ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Μάρτη 2000
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΗΠΑ
Οργή για την αστυνομική βία και την «τυφλή» Δικαιοσύνη

Ο θρήνος της μάνας στην κηδείας του Αμαντού Ντιάλο

Associated Press

Ο θρήνος της μάνας στην κηδείας του Αμαντού Ντιάλο
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ.-

Ασυγκράτητη κατακραυγή και ογκώδεις μαχητικές διαμαρτυρίες προκάλεσε στις ΗΠΑ, και ιδιαίτερα στη Νέα Υόρκη, η αθωωτική απόφαση που εξέδωσε το απόγευμα της Παρασκευής (25/2), το Ορκωτό Δικαστήριο του Ολμπανι, πρωτεύουσας της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, υπέρ των τεσσάρων λευκών αστυνομικών, οι οποίοι είχαν εξοντώσει τα μεσάνυχτα της 4ης Φλεβάρη του 1999, έπειτα από ένα φοβερό καταιγισμό 41 πυροβολισμών, τον άοπλο Δυτικοαφρικανό μετανάστη Αμαντού Ντιάλο, καθώς βρισκόταν στην είσοδο του σπιτιού όπου κατοικούσε, στην περιοχή Μπρονξ της πόλης της Νέας Υόρκης.

Ο Ντιάλο, 22 ετών, που καταγόταν από τη Γουινέα, ήταν υπαίθριος εμποράκος. Πωλούσε βίντεο, κάλτσες, γάντια και άλλα παρόμοια είδη, τοποθετημένα σε ένα πεζοδρόμιο της 14ης οδού του Μανχάταν, κεντρικής περιοχής της Νέας Υόρκης. Δούλευε 12 ώρες τη μέρα, επί 6 ή 7 μέρες τη βδομάδα, για να βοηθάει την οικογένειά του στην πατρίδα του. Ηταν ένας καλός, μετρίου αναστήματος νέος, χωρίς κανένα ποινικό μητρώο. Γύρω στα μεσάνυχτα της μέρας εκείνης είχε γυρίσει στο σπίτι του. Στις 12.40 π.μ., κατέφθασαν εκεί οι 4 λευκοί αστυνομικοί, μέλη της λεγόμενης Μονάδας Εγκλήματος του Δρόμου, περιπολώντας με ένα αυτοκίνητο χωρίς αστυνομικά διακριτικά και έχοντας πολιτική περιβολή. Αναζητούσαν, όπως είχαν πει τότε, έναν ύποπτο για σειρά σεξουαλικών βιασμών. Ηταν οι: Σιν Κάρολ, 37, Εντουάρτ Μακμέλον, 27, Κένεθ Μπος 28 και Ρίτσαρντ Μέρφι, 27 ετών.

Καταθέτοντας στη δίκη μια γυναίκα, μόνη αυτόπτης μάρτυρας, η Σρι Ελιοτ, είπε ότι, όταν έφτασαν στο σημείο αυτό οι 4 αστυνομικοί, κάποιος ανέκραξε: «Οπλο». Οι αστυνομικοί στρίμωξαν τότε τον Ντιάλο και άρχισαν να πυροβολούν χωρίς προειδοποίηση. Η ίδια βεβαίωσε κατόπιν, ότι οι αστυνομικοί συνέχισαν να βάλλουν ακόμα και όταν το άοπλο θύμα έπεσε στο έδαφος. Από τις 41 σφαίρες, 19 έπληξαν και συνέτριψαν τη σπονδυλική του στήλη και άλλα σημεία του σώματός του.

Οπως γράφτηκε επανειλημμένα, όταν ο Ντιάλο είδε τα 4 αυτά πρόσωπα με πολιτική περιβολή και προτεταμένα τα πιστόλια τους, νόμισε ότι απλά ήταν μία συμμορία ληστών και αμέσως ανέσυρε από την εσωτερική τσέπη το πορτοφόλι του και ανυψώνοντάς το, τους άφηνε να εννοήσουν ότι το περιεχόμενό του - τα χρήματα - ήταν στη διάθεσή τους. Στο σημείο αυτό ο Κάρολ φώναξε: «Οπλο» και αμέσως άρχισε ο εξοντωτικός καταιγισμός των 41 πυροβολισμών. Ο Κάρολ μάλιστα, όπως και ο Μακμέλον, που έπαιζαν πρωταρχικό ρόλο εδώ - αφού ο καθένας τους έριξε τα πρώτα 16 βλήματα - ξαναγέμισαν τα πιστόλια τους και συνέχισαν.

Η αθώωση προκάλεσε κατακραυγή

Ειδικότερα ο Κάρολ, απολογούμενος στη διάρκεια της δίκης, εμφανίστηκε ως «συντετριμμένος» για ό,τι έγινε και χύνοντας «κροκοδείλια δάκρυα», όπως χαρακτηρίστηκαν, ισχυρίστηκε ανάμεσα σε λυγμούς ότι κατάλαβε το «λάθος» του. Ετρεξε προς το νεκρό, κράτησε το χέρι του και τον ρωτούσε αν είναι ...ζωντανός!

Αρχικά, η δίκη είχε οριστεί να γίνει στο Μπρονξ, όπου διαπράχθηκε το έγκλημα - όπως ορίζει και ο νόμος - αλλά ορισμένοι παράγοντες, ισχυριζόμενοι ότι στην περιοχή αυτή, λόγω της κατακραυγής που επικρατούσε για το φοβερό αυτό έγκλημα, θα ασκούνταν αφόρητη ηθική πίεση πάνω στους ενόρκους, πέτυχαν να παραπεμφθεί στο Ολμπανι, που είχε πολύ μικρότερη αφρικανο-αμερικανική κοινότητα.

Αμέσως μετά την ολότελα απαράδεκτη αυτή παρωδία του νόμου, επί 4 συνεχείς μέρες, αρχίζοντας από το βράδυ της 25/2, αγανακτισμένοι, τόσο απλοί πολίτες, όσο και διάφοροι κοινωνικοί παράγοντες κατέφθασαν ταυτόχρονα στο δικαστήριο του Ολμπανι και στο κτίριο του Μπρονξ, όπου δολοφονήθηκε ο Ντιάλο, κραυγάζοντας «Δολοφόνοι», «Δολοφόνοι», καθώς αστυνομικοί παρακολουθούσαν, αυτή τη φορά, σιωπηρά.

Στις 26/2 πλημμύρισαν οι δρόμοι της Νέας Υόρκης από διαδηλωτές. Τη μέρα αυτή, περίπου 5.000 έκαναν πορεία στην 5η Λεωφόρο της πόλης και κατέληξαν στο Δημαρχείο, καταγγέλλοντας την τακτική του ρεπουμπλικανού δημάρχου Ρούντολφ Τζουλιάνι, που εξέφρασε την ικανοποίησή του για την απαλλακτική δικαστική απόφαση και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο κτίριο της Αστυνομικής Διοίκησης. Σ' αυτή την εκδήλωση, πήραν μέρος μέλη πολιτικών και άλλων οργανώσεων, του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ, των Λατινοαμερικανών για Αλληλεγγύη με τους Αφρικανο-Αμερικανούς κ.ά.

Στις 27/2, έγινε άλλη πορεία 5.000 και πλέον διαδηλωτών προς την έδρα του ΟΗΕ, εκφράζοντας το πένθος τους για την απάνθρωπη εξόντωση του Ντιάλο και τη συμπάθειά τους προς την οικογένειά του.

Το ίδιο περιεχόμενο είχαν και άλλες δυο τέτοιες εκδηλώσεις. Σε όλες, οι διαδηλωτές κατήγγειλαν την αστυνομική θηριωδία κύρια κατά των Αφρικανο-Αμερικανών και των Ισπανόφωνων. Πολλοί κρατούσαν στα υψωμένα χέρια τους πορτοφόλι με την επιγραφή, που απευθυνόταν στους αστυνομικούς: «Είναι πορτοφόλι, όχι όπλο». Φώναζαν, επίσης: «Μη μας πυροβολείτε». Χίλιοι αστυνομικοί, φορώντας κράνη, είχαν κινητοποιηθεί για τη φρούρηση των εκδηλώσεων αυτών.

Μόνο στη διαδήλωση της 26/2, συνελήφθησαν 87 άτομα, που είχαν καθίσει στο δρόμο, εμποδίζοντας την κυκλοφορία ή είχαν συμπλακεί με αστυνομικούς.

Εξάλλου, στις 3/3, περίπου 500 μαθητές και μαθήτριες πέντε Γυμνασίων της Νέας Υόρκης διέκοψαν τα μαθήματά τους και πρόσθεσαν και τη δική τους φωνής διαμαρτυρίας, διαδηλώνοντας κατά της αστυνομικής θηριωδίας και της απαράδεκτης απαλλακτικής απόφασης υπέρ των τεσσάρων αστυνομικών φονιάδων του Ντιάλο.

Οι δύο διακριτές «κοινωνίες»

Ενδεικτικά για το πνεύμα που επικράτησε αυτές τις μέρες - και συνεχίζεται - είναι τα σχετικά σχόλια:

Σε άρθρο του, στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» (28/2) με τον τίτλο «Ζωή, Ελευθερία και Υπερβολική Δύναμη», ο καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Ορλάντο Πάτερσον παρατηρούσε, μεταξύ άλλων, για τις διάφορες διακρίσεις που γίνονται στην υπερατλαντική κοινωνία, γενικεύοντας το θέμα αυτό:

«Οχι μόνο η αστυνομία μεταχειρίζεται τους πλούσιους Αμερικανούς με μεγαλύτερο σεβασμό, αλλά επίσης είναι λιγότερο πιθανό να συλληφθούν και να εναχθούν από ό,τι οι φτωχοί Αμερικανοί για παρόμοιες πράξεις. Είναι λιγότερο πιθανό να βρεθούν ένοχοι αν εναχθούν τελικά, είναι λιγότερο πιθανό να φυλακιστούν αν καταδικαστούν και είναι πιθανό να εκτίσουν λιγότερο χρόνο αν φυλακιστούν. Ενώ για έναν λευκό νέο προαστίου - εννοεί από αστική ή μεγαλοαστική περιοχή - η χρήση κοκαΐνης θεωρείται πλημμέλημα και τιμωρείται με αστυνομική επιτήρηση, για έναν Ισπανόφωνο ή Αμερικανο-Αφρικανό η χρήση κρακ (κατώτερης ποιότητας κοκαΐνη) τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 15 ετών».

Από την πλευρά της, η Πολιτειακή Οργάνωση Νέας Υόρκης, του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ, σε ανακοίνωσή της, που δημοσιεύτηκε κορυφαία στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας του κόμματος «People's Weekly World» στο φύλλο της 4ης Μάρτη με τον τίτλο «Απαιτήστε δικαιοσύνη για τον Ντιάλο. Καιρός για Δράση!», εξηγούσε:

«Η ετυμηγορία "όχι ένοχοι" στην υπόθεση του φόνου του Αμαντού Ντιάλο αποτελεί λόγο για μεγαλύτερη ανησυχία και εξέγερση. Η δικαιοσύνη δεν εξυπηρετήθηκε. Πώς ήταν δυνατόν οι τέσσερις αστυνομικοί να βρεθούν αθώοι, έπειτα από αυτό που έκαναν; Αν περάσουν ατιμώρητοι, θα ακολουθήσουν πολύ περισσότεροι αστυνομικοί φόνοι.

Επειτα από 41 πυροβολισμούς, πώς είναι δυνατόν οι τέσσερις αστυνομικοί να μην περάσουν ούτε μια μέρα στη φυλακή; Ούτε μια μέρα προσφοράς κοινοτικής υπηρεσίας; Να εξακολουθήσουν να έχουν τη δουλιά τους και να εισπράττουν μισθούς; Αυτό δεν είναι δικαιοσύνη! Πράγματι, η αθώωση έγινε δεκτή με ευρύτατη καταδίκη, ανάμεσα στους μαύρους μελαχρινούς και λευκούς εξίσου».

Και πόσο σωστή βγήκε η προειδοποίηση του ΚΚ ΗΠΑ! Ηδη, έγινε γνωστό πως οι συνήγοροι των τεσσάρων αθωωθέντων αστυνομικών πρόκειται να συναντηθούν με αξιωματούχους του υπουργείου Δικαιοσύνης, για να τους ζητήσουν να μην προχωρήσουν στην περαιτέρω δίωξη των πελατών τους.

Λίγο νωρίτερα, η οικογένεια του θύματος, η μητέρα Καντιάτου, ο πατέρας Σαϊκού και η κόρη τους Λάουρα, που είχαν έρθει από την πατρίδα τους για να παραστούν στη δίκη, μετά την πικρότατη απογοήτευσή τους για την απαράδεκτη ετυμηγορία, συνοδευόμενοι από τον ιερέα Αλ Σάρπτον, τον πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης Ντέιβιντ Ντίνκινς, τον πρόεδρο του Εθνικού Συνδέσμου για την Πρόοδο Εγχρώμων Λαών, Εβέισο Μφιούμε, και άλλους ηγέτες οργανώσεων μαύρων, μετέβησαν στην Ουάσιγκτον και πήραν μέρος σε διαδήλωση (2/3) χιλιάδων Αμερικανών, ζητώντας από το υπουργείο Δικαιοσύνης να προχωρήσει σε μια ομοσπονδιακή δίωξη των τεσσάρων αξιωματικών, που εξόντωσαν με τον βάρβαρο αυτό τρόπο τον άοπλο Ντιάλο. Και ενώ συνεχιζόταν η διαδήλωση αυτή, η οικογένεια, ακολουθούμενη και από τους πιο πάνω μαύρους ηγέτες, συναντήθηκε με αξιωματούχους του υπουργείου αυτού, υποβάλλοντας το ίδιο αυτό αίτημα.

Στο μεταξύ, όπως αποκαλύπτεται τώρα, η έκβαση που είχε η υπόθεση αυτή δεν ήταν τυχαία. Στις 29/2, ο μαύρος περιφερειακός εισαγγελέας του Μπρονξ, Ρόμπερτ Τζόνσον, ζήτησε την παραίτηση των τεσσάρων αξιωματικών, οι οποίοι δεν έκαναν ούτε νύξη καν ότι σκέφτονται να παραιτηθούν από το αξίωμά τους. Ο Τζόνσον κατηγόρησε το μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ολμπάνι, Τζόζεφ Τερέζι, που προήδρευσε στη δίκη αυτή, ότι επηρέασε τους ενόρκους, ώστε να νιώσουν συμπάθεια για τους αστυνομικούς αυτούς. Και δεν αρκέστηκε μόνο σ' αυτό. Την επόμενη μέρα από τον τερματισμό της δίκης, είχε συνεστίαση με τους συνηγόρους των τεσσάρων, τους οποίους και ευχαρίστησε για τη συνεργασία τους σε όλη της διάρκεια της δίκης και τους διαβεβαίωσε ότι θα είναι πάντα ευπρόσδεκτοι, αν θελήσουν ποτέ να παραπέμψουν οποιαδήποτε άλλη υπόθεση στο Ολμπάνι.

Η θηριωδία συνεχίζεται

Ωστόσο, παρά τη λαϊκή αγανάκτηση και κατακραυγή, το μακελειό συνεχίζεται απρόσκοπτα. Τη νύχτα της 1/3, ένα απόσπασμα 5 αστυνομικών με πολιτική περιβολή, εισόρμησε σε ένα διαμέρισμα του Μπρονξ - 2 μόλις οικοδομικά τετράγωνα από το κτίριο όπου σκοτώθηκε πέρσι ο Ντιάλο - για διακίνηση ναρκωτικών μεταξύ νέων. Τη στιγμή εκείνη, ένας από τους νέους αυτούς, ο άοπλος 23χρονος μαύρος Μάλκομ Φέργκιουσον, που είχε τέτοιο μητρώο και τελούσε υπό αστυνομική επιτήρηση, το έβαλε στα πόδια. Τον άρπαξε ένας από τους αστυνομικούς, ο Λουίς Ριβέρα και, όπως αναφέρθηκε κατόπιν, κατά τη συμπλοκή τους, το όπλο του αστυνομικού εκπυρσοκρότησε, χτυπώντας τον συλληφθέντα στο κεφάλι, σκοτώνοντάς τον. Η αστυνομία δήλωσε ότι βρήκαν σε εσώρουχό του 6 πακέτα ηρωίνης. Η οικογένειά του, όμως, κατάγγειλε ότι ο φόνος αυτός ήταν ένα άλλο παράδειγμα υπερβολικής αστυνομικής βίας, όπως είχε γίνει και με την περίπτωση του Ντιάλο. Στη συνέχεια, αναστατωμένοι και άλλοι πολίτες διαδήλωσαν και σ' αυτόν τον χώρο. Χαρακτηριστικά, ένας από τους διαδηλωτές φώναξε: «Δεν είναι ούτε μια βδομάδα μετά τον Αμαντού», εννοώντας την αθωωτική ετυμηγορία. «Ξανάρθατε πάλι εδώ, σκοτώνοντάς μας και πάλι!». Ας σημειωθεί ότι ο Φέργκιουσον είχε πάρει μέρος στη λαϊκή διαδήλωση διαμαρτυρίας της 25/2 - τη μέρα που ανακοινώθηκε η αθωωτική ετυμηγορία για τους 4 αστυνομικούς - και πιάστηκε με την κατηγορία απείθαρχης συμπεριφοράς. «Ο Μάλκομ είχε συνείδηση, κι αυτός ήταν ο λόγος που συμμετείχε στις μη βίαιες διαμαρτυρίες για τον Ντιάλο», δήλωσε ο Λούθερ Ουίλιαμς, δικηγόρος της οικογένειας Φέργκιουσον.

Ο Ουίλιαμς έκανε γνωστό, ακόμα, ότι πέρυσι ο Φέργκιουσον είχε συλληφθεί και όταν στο 43ο Τμήμα οι αστυνομικοί του φορούσαν χειροπέδες, του έσπασαν το χέρι. «Η αστυνομία παραγνώρισε το τραύμα του», είπε. «Μόνο όταν τον πήγαν σε Κρατητήριο του Μπρονξ, οι φύλακες εκεί είδαν το τραύμα του και τον έστειλαν σε νοσοκομείο».

Ο Φέργκιουσον ζούσε στο πενταώροφο οικογενειακό τους σπίτι με τη μητέρα του Χουανίτα Γιογκ, δυο αδελφές του και έναν από τους δύο αδελφούς του. Δήλωσε με βαθύτατο πόνο η μητέρα του: «Το αγόρι αυτό ήταν ένας άνθρωπος, όπως εσείς και εγώ. Σκότωσαν το παιδί μου».

Και, τώρα, ένα άλλο, αλλά πιο εξοργιστικό περιστατικό, που εισαγγελείς έφεραν στο φως την 1/3. Θύμα εδώ ήταν μια γυναίκα 37 ετών, η Τσεράι Ουίλιαμς, από το Μπρονξ, που υπέστη τα πάνδεινα από δυο άνδρες του 42ου Αστυνομικού Τμήματος, τον Νταμιάν Μαρκάιντα, 28 ετών, και τον Τζέιμς Καπούτο, 29 ετών, οι οποίοι πήγαν στο σπίτι της, έπειτα από τηλεφώνημά της τη νύχτα της 28/2/99, ότι είχε κακοποιηθεί από τον εραστή της. Οταν, όμως, έφτασαν στο σπίτι της, αρνήθηκαν να την ακούσουν και όταν αυτή τους ζήτησε το όνομά τους και τα σήματά τους, εξαγριώθηκαν, της φόρεσαν χειροπέδες, την έριξαν βίαια στο παρκαρισμένο περιπολικό όχημά τους και την πήγαν σε ένα ερημικό μέρος, όπου τη γρονθοκόπησαν τόσο άγρια, που το σαγόνι της χρειάστηκε να προσδεθεί με ένα σιδερένιο υποστήριγμα. Και όχι μόνο αυτό. Κατά τη διαδρομή, όταν απελευθέρωσε το ένα χέρι της από τις χειροπέδες, ο Καπούτο της ράντισε τα μάτια με υγρό πιπεριού. Καταματωμένη στο πρόσωπο και με συντριμμένη τη μύτη, αναγκάστηκε να τηλεφωνήσει για ασθενοφόρο όχημα, όταν οι δυο αστυνομικοί την άφησαν μόνη σ' αυτή την κατάσταση. Προτού, όμως, εξαφανιστούν, την προειδοποίησαν, όπως είπε η ίδια, καταθέτοντας τον Οκτώβρη σε ακρόαση του Δημοτικού Συμβουλίου για τις ανταποκρίσεις της αστυνομίας σε διαμαρτυρίες για οικογενειακή βιαιότητα, ότι αν την έβλεπαν στο δρόμο «θα τη σκότωναν».

Οι δύο αυτοί αστυνομικοί οδηγήθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο του Μπρονξ για κακοποίηση και προσπάθεια συγκάλυψης του επεισοδίου. Αρνήθηκαν την κατηγορία και αφέθηκαν ελεύθεροι, καταθέτοντας 10.000 δολάρια εγγύηση ο καθένας, μέχρις ότου δικαστούν.

Η περιφερειακή αντιεισαγγελέας, Χάνα Φρέιλτς, χαρακτήρισε (1/3) την επίθεση αυτή «μια από τις πιο απάνθρωπες ενέργειες που μπορεί να φανταστεί κανείς». Επίσης, ο περιφερειακός εισαγγελέας του Μπρονξ, Ρόμπερτ Τζόνσον, δήλωσε: «Θέλω να εκφράσω την κατάπληξή μου, ότι αυτό μπορεί να συμβεί στην Αστυνομική Διοίκηση της πόλης της Νέας Υόρκης δύο χρόνια μετά την επίθεση κατά του Αμπντερ Λουίμα στο Μπρούκλιν», του μετανάστη από την Αϊτή, στον πρωκτό του οποίου καρφώθηκε μια ράβδος σε αστυνομικό τμήμα της πόλης αυτής, όπου βασανίστηκε απαίσια.

Πρέπει να πούμε ότι παρόμοια συμβαίνουν και σε άλλες περιοχές των ΗΠΑ. Ας δώσουμε εδώ ένα τέτοιο δείγμα. Στις 3/3, το πρακτορείο Ασοσιέιτεντ Πρες μετέδωσε από το Λουίβιλ, τη μεγαλύτερη πόλη της πολιτείας Κεντάκι, ότι ο δήμαρχος της, Ντέιβ Αρμοστρονγκ, απέλυσε τον αρχηγό της αστυνομίας, Τζιν Σέραρντ, όταν δυο λευκοί άνδρες της σκότωσαν έναν 18χρονο άοπλο μαύρο και η ηγεσία της Αστυνομίας τους απένειμε, σε ειδική τελετή, «Βραβεία Ανδρείας» για τη δολοφονική αυτή πράξη τους. Αμέσως μετά, σαν απάντηση, η Αστυνομία απαίτησε την παραίτηση του δημάρχου. Ταυτόχρονα, πάλι σε ένδειξη διαμαρτυρίας, παραιτήθηκαν εννέα περιφερειακοί αστυνομικοί διοικητές σ' αυτήν την πόλη, ενώ εκατοντάδες αστυνομικοί και διάφοροι υποστηρικτές τους έκαναν διαδήλωση διαμαρτυρίας έξω από το Δημαρχείο.

Οι δύο αστυνομικοί, που «βραβεύτηκαν», σκότωσαν τον μαύρο νεαρό, Ντέσμοντ Ρούντολφ, εκτοξεύοντας 22 σφαίρες εναντίον του, καθώς προσπαθούσε να εκκινήσει ένα αυτοκίνητο που είχε κλέψει και ήταν μπλοκαρισμένο σε ένα δρομίσκο, δικαιολογώντας την πράξη τους με το ότι φοβούνταν πως ο νέος μπορούσε να τους εξοντώσει, αν έβαζε μπροστά το αυτοκίνητο.

Η δολοφονία αυτή, σύμφωνα με το Ασοσιέιτεντ Πρες, κυριολεκτικά αναστάτωσε τους μαύρους κατοίκους του Λούιβιλ. Επίσης, ο δήμαρχος απάντησε ότι έχει την υποστήριξη του λαού και δεν προτίθεται να παραιτηθεί. Παρ' όλα αυτά, ένα ορκωτό δικαστήριο αυτής της πόλης αποφάνθηκε ότι η εξοντωτική ενέργεια των δυο αστυνομικών κατά του άοπλου νεαρού μαύρου «δεν ήταν εγκληματική»...


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Του ανταποκριτή μας ΧΡ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ