Τα 270 δισ. δραχμές άγγιξαν οι ακάλυπτες επιταγές και οι απλήρωτες συναλλαγματικές το εννιάμηνο Γενάρη - Σεπτέμβρη, ενώ 3.783 επιχειρήσεις βρέθηκαν εκτός παραγωγικής διαδικασίας
Τα 270 δισ. δραχμές άγγιξαν τα "φέσια" στην αγορά το εννιάμηνο Γενάρη - Σεπτέμβρη 1997, κατά 14,5% υψηλότερα από πέρσι, γεγονός που πιστοποιεί ότι η πολύπλευρη κρίση στο χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όχι μόνο δεν υποχωρεί αλλά βαθαίνει. Οι εξελίξεις αυτές, όχι μόνο δε φαίνεται να προκαλούν την οποιαδήποτε ανησυχία στην κυβέρνηση Σημίτη, αλλά, αντίθετα, όπως προκύπτει από τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, φαίνεται ότι είναι επιθυμητές. Οπως είναι γνωστό, ο Γ. Παπαντωνίου, εξερχόμενος την προηγούμενη Πέμπτη από τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό, χαρακτήρισε "θετικές" τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία.
Οι "θετικές" λοιπόν, κατά κυβέρνηση, εξελίξεις απεικονίζονται ως εξής στα επίσημα στοιχεία της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών.
Το εννιάμηνο Γενάρη - Σεπτέμβρη:
Συνολικά οι ακάλυπτες επιταγές και οι απλήρωτες συναλλαγματικές ανήλθαν σε 267,4 δισ. δραχμές έναντι 233,6 δισ. δραχμών το 1996 ή ποσοστό αύξησης 14,5%.
Την τακτική του ωμού εκβιασμού άρχισαν να εφαρμόζουν οι φαρμακοβιομήχανοι, οι οποίοι, στην προσπάθεια να τα έχουν μονά - ζυγά δικά τους, κάνουν απροκάλυπτα πια και μέσω ανακοινώσεων στον Τύπο λόγο για απόσυρση ταχείας κυκλοφορίας φαρμάκων, επειδή δεν τους συμφέρει η τιμή πώλησης που προέκυψε από την ανακοστολόγηση. Συγκεκριμένα, με ανακοίνωσή της η εταιρία "Boehringer Ingelheim Ελλάδας ΑΕ" - γερμανικών συμφερόντων - καλεί τους δημοσιογράφους σε συνέντευξη Τύπου, προκειμένου να ανακοινώσει με κάθε επισημότητα - και για να είναι σίγουροι οι αρμόδιοι ότι ο εκβιασμός τους θα πάρει τις διαστάσεις που θέλουν - την απόσυρση επτά σκευασμάτων ευρείας κατανάλωσης, απειλώντας την ίδια στιγμή και με κλείσιμο της εταιρίας που λειτουργεί στην Ελλάδα. Μεταξύ των επτά σκευασμάτων που σκοπεύει να αποσύρει η εν λόγω εταιρία φέρονται να είναι τα Lonarid, Mesulid και Mexetelil.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, η συντριπτική πλειοψηφία των φαρμακευτικών εταιριών έχει σημαντικά ανταλλάγματα για τη μείωση της τιμής σε κάποια από τα φάρμακά τους. Πολλές από αυτές έχουν έτοιμα"καινούρια" σκευάσματα τα οποία προτίθενται να ρίξουν στην ελληνική αγορά φαρμάκου, αντικαθιστώντας εκείνα που κρίνουν ως ασύμφορα για τα ταμεία τους με πολύ ακριβότερη τιμή, ενώ στα σκαριά βρίσκεται η λίστα που ετοιμάζει το υπουργείο Υγείας για όλα τα ασφαλιστικά ταμεία, η οποία στην πραγματικότητα δε θα είναι επιστημονική λίστα δραστικών ουσιών, αλλά κατάλογος επιλεγμένων φαρμακευτικών εταιριών.
Με ανακοίνωσή τους οι Φαρμακευτικοί Σύλλογοι Αττικής και Πειραιά καταγγέλλουν ότι με την αγορανομική διάταξη του υπουργείου Ανάπτυξης για την κοστολόγηση των φαρμάκων καταργείται για μεγάλο διάστημα η ενιαία λιανική τιμή στα φάρμακα, καθώς ισχύουν δύο κουπόνια, ένα με την παλιά και ένα με τη νέα τιμή και δίνεται η δυνατότητα στις φαρμακοβιομηχανίες να αλλάζουν τιμές στο υπάρχον στοκ κατά το συμφέρον τους, διαδικασία η οποία δημιουργεί ελλείψεις στην αγορά. Συγκεκριμένα, αναφερόμενοι στην αγορανομική διάταξη οι φαρμακοποιοί τη χαρακτηρίζουν παράνομη και καταγγέλλουν ότι "κατευθύνει και ευλογεί παρανομίες στο χώρο του φαρμάκου".Τέλος, σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση προσανατολίζεται στη μείωση της εισφοράς υπέρ ΕΟΦ από 10% σε 8,75%, γιατί το υπουργείο Οικονομικών φέρεται να ζητά τον υπολογισμό του ΦΠΑ κατόπιν της προσθήκης των επιβαρύνσεων στην τελική τιμή του φαρμάκου - στα πλαίσια της φορομπηχτικής πολιτικής της κυβέρνησης για την αύξηση των εσόδων του δημοσίου - αντί προ των επιβαρύνσεων, πράγμα το οποίο θα αυξήσει και την τελική λιανική τιμή.
Την απόγνωση, στην οποία οδηγούν τους ασφαλισμένους του ΤΕΒΕ οι συνεχείς αναπροσαρμογές των εισφορών, υπογραμμίζει με επιστολή της προς τον διοικητή του ΤΕΒΕ η Συντεχνία Επιπλοποιών και Ξυλουργών Καταστηματαρχών Αθηνών και Προαστίων. Συγκεκριμένα, η Συντεχνία επισημαίνει ότι μετά την ψήφιση του εξοντωτικού νόμου 2084/92 για τους ασφαλισμένους που εισέρχονται από 1.1. '93, με την οποία αναπροσαρμόζονται οι αυξήσεις εισφορών, σύμφωνα με τις αυξήσεις των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων δύσκολα, εάν όχι ακατόρθωτα, θα μπορέσουν να επιβιώσουν πάνω από τρία χρόνια το πολύ.
Οσο, συμπληρώνει, για τους ασφαλισμένους πριν από το 1993, οι συνεχείς αναπροσαρμογές έγιναν ρουτίνα, φέρνοντας τους ασφαλισμένους σε απόγνωση, με αποτέλεσμα να χρωστάνε στο ΤΕΒΕ από ένα μέχρι πέντε χρόνια. Η ρύθμιση των χρεών που έγινε τον Αύγουστο του 1996, αναφέρει η Συντεχνία, δεν ήταν αποτελεσματική, ενώ τα τέλη καθυστερήσεως παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, και προειδοποιεί ότι σε περίπτωση που δεν αρθούν τα μέτρα για τα τέλη αυτά θα χρησιμοποιήσει κάθε νόμιμο μέσο, και ζητά μεταξύ άλλων από τη διοίκηση του ΤΕΒΕ: