Τι εννοεί "ελληνικό πρόγραμμα";
Από ποιον θα παίρνει η Ελλάδα και για ποιον; Είναι μερικά κρίσιμα για τους εργαζόμενους ερωτήματα, μπροστά στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Σε συνέντευξή του στην "Αυγή" (7/7/96), ο Δ. Τσοβόλας είχε πει:
"Η Ελλάδα δεν είχε ποτέ εθνική μεγαλοαστική τάξη, η Ελλάδα επιβίωνε πάντα με το μικρομεσαίο μέγεθος. Και εμείς σε αυτό το μέγεθος απευθυνόμαστε".
Ο Δ. Τσοβόλας και το ΔΗΚΚΙ κάνει αυτή τη λαθεμένη και παραπλανητική διαπίστωση, για να στηρίξει την πολιτική του. Η κρίση στην Ελλάδα, κατά το ΔΗΚΚΙ, οφείλεται στη δράση των πολυεθνικών και στην πολιτική που ακολουθούν η ΝΔ και το σημερινό ΠΑΣΟΚ, γιατί αυτή η πολιτική εξυπηρετεί τις πολυεθνικές σε βάρος των μικρομεσαίων. Το ΔΗΚΚΙ εντάσσει στους μικρομεσαίους όλους όσοι έχουν ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, με εξαίρεση τους εφοπλιστές.
Μ' αυτή την εκτίμηση, το ΔΗΚΚΙ συγκαλύπτει το γεγονός ότι στην εξουσία βρίσκεται η αστική τάξη και ότι το κεφάλαιο στην Ελλάδα διαπλέκεται με τα πολυεθνικά μονοπώλια, που κυριαρχούν στην οικονομία και εκμεταλλεύονται και την εργατική τάξη και τα ενδιάμεσα στρώματα. Ετσι επιδιώκει να συμβάλει στην ταξική συνεργασία, προσπαθεί να δικαιολογήσει την πολιτική του, που στηρίζει την υποταγή των λαϊκών στρωμάτων στην αστική τάξη και έτσι συμβάλλει στην ενίσχυση της εξουσίας της.
Στην ίδια συνέντευξη στην "Αυγή", ο Δ. Τσοβόλας τόνιζε ότι σημαία τους είναι η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη του ΠΑΣΟΚ. Απ' αυτό συνεπάγεται ότι για την αντιμετώπιση της κατάστασης απαιτείται η εφαρμογή της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ στη 10ετία του '70 και των πρώτων κυβερνήσεων στη 10ετία του '80. Χρειάζεται, δηλαδή, πολιτική, που να προπαγανδίζει την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων, αλλά, στο όνομα του δήθεν εφικτού, να "συνετίζει" την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα να μη διεκδικούν. Να δημιουργεί συνθήκες και προϋποθέσεις παθητικής αποδοχής της συγκεκριμένης πραγματικότητας, παρά την αναγνώριση των προβλημάτων και της ανάγκης να λυθούν. Γιατί η λύση τους εγκαταλείπεται στο αόριστο μέλλον μέχρι να δυναμώσει η εθνική οικονομία, να επιτύχει η εθνική ανάπτυξη, να δυναμώσει το έθνος. Ουσιαστικά, δηλαδή, εκμετάλλευση των εργαζομένων με τη δική τους συναίνεση. Αντικειμενικά, το ΔΗΚΚΙ είναι κόμμα που προωθεί πολιτική διαχείρισης του συστήματος. Η αποστολή του σκοπό έχει τη συσπείρωση δυσαρεστημένων τμημάτων των λαϊκών μαζών από την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, ώστε η δυσαρέσκεια να εμποδίζεται να εκφραστεί σε αντίσταση και πάλη κατά της πολιτικής του και της πολιτικής του δικομματισμού, να εμποδίζεται η ωρίμανση της συνείδησης και η έκφρασή τους σε συνειδητή πάλη. Να αποτρέπεται η συσπείρωσή τους στην πολιτική του ΚΚΕ. Αυτό επιδιώκει και σ' αυτές τις εκλογές. Είναι ένα συμπλήρωμα του αστικού πολιτικού συστήματος για την όσο γίνεται απρόσκοπτη λειτουργία του. Το ΔΗΚΚΙ συμφωνεί με τη συμμετοχή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και κυρίως στην ΕΕ. Προβάλλει τη δυνατότητα πάλης μέσα στην ΕΕ, καλλιεργώντας αυταπάτες για τη διεκδίκηση και υπεράσπιση των εθνικών και όχι των λαϊκών συμφερόντων. Γι' αυτό και προτείνει τη διεκδίκηση από την Ελλάδα ισότιμα, με ό,τι τα άλλα έθνη θεωρούν αυτονόητο για το εαυτό τους.
Η προβολή από το ΔΗΚΚΙ της δυνατότητας ικανοποίησης των διεκδικήσεων για τις λαϊκές δυνάμεις μέσα στην ΕΕ, αντικειμενικά, στο όνομα της υπεράσπισής τους, στηρίζει τις όποιες διεκδικήσεις της αστικής τάξης από το μοίρασμα της πίτας, δηλαδή της ιμπεριαλιστικής λείας στα Βαλκάνια, στον Εύξεινο Πόντο, που θεωρείται για την αστική τάξη χώρος προνομιακός.
Οσο και αν ο Δ. Τσοβόλας ισχυρίζεται στην "Απογευματινή" ότι: "Είμαι ο γνήσιος εκφραστής της συνείδησης του ΠΑΣΟΚ" σε διάκριση από το "νέο" ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη, επί της ουσίας δε διαφέρει. Ο παραπλανητικός και επικίνδυνος λαϊκισμός του συνθήματος "το ΔΗΚΚΙ, η δική σου φωνή στη Βουλή" δεν μπορεί να κρύψει τις επιδιώξεις του σαν εμπόδιο στη συνειδητή υπέρ του ΚΚΕ έκφραση της δυσαρέσκειας των εργαζόμενων. Η ενίσχυσή του σ' αυτές τις εκλογές σημαίνει υποταγή στο δικομματισμό και τη συναίνεση, χωρίς να αποκλειστεί στο μέλλον το ενδεχόμενο μετεκλογικών συνεργασιών. Αλλωστε, σε συνέντευξή του στο "MEGA" στις 29/8/96, ο Δ. Τσοβόλας έβαλε τρεις όρους για συνεργασίες που δε θίγουν στο παραμικρό την πολιτική διαχείρισης του συστήματος τονίζοντας ότι είναι έτοιμος να συνεργαστεί σε κυβερνητικό επίπεδο με αυτούς τους όρους οι οποίοι είναι: "Ριζική αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, χάραξη πατριωτικής εξωτερικής πολιτικής, που θα προστατεύει την εδαφική ακεραιότητα και θεσμοθέτηση διαφανούς συστήματος ανάθεσης των μεγάλων δημοσίων έργων και σύναψης συμβάσεων, μεγάλου ύψους, προμηθειών του δημόσιου τομέα".
Είναι απάτη να καλεί το λαό σε αντίσταση, υποτίθεται, ενάντια στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και την πολιτική που τα υπηρετεί, είτε το ΠΑΣΟΚ την υλοποιεί είτε η ΝΔ, και την ίδια στιγμή να 'ναι έτοιμο για συνεργασία, προβάλλοντας τρεις ανούσιους και άσφαιρους όρους απέναντι σ' αυτή την πολιτική, προκειμένου να συνδιαχειριστεί την εξουσία. Για ριζική αλλαγή στην οικονομία μιλάνε και τα άλλα κόμματα, αλλά το ερώτημα είναι ποιον εξυπηρετεί. Για χάραξη εξωτερικής πολιτικής προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας μιλάνε και οι εταίροι του δικομματισμού και οι μικροί υποτακτικοί τους παρατρεχάμενοι και το ΔΗΚΚΙ δε διαφέρει από τους τελευταίους. Το ΔΗΚΚΙ, καλώντας σε αντίσταση για να ενισχυθεί εκλογικά, προσβλέπει στην καλή προσφορά υπηρεσιών στο δικομματισμό και τις μετεκλογικές συναινετικές διεργασίες. Κομμάτι της πίτας από τη συνδιαχείριση της εξουσίας θέλει και τέτοιες υπηρεσίες προσφέρει, έτοιμο για οποιαδήποτε ρόλο. Είτε της άσφαιρης αντιπολίτευσης, ή μιας ενδεχόμενης κεντροαριστερής συναίνεσης. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι ο ρόλος του ΚΚΕ είναι αναντικατάστατος για την αντιμετώπιση του δικομματισμού και όλων των παραγώγων του, ότι είναι το μόνο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που μπορεί να αντιμετωπίσει τα άγρια αντιλαϊκά μετεκλογικά σενάρια.
Η αποφασιστική ενίσχυσή του είναι όρος για τη λαϊκή συσπείρωση, για μετεκλογικές διεργασίες στην προοπτική του λαϊκού μετώπου αντεπίθεσης. Ψήφος προοπτικής είναι μόνο η ψήφος στο ΚΚΕ.
Οπως τόνισε ο Αλ. Παπαδόπουλος, στόχος της κυβερνητικής πολιτικής είναι να πάψει η χώρα μας να είναι Βαλκάνια μπαίνοντας στη "σύγχρονη εποχή", όπως αποκάλεσε το μονόδρομο, για τους ευρωτραφείς, ενσωμάτωσης στην ΕΕ. Στην πορεία αυτή θα απαιτηθούν κάποιες "ρήξεις", που δεν πρέπει να φανταζόμαστε πως θα έχουν αντιδημοκρατικό χαρακτήρα, μάλιστα θα τις υποστηρίζει και θα τις ζητάει ο λαός, που όμως, όπως λέγεται σε άλλο σημείο, αγνοεί, στην πλειοψηφία του, το πρόγραμμα "σύγκλισης" και, βεβαίως, δεν πρέπει να αναμένει καλύτερες μέρες.
Ο λαός αυτός, οι νεοέλληνες κατά τον υπουργό, παρουσιάζει και μια παράδοξη ιδιομορφία: διαιρείται σε δυο τμήματα από τα οποία το μικρότερο, το 20%, ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το μεγαλύτερο, 80%, ζει πολύ καλύτερα και με μεγαλύτερη ευμάρεια από τις ίδιες τις δυνατότητες που έχει να παράγει. Εδώ η συνέντευξη παρουσιάζει ιδιαίτερη διδακτική αξία μιας και μας αποκαλύπτεται το φαινόμενο της κοινωνίας των 4/5. Κορυφώνοντας τις σκέψεις του, τονίζει ότι: θα πρέπει όλοι οι νεοέλληνες, αυτοί που καταναλώνουν κατά τρόπο χυδαίο και προκλητικό, να αντιληφθούν ότι έχουν και υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος. Παράλληλα προτρέπει να μην ανεχόμαστε, σαν πολιτισμένη κοινωνία, το άθλιο καθεστώς φοροδιαφυγής, το οποίο λειτουργεί σε βάρος των ασθενέστερων τάξεων. Σε αντίθετη περίπτωση η κυβέρνηση δε θα είναι άξια να αποκαλείται σοσιαλιστική.
Η κοινωνία μας, πράγματι, είναι διαιρεμένη, όπως και κάθε έθνος στον καπιταλισμό. Η διαίρεση όμως αυτή είναι βαθιά ταξική και τοποθετεί από τη μια την ολιγαρχία, που, ενώ παρατηρεί με απέχθεια τους νεοέλληνες, προφανώς ενθουσιάζεται από το κλέος της δουλοκτησίας, τότε που οι Ελληνες δεν είχαν προσδιορισμό, και από την άλλη τις πλατιές λαϊκές μάζες των εργαζομένων, συνταξιούχων, μικρομεσαίων, που έχουν και αυτοί δικαίωμα στα βαλκανικά τους οράματα της πραγματικής σύγχρονης εποχής. Οι Βαλκάνιοι αυτοί νεοέλληνες συνεισφέρουν, κατά την τελευταία πενταετία, το 58,9% των εσόδων του κράτους από φορολογία εισοδήματος, ενώ υφίστανται το χειρότερο στην ΕΕ καθεστώς έμμεσης φορολογίας (τα 2/3 των φορολογικών εσόδων προέρχονται από τους έμμεσους φόρους). Κατά την περίοδο 1990 - 1994 το μέσο μεικτό κέρδος, που απομυζούσαν ετήσια οι βιομηχανικές ΑΕ από κάθε εργαζόμενο ήταν αντίστοιχα (σε εκατ. δρχ): 3,3, 4,1, 5,0, 5,8, 6,4 παρουσιάζοντας αύξηση μεγαλύτερη από τον πληθωρισμό, με παράλληλη μείωση της απασχόλησης (ICAP 1996, επεξεργασία στοιχείων). Οσο για τα ποσοστά των "πενομένων", αμφιβάλλουμε βάσιμα εάν τα τετραμελή νοικοκυριά της χώρας μας, που έχουν εισόδημα κάτω από 500.000 δρχ. το μήνα (έρευνα "Eurostat", εφημ. "Ημερησία") περιορίζονται στο 20% του πληθυσμού.
Ο υπουργός, διαχέοντας την ευθύνη για τα καυτά προβλήματα που απασχολούν τη χώρα στην πλειοψηφία του λαού, προσπαθεί να απαλλάξει τους πραγματικούς υπαίτιους, που δεν είναι άλλοι από την ολιγαρχία και τις γαλαζοπράσινες κυβερνήσεις της. Γνωρίζει καλά, όπως και οι προκάτοχοί του, ποιοι και πώς φοροδιαφεύγουν, φοροκλέπτουν και καταθέτουν τεράστια ποσά στις ελβετικές τράπεζες, ποιοι και πώς "διαλύουν" το κράτος, που επιμένει να λειτουργεί ρολόι και τις παραμονές εκλογών, ποιοι ευθύνονται για την παραγωγική υποβάθμιση της χώρας μας. Εάν όμως έκανε πραγματικά κάτι γι' αυτά, η κυβέρνηση που θα συμμετείχε σίγουρα θα άξιζε να αποκαλείται σοσιαλιστική και οπωσδήποτε δε θα ήταν του ΠΑΣΟΚ. Αντ' αυτού επιμένει να βαφτίζει, "έστω και με κάποια υπερβολή" τη λεγόμενη σύγκλιση "νέα μεγάλη ιδέα", να αρνείται τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Οι επερχόμενες εκλογές μπορούν να αποτελέσουν σημείο εκκίνησης μιας αντεπίθεσης του λαϊκού κινήματος. Σημαντικότερη προϋπόθεση της εκκίνησης αυτής είναι η αποφασιστική ενίσχυση του ΚΚΕ.
Γ. ΜΑΓΓΑΝΑΣ