ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Γενάρη 1995
Σελ. /48
ΚΕΝΗ
Η διάσωση της ελπίδας

Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ

Τι βδομάδα κι αυτή! Και πόσο αποκαλυπτική. Ολόκληρη η κρίση χωρίς προστατευτικά και χωρίς αναισθητικό. Γυμνή όπως η αλήθεια.

Και στην κορυφή αυτής της τραγικής κωμωδίας ένα παιδάκι, αγέννητο ακόμα, - γεμάτο αηδία - να πεθαίνει από το βήχα και το κρύο.

Και μέσα στη Βουλή τα τραγικά πρόσωπα - καταϊδρωμένα από τις αμαρτίες τους - να αγωνίζονται να κρύψουνε τη συναίνεση. Να αγωνίζονται - λαχανιασμένα - να αλλάξουνε όνομα στο συμψηφισμό. Να αγωνίζονται - άδικα - να μας πείσουνε πως με μια - αόρατη - γραμμή που τραβάει κανείς στο χάος σβήνει το παρελθόν και ανοίγει καινούρια σελίδα. Ετσι απλά, χωρίς λογική!Και να 'ρχονται οι Κουρήδες, που δεν καταλαβαίνουνε από συναισθηματισμούς, και να φωνάζουνε για τον αποκλεισμό τους από τη μοιρασιά. Να βγάζουνε τα λερωμένα τεφτέρια τους και να ανοίγει ο οχετός.Και να φεύγει - απελπισμένα - ο καθένας για να μην τον πάρει η μπόχα.

Κι ολόκληρη παρδαλή ενημέρωση να τρέχει - διατεταγμένα - πίσω από τα σκάνδαλα. Κόντρα στην κατεύθυνση που πάει η ζωή. Αντίθετα στην πραγματικότητα και στα υπαρκτά προβλήματα του τόπου και των ανθρώπων.

Και να αγωνίζεται - μανιασμένα - ολόκληρος αυτός ο λόχος της σοβαροφάνειας, να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους. Να έρθει μπροστά το ασήμαντο για να κρυφτεί το σημαντικό. Να περάσει το ανήθικο σαν ηθικό. Το στραβό σαν ίσο.

Ολόκληρος ο στρατός της δυστυχίας, με τις γραβάτες τους και τις κοντές φουστίτσες τους, ολόκληρη ετούτη η παθιασμένη εκστρατεία, μας γνωρίζει μια Ελλάδα μικρή. Μια Ελλάδα βουτηγμένη στη λάσπη. Μια Ελλάδα γεμάτη σπυριά, που σπάνε και λερώνουνε τα λευκά αγάλματα του παρελθόντος και του μέλλοντος, το βαθύ μπλε του Αιγαίου. Μια Ελλάδα να τη σιχαίνεσαι!

Και μπροστά σε τούτα τα αποστήματα που - δήθεν - σοβαρομιλάνε, αγκομαχώντας από το "πάθος" για το σωστό και το δίκαιο, οι τσόντες που προβάλλουνε τα κανάλια φαντάζουνε ταινίες τέχνης, μπροστά σε τούτους τους άδειους διαλόγους τα "ουάου" του "Τσάο Αντέννα" είναι λυρικές απολαύσεις. Μπροστά σε τούτα τα κενά πρόσωπα, που προσπαθούνε να δικαιολογήσουνε τα αδικαιολόγητα, η ασχήμια είναι ένα τίποτα.

Και είναι ανάγκη - για την υγεία μας - να αντισταθούμε στην καθημερινή αθλιότητα. Να αρνηθούμε τη συμμετοχή - και την ανοχή - στα μικρά και τα μεγάλα παζάρια της μιζέριας. Να κλείσουμε τις μαύρες τρύπες που οδηγούνε στους άθλιους υπονόμους, που θέλουνε να μας ρίξουνε. Να καταστρέψουμε τον κόσμο της συνδιαλλαγής, της ρεμούλας, της φτήνιας και της υποτέλειας, που θέλουνε - μέσα του - να μας στριμώξουνε.

Χωρίς να παραγνωρίζουμε τη σημασία της λεπτομέρειας, το βουνό που μας ενώνει είναι μεγαλύτερο από το λόφο που μας χωρίζει. Και πρέπει - το συντομότερο - να απαλλαγούμε από τις διαφωνίες, που εμποδίζουνε την ενιαία αντίδραση. Τα πράγματα που αγαπάμε - και που κινδυνεύουνε - είναι σοβαρή αιτία για να συμφωνήσουμε.

Σκεφτείτε πως το άσπρο - με όλα αυτά και παρ' όλα αυτά - δεν έχασε, ποτέ, την αξία του. Και για το λευκό - και όλες τις όμορφες αποχρώσεις του, που φτάνουνε μέχρι το κόκκινο - αξίζει να τα βάλει κανείς με τη λάσπη. Γιατί, αλλιώτικα, θα μας ρουφήξει το κατάμαυρο μάτι του κυκλώνα και θα χαθεί η ελπίδα. Και αυτή η φροντίδα - η διάσωση της ελπίδας - είναι ένας ακόμα - πρόσθετος - λόγος να παραμερίσουμε τις ανύπαρκτες και υπαρκτές αντιρρήσεις μας.


ΕΛΕΝΗ ΣΠΑΝΔΩΝΙΔΟΥ
Μια αδικαίωτη καλλιτεχνική μορφή

Στις 14/1/1965 βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της στην Κηφισιά η πιανίστα και μουσικοκριτικός Ελένη ή Ελλάς Σπανδωνίδου.Οι εφημερίδες, ύστερα από λίγες μέρες, ανάγγειλαν το θάνατό της στα ψιλά. Να ένα χαρακτηριστικό κείμενο πρωινού Τύπου: "Η γνωστή καλλιτέχνις του πιάνου και μουσικοκριτικός Ελένη Σπανδωνίδου ευρέθη προχθές νεκρά εις την επί της οδού Χαρ. Τρικούπη 22 της Κηφισιάς οικίαν, όπου διέμενεν. Ο θάνατός της προήλθεν από καρδιακήν προσβολήν. Επί του σώματος της νεκράς υπήρχαν εκτεταμένα εγκαύματα, που προεκλήθησαν από ηλεκτρικήν σόμπαν, πλησίον της οποίας υπήρχε μπρίκι επάνω εις την πρίζαν διά την ετοιμασίαν τσαγιού. Η Ελένη Σπανδωνίδου τελευταίως εζούσε μόνη και εγκαταλελειμμένη εις μεγάλην πτωχείων εις την Κηφισιάν, παραδίδουσα ενίοτε ελάχιστα μαθήματα. Η χρηματική περιουσία της αποθανούσης καλλιτέχνιδος ανήρχετο εις 1.500 δραχμάς και 200 ελβετικά φράγκα, που είχεν είπει εις φίλην της ότι εκρατούσε διά την κηδείαν της. Η αστυνομία, που ευρήκε τας οικονομίας της, διέθεσε ταύτας, κατά την επιθυμία της ατυχούς καλλιτέχνιδος, διά την κηδεία της".

Αυτό ήταν το τέρμα μιας πορείας, που άρχισε πριν μερικές δεκάδες χρόνια, με βήματα σταθερά, με αισιοδοξία, με ελπίδες, με τα μύρα της νιότης και της ομορφιάς... Και ήταν τέρμα πολύ διδαχτικό μέσα στη θλιβερή του σύνθεση και ολοκλήρωση για όλους εκείνους, που, αψηφώντας τις καθιερωμένες κοινωνικές συμβατικότητες και επιταγές, προσφέρονται ολοκαύτωμα στο βωμό της αρετής, αληθινοί θεματοφύλακες των ιδανικών του πνεύματος και της τέχνης...

***

Οι απληροφόρητοι διαβάτες, όταν συναπαντούσαν στους δρόμους της Κηφισιάς μιαν ηλικιωμένη γυναίκα, με αρχαϊκή αμφίεση και μεταξωτή κορδέλα στα μαλλιά, δεν μπορούσαν να μην αναρωτηθούν, αν αυτός ο παράξενος γυναικείος τύπος ενσαρκώνει το αίσθημα της λατρείας για το αρχαίο ελληνικό πνεύμα ή αντιπροσωπεύει την εκκεντρικότητα εκείνων που ανιούν, ενώ τα έχουν όλα στη ζωή. Κάθε μέρα, χειμώνα - καλοκαίρι έβλεπαν τη συμπαθητική αυτή κυρία. Την ξεχώριζαν χάρη στο πρωτότυπο ντύσιμό της, το αρχοντικό της ύφος, το αργό της περπάτημα και, γενικά, στη χαρακτηριστική ιδιορρυθμία της. Το κορμί της έγερνε λίγο προς τα πλάγια. Κι ο προσεχτικός παρατηρητής αντιλαμβανόταν κάποιαν έκφραση φόβου στα μάτια της. Η κυρία εκείνη έδινε την εντύπωση πως φοβόταν τους συναθρώπους της, ακόμα και το απλό βλέμμα τους. Να ήταν πραγματικός φόβος ή βαθιά συναίσθηση ότι μειονεκτεί απέναντί τους;

***

Ηταν γραφτό να βρούμε την απάντηση μετά τον αδόκητο και τραγικό θάνατό της. Ναι+ατ πίστευε πως όλοι την κοίταζαν με οίκτο+ατ πως δεν την έβλεπαν ως ιεροφάντιδα της τέχνης, μα ως ένα γερασμένο άνθρωπο, άχρηστο πια στη ζωή... Ενιωθε τον πιο ανείπωτο πικραμό, καθώς μπαίνοντας στο λεωφορείο, άκουγε τον οδηγό του να λέει στους επιβάτες: "Ενα κάθισμα στη... γιαγιά". Οι πιο πολλοί, ωστόσο, Κηφισιώτες δεν άργησαν να μάθουν ποια ήταν αυτή η κυρία και να της δείξουν την "πρέπουσα" κατανόηση. Ανακάλυψαν την πνευματική ύπαρξη που είχε εμποτιστεί με τα νάματα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και πίστευε πως η σύγχρονη Ελλάδα είναι η συνέχεια εκείνης που γέννησε τους Ευριπίδη, Σοφοκλή, Αισχύλο και άλλους κλασικούς ποιητές. Γνώρισαν, ταυτόχρονα, την αξιοθαύμαστη πιανίστα και αξιόλογη μουσικοκριτικό με τις πάντοτε βαθυστόχαστες παρατηρήσεις της στα θέματα κλασικής μουσικής. Με αυτές τις διαπιστώσεις τους, οι Κηφισιώτες σύνθεσαν στη φαντασία τους, αργά βέβαια, την Ελένη Σπανδωνίδου.

***

Η Ελένη Σπανδωνίδου γεννήθηκε στα 1893. Ο πατέρας της, Πέτρος Σπανδωνίδης,από το Μελένικο Μακεδονίας, ήταν φαναριώτικης καταγωγής. Η αδελφή της, λαογράφος, Ειρήνη Σπανδωνίδου,γνωστή στα Ελληνικά Γράμματα με τις λαογραφικές μελέτες της ("Τα τραγούδια της Αγόριανης" κ. ά. ), πέθανε στα 1960. Και ξάδελφός της, ο λογοτέχνης Πέτρος Σπανδωνίδης.Η φύση είχε προικίσει την Ε. Σ. με εξαίσια ομορφιά και ανεκτίμητο μουσικό ταλέντο. Η Ε. Σ. είχε αποκτήσει τεράστια στέρεη εγκυκλοπαιδική μόρφωση. Η γλωσσομάθειά της θεωρήθηκε φαινόμενο+ατ είχε μάθει να μιλεί και να γράφει άπταιστα τη γερμανική, γαλλική, αγγλική και ρωσική. Σπούδασε σε Γαλλία, Γερμανία και Αυστρία και υπήρξε μαθήτρια διάσημων μουσουργών - καθηγητών. Σε ηλικία 16 χρόνων ήταν φτασμένη και ξακουστή βιρτουόζα του πιάνου. Θα 'λεγε κανένας πως στην Ελένη Σ. η τέχνη βρήκε την ιδανικότερη ιέρειά της. Κι όχι μόνο το πάθος της στο πιάνο, αλλά και με το σπινθηροβόλο πνεύμα της γοήτευε, γινόταν σ' όλους τους κύκλους των γραμμάτων και καλλιτεχνών υπεράξια απεριορίστου θαυμασμού. Και όμως, αυτό το έξοχο ανθρώπινο πλάσμα οδηγήθηκε στην πιο απίθανη παρακμή, που όμοιά της πολύ σπάνια συναντάς σε πνευματικές αξίες. Η Ελένη Σπανδωνίδου είχε αξιολύπητα γεράματα. Εφυγε από τη ζωή χωρίς δικαίωση και σύντροφο, άρρωστη, πονεμένη, δυστυχισμένη, πάμπτωχη...

Ν. Α. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ