Ο,τι δίνει η κυβέρνηση με την εισοδηματική πολιτική (αυξήσεις μισθών - συντάξεων μόλις 2,5%) και την τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας (μόλις 5,5%), το παίρνει πίσω στο πολλαπλάσιο με τις τσουχτερές αυξήσεις φόρων (πάνω από 10%) και τιμολογίων ΔΕΚΟ (ΟΤΕ, κάρτα απεριόριστων διαδρομών κτλ.)
Η επίθεση διαρκείας κατά των λαϊκών εισοδημάτων που έχει ξεκινήσει από το 1990, στο όνομα της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΟΝΕ και το κοινό νόμισμα, αναμένεται να συνεχιστεί με ιδιαίτερη σφοδρότητα και το 1998, καθώς και τα επόμενα χρόνια... Το έναυσμα της επίθεσης το έδωσε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την κατάθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 1998, ο οποίος προβλέπει για τα λαϊκά εισοδήματα ονομαστικές αυξήσεις 2,5% και φορολογικά έσοδα αυξημένα κατά 11,2%. Η φορολογική δηλαδή επιβάρυνση αυξάνει με ρυθμό 3,5 φορές μεγαλύτερο από την αντίστοιχη αύξηση των μισθών και των συντάξεων.Και αυτά μόνο στο φορολογικό σκέλος, καθώς έπεται και συνέχεια στην αφαίμαξη των λαϊκών εισοδημάτων, με τις αυξήσεις στα τιμολόγια των ΔΕΚΟ (που έχει εγκρίνει η κυβέρνηση), τις ανατιμήσεις ειδών και υπηρεσιών (που αποφασίζουν ανεξέλεγκτα - ελέω απελευθερωμένης αγοράς - οι ιδιώτες μεγαλοεπιχειρηματίες) και στους δημοτικούς φόρους και τα δημοτικά τέλη.
Για παράδειγμα:
Η εικόνα όμως δεν ολοκληρώνεται εδώ. Δυστυχώς δεν είναι δυνατή η οικονομική αποτίμηση της πολιτικής του "λιγότερου κράτους" που ακολουθεί η κυβέρνηση Σημίτη και οι επιπτώσεις που θα έχει στις τσέπες των εργαζομένων, ειδικά στους ευαίσθητους τομείς της παιδείας - υγείας και πρόνοιας, οι οποίοι υπονομεύονται ποικιλοτρόπως και παραδίδονται στις αρπακτικές διαθέσεις της "ιδιωτικής πρωτοβουλίας". Απώλειες εισοδήματος θα πρέπει επίσης να υπολογιστούν και από την πολιτική τραπεζών να μετακυλήσουν τις όποιες απώλειες είχαν από την πρόσφατη νομισματική - χρηματιστηριακή κρίση μέσω της αύξησης των επιτοκίων σε βασικά επιτόκια χορηγήσεων.
Ενα πρόχειρο συμπέρασμα που προκύπτει από την απαρίθμηση αυτή είναι ότι και το 1998 τα εισοδήματα των εργαζομένων θα δεχτούν μία βίαιη συμπίεση, ικανή και αναγκαία συνθήκη για το λάδωμα των μηχανισμών κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου.
Από τις αρχές του 1998, λοιπόν, για εργαζόμενους, συνταξιούχους και τα φτωχομεσαία στρώματα επέρχονται οι ακόλουθες αλλαγές που θα επηρεάσουν την οικονομική τους θέση.
Στο παθητικό τώρα των οικογενειακών προϋπολογισμών έχουμε:
Επίσης από τις αρχές του 1998: αυξάνεται η φορολογία των αποδόσεων των κρατικών τίτλων από 7,5% σε 10%, η φορολογία επί του ενεργητικού των Αμοιβαίων Κεφαλαίων από 0,2% σε 0,3%, Επιβάλλεται φόρος στις χρηματιστηριακές συναλλαγές 0,3%, αυξάνεται η προκαταβολή φόρου των επιχειρήσεων από 50% σε 55%, ενώ φορολογούνται τα αποθεματικά των επιχειρήσεων, τα οποία - υποτίθεται - προορίζονταν για επενδύσεις.
Οι νέες παραπάνω ρυθμίσεις για τις μεταβολές στο ισχύον φορολογικό καθεστώς - και πιθανόν κάποιες άλλες που θα αποτελούν ακόμη πιο δυσάρεστες εκπλήξεις για τους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα - θα θεσμοθετηθούν με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο θα κατατεθεί στη Βουλή την ερχόμενη Τετάρτη.
Αυξήσεις υπερδιπλάσιες του πληθωρισμού εξήγγειλαν επισήμως, για τα τιμολόγια των ασφαλίστρων των οχημάτων, και οι εκπρόσωποι των ασφαλιστικών εταιριών με το "έμπα" του 1998, γράφοντας στα "παλαιά τους υποδήματα" τις εκτιμήσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης ότι "δε συντρέχει λόγος επιβολής αυξήσεων".
Σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις στελεχών της ασφαλιστικής αγοράς, οι αυξήσεις που θα επιβληθούν θα κυμαίνονται γύρω στο 8% - 10%,ανάλογα με την κάθε περιοχή. Βεβαίως, να σημειωθεί ότι ελέω "απελευθέρωσης" των ασφαλίστρων των οχημάτων, οι εταιρίες έχουν βρει πολλούς τρόπους να επιβάλλουν κάθε φορά αυξήσεις εφαρμόζοντας μια σειρά από "κριτήρια" για την κατάρτιση των τιμολογίων τους.
Δημοσιεύτηκε η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την υλοποίηση της δράσης του Επιχειρησιακού Προγράμματος Βιομηχανίας, που αφορά στην ίδρυση των Εταιριών Επιχειρηματικού Κεφαλαίου και των Εταιριών Κεφαλαίου Επιχειρηματικών Συμμετοχών. Σύμφωνα με τη σχετική υπουργική απόφαση, καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή προτάσεων και επιχειρηματικών σχεδίων τίθεται η 30ή Μάρτη, ενώ δικαίωμα υποβολής προτάσεων έχουν όλες οι υπάρχουσες και οι υπό σύσταση Εταιρίες Κεφαλαίου Επιχειρηματικών Συμμετοχών. Ο προϋπολογισμός της συγκεκριμένης δράσης του Επιχειρησιακού Προγράμματος Βιομηχανίας ανέρχεται σε 18 δισ. δρχ., και στο ποσό αυτό περιλαμβάνεται και η δημόσια επιχορήγηση, που ανέρχεται στο 20% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας.
Από μεγάλες διακυμάνσεις του γενικού δείκτη τιμών μετοχών χαρακτηρίστηκε ο τελευταίος μήνας του χρόνου στις συνεδριάσεις του Χρηματιστηρίου Αξιών της Αθήνας. Σύμφωνα με το δελτίο των χρηματιστηριακών εξελίξεων που καταρτίζει η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Ιονικής Τράπεζας και δόθηκε χτες στη δημοσιότητα, η συναλλακτική κίνηση κυμάνθηκε σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τα αντίστοιχα μεγέθη του προηγούμενου μήνα, ενώ παρατηρήθηκε μικρή αύξηση του επιπέδου τιμών των μετοχών.
Ειδικότερα, ο γενικός δείκτης τιμών μετοχών της κύριας αγοράς έκλεισε στις 2.156 μονάδες στο τέλος του μήνα, αυξημένος κατά 9 μονάδες ή 0,42% έναντι του Νοέμβρη. Αύξηση παρουσίασε η μηνιαία αξία των συναλλαγών της κύριας αγοράς που έφτασε τα 615,072 δισ. δρχ. έναντι 478,804 δισ. τον προηγούμενο μήνα, αυξήθηκε δηλαδή κατά 28,5%.Σε σύγκριση με το Δεκέμβρη του 1996 η αξία των συναλλαγών αυξήθηκε κατά 125,4%.
Γενικά ο Δεκέμβρης σε 21 συνεδριάσεις χαρακτηρίστηκε από τη μικρότερη κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο και μεγαλύτερη κατά το δεύτερο μέση ημερήσια αξία συναλλαγών αναφορικά με τα αντίστοιχα διαστήματα του προηγούμενου μήνα και τις σχετικά έντονες διακυμάνσεις στα ημερήσια επίπεδα τιμών των μετοχών κατά τις περισσότερες συνεδριάσεις. Η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών ήταν το πρώτο δεκαπενθήμερο 24,8 δισ. δρχ. και το δεύτερο δεκαπενθήμερο 32,2 δισ. δρχ.
Το Δεκέμβρη η αξία των συναλλαγών της παράλληλης αγοράς του Χρηματιστηρίου Αξιών της Αθήνας έφτασε περίπου τα 32,34 δισ. δρχ., έναντι 22,5 δισ. δρχ. τον προηγούμενο μήνα, αυξημένη δηλαδή κατά 52,98%.