ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 3 Γενάρη 1998
Σελ. /28
ΚΕΝΗ
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ

λ9

Στη μνήμη του αγαπημένου μου συντρόφου ΣΥΜΕΩΝ (Μάκη) ΛΙΜΠΕΡΑΤΟΥ και όλων των, απανταχού της Γης, ηρωικών συντρόφων μας, και προς τιμήν των συντρόφων μας όλων των ΚΟΒ και των ΟΒ, που με αυταπάρνηση, ανιδιοτέλεια και ανυπέρβλητο ηρωισμό δουλεύουν ακούραστα σ' αυτές τις δύσκολες συνθήκες για να μεσουρανήσει ο ήλιος του επιστημονικού κομμουνισμού, προσφέρω στην ΚΟΒ Κεντρικού Χαλανδρίου 80.000 δρχ.

Νίκη Σ. Λιμπεράτου

***

λ27

Στη μνήμη των αγωνιστών: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΗ,αδελφού μου ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ ΔΕΝΔΡΙΝΟΥ,βετεράνου δημοσιογράφου, ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΕΛΙΚΑ, παλαίμαχου κομμουνιστή από την Αμαλιάδα και ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΤΣΕΛΙΚΑ,αδελφού του Παύλου, που εξοντώθηκε από τα βασανιστήρια στη δικτατορία Μεταξά - Μανιαδάκη, προσφέρω στο ΚΚΕ, μέσω ΚΟΒ Αμαρουσίου, για τα 80χρονά του 100.000 δρχ.

Σωτήρης Καζαντζής

* * *

Σήμερα, 3 Γενάρη, συμπληρώνονται 3 χρόνια από το θάνατο του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΞΑΝΘΗ.

Πάντα θα τον θυμούμαστε.

Στη μνήμη του προσφέρουμε 10.000 δρχ. για τα 80χρονα του ΚΚΕ.

Η σύζυγός του Κρυσταλλία Ξανθή

Τα παιδιά του Γιώργος και Αριάδνη, ο εγγονός του Δημήτρης

* * *

Στη μνήμη του ΛΕΩΝΙΔΑ ΦΑΣΟΥΛΑ,μέλους του ΚΚΕ και αντιστασιακού κατά της δικτατορίας της χούντας, ο γιος του Θέμης Φασούλας από το Βύρωνα πρόσφερε για τα 80χρονα του ΚΚΕ 50.000 δρχ.

* * *

Στη μνήμη του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΛΑΓΟΥ,που χάθηκε πρόσφατα, οι παλιοί σύντροφοί του από την ΚΟΒ Πλατείας Βικτώριας Αποστόλης, Πάρης, Μπάμπης, Μαριάννα, Χρύσα, Σάκης, Δέσποινα και Τάκης προσφέρουν 10.000 δρχ. στο "Ριζοσπάστη".

* * *

λ9

Στη μνήμη του αγωνιστή ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΡΕΚΟΛΙΑ προσφέρω 10.000 δρχ. στο ΚΚΕ. Ευ. Μαυροκέφαλος

* * *

λ9

Στη μνήμη του αγωνιστή ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΡΚΙΜΠΑΤΖΑΚΗ,η γυναίκα του Ελλη πρόσφερε στη ΝΕ Αργολίδας 60.000 δρχ. για τα 80χρονα του ΚΚΕ.

* * *

Σήμερα, 3 Γενάρη, συμπληρώνονται 4 μήνες από το θάνατο της συζύγου μου ΕΥΘΥΜΙΑΣ ΜΗΛΙΑΡΑΚΗ.

Στη μνήμη της, προσφέρω ακόμη 30.000 δρχ. στο ΚΚΕ, μέσω ΚΟΒ Κυψέλης.

Λ. Μηλιαράκης

** *

λ9

Συμπληρώθηκαν 6 μήνες από τότε που έφυγε από κοντά μας ο αγωνιστής ΘΩΜΑΣ ΜΠΑΤΖΙΩΛΑΣ,μέλος του ΚΚΕ από το 1942. Το 1943 βγήκε στο βουνό, αντάρτης του ΕΛΑΣ και από τις γραμμές του πολέμησε τους κατακτητές. Μαχητής του ΔΣΕ στον Εμφύλιο, έζησε πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη, από όπου επαναπατρίστηκε και ως το τέλος της ζωής του παρέμεινε δραστήριος αγωνιστής για τα ιδανικά του ΚΚΕ.

Στη μνήμη του, προσφέρουμε 10.000 δρχ. στην ΚΟΒ Νέας Ιωνίας Μαγνησίας για τα 80χρονα του ΚΚΕ.

Η σύζυγος Σταυρούλα, η κόρη του Αρετή, τα εγγόνια του Βασίλης, Ελισάβετ* * *

Η Σταυρούλα Μπατζιώλα πρόσφερε στο "Ριζοσπάστη", μέσω ΚΟΒ Νέας Ιωνίας Μαγνησίας, 10.000 δρχ. στη μνήμη του αδερφού της ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΝΙΚΟΥ και του κουνιάδου της ΓΕΩΡΓΙΟΥ Χρ. ΜΠΑΤΖΙΩΛΑ,μαχητών του ΔΣΕ, που σκοτώθηκαν στον Εμφύλιο.

* * *

λ9

Στη μνήμη της αγωνίστριας της Εθνικής Αντίστασης ΑΓΛΑΪΑΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ,μέλους του ΚΚΕ ως το θάνατό της, ο σύζυγός της Σταύρος Κουντούρης πρόσφερε, μέσω της ΚΟΒ Κέντρου Πειραιά, 10.000 δρχ. για τα 80χρονα του ΚΚΕ.

* * *

λ9

Στη μνήμη του αγαπημένου μου συντρόφου ΜΙΧΑΛΗ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΑ,ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του, αγωνιζόμενος αταλάντευτα από τις γραμμές του ΚΚΕ, προσφέρω 100.000 δρχ. για τα 80χρονα του ΚΚΕ, μέσω της ΚΟΒ Φρυγίας Βύρωνα, της οποίας ήταν μέλος. Είναι η προσωπική του προσφορά που δεν πρόφθασε να τη δώσει ο ίδιος.

Ελένη Γαβρικίδου - Μπούρμπουλα

  • Στη μνήμη του συνεξόριστού μου Μιχάλη Μπούρμπουλα,που πέθανε πρόσφατα και αντί για στεφάνι στον τάφο του, προσφέρω 10.000 δρχ. στο ΚΚΕ.Θα τον θυμούμαι πάντα.

Φρόσω Χατζημιχαηλίδου

* * *

Για τα 80χρονα του ΚΚΕ και στη μνήμη του ΓΙΩΡΓΗ ΕΡΥΘΡΙΑΔΗ,της κουνιάδας μου ΕΥΛΑΛΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗ και των παιδιών της ΓΙΩΡΓΗ και ΚΩΣΤΑ,προσφέρω, μέσω ΚΟΒ Μεταμόρφωσης Βύρωνα, 35.000 δρχ.

Ελλη Ερυθριάδη

* * *

Μέσω της ΚΟΒ "Αγ. Νικολάου" Αχαρνών, προσφέρω 40.000 δρχ. στο ΚΚΕ και 10.000 δρχ. στην εφημερίδα μας, το "Ριζοσπάστη", στη μνήμη των γονιών μου ΘΑΝΑΣΗ και ΕΛΕΝΗΣ ΠΟΛΙΤΗ από το Αίγιο και των αγαπημένων μου αδελφών ΑΝΔΡΕΑ, ΚΩΣΤΑΚΗ, ΔΗΜΗΤΡΗ, ΓΙΩΡΓΟΥ και ΝΙΚΟΥ,της αδελφής μου ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ και του συντρόφου στη ζωή ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ,αγωνιστών και μελών του ΚΚΕ.Μαρία Πολίτου - Περιστερά

* * *

Στη μνήμη των αγωνιστών: ΦΙΛΙΠΠΑ ΚΑΤΣΙΚΑ,ΖΑΧΑΡΙΑ ΚΥΛΑΦΗ,ΣΠΥΡΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΗ,ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΕΣΜΑΤΖΟΓΛΟΥ και ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΜΑΚΗ,ο Β. Π. πρόσφερε 10.000 δρχ. στην Οργάνωση Σπουδάζουσας Θεσσαλονίκης.

* * *

Στη μνήμη του ΧΡΗΣΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΔΗ, ο οποίος δολοφονήθηκε το Μάη του 1943 από συνεργάτες των Γερμανών στο Αμύνταιο Φλώρινας, ο αδελφός του Δημήτριος Φραγκουλίδης πρόσφερε 10.000 δρχ. για τα 80χρονα του ΚΚΕ, μέσω ΚΟΒ ΕΒΕ Θεσσαλονίκης.

* * *

Στη μνήμη του ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, κομμουνιστή, αντιστασιακού, ο οποίος ήταν και γραμματέας της ΚΟ Νεάπολης Θεσσαλονίκης και πέθανε πριν από 9 χρόνια, προσφέρω 10.000 δρχ. για τα 80χρονα του ΚΚΕ.

Γιώργος Λεμονίδης - Θεσσαλονίκη

Το μεγάλο δίδαγμα του Σικελιανού

Του Τάκη ΑΔΑΜΟΥ

2ο ΜΕΡΟΣ (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)

Τελικά, ο Σικελιανός, δεν μπόρεσε να συγκροτήσει το Δελφικό Κέντρο, γιατί όλη η προσπάθεια στηριζόταν σε μιαν ουτοπία. Αν σταθήκαμε όμως τόσο πολύ στην προσπάθεια αυτή, είναι γιατί με τη Δελφική Ιδέα είναι δεμένο ένα σημαντικό μέρος της ζωής και της δημιουργίας του Σικελιανού, και γιατί από την εποχή αυτή σημειώνεται μια στροφή στη σκέψη του κι αρχίζει να παρουσιάζεται το αίσθημα της ευθύνης του πνευματικού ηγέτη απέναντι στην πατρίδα και την ανθρωπότητα. Αλλά και για έναν άλλο λόγο ακόμα. Αν η Δελφική Ιδέα ήταν μια ουτοπία, έτσι όπως τη συνέλαβε και προσπάθησε να την πραγματοποιήσει σ' εκείνες τις συνθήκες ο Σικελιανός, ωστόσο έκλεινε μέσα της το βαθύ πόθο του λαού μας για ειρηνική ζωή και δημιουργία. Στις σημερινές συνθήκες, που η ειρηνική συνύπαρξη αποτελεί τη βάση της εξωτερικής πολιτικής των χωρών του πανίσχυρου στρατοπέδου του σοσιαλισμού, η προσπάθεια εκείνη του Σικελιανού αποχτάει ξέχωρο νόημα και σημασία για τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας μας, για κάθε Ελληνα πατριώτη. Ο,τι στάθηκε αδύνατο για το μεγαλοφάνταστο ποιητή, μπορεί να γίνει σήμερα πραγματικότητα. Η εγκαθίδρυση της λαϊκοδημοκρατικής εξουσίας, στις περισσότερες χώρες της Βαλκανικής, και η πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας των βαλκανικών λαών, που εφαρμόζουν με συνέπεια οι υπεύθυνες πια κυβερνήσεις των λαϊκοδημοκρατικών χωρών της Βαλκανικής, ανοίγουν τεράστιες δυνατότητες προς την κατεύθυνση αυτή. Και χρέος μας, χρέος καθενός που αγαπάει το λαό και την πατρίδα μας, είναι να παλαίψει μ' όλες του τις δυνάμεις για την πραγματοποίηση του ευγενικού αυτού σκοπού. Κοντά σ' όλα τ' άλλα, αυτό θάναι και μια εκδήλωση αληθινού σεβασμού προς τη μνήμη του Σικελιανού.

Η αποτυχία του Δελφικού Κέντρου, παρά την πίκρα που πότισε το Σικελιανό, δεν τον αποθάρρυνε και δεν τον απομάκρυνε από τη σκέψη της δημιουργίας μιας κοινωνίας δίκαιης, χωρίς πολέμους και καταστροφές. Κι όσο περνούν τα χρόνια κι ωριμάζει ο ποιητής, τόσο στεριώνει μέσα του και η πίστη πως θάρθει η μέρα να λυτρωθεί ο άνθρωπος από τα δεσμά της ανάγκης και της βίας και θα βασιλέψουν στον κόσμο η λευτεριά και η δικαιοσύνη. Στο τραγούδι του "Ιερά Οδός", γραμμένο στα 1935, η ελπίδα και η πίστη αυτή διατυπώνονται ξεκάθαρα. Βάδιζε, λέει, ο ποιητής στην Ιερά Οδό - το δρόμο που φέρνει από την Αθήνα στην Ελευσίνα, - και καθώς στάθηκε σ' ένα κοτρώνι στην άκρη του δρόμου, κι άφησε το νου του να ξεστρατίσει στα περασμένα, πρόβαλε ξαφνικά μπροστά του ένας γύφτος με δύο αρκούδες. Η μία μεγάλη - η μάνα, η "αιώνια Μάνα", όπως τη λέει ο ποιητής κι η άλλη, το αρκούδι της, ανίδεο ακόμα από τα βάσανα. Και χτύπαγε ο γύφτος το ντέφι του να χορέψει η αρκούδα και τράβαγε με δύναμη το χαλκά της. Και εκείνη μουγκρίζοντας από τον πόνο ορθώθηκε και χόρευε.

... Κ' εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα/ έξω απ' το χρόνο, μακριά απ' το χρόνο/ ελεύθερος από μορφές κλεισμένες/ στον καιρό, από αγάλματα κι εικόνες/ ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο...

Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία/ του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,/ δεν έβλεπα άλλο απ' την τρανήν αρκούδα/ με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,/ μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου/ του κόσμου, τωρινού και περασμένου...

Εδώ είναι φανερή η στροφή που γίνεται στη συνείδηση του ποιητή. Θέλει να ξεστρατίσει μακριά, έξω από τόπο και χρόνο, μα η ζωντανή πραγματικότητα, ο χαλκάς - το φριχτό σύμβολο του κόσμου που στενάζει κάτω από τη βία - τον δένει σφιχτά με το παρόν. Και καθώς ο γύφτος φεύγει, τραβώντας τις αρκούδες του, ο ποιητής παίρνει το δρόμο για το ιερό της Ελευσίνας κι αναρωτιέται:

Κ' η καρδιά μου ως εβάδιζα, βογκούσε:/ "Θάρτει τάχα ποτέ, θε νάρτει η ώρα/ που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,/ κι η ψυχή μου, που Μυημένη τηνε κράζω,/ θα γιορτάσουν μαζί;"

Κι ως προχωρούσα,/ κι εβράδιαζε, ξανάνιωσα απ' την ίδια/ πληγή, που η μοίρα μ' άνοιξε, το σκότος/ να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,/ καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει/ το κύμα σε καράβι που ολοένα/ βουλιάζει... Κι όμως τέτοια ως να διψούσε/ πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη/ ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,/ σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,/ ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,/ ένα μούρμουρο,/ Κ' έμοιαζ' έλεε:/ "Θάρτει...".

Φυσικά και στο τραγούδι αυτό ο Σικελιανός δεν παύει νάχει τις ιδεαλιστικές θολούρες και να πιστεύει ότι θάρθει η ώρα που θα γιορτάσουν μαζί η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου, δηλαδή το θύμα και ο τύραννος μαζί. Ωστόσο όμως δείχνει την αισιοδοξία του για το λυτρωμό του ανθρώπου από τα δεινά της κοινωνικής ανισότητας. Τη σκέψη αυτή θα τη βαθύνει ακόμα πιο πολύ στη δεύτερη τραγωδία του, τη "Σίβυλλα", γραμμένη πέντε χρόνια αργότερα, στις παραμονές της επιδρομής του ιταλικού φασισμού στη χώρα μας. Και στην τραγωδία αυτή ο αρχαιολάτρης Σικελιανός χρησιμοποιεί σύμβολα παλιά, μα το περιεχόμενο είναι συγκαιρινό - κι ευκολονόητο. Εδώ προλέγει την επίθεση του φασισμού, τα βάσανα και τις συμφορές της κατοχής, μα με το χρησμό που βάζει στο στόμα της μάντισσας Σίβυλλας δείχνει πως, τελικά, νικητής θάναι ο λαός.

Κι ήρθε η επίθεση του φασισμού. Το ξεσήκωμα του λαού, οι νίκες του στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, το δράμα της κατοχής και το λαϊκό έπος της Εθνικής μας Αντίστασης συνταιριάζουν την ποίηση και τη δράση του Σικελιανού με την πορεία της ιστορικής πραγματικότητας. Κάνει μιαν αναδρομή στα περασμένα, αναλογίζεται τους κόπους και το χρόνο που ξόδεψε άσκοπα, κυνηγώντας ουτοπίες και χίμαιρες, απογυμνώνεται σιγά - σιγά από την εγωπάθεια και τις μεσιανικές ακροβασίες κι ανασκουμπώνεται στην πάλη για την πραγματική λευτεριά του λαού και της Πατρίδας.

Από την ώρα αυτή το έξοχο ποιητικό ταλέντο του Σικελιανού αποχτάει νέα, πολυδύναμα φτερά. Ποτίζεται από τα νάματα της πραγματικής Κασταλίας του έθνους μας - από τα νάματα του λαού - και η δημιουργία του ολοκληρώνεται.Θα τραγουδήσει στους στρατιώτες του μετώπου, που αντιμετωπίζουν νικηφόρα την επιδρομή του φασισμού "...τον υπέρτατο το αίνο, με του Αισχύλου τον άκρατο σκοπό" πως "η Ελλάδα σκώθηκε και τρώει τον ξένο...", θα υμνήσει τους αθάνατους πολεμιστές "του βουνού, του πέλαου και του κάμπου", που θυσιάστηκαν "για τα προπλάσματα μιας νέας ζωής που θάρτει". Και θα ορκιστεί πως θα μείνει πιστός στη μνήμη τους, εξεχώριστα δεμένος με το λαό και τον αγώνα του.

Και τώρα πια δε φεύγω από κοντά Σας,/ μηδέ στιγμή να φύγω από κοντά Σας/ ζητώ, γιατ' έχω κάμει απ' την καρδιά μου,/ για να χορεύετε, λεβέντες μου, έν' αλώνι,/ και δε χορταίνω, δε χορταίνω να σας βλέπω,/ πολεμιστές αθάνατοι, αδελφοί μου,/ ολοένα να χορεύετε τον κλέφτικο και το συρτό/ πα στην καρδιά μου!

Σε μιαν έρευνα, που έκανε το περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα" το Μάη του 1945, ο Σικελιανός απάντησε ως εξής στο ερώτημα, ποια ήταν τα συναισθήματά του όταν αντίκρυσε τον πρώτο Γερμανό στρατιώτη στην Αθήνα: "Αγανάκτηση, αηδία και Ευθύνη, απροσμέτρητη πνευματική και ηθική ευθύνη για το μέλλον". Μέσα σ' αυτή την απάντηση συμπυκνώνεται όλη η μεγαλωσύνη του Σικελιανού σαν πνευματικού ηγέτη και σαν πατριώτη.

Ζώντας τώρα ανάμεσα στο λαό, υποφέροντας τα ίδια βάσανα, αντιμετωπίζοντας στον ίδιο βαθμό την κτηνωδία των καταχτητών, ο Σικελιανός αισθάνεται βαθιά τους πόθους και τις ελπίδες του λαού, ενστερνίζεται τα λαϊκά ιδανικά, συμμετέχει στο σκληρό αγώνα για τη λευτεριά. Οργανώνεται με τους πρώτους διανοούμενους στο ΕΑΜ, και παίρνει δραστήρια μέρος στις επιτροπές διαμαρτυρίας στις αρχές κατοχής για τις συλλήψεις Ελλήνων πατριωτών, ιδιαίτερα διανοουμένων. Από την αρχή ακόμα της κατοχής, αντικρύζει σωστά το νόημα και το χαρακτήρα του αγώνα, σαν αγώνα εθνικολαϊκού - εθνικοαπελευθερωτικού. Στις 25 Μάρτη του 1942, ύστερα από το φοβερό χειμώνα της πείνας και του μαζικού εξολοθρεμού, θα τραγουδήσει την ανάσταση της πατρίδας:

Τα χελιδόνια του θανάτου Σου μηνά μιαν άνοιξη/ καινούργια, Ελλάδα, κι απ' τον τάφο Σου γιγάντια γέννα.../ Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρα Σου.../ Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα!

Οσο πιο σφιχτά δένεται με το λαό, τόσο πιο πολύ ανακαλύπτει το μεγαλείο της λαϊκής ψυχής. Ο γεμάτος αυταπάρνηση και ηρωισμό αγώνας για τη λευτεριά τον συγκλονίζει κατάβαθα.

... Κι απάνω - απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους/ φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.../ Η Ελλάδα σέρνει το χορό ψηλά με τους αντάρτες...

Η μαζική συμμετοχή του λαού στη σκληρή και αδυσώπητη πάλη με τον ανήλεο καταχτητή φλογίζει και συνεπαίρνει τον ποιητή. Το τραγούδι του γίνεται εγερτήριο σάλπισμα, παιάνας πολεμικός, αντηχεί βροντόλαλο κι αναρριπίζει την ψυχή του έθνους. Απάνω από το φέρετρο του Παλαμά, μπροστά στα μάτια του καταχτητή, ο Σικελιανός θα βροντοφωνάξει παληκαρίσια:

... Ηχείστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,/ δονείστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα.../ Βόγγα παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές/ της Λευτεριάς, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Ο Σικελιανός θα χαρεί και θα χαιρετίσει τη λευτεριά της πατρίδας με το καινούργιο, το πλατύ, το εθνικολαϊκό της περιεχόμενο. Κι όταν η λευτεριά αυτή ακρωτηριάζεται από τις ρουκέτες και τα τανκς του "σύμμαχου" Σκόμπυ, όταν ο φασισμός βρυκολακιάζει και στήνει στον τοίχο τη ζωντανή δόξα της Ελλάδας - τους σταυραητούς της Εθνικής μας Αντίστασης - ο Σικελιανός νιώθει τον εαυτό του αξεχώριστα δεμένο με το λαό, που αγωνίζεται και ματώνει για να βγάλει την πατρίδα στη λεωφόρο της πραγματικής λευτεριάς, της αναγέννησης και της προκοπής, και καλεί

"τους συντρόφους όλους", να κάμουνε το χρέος τους.

... Μοίρα κ' η Μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου!/ Κι απ' την Αγάπη, απ' τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη/ να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει/ ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει/ τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!/ Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα στα στήθη/ και κράζω σήμερα μ' αυτή προς τους συντρόφους όλους:/ Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ' την Ελλάδα/ Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ' τον κόσμο!/ Τι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,/ κι α, ιδέτε, χώθηκε τ' αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!/ Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν' ανέβει ο ήλιος,/ σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ' τη λάσπη,/ σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ' το γαίμα...

("Πνευματικό Εμβατήριο - Επίνικοι Β").

Το σάλπισμα αυτό του Σικελιανού αντηχεί και σήμερα με περίσσια ζωντάνια και ενάργεια. Γιατί ο ήλιος της εθνικής μας λευτεριάς και ανεξαρτησίας είναι ακόμη βουτηγμένος στη λάσπη και τον ποδοπατούν οι ιπποκόμοι των δεκανέων του Πεντάγωνου και οι κράχτες των νεοχιτλερικών της Βόννης. Ο ήλιος της Ελλάδας - ό,τι συμβολίζει και εκφράζει το Επος και τη δόξα της Αντίστασης - προπηλακίζεται και διώκεται, και στην εξουσία βρίσκονται οι κατοχικοί νομάρχες και οι άνθρωποι των λευκωμάτων της "έντιμης πενίας", τα ρετάλια της τεταρτοαυγουστιανής φασιστικής φάρας, οι θεωρητικοί της εθνικής υποτέλειας και οι υπερασπιστές και συνήγοροι των καθαρμάτων του χιτλεροφασισμού.

Μα τη θέση του απέναντι στα προβλήματα της σύγχρονης ζωής, απέναντι στα μεγάλα ανθρώπινα ιδανικά, την αγάπη του προς το λαό και τον αγώνα του για τη λευτεριά και την κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς και την πίστη του στην τελική νίκη του λαού ο Σικελιανός θα τα διατυπώσει πιο ολοκληρωμένα και με περισσή σαφήνεια στις δυο τραγωδίες του, που είναι τα τελευταία, αλλά και τα καλύτερά του έργα, στις τραγωδίες: "Ο Χριστός στη Ρώμη" και "Ο θάνατος του Διγενή".

Στο "Χριστό στη Ρώμη" κεντρική ιδέα του είναι το ξεσήκωμα και η πάλη των λαών για την απολύτρωσή τους από τα δεσμά της σκλαβιάς και της κοινωνικής ανισότητας. Πάνω στα ερείπια του παλιού, του συντριμμένου κόσμου, οι ελεύθεροι και κυρίαρχοι πια λαοί θα οικοδομήσουν τη νέα πραγματικά ανθρώπινη κοινωνία.

Χρησιμοποιώντας κι εδώ παλιά σύμβολα ο Σικελιανός απαντάει στα συγκαιρινά ερωτήματα και προβλήματα. Χαρακτηριστικοί για την οριστική προσγείωση του ποιητή από τους κόσμους του ονείρου και τις μεταφυσικές αντιλήψεις στην ιστορική πραγματικότητα είναι και τούτοι οι στίχοι:

... Τι κι αν οι θεοί μ' υπομονή στεφανωμένοι/ κι ολοένα πάνω από τα χρόνια καρτερούν;/ Τέτοιοι θεοί για μας λογιούνται πεθαμένοι/ και μ' ένα βήμα, μύριοι αιώνες προχωρούν...

("Ο Χριστός στη Ρώμη")

"Ο θάνατος του Διγενή", που η πηγή της έμπνευσής του βρίσκεται στην Εθνική μας Αντίσταση και γράφτηκε στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, είναι ένας ύμνος προς τον ελεύθερο κι ανυπότακτο λαό μας και εκφράζει την πίστη και την αφοσίωση του ποιητή προς τις δυνάμεις που παλαίβουν και οραματίζονται την καινούργια ζωή.

Στο θρύλο του Διγενή και των ακριτών του, ο Σικελιανός σαρκώνει τα ιδανικά και τους σκοπούς του εθνικοαπελευθερωτικού μας κινήματος. Τα σύμβολα είναι τόσο καθαρά και εκφράζουν με τόση διαύγεια και ορμή τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, που η τραγωδία αυτή, αν και τυπώθηκε στα 1947, κυκλοφόρησε μόνο το Μάρτη του 1950. Οι εκδότες, μπροστά στη λαιμητόμο του Γ Ψηφίσματος και του νόμου 509, φοβήθηκαν να βάλουν το βιβλίο στην κυκλοφορία.

Πραγματικά, στην τραγωδία αυτή η δημιουργία του Σικελιανού φτάνει στο αποκορύφωμά της. Τίποτα το θολό και το ακατανόητο. Τίποτα που να γεννάει την αμφιβολία και την παρερμηνεία. Ολα καθαρά και κρυστάλλινα, όπως είναι πια κι ο ψυχικός του κόσμος. Αρχή - αρχή της τραγωδίας ο χορός των παλικαριών θα τραγουδήσει τη λευτεριά. Το χαρούμενο αύριο.

Σηκώθη η λεβεντογενιά,/ φρεγάδα μ' ανοιχτά πανιά/ στον νιον αγέρα,/ για ν' αρμενίσει το ντουνιά/ κ' ακόμα πέρα.../ Με το Νοτιά, με το Βοριά/ ν' ανοίξει απέραντη πορειά/ στη Λευτεριά, στη Λευτεριά

...

τη νέα να δούμε μέρα...

Ο Διγενής με τους ακρίτες του, δηλαδή το εθνικό απελευθερωτικό κίνημα με την ηγεσία του και τους αγωνιστές του, αφού διώξαν τους κάθε λογής δυνάστες- "απελάτες" θα συντρίψουν την "παλιά κατάρα" και θα φέρουν στη γη τον παράδεισο.

...Την παλιά κατάρα/ θα την ξορκίσουμεν εμείς, κι όπως με χέρι/ ανήλεο στους γκρεμούς στριμώξαμε τους απελάτες/ ν' αναπαφτεί η φτωχολογιά που ζούσε γύρα,/ θ' ανασβολώσουμε τη γη από τα βοτάνια/ που τη φαρμάκωσαν, θα σπάσουμε τα μπόδια/ των ποταμών τα ρέματα π' αναστομώναν/ και θα τα ζέψουμε, στον ένα σκοπό που βγαίνει/ καθάριος απ' τις πρώτες τις πηγές της Πλάσης,/ και θα τα μπάσουμ' όλα μες στη χέρσα ν' αναστήσουν/ κλαριά μεγάλα, ν' ανεβεί τ' Αμπέλι του ήλιου,/ κι από παντού, πουλιά κι ανθοί και λαοί να ξεκινήσουν/ καινούργιου Δέντρου Ζωής τον ίσκιο να χαρούνε...

Ο Διγενής, θα ξεσκεπάσει την υποκρισία των αρχόντων, που απομυζούν από το λαό κάθε ικμάδα του, θησαυρίζοντας από τον ιδρώτα και το αίμα του. Απευθυνόμενος στο λαμπροστολισμένο αυτοκράτορα, θα τον ρωτήσει:

"Φοράς τα ρούχα της Ανάστασης ακόμα.../ μας πες... Για ποιόνε τα φοράς; Για το λαό σου;/ Τρέχουν, Βασίλειε, οι πληγές του, χρόνους τρέχουν,/ καθώς του πεύκου με τσεκούρι σαν το σκάβουν/ και στάζει, στάζει μέρα νύχτα το ρετσίνι.../ κι από τις ρίζες μαραγκιάζει το κορμί του.../ Κι όπου είναι πράσινο κλαρί την κάμπια βάνεις/ να το γιομίζει με το μαύρο της το σπόρο,/ πλούσιους, καλόγερους, παπάδες, δεσποτάδες,/ να τον σκουντάν ολημερίς να γονατίζει,/ σε προσευκές τη δύναμή του να ξοδεύει,/ την αναπνιά του από της πλάσης τον αγέρα/ στου λιβανιού την κοντανάσα να συμπνίγει/ φόρο στο φόρο όλο το αίμα του να δίνει/ κι όλο μες σ' ένα να τον γράφεις δουλοχάρτι...

Από το αμείλιχτο μαστίγωμα του Σικελιανού δε γλυτώνει τίποτα. Οι εκπρόσωποι της χρεωκοπημένης πολιτικής ηγεσίας, που στα σκληρά χρόνια της κατοχικής δοκιμασίας, αρνήθηκαν να κάνουν το χρέος τους προς την πατρίδα κι είτε έμειναν - στην καλύτερη περίπτωση - κλεισμένοι στο καβούκι τους, σαν ευτελείς καιροσκόποι, ενώ άλλοι συνεργάστηκαν με τον κατακτητή και χτύπησαν, όπως μπόρεσαν, το λαό, είτε υπόσκαψαν τον αγώνα του και υπόκλεψαν τη νίκη του, δε θα βρουν έλεος.

Καταχλωμιάσαν Φαρισαίοι και Ιερείς/της Λευτεριάς ως αργοφύσησε τ' αγέρι.../ καθώς σε λίχνισμα χωρίσαν από μας/ πως απ' το στάρι φεύγει τ' άχερο και η αίρη...

Καταδικάζοντας τα ψεύτικα ιδανικά και τους φορείς τους και υμνώντας το λαό, τον πραγματικό δημιουργό όλων των αξιών της ζωής, θα βάλει στο στόμα του Διγενή τούτα τα λόγια:

Ψεύτικοι θεοί πολλοί σαπίζουνε την πλάση,/ μα αυτός ο θεός που 'ναι ο λαός, θα μείνει πάντα.../ στη σαπισμένη γη να φέρνει την υγεία της.../

Σαν το μυθικό Ανταίο ζητάει να στηριχτεί μόνο στη δύναμη του λαού, στης εργατιάς τα χέρια.

Ελάτε απάνω, ελάτε αδέλφια γκαρδιακά μου/ βάλτε το χέρι τ' αργατιάρικο, γιομάτο κάλους,/ μέσα στη φούχτα μου βαρύ πολύ να πέσει,/ να μου ριζώσουν τα ποδάρια μου στη γη και πάλι...

Και η τραγωδία θα κλείσει με την πιο αισιόδοξη διακήρυξη πίστης στο λαό, στις απέραντες δημιουργικές του δυνάμεις, στην αναπότρεπτη, ιστορικά, νίκη του λαού:

Απ' την αντίβιγλα των λαών κι από τα δάση,/ χυμά μια απέραντη πνοή,/ πόχει βουή κι αντιβουή:/ "Τόπο στη ζωή... Τόπο στη ζωή.../ Δεν αποπαίδισεν η Πλάση!"

Η στροφή αυτή του Σικελιανού προς το λαό, ο ανυπόκριτος θαυμασμός του, η απέραντη αγάπη και αφοσίωσή του προς τα εθνικολαϊκά ιδανικά, που αποτελούν το περιεχόμενο της καλύτερης ποιητικής του δημιουργίας, προκάλεσαν το μίσος και τη λύσσα της άρχουσας ολιγαρχίας και των εκπροσώπων της. Κλειστές μένουν οι πόρτες της Ακαδημίας για το μεγάλο ποιητή. Και το επίσημο κράτος φτάνει στο έσχατο κατάντημα να επέμβει ανοιχτά για να ματαιώσει την απονομή του βραβείου Νόμπελ στο Σικελιανό - ενός βραβείου που θα τιμούσε πριν απ' όλα την Ελλάδα.

Μα ούτε το μίσος, ούτε οι κατατρεγμοί μπόρεσαν να κλονίσουν το Σικελιανό. Δεν υποκύπτει σε κανένα εκβιασμό και σε καμιά πίεση. Κι όχι μόνον αρνείται να βάλει την υπογραφή του - που θα "ταχτοποιούσε έτσι τη θέση του" - σε μια διακήρυξη "διανοουμένων" που αναγόρευαν το χιτλερικό αίσχος του Μακρονησιού σε "νέο Παρθενώνα", αλλά και εκδηλώνει σε κάθε περίπτωση την αντίθεσή του προς το καθεστώς αυτό της απάνθρωπης βίας, χρησιμοποιώντας ακόμα και στην ιδιωτική του ζωή ανάλογους χαρακτηρισμούς. "Μακρόνησο τόχεις κάνει το σπίτι μου", φωνάζει μια μέρα στη γυναίκα του, που προσπαθεί να του ρυθμίσει τη ζωή προς όφελος της υγείας του.

Και το μίσος αυτό της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας - ένα μίσος κυριολεκτικά ζωώδικο - κυνήγησε το Σικελιανό και πέρα από τον τάφο του. Ενα χρονογράφημα του Π. Παλαιολόγου στο "Βήμα" της 21.6.51 - την επόμενη της κηδείας του Σικελιανού - είναι μια πολύ αποκαλυπτική μαρτυρία.

"...Οταν σκέπτεται κανένας πώς του φερθήκαμε, - γράφει ο Π. Παλαιολόγος. Ακόμα ως προχθές, το βράδυ του θανάτου του. Πηγαίνοντας να του φιλήσω το χέρι, περίμενα ότι η επίσημη Ελλάδα, που τον αγνόησε ζωντανό, θα είχε φράξει με τις κούρσες της το δρόμο της +εαΠαμμακάριστης+ετ όπου άφησε την τελευταία πνοή του. Επεσα στο κενό... Ούτε ένας εκπρόσωπος της Πολιτείας. Ας ήταν κι ένας διευθυντής του υπουργείου Παιδείας, που θα κόμιζε τα πρώτα άνθη σ' εκείνον που δόξασε το ελληνικό πνεύμα...

...Μήπως δεν αρνήθηκε η Ακαδημία την έδρα της; Χρειάστηκε η πρόταση του Ακαδημαϊκού κ. Κόκκινου... για ν' ακουστεί το όνομα Σικελιανός κάτω από τους θόλους του ανωτάτου πνευματικού ιδρύματος. Μια υποψηφιότητα υπό συζήτηση... Το χωρεί το μυαλό σας; Η μεγαλύτερη ελληνική διάνοια έξω από την Ακαδημία; Ο μόνος αθάνατος από τους συγχρόνους μας σε απόσταση από τη στέγη των "αθανάτων", που οι περισσότεροι απ' αυτούς νεκροί περιφέρονται και πριν από το θάνατό τους...".

Και πέρα από το θάνατο, λοιπόν, το μίσος της ολιγαρχίας και των εκπροσώπων της. Στην κηδεία του μεγάλου ποιητή ελάχιστοι οι επίσημοι εκπρόσωποι, για να κρατήσουν μόνο τα προσχήματα. Μα ήταν χιλιάδες ο λαός, που ήρθε να συνοδέψει τον ποιητή του στη στερνή του κατοικία.

Στον τάφο του Παλαμά ο Σικελιανός, αψηφώντας τους κατακτητές, βροντοφώναξε το φλογερό του σάλπισμα για τη λευτεριά. Οχτώ χρόνια αργότερα, στις 20 του Ιούνη 1951, στο δικό του τάφο δεν επιτράπηκε σε κανέναν ν' απαγγείλει. Το μισαλλόδοξο κράτος της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας απαγόρευσε μια τέτοια "επικίνδυνη" εκδήλωση. Ο λαός όμως τραγούδησε και στον τάφο του Σικελιανού - όπως και τότε στον τάφο του Παλαμά - τον εθνικό μας ύμνο. Διαδήλωσε και τούτη τη φορά την πίστη του στον αγώνα για την εθνική μας ανεξαρτησία, την αντίθεσή του προς την ξενοδουλεία και την υποτέλεια. Και διατράνωσε την απέραντη αγάπη του προς το Σικελιανό, το μεγάλο του θαυμασμό για το έργο και τη δράση του.

Δυο αντιφατικά αισθήματα και εκδηλώσεις. Από τη μια η απέραντη αγάπη του λαού, από την άλλη το βαθύ μίσος των εκμεταλλευτών. Ετσι τοποθετημένα και τα δυο είναι αρκετά για να κρίνουν και να δικαιώσουν τη ζωή και το έργο του Σικελιανού και να δείξουν πως ο ποιητής πορεύτηκε το δρόμο το σωστό και εκπλήρωσε με τιμή το χρέος του σαν πνευματικός ηγέτης και σαν άνθρωπος. Γι' αυτό και η μνήμη του θα μείνει για πάντα ζωντανή στην ψυχή του έθνους μας. "Στο θαρραλέο, στον ακέραιο, στον Ελληνα, στον τίμιο πνευματικό πρωταγωνιστή του καιρού του - έγραψε επιγραμματικά ο Κ. Βάρναλης για το Σικελιανό, - θα χρωστάει το έθνος παντοτεινήν ευγνωμοσύνην, τόσο παντοτεινήν και αθάνατην, όσο το έργο του ποιητή. Η άδολη, γρήγορη και ασημένια κλαγγή των στίχων του θ' ακούγεται πάντα σε καρδιές και σε ρουμάνια, σ' ευτυχίες και σε δυστυχίες, σ' όνειρα και σε πράξη - πάντα παλαιά, πάντα νεανική".

Ο Αγγελος και η Αννα Σικελιανού, το 1951, στο Τουρκολίμανο

Χειρόγραφο του Αγγελου Σικελιανού



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ