Το μεγάλο δίδαγμα του Σικελιανού
Του Τάκη ΑΔΑΜΟΥ
2ο ΜΕΡΟΣ (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)
... Κ' εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα/ έξω απ' το χρόνο, μακριά απ' το χρόνο/ ελεύθερος από μορφές κλεισμένες/ στον καιρό, από αγάλματα κι εικόνες/ ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο...
Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία/ του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,/ δεν έβλεπα άλλο απ' την τρανήν αρκούδα/ με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,/ μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου/ του κόσμου, τωρινού και περασμένου...
Εδώ είναι φανερή η στροφή που γίνεται στη συνείδηση του ποιητή. Θέλει να ξεστρατίσει μακριά, έξω από τόπο και χρόνο, μα η ζωντανή πραγματικότητα, ο χαλκάς - το φριχτό σύμβολο του κόσμου που στενάζει κάτω από τη βία - τον δένει σφιχτά με το παρόν. Και καθώς ο γύφτος φεύγει, τραβώντας τις αρκούδες του, ο ποιητής παίρνει το δρόμο για το ιερό της Ελευσίνας κι αναρωτιέται:
Κ' η καρδιά μου ως εβάδιζα, βογκούσε:/ "Θάρτει τάχα ποτέ, θε νάρτει η ώρα/ που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,/ κι η ψυχή μου, που Μυημένη τηνε κράζω,/ θα γιορτάσουν μαζί;"
Κι ως προχωρούσα,/ κι εβράδιαζε, ξανάνιωσα απ' την ίδια/ πληγή, που η μοίρα μ' άνοιξε, το σκότος/ να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,/ καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει/ το κύμα σε καράβι που ολοένα/ βουλιάζει... Κι όμως τέτοια ως να διψούσε/ πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη/ ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,/ σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,/ ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,/ ένα μούρμουρο,/ Κ' έμοιαζ' έλεε:/ "Θάρτει...".
Κι ήρθε η επίθεση του φασισμού. Το ξεσήκωμα του λαού, οι νίκες του στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, το δράμα της κατοχής και το λαϊκό έπος της Εθνικής μας Αντίστασης συνταιριάζουν την ποίηση και τη δράση του Σικελιανού με την πορεία της ιστορικής πραγματικότητας. Κάνει μιαν αναδρομή στα περασμένα, αναλογίζεται τους κόπους και το χρόνο που ξόδεψε άσκοπα, κυνηγώντας ουτοπίες και χίμαιρες, απογυμνώνεται σιγά - σιγά από την εγωπάθεια και τις μεσιανικές ακροβασίες κι ανασκουμπώνεται στην πάλη για την πραγματική λευτεριά του λαού και της Πατρίδας.
Από την ώρα αυτή το έξοχο ποιητικό ταλέντο του Σικελιανού αποχτάει νέα, πολυδύναμα φτερά. Ποτίζεται από τα νάματα της πραγματικής Κασταλίας του έθνους μας - από τα νάματα του λαού - και η δημιουργία του ολοκληρώνεται.Θα τραγουδήσει στους στρατιώτες του μετώπου, που αντιμετωπίζουν νικηφόρα την επιδρομή του φασισμού "...τον υπέρτατο το αίνο, με του Αισχύλου τον άκρατο σκοπό" πως "η Ελλάδα σκώθηκε και τρώει τον ξένο...", θα υμνήσει τους αθάνατους πολεμιστές "του βουνού, του πέλαου και του κάμπου", που θυσιάστηκαν "για τα προπλάσματα μιας νέας ζωής που θάρτει". Και θα ορκιστεί πως θα μείνει πιστός στη μνήμη τους, εξεχώριστα δεμένος με το λαό και τον αγώνα του.
Και τώρα πια δε φεύγω από κοντά Σας,/ μηδέ στιγμή να φύγω από κοντά Σας/ ζητώ, γιατ' έχω κάμει απ' την καρδιά μου,/ για να χορεύετε, λεβέντες μου, έν' αλώνι,/ και δε χορταίνω, δε χορταίνω να σας βλέπω,/ πολεμιστές αθάνατοι, αδελφοί μου,/ ολοένα να χορεύετε τον κλέφτικο και το συρτό/ πα στην καρδιά μου!
Ζώντας τώρα ανάμεσα στο λαό, υποφέροντας τα ίδια βάσανα, αντιμετωπίζοντας στον ίδιο βαθμό την κτηνωδία των καταχτητών, ο Σικελιανός αισθάνεται βαθιά τους πόθους και τις ελπίδες του λαού, ενστερνίζεται τα λαϊκά ιδανικά, συμμετέχει στο σκληρό αγώνα για τη λευτεριά. Οργανώνεται με τους πρώτους διανοούμενους στο ΕΑΜ, και παίρνει δραστήρια μέρος στις επιτροπές διαμαρτυρίας στις αρχές κατοχής για τις συλλήψεις Ελλήνων πατριωτών, ιδιαίτερα διανοουμένων. Από την αρχή ακόμα της κατοχής, αντικρύζει σωστά το νόημα και το χαρακτήρα του αγώνα, σαν αγώνα εθνικολαϊκού - εθνικοαπελευθερωτικού. Στις 25 Μάρτη του 1942, ύστερα από το φοβερό χειμώνα της πείνας και του μαζικού εξολοθρεμού, θα τραγουδήσει την ανάσταση της πατρίδας:
Τα χελιδόνια του θανάτου Σου μηνά μιαν άνοιξη/ καινούργια, Ελλάδα, κι απ' τον τάφο Σου γιγάντια γέννα.../ Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρα Σου.../ Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα!
Οσο πιο σφιχτά δένεται με το λαό, τόσο πιο πολύ ανακαλύπτει το μεγαλείο της λαϊκής ψυχής. Ο γεμάτος αυταπάρνηση και ηρωισμό αγώνας για τη λευτεριά τον συγκλονίζει κατάβαθα.
... Κι απάνω - απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους/ φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.../ Η Ελλάδα σέρνει το χορό ψηλά με τους αντάρτες...
... Ηχείστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,/ δονείστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα.../ Βόγγα παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές/ της Λευτεριάς, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Ο Σικελιανός θα χαρεί και θα χαιρετίσει τη λευτεριά της πατρίδας με το καινούργιο, το πλατύ, το εθνικολαϊκό της περιεχόμενο. Κι όταν η λευτεριά αυτή ακρωτηριάζεται από τις ρουκέτες και τα τανκς του "σύμμαχου" Σκόμπυ, όταν ο φασισμός βρυκολακιάζει και στήνει στον τοίχο τη ζωντανή δόξα της Ελλάδας - τους σταυραητούς της Εθνικής μας Αντίστασης - ο Σικελιανός νιώθει τον εαυτό του αξεχώριστα δεμένο με το λαό, που αγωνίζεται και ματώνει για να βγάλει την πατρίδα στη λεωφόρο της πραγματικής λευτεριάς, της αναγέννησης και της προκοπής, και καλεί