση διευκολύνει ακόμα και τη χάραξη διαφορετικής από τις γνωστές πορείας για την επίλυση κάποιου θέματος". Με την επιστημονική αυτή άποψη και γνωρίζοντας την ψυχολογική φόρτιση των μαθητών, κατά τη διάρκεια των εξετάσεων και ειδικά κατά τη διάρκεια των Πανελληνίων, έχουμε μπροστά μας την πλήρη εικόνα που καλούνται να αντιμετωπίσουν αυτά τα παιδιά.

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού

Σε αυτή την καθιερωμένη κατάσταση οι εκπαιδευτικοί είναι ανίκανοι να αντιδράσουν και πολλές φορές, μέσα από το άγχος να βγει η ύλη και να προετοιμάσουν όσο καλύτερα τα παιδιά για τις εξετάσεις, χωρίς καν να το καταλάβουν, δημιουργούν διαχωριστικές γραμμές μέσα σε κάθε τάξη. "Η υποβάθμιση του εκπαιδευτικού της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με την παράλληλη μείωση του ρόλου του σχολείου και το αυξανόμενο γόητρο της κρυφής αλαζονείας της παραπαιδείας, που πουλιέται ακριβά (στα διάφορα φροντιστήρια και στα ιδιαίτερα μαθήματα), δίνοντας βραβεία στη σχολική επιτυχία των Πανελλαδικών Εξετάσεων, δομικά ενσωματωμένα στην κοινωνική επιτυχία και το επαγγελματικό μέλλον, είναι η εικόνα που παρουσιάζει το εκπαιδευτικό σύστημα σήμερα στην Ελλάδα", υποστηρίζει η ψυχολόγος Μ. Καϊλα.

Ο "καλός μαθητής"

Ο "καλός" μαθητής είναι το κοινωνικό - πολιτιστικό αντίτυπο και παράγωγο του ισχύοντος συστήματος. Διδακτική αξιολόγηση, βαθμολογία, επιβράβευση κινούνται μέσα σ' αυτό το μοιρολατρικό πλαίσιο, η έλλειψη επικοινωνίας δεν αφήνει ακάλυπτο μόνο τον "αποτυχημένο" μαθητή (ενδεχομένως και "αποτυχημένο" πολίτη), αλλά και τον "καλό" μαθητή. Παράδειγμα η αυτοκτονία της δεκαεξάχρονης μαθήτριας στη Λάρισα, το Φλεβάρη του '95, η οποία, παρά τις άριστες επιδόσεις, δεν "επικοινώνησε" με το πρόβλημά της. Ούτε μέσα από το σχολείο ούτε μέσα από την οικογένειά της, αφού και από τις δυο πλευρές φαίνεται η ανεπάρκεια επικοινωνίας και εμπιστοσύνης.

Η συμπαράσταση της οικογένειας και των εκπαιδευτικών σε αυτή τη δοκιμασία, που καλούνται να περάσουν κάθε χρόνο χιλιάδες νέοι, είναι καθοριστική και αναγκαία. Σύμφωνα όμως με έρευνα ομάδας ψυχολόγων, φαίνεται ότι "οι μαθητές που έχουν καλές επιδόσεις στο σχολείο και έχουν πιθανότητες να περάσουν σε κάποιο πανεπιστήμιο, έχουν από την οικογένειά τους ενίσχυση και συμπαράσταση ακόμα και σε περίπτωση αποτυχίας, ενώ αντίθετα οι μαθητές που έχουν κακές επιδόσεις αντιμετωπίζονται από την οικογένεια με αδιαφορία - μοιρολατρία, μαζί με αποθάρρυνση για κάθε προσπάθεια".

Καθοριστικό ρόλο στη στάση της οικογένειας απέναντι στην απόδοση των μαθητών παίζουν τόσο οι γραμματικές γνώσεις των γονιών, όσο και η επαγγελματική τους κατάσταση.

Ενα φτωχό "πάρε - δώσε"

Οι εκπαιδευτικοί από την πλευρά τους βλέπουν μέσα από την ειδική γνώση που προσφέρουν στα παιδιά, αλλά και την αδιαφορία που αυτά δείχνουν από τις περιορισμένες γνώσεις που αποκτούν μέσα από το σχολείο, να απομακρύνονται και να χάνουν την επαφή τους με τους μαθητές. Μέσα από τους κρατικούς μηχανισμούς έχουν τη δυνατότητα να γαλουχούν το σύνολο, είναι όμως αναρμόδιοι να επιλέξουν οι ίδιοι τις αξίες που μεταβιβάζουν. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οδεύει προς ένα φτωχό "πάρε - δώσε", χάνοντας τον πραγματικό του χαρακτήρα.

Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να βρει τον πραγματικό του δρόμο, "θα πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε ένα σχολείο όπου είναι εύκολο στους δασκάλους να διδάξουν και σε ένα σχολείο εύκολο στα παιδιά να μάθουν... ". Βασιζόμενοι πάνω στη σκέψη του Τολστόι, ότι το σχολείο πρέπει να είναι ένας χώρος όπου θα δίνονται στα παιδιά ευκαιρίες "ομαλής" κοινωνικοποίησης, είναι κατανοητό ότι ρόλος του σχολείου δεν είναι μόνο η προετοιμασία των μαθητών για την είσοδο σε κάποιο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, αλλά πολύ περισσότερο η ανάδειξη της προσωπικότητας και η ομαλή είσοδος του παιδιού στο κοινωνικό "γίγνεσθαι".

Παναγιώτης ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο φόβος των μαθηματικών

Οι ηλικίες των 6, των 11 και των 14 χρόνων είναι οι πιο κρίσιμες για την εκδήλωση σχολειοφοβικών συμπτωμάτων. Με μεγαλύτερη συχνότητα εμφανίζεται ο φόβος απέναντι στα μαθηματικά

Η συχνότητα εμφάνισης ατόμων με σχολειοφοβικά συμπτώματα, όπως προκύπτει από τη διεθνή βιβλιογραφία, κυμαίνεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα - ανάμεσα στο 1% και στο 1,7%. Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει το γεγονός ότι έχουν διαπιστωθεί τρεις κρίσιμες ηλικίες ή φάσεις της μαθητικής ζωής, κατά τις οποίες κορυφώνεται το πρόβλημα: Η ηλικία των 6 ετών, όταν πρωτοπηγαίνει το παιδί στο σχολείο, η ηλικία των 11 ετών περίπου και η ηλικία των 14 ετών. Ενας είδος σχολειοφοβικού συμπτώματος είναι η φοβία των μαθητών απέναντι στα μαθηματικά.Από πολλές έρευνες, που έχουν γίνει σε δυτικές χώρες, φαίνεται ότι ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών νιώθει κάποια φοβία προς τα μαθηματικά. Σε έρευνα που έγινε στην Κύπρο,το 20% των μαθητών της ΣΤ τάξης νιώθουν φοβία προς τα μαθηματικά, ενώ ένα ποσοστό 65% των μαθητών νιώθει κάποια ικανοποίηση, χαρά ή απόλαυση, κατά τη διάρκεια του μαθήματος των μαθηματικών (πίνακας 1).

Από τα στοιχεία της ίδιας έρευνας προκύπτει ότι το 16% των μαθητών φοβούνται τα μαθηματικά, ενώ το 22% δε νιώθουν αυτοπεποίθηση όταν κάνουν μαθηματικά και 18% δεν μπορούν να οργανώσουν τη σκέψη τους κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής τους με τα μαθηματικά. Παρ' όλα αυτά, μόνο το 7% αποφεύγουν τα μαθηματικά, όταν έχουν αυτή την ευκαιρία. Επίσης το 87% των μαθητών θεωρούν τα μαθηματικά ενδιαφέρον μάθημα, αλλά μόνο το 54% θα ήθελαν να διατίθεται περισσότερος χρόνος για τη διδασκαλία τους.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ