Σάββατο 3 Γενάρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 22

Το μεγάλο δίδαγμα του Σικελιανού

Του Τάκη ΑΔΑΜΟΥ

2ο ΜΕΡΟΣ (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)

Τελικά, ο Σικελιανός, δεν μπόρεσε να συγκροτήσει το Δελφικό Κέντρο, γιατί όλη η προσπάθεια στηριζόταν σε μιαν ουτοπία. Αν σταθήκαμε όμως τόσο πολύ στην προσπάθεια αυτή, είναι γιατί με τη Δελφική Ιδέα είναι δεμένο ένα σημαντικό μέρος της ζωής και της δημιουργίας του Σικελιανού, και γιατί από την εποχή αυτή σημειώνεται μια στροφή στη σκέψη του κι αρχίζει να παρουσιάζεται το αίσθημα της ευθύνης του πνευματικού ηγέτη απέναντι στην πατρίδα και την ανθρωπότητα. Αλλά και για έναν άλλο λόγο ακόμα. Αν η Δελφική Ιδέα ήταν μια ουτοπία, έτσι όπως τη συνέλαβε και προσπάθησε να την πραγματοποιήσει σ' εκείνες τις συνθήκες ο Σικελιανός, ωστόσο έκλεινε μέσα της το βαθύ πόθο του λαού μας για ειρηνική ζωή και δημιουργία. Στις σημερινές συνθήκες, που η ειρηνική συνύπαρξη αποτελεί τη βάση της εξωτερικής πολιτικής των χωρών του πανίσχυρου στρατοπέδου του σοσιαλισμού, η προσπάθεια εκείνη του Σικελιανού αποχτάει ξέχωρο νόημα και σημασία για τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας μας, για κάθε Ελληνα πατριώτη. Ο,τι στάθηκε αδύνατο για το μεγαλοφάνταστο ποιητή, μπορεί να γίνει σήμερα πραγματικότητα. Η εγκαθίδρυση της λαϊκοδημοκρατικής εξουσίας, στις περισσότερες χώρες της Βαλκανικής, και η πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας των βαλκανικών λαών, που εφαρμόζουν με συνέπεια οι υπεύθυνες πια κυβερνήσεις των λαϊκοδημοκρατικών χωρών της Βαλκανικής, ανοίγουν τεράστιες δυνατότητες προς την κατεύθυνση αυτή. Και χρέος μας, χρέος καθενός που αγαπάει το λαό και την πατρίδα μας, είναι να παλαίψει μ' όλες του τις δυνάμεις για την πραγματοποίηση του ευγενικού αυτού σκοπού. Κοντά σ' όλα τ' άλλα, αυτό θάναι και μια εκδήλωση αληθινού σεβασμού προς τη μνήμη του Σικελιανού.

Η αποτυχία του Δελφικού Κέντρου, παρά την πίκρα που πότισε το Σικελιανό, δεν τον αποθάρρυνε και δεν τον απομάκρυνε από τη σκέψη της δημιουργίας μιας κοινωνίας δίκαιης, χωρίς πολέμους και καταστροφές. Κι όσο περνούν τα χρόνια κι ωριμάζει ο ποιητής, τόσο στεριώνει μέσα του και η πίστη πως θάρθει η μέρα να λυτρωθεί ο άνθρωπος από τα δεσμά της ανάγκης και της βίας και θα βασιλέψουν στον κόσμο η λευτεριά και η δικαιοσύνη. Στο τραγούδι του "Ιερά Οδός", γραμμένο στα 1935, η ελπίδα και η πίστη αυτή διατυπώνονται ξεκάθαρα. Βάδιζε, λέει, ο ποιητής στην Ιερά Οδό - το δρόμο που φέρνει από την Αθήνα στην Ελευσίνα, - και καθώς στάθηκε σ' ένα κοτρώνι στην άκρη του δρόμου, κι άφησε το νου του να ξεστρατίσει στα περασμένα, πρόβαλε ξαφνικά μπροστά του ένας γύφτος με δύο αρκούδες. Η μία μεγάλη - η μάνα, η "αιώνια Μάνα", όπως τη λέει ο ποιητής κι η άλλη, το αρκούδι της, ανίδεο ακόμα από τα βάσανα. Και χτύπαγε ο γύφτος το ντέφι του να χορέψει η αρκούδα και τράβαγε με δύναμη το χαλκά της. Και εκείνη μουγκρίζοντας από τον πόνο ορθώθηκε και χόρευε.

... Κ' εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα/ έξω απ' το χρόνο, μακριά απ' το χρόνο/ ελεύθερος από μορφές κλεισμένες/ στον καιρό, από αγάλματα κι εικόνες/ ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο...

Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία/ του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,/ δεν έβλεπα άλλο απ' την τρανήν αρκούδα/ με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,/ μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου/ του κόσμου, τωρινού και περασμένου...

Εδώ είναι φανερή η στροφή που γίνεται στη συνείδηση του ποιητή. Θέλει να ξεστρατίσει μακριά, έξω από τόπο και χρόνο, μα η ζωντανή πραγματικότητα, ο χαλκάς - το φριχτό σύμβολο του κόσμου που στενάζει κάτω από τη βία - τον δένει σφιχτά με το παρόν. Και καθώς ο γύφτος φεύγει, τραβώντας τις αρκούδες του, ο ποιητής παίρνει το δρόμο για το ιερό της Ελευσίνας κι αναρωτιέται:

Κ' η καρδιά μου ως εβάδιζα, βογκούσε:/ "Θάρτει τάχα ποτέ, θε νάρτει η ώρα/ που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,/ κι η ψυχή μου, που Μυημένη τηνε κράζω,/ θα γιορτάσουν μαζί;"

Κι ως προχωρούσα,/ κι εβράδιαζε, ξανάνιωσα απ' την ίδια/ πληγή, που η μοίρα μ' άνοιξε, το σκότος/ να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,/ καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει/ το κύμα σε καράβι που ολοένα/ βουλιάζει... Κι όμως τέτοια ως να διψούσε/ πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη/ ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,/ σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,/ ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,/ ένα μούρμουρο,/ Κ' έμοιαζ' έλεε:/ "Θάρτει...".

Φυσικά και στο τραγούδι αυτό ο Σικελιανός δεν παύει νάχει τις ιδεαλιστικές θολούρες και να πιστεύει ότι θάρθει η ώρα που θα γιορτάσουν μαζί η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου, δηλαδή το θύμα και ο τύραννος μαζί. Ωστόσο όμως δείχνει την αισιοδοξία του για το λυτρωμό του ανθρώπου από τα δεινά της κοινωνικής ανισότητας. Τη σκέψη αυτή θα τη βαθύνει ακόμα πιο πολύ στη δεύτερη τραγωδία του, τη "Σίβυλλα", γραμμένη πέντε χρόνια αργότερα, στις παραμονές της επιδρομής του ιταλικού φασισμού στη χώρα μας. Και στην τραγωδία αυτή ο αρχαιολάτρης Σικελιανός χρησιμοποιεί σύμβολα παλιά, μα το περιεχόμενο είναι συγκαιρινό - κι ευκολονόητο. Εδώ προλέγει την επίθεση του φασισμού, τα βάσανα και τις συμφορές της κατοχής, μα με το χρησμό που βάζει στο στόμα της μάντισσας Σίβυλλας δείχνει πως, τελικά, νικητής θάναι ο λαός.

Κι ήρθε η επίθεση του φασισμού. Το ξεσήκωμα του λαού, οι νίκες του στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, το δράμα της κατοχής και το λαϊκό έπος της Εθνικής μας Αντίστασης συνταιριάζουν την ποίηση και τη δράση του Σικελιανού με την πορεία της ιστορικής πραγματικότητας. Κάνει μιαν αναδρομή στα περασμένα, αναλογίζεται τους κόπους και το χρόνο που ξόδεψε άσκοπα, κυνηγώντας ουτοπίες και χίμαιρες, απογυμνώνεται σιγά - σιγά από την εγωπάθεια και τις μεσιανικές ακροβασίες κι ανασκουμπώνεται στην πάλη για την πραγματική λευτεριά του λαού και της Πατρίδας.

Από την ώρα αυτή το έξοχο ποιητικό ταλέντο του Σικελιανού αποχτάει νέα, πολυδύναμα φτερά. Ποτίζεται από τα νάματα της πραγματικής Κασταλίας του έθνους μας - από τα νάματα του λαού - και η δημιουργία του ολοκληρώνεται.Θα τραγουδήσει στους στρατιώτες του μετώπου, που αντιμετωπίζουν νικηφόρα την επιδρομή του φασισμού "...τον υπέρτατο το αίνο, με του Αισχύλου τον άκρατο σκοπό" πως "η Ελλάδα σκώθηκε και τρώει τον ξένο...", θα υμνήσει τους αθάνατους πολεμιστές "του βουνού, του πέλαου και του κάμπου", που θυσιάστηκαν "για τα προπλάσματα μιας νέας ζωής που θάρτει". Και θα ορκιστεί πως θα μείνει πιστός στη μνήμη τους, εξεχώριστα δεμένος με το λαό και τον αγώνα του.

Και τώρα πια δε φεύγω από κοντά Σας,/ μηδέ στιγμή να φύγω από κοντά Σας/ ζητώ, γιατ' έχω κάμει απ' την καρδιά μου,/ για να χορεύετε, λεβέντες μου, έν' αλώνι,/ και δε χορταίνω, δε χορταίνω να σας βλέπω,/ πολεμιστές αθάνατοι, αδελφοί μου,/ ολοένα να χορεύετε τον κλέφτικο και το συρτό/ πα στην καρδιά μου!

Σε μιαν έρευνα, που έκανε το περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα" το Μάη του 1945, ο Σικελιανός απάντησε ως εξής στο ερώτημα, ποια ήταν τα συναισθήματά του όταν αντίκρυσε τον πρώτο Γερμανό στρατιώτη στην Αθήνα: "Αγανάκτηση, αηδία και Ευθύνη, απροσμέτρητη πνευματική και ηθική ευθύνη για το μέλλον". Μέσα σ' αυτή την απάντηση συμπυκνώνεται όλη η μεγαλωσύνη του Σικελιανού σαν πνευματικού ηγέτη και σαν πατριώτη.

Ζώντας τώρα ανάμεσα στο λαό, υποφέροντας τα ίδια βάσανα, αντιμετωπίζοντας στον ίδιο βαθμό την κτηνωδία των καταχτητών, ο Σικελιανός αισθάνεται βαθιά τους πόθους και τις ελπίδες του λαού, ενστερνίζεται τα λαϊκά ιδανικά, συμμετέχει στο σκληρό αγώνα για τη λευτεριά. Οργανώνεται με τους πρώτους διανοούμενους στο ΕΑΜ, και παίρνει δραστήρια μέρος στις επιτροπές διαμαρτυρίας στις αρχές κατοχής για τις συλλήψεις Ελλήνων πατριωτών, ιδιαίτερα διανοουμένων. Από την αρχή ακόμα της κατοχής, αντικρύζει σωστά το νόημα και το χαρακτήρα του αγώνα, σαν αγώνα εθνικολαϊκού - εθνικοαπελευθερωτικού. Στις 25 Μάρτη του 1942, ύστερα από το φοβερό χειμώνα της πείνας και του μαζικού εξολοθρεμού, θα τραγουδήσει την ανάσταση της πατρίδας:

Τα χελιδόνια του θανάτου Σου μηνά μιαν άνοιξη/ καινούργια, Ελλάδα, κι απ' τον τάφο Σου γιγάντια γέννα.../ Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρα Σου.../ Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα!

Οσο πιο σφιχτά δένεται με το λαό, τόσο πιο πολύ ανακαλύπτει το μεγαλείο της λαϊκής ψυχής. Ο γεμάτος αυταπάρνηση και ηρωισμό αγώνας για τη λευτεριά τον συγκλονίζει κατάβαθα.

... Κι απάνω - απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους/ φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.../ Η Ελλάδα σέρνει το χορό ψηλά με τους αντάρτες...

Η μαζική συμμετοχή του λαού στη σκληρή και αδυσώπητη πάλη με τον ανήλεο καταχτητή φλογίζει και συνεπαίρνει τον ποιητή. Το τραγούδι του γίνεται εγερτήριο σάλπισμα, παιάνας πολεμικός, αντηχεί βροντόλαλο κι αναρριπίζει την ψυχή του έθνους. Απάνω από το φέρετρο του Παλαμά, μπροστά στα μάτια του καταχτητή, ο Σικελιανός θα βροντοφωνάξει παληκαρίσια:

... Ηχείστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,/ δονείστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα.../ Βόγγα παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές/ της Λευτεριάς, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Ο Σικελιανός θα χαρεί και θα χαιρετίσει τη λευτεριά της πατρίδας με το καινούργιο, το πλατύ, το εθνικολαϊκό της περιεχόμενο. Κι όταν η λευτεριά αυτή ακρωτηριάζεται από τις ρουκέτες και τα τανκς του "σύμμαχου" Σκόμπυ, όταν ο φασισμός βρυκολακιάζει και στήνει στον τοίχο τη ζωντανή δόξα της Ελλάδας - τους σταυραητούς της Εθνικής μας Αντίστασης - ο Σικελιανός νιώθει τον εαυτό του αξεχώριστα δεμένο με το λαό, που αγωνίζεται και ματώνει για να βγάλει την πατρίδα στη λεωφόρο της πραγματικής λευτεριάς, της αναγέννησης και της προκοπής, και καλεί


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ