Λίγο ως πολύ, το έχουμε πληροφορηθεί όλοι πως η Θεσσαλονίκη για το 1997 είχε ανακηρυχτεί ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Μεγάλη τιμή για την πάλαι ποτέ "συμπρωτεύουσα" και πιο μεγάλη η χαρά για τις τσέπες των εργολάβων, που, όσο να πεις, μπορεί να μην έχουν σχέση με τον πολιτισμό, έχουν, όμως, με τις κατασκευές που στεγάζουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα πολιτιστικά "δρώμενα". Ετσι λοιπόν, πέρασε μέχρι σήμερα η Θεσσαλονίκη, με την πόλη γενικώς τιμημένη και με τους εργολάβους χαρούμενους. Σκαλωσιές, αφίσες, ουρές στα ταμεία των εκδηλώσεων, "πάνε κι έλα" των μάνατζερ, ζωγράφοι, σκηνοθέτες, "σόουμεν", "μπίζνεσμεν". Διάφοροι "μεν", δηλαδή, που σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις εμφανίζονται και, τελικά, πετυχαίνουν να επιβληθούν και να πάρουν μέρος στη μοιρασιά.
Φυσικά, δεν ήτανε μόνο αυτό το περιεχόμενο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Πιστεύω πως, αν αθροίσει κανείς ό,τι πραγματοποιήθηκε μέσα σ' αυτούς τους 11 μήνες στο θέατρο, στη μουσική, στα εικαστικά, στην επιστήμη και αλλού του πολιτισμού, είναι βέβαιο πως θα εντυπωσιαστεί. Στην Κοπεγχάγη, λένε, πως είχε στηθεί μια τεράστια τέντα στην κεντρική πλατεία, όπου και το περίφημο κόκκινο δημαρχείο, και κει μέσα γίνονταν πότε πότε οι σχετικές εκδηλώσεις. Στη Θεσσαλονίκη ήρθε το πάνω - κάτω. Γκρεμίστηκαν και ξαναχτίστηκαν θέατρα, αναπαλαιώθηκαν διατηρητέα, στήθηκαν φορείς, επιτροπές και τυπογραφεία, εταιρίες και συμβούλια. Γενικώς, όλους αυτούς τους μήνες ένα υπερεντατικό"πάρε - δώσε" άλλαξε την καθημερινή ζωή της πόλης. Οχι τόσο, γιατί αυτά που αναγγέλλονταν πραγματοποιούνταν κιόλας ούτε γιατί αυτά που πραγματοποιούνταν τα χαίρονται όλοι. Η Πολιτιστική Πρωτεύουσα δημιούργησε το δικό της κοινό. Στα ταμεία των εισιτηρίων και στις αίθουσες, μπαινοβγαίνουν οι ίδιοι άνθρωποι. Ολοι προβληματισμένοι, ήρεμοι σχεδόν, που κάνουν το πολιτιστικό τους καθήκον. Κι έτσι που τους βλέπεις να στέκονται υπομονετικοί μπροστά στα ταμεία, καμιά φορά και ώρες ολόκληρες, σου περνάει από το μυαλό η σκέψη πως αυτοί δεν έχουν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο. Μα, είναι τόσο ήσυχοι και αναπαυμένοι. Δεν έχουν πληροφορηθεί πως στον παραπάνω δρόμο πορεύονται οι πάλι συνταξιούχοι για να φωνάξουν αγανακτισμένοι, γιατί δεν τους φτάνει η σύνταξη. Και στον άλλο δρόμο, οι μικρομεσαίοι. Και πιο πέρα, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι μαθητές. Και αναρωτιέσαι από την αρχή μήπως όλοι αυτοί που στέκονται ήρεμοι μπροστά στα ταμεία της Πολιτιστικής δεν έχουν σκεφτεί ποτέ στη ζωή τους πως ο πολιτισμός, όπως κι αν εκδηλώνεται, δεν είναι ο χώρος της παραδείσιας γαλήνης; Δεν έχουν σκεφτεί πως οι ήχοι και τα χρώματα, τα ωραία λόγια και οι χοροί που εκδηλώνονται στο χώρο αυτό δεν είναι η αποκλειστική προοπτική της γαλήνης και της ειρήνευσης; Δεν το έχουν αντιληφθεί πως στον πολιτισμό θα δοθεί η τελική σύγκρουση;
Μπορεί η υστερία της σύγκλισης και η ΝΑΤΟική λύσσα να φαίνεται πως συνιστούν το κυρίαρχο πεδίο των αντιθέσεων. Στην πραγματικότητα όμως, εκείνο που θα οδηγήσει τις αντιθέσεις στη σύγκρουση και στην τελική ρήξη είναι οι πολιτιστικές διαφορές των λαών. Και δεν εννοώ, βέβαια, τις διαφορές τους στα επίπεδα της τέχνης ή πιο γενικά στα πεδία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπου παγιδεύουν οι πιο πολλοί τις δημιουργίες του πολιτισμού. Οχι, οι κομμουνιστές τον πολιτισμό τον αντιλαμβάνονται ως ένα προϊόν που προκύπτει από τη δραστηριοποίηση του ανθρώπου σε όλα τα πεδία της κοινωνικής δράσης. Με άλλα λόγια, πολιτιστικό προϊόν είναι και η οργάνωση και η χρήση του χώρου, όπου ζούμε. Είναι και η οικονομία πολιτισμός, ό,τι παράγεται, δηλαδή, και μας βοηθάει να επιβιώσουμε. Είναι και η ιδεολογία πολιτισμός. Με άλλα λόγια, ο τρόπος που ερμηνεύουμε τον αντικειμενικό κόσμο και οργανώνουμε τη σκέψη μας και αξιωματοποιούμε τις ιδέες μας. Ο τρόπος ακόμα που οργανώνουμε τη ζωή μας, στο πεδίο της εξουσίας, της κοινωνικής οργάνωσης, της συλλογικής συμπεριφοράς. Οσο, λοιπόν, τα κυρίαρχα πεδία του πολιτισμού: της οργάνωσης και της χρήσης της υλικότητας του χώρου, των μέσων της παραγωγής και του προσδιορισμού των όρων της εργασίας και, τέλος, όσο τα πεδία της ιδεολογίας, όπου ο εργαζόμενος παράγει τις αντικειμενικές συνθήκες της κοινωνικής ύπαρξής του, προσδιορίζονται από ταξικές αφετηρίες, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Γι' αυτό οι εργαζόμενοι πρέπει να ξεκαθαρίσουν στη συνείδησή τους τι ακριβώς συμβαίνει με τον πολιτισμό. Να μάθουν ποιος τον διαχειρίζεται και πώς μπορούν να πάρουν μέρος και στην παραγωγή του και στη χρήση του. Μόνο μια τέτοια γνώση θα τους εξοπλίσει και θα τους εξοικειώσει με την επερχόμενη σύγκρουση. Με την ανάγκη της αναζητούμενης ανατροπής.
Τι συνέβη, λοιπόν, με την Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης; Πόσοι πήραν το μήνυμα για τη σημασία του πολιτισμού; Θα ήθελα πολύ να μάθω πόσοι κατάλαβαν στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης πως είναι στα χέρια τους το παιχνίδι κι ας μη βρήκαν το χρόνο ή τα χρήματα, για να αγοράσουν το εισιτήριο που θα τους άνοιγε την πόρτα για ν' ακούσουν τους περίφημους "Γιου - Του" ή να παρακολουθήσουν μια παράσταση του Πίκολο Τεάτρο. Εννοώ αυτό το μεγάλο παιχνίδι του πολιτισμού. Το "ντέρμπι" της Ιστορίας. Ενα παιχνίδι, όπου τους κανόνες μπορούμε και μεις να τους ορίσουμε. Να ορίσουμε το διαιτητή. Να κρατήσουμε εμείς και μόνο εμείς τις κίτρινες και τις κόκκινες κάρτες. Εμείς να σφυρίξουμε τη λήξη του παιχνιδιού και να ανακοινώσουμε το σκορ. Δε νομίζω, όμως, πως πέρασε αυτό το μήνυμα στις γειτονιές της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Αυτές εξακολουθούν να παγιδεύονται στα υπόλευκα απόβλητα της τηλεόρασης, στα φουρτουνιασμένα κύματα της τραγουδιστικής "καψούρας" και στις επικρεμάμενες προφητείες των ευτραφών κυριών, που ανακατεύουν τα μαγικά τους "ταρό", παίζοντας ανάμεσα στα χοντρά τους δάχτυλα τη μοίρα του δυστυχισμένου κοσμάκη. Κανένα μήνυμα δεν πήραν οι γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Το μόνο που άκουσαν από το φτηνό τους ραδιοκασετόφωνο, που το πληρώσανε κι αυτό με δώδεκα άτοκες δόσεις και το χρωστάνε ακόμα, είναι πως η πόλη τους απέκτησε με τα λεφτά της Πολιτιστικής χιλιάδες θεατρικά καθίσματα, νέες αίθουσες ζωγραφικών εκθέσεων, μέγαρο μουσικής, πολυτελείς εκδόσεις, που μιλούνε για τέχνες και επιστήμες. Εργα "υποδομής", που λένε αυτοί που ξέρουν και μιλούνε τη γλώσσα της σπέκουλας και της εργολαβικής λοβιτούρας.
Δυστυχώς όμως, στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης δεν άρχισαν ακόμα να ρωτάνε: Ολα αυτά τα θεατρικά καθίσματα, οι αίθουσες και τα μέγαρα, τα αναπαλαιωμένα αρχοντικά και τα ξαναχτισμένα θέατρα, όλοι αυτοί, τέλος πάντων, οι χώροι του πολιτισμού τι θα γίνουν, όταν τα φώτα της Πολιτιστικής θα σβήσουν! Ποιες αράχνες θα αναλάβουν τη λειτουργία τους; Δεν είναι ένα καυτό ερώτημα αυτό; Την άλλη Κυριακή, θα προσπαθήσω να απαντήσω.
Κανένα μήνυμα δεν πήραν οι γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Το μόνο που άκουσαν από το φτηνό τους ραδιοκασετόφωνο, που το πληρώσανε κι αυτό με δώδεκα άτοκες δόσεις και το χρωστάνε ακόμα, είναι πως η πόλη τους απέκτησε με τα λεφτά της Πολιτιστικής χιλιάδες θεατρικά καθίσματα, νέες αίθουσες ζωγραφικών εκθέσεων, μέγαρο μουσικής, πολυτελείς εκδόσεις, που μιλούνε για τέχνες και επιστήμες. Εργα "υποδομής", που λένε αυτοί που ξέρουν και μιλούνε τη γλώσσα της σπέκουλας και της εργολαβικής λοβιτούρας
Οι άνθρωποι με τα γκρι...
"Τους είδες αυτούς";
"Ποιους αυτούς";
"Αυτούς με τα γκρι";
"Δεν είναι αυτοί με τα γκρι, είναι "αυτός με τα γκρι", ένας είναι"!
"Τι ένας, παιδί μου, δε μιλάω για την ταινία, αυτοί είναι δέκα, δεκαπέντε και παραπάνω μπορεί. Γέμισε ο τόπος, σου λέω. Οπου γυρίσεις το μάτι σου "τσουφ" να και ένας απ' αυτούς. Αμέτρητοι είναι"!
Πράγματι, είχε δίκιο ο συνάδελφός μου. Αθώοι εμείς, κοιτάζαμε τον "άνθρωπο με τα γκρι", τον Μιχαλακόπουλο δηλαδή, και μας ξέφυγαν οι πολλοί. Αυτά τα νεαρά άτομα με τα μπράτσα και τα στήθια τα φουσκωμένα, αυτά τα αγέλαστα πρόσωπα, που στέκονται στην πόρτα, στους διαδρόμους, έξω από τις τουαλέτες, παντού.
Εχουν απλώσει το άγρυπνο μάτι τους, σε κάθε φωτεινή και σκοτεινή γωνιά του Φεστιβάλ, στην πλατεία, στους εξώστες, στο μπαρ, σε κάθε "φωτεινό" και "σκοτεινό" επισκέπτη. Ολοι και όλα είναι ύποπτα! Και έτσι όπως δε γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα - αυτά τα παιδιά - δε γλιτώνει κανένας. Σε κοιτάζουν με το εκπαιδευμένο επαγγελματικό διαπεραστικό βλέμμα τους και σου λυγίζουν τα γόνατα. Κρύος ιδρώτας τρέχει στη ράχη σου. Νιώθεις - βαθιά - ένοχος, έστω και να μην έκανες τίποτα. Ενας, ακόμα, νεοτερισμός - και εκσυγχρονισμός - δικαιώνεται. Εμπρός στο δρόμο που χάραξαν οι Κάννες! Οχι, θα γλιτώναμε, λέτε!
Τώρα να πούμε πως όλα αυτά τα νεοπλουτίστικα - και αηδιαστικά - είναι καρικατούρες. Εκεί βγάζουν και βυζιά έξω, γιατί δε βγάλατε και σεις για να ολοκληρωθείτε; Τότε θα μοιάζατε - ακριβώς - με το πρότυπο! Ο πιθηκισμός πρέπει να φτάσει στον πίθηκο για να είναι πειστικός;
Από ποιον κινδύνευε, παιδιά μου του Φεστιβάλ, και το ντύσατε χρηματοαποστολή; Πολιτιστική εκδήλωση είναι οι κινηματογραφικές προβολές και όχι αγώνας Ολυμπιακού - Ιωνικού. Ποιον φυλάνε και ποιον εποπτεύουν όλα ετούτα τα άτομα; Και αρμόζει μια τέτοια υποδοχή σε ένα χώρο που οι ψυχές κάνουν κατάθεση; Πολιτισμός δεν είναι μόνο οι ταινίες, είναι και οι συνθήκες μέσα στις οποίες παίζονται. Η ευγένεια, το χαμόγελο, η θερμοκρασία, που εκπέμπουν τα πρόσωπα που έχουν την ευθύνη. Δε γίνεται Φεστιβάλ με ιδιωτικές αστυνομίες. Αυτά είναι για τους εφοπλιστές που κρύβονται, για τους ανθρώπους της νύχτας, γενικά!...
Και δε φοβάται κανείς την αρχή, φοβάται τη συνέχεια. Τρώγοντας - είναι γνωστό - έρχεται η όρεξη. Του χρόνου - γιατί όχι - μπορούμε να νοικιάσουμε και θωρακισμένα. Να κλείσουμε τους δρόμους, να ζητάμε διαβατήρια ή να παίρνουμε δακτυλικά αποτυπώματα. Και η δικαιολογία "φυλάνε το κτίριο", δεν απαντάει στο - εύλογο - ερώτημα: "από ποιον το φυλάνε". Εκεί είναι το ζητούμενο. Αυτοί που παίζουν τις ταινίες και οι άλλοι που έρχονται να τις δουν, δεν είναι κανίβαλοι. Χούλιγκανς για να γράφουν στους τοίχους. Και αν υπάρχει αντίθετη άποψη - παρακαλώ - να ακουστεί. Οσο μένει μετέωρη η υποψία, όλοι γινόμαστε ύποπτοι!
Δεν είμαστε οι μοναδικοί ευαίσθητοι... Οι μοναδικοί που βλέπουμε και παρατηρούμε την πραγματικότητα. Οι μόνοι που λέμε "μακριά η αστυνομία από τις πολιτιστικές εκδηλώσεις". Ολοι σχολιάσανε την ξένη παρουσία. Ομως, γίνανε - και γίνονται - τόσα πολλά... που από τη μια έκπληξη στην άλλη δε μεσολαβεί ικανό διάστημα για να αφοσιωθεί το περιεχόμενο της έκπληξης. Μας ξαφνιάσετε όλους.
Να πούμε, βέβαια, πως τα γεγονότα συμβαίνουν και από αυτούς που τα δημιουργούν και από αυτούς που τα αποδέχονται. Δεν είναι τα βλέμματα των εξεταστών διαπεραστικά, είναι και η δική μας ανοχή που τα κάνει θανατηφόρα. Και, βέβαια, με τα ανέκδοτα - είναι γνωστό - δε λύνεται το πρόβλημα. Θέλει πιο θαρραλέες απαντήσεις... Και όποιος αισθάνθηκε προσβολή, που δεν τον υποδέχτηκαν με ένα λουλούδι, ας απαιτήσει - σήμερα και για το μέλλον - καλύτερες συμπεριφορές. Εγώ λέω μακριά η αστυνομία - και μάλιστα η ιδιωτική - από τους χώρους που γίνεται διάλογος. Η παρουσία τους εμποδίζει την - ελεύθερη - έκφραση. Δεν προάγει ούτε τον πολιτισμό, ούτε τον άνθρωπο!