Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
Και στην κορυφή αυτής της τραγικής κωμωδίας ένα παιδάκι, αγέννητο ακόμα, - γεμάτο αηδία - να πεθαίνει από το βήχα και το κρύο.
Και μέσα στη Βουλή τα τραγικά πρόσωπα - καταϊδρωμένα από τις αμαρτίες τους - να αγωνίζονται να κρύψουνε τη συναίνεση. Να αγωνίζονται - λαχανιασμένα - να αλλάξουνε όνομα στο συμψηφισμό. Να αγωνίζονται - άδικα - να μας πείσουνε πως με μια - αόρατη - γραμμή που τραβάει κανείς στο χάος σβήνει το παρελθόν και ανοίγει καινούρια σελίδα. Ετσι απλά, χωρίς λογική!Και να 'ρχονται οι Κουρήδες, που δεν καταλαβαίνουνε από συναισθηματισμούς, και να φωνάζουνε για τον αποκλεισμό τους από τη μοιρασιά. Να βγάζουνε τα λερωμένα τεφτέρια τους και να ανοίγει ο οχετός.Και να φεύγει - απελπισμένα - ο καθένας για να μην τον πάρει η μπόχα.
Κι ολόκληρη παρδαλή ενημέρωση να τρέχει - διατεταγμένα - πίσω από τα σκάνδαλα. Κόντρα στην κατεύθυνση που πάει η ζωή. Αντίθετα στην πραγματικότητα και στα υπαρκτά προβλήματα του τόπου και των ανθρώπων.
Και να αγωνίζεται - μανιασμένα - ολόκληρος αυτός ο λόχος της σοβαροφάνειας, να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους. Να έρθει μπροστά το ασήμαντο για να κρυφτεί το σημαντικό. Να περάσει το ανήθικο σαν ηθικό. Το στραβό σαν ίσο.
Και μπροστά σε τούτα τα αποστήματα που - δήθεν - σοβαρομιλάνε, αγκομαχώντας από το "πάθος" για το σωστό και το δίκαιο, οι τσόντες που προβάλλουνε τα κανάλια φαντάζουνε ταινίες τέχνης, μπροστά σε τούτους τους άδειους διαλόγους τα "ουάου" του "Τσάο Αντέννα" είναι λυρικές απολαύσεις. Μπροστά σε τούτα τα κενά πρόσωπα, που προσπαθούνε να δικαιολογήσουνε τα αδικαιολόγητα, η ασχήμια είναι ένα τίποτα.
Και είναι ανάγκη - για την υγεία μας - να αντισταθούμε στην καθημερινή αθλιότητα. Να αρνηθούμε τη συμμετοχή - και την ανοχή - στα μικρά και τα μεγάλα παζάρια της μιζέριας. Να κλείσουμε τις μαύρες τρύπες που οδηγούνε στους άθλιους υπονόμους, που θέλουνε να μας ρίξουνε. Να καταστρέψουμε τον κόσμο της συνδιαλλαγής, της ρεμούλας, της φτήνιας και της υποτέλειας, που θέλουνε - μέσα του - να μας στριμώξουνε.
Σκεφτείτε πως το άσπρο - με όλα αυτά και παρ' όλα αυτά - δεν έχασε, ποτέ, την αξία του. Και για το λευκό - και όλες τις όμορφες αποχρώσεις του, που φτάνουνε μέχρι το κόκκινο - αξίζει να τα βάλει κανείς με τη λάσπη. Γιατί, αλλιώτικα, θα μας ρουφήξει το κατάμαυρο μάτι του κυκλώνα και θα χαθεί η ελπίδα. Και αυτή η φροντίδα - η διάσωση της ελπίδας - είναι ένας ακόμα - πρόσθετος - λόγος να παραμερίσουμε τις ανύπαρκτες και υπαρκτές αντιρρήσεις μας.