Τα διπλάσια χρήματα απ' ό,τι χρειαζόταν το 1991 για βασικά είδη πλατιάς κατανάλωσης χρειάζεται σήμερα το μέσο ελληνικό νοικοκυριό. Αυτό προκύπτει από σχετική έρευνα της Ενωσης Καταναλωτών Ελλάδας, στην οποία τονίζεται ότι ο νέος προϋπολογισμός για το 1998 εξακολουθεί να κινείται στη λογική της μονόπλευρης λιτότητας για τα πλατιά λαϊκά στρώματα, με αποτέλεσμα να εντείνεται η κρίση μεταξύ εισοδημάτων και κόστους ζωής. Είναι γεγονός, υπογραμμίζει η Ενωση, ότι ο καταναλωτής προκειμένου να αντιμετωπίσει τα πάγια έξοδά του αναγκάζεται να προσφεύγει σε δανεισμό, σε χρήση πιστωτικών καρτών, να αγοράζει με δόσεις μη συμφέρουσες και να μειώνει τις δαπάνες του τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας της Ενωσης Καταναλωτών Ελλάδας το σύνολο των μηνιαίων εξόδων μιας μέσης τετραμελούς οικογένειας στο Πέραμα με ιδιόκτητη κατοικία ανέρχεται σε 461.600 δρχ. Από αυτά, 93.000 δρχ. υπολογίζεται ότι κοστίζει η διατροφή στο σπίτι, περίπου 50.000 δρχ. η ένδυση και υπόδηση το μήνα (το χρόνο υπολογίζεται σε 498.000 δρχ.), το ρεύμα, το νερό, η θέρμανση κοστίζει 25.000 δρχ. το μήνα, η εκπαίδευση των παιδιών 64.000 δρχ. το μήνα, η αναψυχή 30.500 δρχ. (εάν διαιρεθεί σε 12 μήνες το ετήσιο σύνολο 368.000 δρχ. που περιλαμβάνει ενοικιαζόμενο δωμάτιο για 15 μέρες, φαγητό, εισιτήρια και άλλα έξοδα), η συντήρηση ενός ΙΧ 35.000 δρχ. το μήνα, ενώ η υγεία και η ατομική καθαριότητα κοστίζουν για την ίδια οικογένεια 18.000 δρχ. το μήνα.
Εάν, δε, προστεθεί σε όλα αυτά και το ενοίκιο ή οι μηνιαίες δόσεις για αποπληρωμή δανείου που πληρώνουν οι περισσότερες οικογένειες μισθωτών, τότε τα μηνιαία πάγια έξοδα της μέσης οικογένειας ξεπερνούν κατά πολύ και τις 600.000 δρχ.
Οι δηλώσεις του υφυπουργού Οικονομικών Γ. Δρυ, προκάλεσαν τη σφοδρή αντίδραση των μεγαλοεισαγωγέων και συγκροτημάτων Τύπου που εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους
Ασάφειες χαρακτηρίζουν την πολιτική του υπουργείου Οικονομικών στα θέματα της επιβολής νέου καθεστώτος στη φορολογία αυτοκινήτων και της απόσυρσης των παλαιών αυτοκινήτων. Ασάφειες οι οποίες θα πρέπει να αποδοθούν στις υπόγειες διεργασίες που συντελούνται μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου και του πανίσχυρου κυκλώματος των εισαγωγέων.
Οι δύο πλευρές στις παρασκηνιακές τους διαβουλεύσεις δε φαίνεται να τα "βρίσκουν" σε βασικές θέσεις, κάτι που είχε αποτέλεσμα οι εισαγωγείς να εκδώσουν "διάγγελμα πολέμου" κατά του αρμόδιου υφυπουργού Γ. Δρυ. Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη, είναι και το χτεσινό δημοσίευμα της εφημερίδας "Εθνος" του συγκροτήματος Μπόμπολα. Η εφημερίδα, που απηχεί τα συμφέροντα του μεγαλοεισαγωγικού εμπορικού κυκλώματος αυτοκινήτων, εξαπέλυσε προσωπική επίθεση με βαρείς χαρακτηρισμούς κατά του Γ. Δρυ. Μεταξύ άλλων αποκαλεί το υφυπουργό "αθεράπευτα αμαθή" και "ζημιογόνο" και φτάνει στο σημείο να τον απειλεί ότι "για να παραμείνει υφυπουργός θα πρέπει να διδάσκεται από τα λάθη του".
Η υπόθεση βέβαια αφορά την αγορά του αυτοκινήτου, την οποία οι εισαγωγείς θέλουν να "ανοίξουν" περισσότερο, ώστε να αυξήσουν τα ήδη σημαντικά κέρδη τους. Οχυρωμένοι πίσω από το δημαγωγικό σύνθημα του "φθηνού αυτοκινήτου", εδώ και πολλά χρόνια απαιτούν δύο βασικά πράγματα:
Οι εισαγωγείς υποστηρίζουν ότι αν ικανοποιηθούν τα δύο αυτά αιτήματα, θα μειωθούν οι τιμές των αυτοκινήτων και οι πωλήσεις θα αυξηθούν σε ετήσια βάση από 150.000 σήμερα σε 250.000 αυτοκίνητα. Στο ερώτημα από πού θα αντληθούν τα διαφύγοντα δημόσια έσοδα από τη μείωση των φόρων στα αυτοκίνητα - για το 1998 προβλέπουν να εισπράξουν μόνο από ειδικούς φόρους 113,7 δισ. δραχμές - οι εισαγωγείς έχουν έτοιμη τη λύση. Καλύψτε τη διαφορά από την αύξηση της τιμής των καυσίμων και του ΦΠΑ απαντούν. Ζητούν δηλαδή την πολιτική του "φθηνού αυτοκινήτου" να την πληρώσουν οι εργαζόμενοι - καταναλωτές.
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι στο δεύτερο αίτημά τους, για υπολογισμό της φορολογικής επιβάρυνσης με βάση δικούς τους τιμοκαταλόγους, απλώς υποκρύπτουν τις προθέσεις τους να προχωρήσουν σε υποτιμολογήσεις των εισαγόμενων αυτοκινήτων, καθώς οι ίδιοι δεν είναι παρά εκπρόσωποι των μητρικών - κατασκευαστικών εταιριών. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι θα πωλούν και τα αυτοκίνητα φθηνότερα, δεδομένου ότι το ποσοστό κέρδους είναι "απελευθερωμένο" και μπορούν να το αυξήσουν κατά το δοκούν.
Το ουσιαστικό πάντως πρόβλημα δεν είναι το "φθηνό" ή "ακριβό" ιδιωτικό αυτοκίνητο, όπως υποκριτικά υποστηρίζουν οι μεγαλοεισαγωγείς. Σε ένα υπερκορεσμένο Λεκανοπέδιο, με τα γνωστά περιβαλλοντικά - συγκοινωνιακά προβλήματα, η λύση είναι η ανάπτυξη και βελτίωση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, τα οποία έχουν κυριολεκτικά εγκαταλειφθεί στην τύχη τους, ενώ παράλληλα συκοφαντούνται. Το μεγάλο πρόβλημα σήμερα είναι ότι κανείς δε γνωρίζει πότε και πώς θα τελειώσει το έργο του Μετρό της Αθήνας - το οποίο θα μπορεί να εξυπηρετεί εκατοντάδες χιλιάδες επιβάτες - και σε ποια τιμή;
Θ. Κ.
Ανακοινώσεις της τσιμεντοβιομηχανίας ΤΙΤΑΝ και της ΜΠΕΝΡΟΥΜΠΗ
Συνεχίζεται ο χορός της "τρελής" και προκλητικής αύξησης των κερδών, για την ακρίβεια υπερκερδών, που εμφανίζουν οι μεγάλες επιχειρήσεις, ελέω της συγκεκριμένης πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση του "νέου" ΠΑΣΟΚ. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνουν οι ίδιες οι εταιρίες, που με ανακοινώσεις διαφημίζουν, και φέτος, αύξηση των καθαρών τους κερδών - μιλάμε για τα επίσημα, τα φανερά κέρδη - σε ποσοστά πολλαπλάσια του πληθωρισμού και των ονομαστικών αυξήσεων των μισθών και συντάξεων.
Συγκεκριμένα:
Επτά εφοριακοί υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών παραπέμπονται στο δεύτερο Υπηρεσιακό (Πειθαρχικό) Συμβούλιο για αδικήματα που, σύμφωνα με δημοσιευθείσα ανακοίνωση του υπουργείου, αφορούν την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Ειδικότερα, η υπόλογος διαχειρίστρια της ΔΟΥ Αιγάλεω παραπέμπεται με την κατηγορία της υπεξαίρεσης 125,9 εκατ. δραχμών από πώληση παράβολων και χαρτοσήμου του Δημοσίου. Για τον ίδιο λόγο διώκονται και ο προϊστάμενος τής ίδιας Υπηρεσίας καθώς και υπεύθυνος του Α' Λογιστικού Διαχειριστικού Γραφείου.
Για διάφορους άλλους λόγους διώκονται τέσσερις ακόμα υπάλληλοι από τις ΔΟΥ των νομών Α. Αττικής, Ημαθίας, Αλεξάνδρειας και Κορίνθου.
Στην κατεύθυνση της αποψίλωσης του δημοσίου μέσω των συγχωνεύσεων - καταργήσεων επιχειρήσεων και ιδιωτικοποίησης κερδοφόρων Οργανισμών, πραγματοποιήθηκαν χτες στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας συσκέψεις υπηρεσιακών παραγόντων υπό τον Γ. Παπαντωνίου.
Στην πρώτη σύσκεψη εξετάστηκε η πορεία συγχώνευσης - κατάργησης 10 εποπτευόμενων φορέων από τα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Πρόκειται για:
Από τους εποπτευόμενους φορείς του υπουργείου Οικονομικών:
Ταχύτερους ρυθμούς από εκείνους που είχε θέσει σαν στόχο η κυβέρνηση, παρουσίασε τον περασμένο μήνα (Οκτώβρη) η άνοδος του προσφερόμενου χρήματος στην αγορά. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, η προσφορά χρήματος (δηλαδή η συνολική αξία των νομισμάτων που κυκλοφορούν στην αγορά, οι ιδιωτικές καταθέσεις, τα ρέπος και τα τραπεζικά ομόλογα), είναι αυξημένη συγκριτικά με το Δεκέμβρη του 1996 κατά 17,7%, ενώ ο ετήσιος στόχος που είχε θέσει η κυβέρνηση ήταν να συγκρατηθεί η αύξηση στο 6 - 9%. Σχολιάζοντας τις εξελίξεις των νομισματικών μεγεθών και ειδικότερα την επιτάχυνση στο ρυθμό αύξησης της προσφοράς χρήματος, η Τράπεζα της Ελλάδας την αποδίδει τόσο στην πρόσφατη νομισματική αναταραχή, όσο και σε τεχνικούς λόγους, ενώ εκφράζει την αισιοδοξία ότι στο τέλος Νοέμβρη 1997 η κατάσταση θα έχει βελτιωθεί αισθητά.
Από τα αναλυτικά στοιχεία με τις εξελίξεις των νομισματικών μεγεθών, προκύπτει ότι στο τέλος του Οκτώβρη του 1997 είχαν αυξηθεί συγκριτικά με το Δεκέμβρη του 1996 τα νομίσματα (κέρματα και χάρτινα) που κυκλοφορούν (περίπου 105 δισ. δραχμές) οι καταθέσεις ταμιευτηρίου (περίπου 700 δισ. δραχμές), οι καταθέσεις προθεσμίας (περίπου 95 δισ. δραχμές) και μειώθηκαν αντίστοιχα τα τραπεζικά ομόλογα και ρέπος (περίπου 90 δισ. δραχμές) και τα έντοκα γραμμάτια και ομόλογα του δημόσιου διάρκειας ενός έτους (περίπου 1.525 δισ. δραχμές).
Ελαφρά συγκρατημένο σε σχέση με την προηγούμενη διάθεση ήταν το επιτόκιο που διαμορφώθηκε κατά τη χτεσινή δημοπρασία εντόκων γραμματίων του Δημοσίου με ημερομηνία έκδοσης 2.12.97. Οπως ανακοινώθηκε από το υπουργείο Οικονομικών, χτες υποβλήθηκαν προσφορές συνολικού ύψους 420 δισ. δρχ. και από αυτές έγιναν δεκτές προσφορές που κρίθηκαν ανταγωνιστικές ύψους 250 δισ. δρχ.