Κυριακή 12 Μάρτη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΔΙΕΘΝΗ
Η θηριωδία συνεχίζεται

Ωστόσο, παρά τη λαϊκή αγανάκτηση και κατακραυγή, το μακελειό συνεχίζεται απρόσκοπτα. Τη νύχτα της 1/3, ένα απόσπασμα 5 αστυνομικών με πολιτική περιβολή, εισόρμησε σε ένα διαμέρισμα του Μπρονξ - 2 μόλις οικοδομικά τετράγωνα από το κτίριο όπου σκοτώθηκε πέρσι ο Ντιάλο - για διακίνηση ναρκωτικών μεταξύ νέων. Τη στιγμή εκείνη, ένας από τους νέους αυτούς, ο άοπλος 23χρονος μαύρος Μάλκομ Φέργκιουσον, που είχε τέτοιο μητρώο και τελούσε υπό αστυνομική επιτήρηση, το έβαλε στα πόδια. Τον άρπαξε ένας από τους αστυνομικούς, ο Λουίς Ριβέρα και, όπως αναφέρθηκε κατόπιν, κατά τη συμπλοκή τους, το όπλο του αστυνομικού εκπυρσοκρότησε, χτυπώντας τον συλληφθέντα στο κεφάλι, σκοτώνοντάς τον. Η αστυνομία δήλωσε ότι βρήκαν σε εσώρουχό του 6 πακέτα ηρωίνης. Η οικογένειά του, όμως, κατάγγειλε ότι ο φόνος αυτός ήταν ένα άλλο παράδειγμα υπερβολικής αστυνομικής βίας, όπως είχε γίνει και με την περίπτωση του Ντιάλο. Στη συνέχεια, αναστατωμένοι και άλλοι πολίτες διαδήλωσαν και σ' αυτόν τον χώρο. Χαρακτηριστικά, ένας από τους διαδηλωτές φώναξε: «Δεν είναι ούτε μια βδομάδα μετά τον Αμαντού», εννοώντας την αθωωτική ετυμηγορία. «Ξανάρθατε πάλι εδώ, σκοτώνοντάς μας και πάλι!». Ας σημειωθεί ότι ο Φέργκιουσον είχε πάρει μέρος στη λαϊκή διαδήλωση διαμαρτυρίας της 25/2 - τη μέρα που ανακοινώθηκε η αθωωτική ετυμηγορία για τους 4 αστυνομικούς - και πιάστηκε με την κατηγορία απείθαρχης συμπεριφοράς. «Ο Μάλκομ είχε συνείδηση, κι αυτός ήταν ο λόγος που συμμετείχε στις μη βίαιες διαμαρτυρίες για τον Ντιάλο», δήλωσε ο Λούθερ Ουίλιαμς, δικηγόρος της οικογένειας Φέργκιουσον.

Ο Ουίλιαμς έκανε γνωστό, ακόμα, ότι πέρυσι ο Φέργκιουσον είχε συλληφθεί και όταν στο 43ο Τμήμα οι αστυνομικοί του φορούσαν χειροπέδες, του έσπασαν το χέρι. «Η αστυνομία παραγνώρισε το τραύμα του», είπε. «Μόνο όταν τον πήγαν σε Κρατητήριο του Μπρονξ, οι φύλακες εκεί είδαν το τραύμα του και τον έστειλαν σε νοσοκομείο».

Ο Φέργκιουσον ζούσε στο πενταώροφο οικογενειακό τους σπίτι με τη μητέρα του Χουανίτα Γιογκ, δυο αδελφές του και έναν από τους δύο αδελφούς του. Δήλωσε με βαθύτατο πόνο η μητέρα του: «Το αγόρι αυτό ήταν ένας άνθρωπος, όπως εσείς και εγώ. Σκότωσαν το παιδί μου».

Και, τώρα, ένα άλλο, αλλά πιο εξοργιστικό περιστατικό, που εισαγγελείς έφεραν στο φως την 1/3. Θύμα εδώ ήταν μια γυναίκα 37 ετών, η Τσεράι Ουίλιαμς, από το Μπρονξ, που υπέστη τα πάνδεινα από δυο άνδρες του 42ου Αστυνομικού Τμήματος, τον Νταμιάν Μαρκάιντα, 28 ετών, και τον Τζέιμς Καπούτο, 29 ετών, οι οποίοι πήγαν στο σπίτι της, έπειτα από τηλεφώνημά της τη νύχτα της 28/2/99, ότι είχε κακοποιηθεί από τον εραστή της. Οταν, όμως, έφτασαν στο σπίτι της, αρνήθηκαν να την ακούσουν και όταν αυτή τους ζήτησε το όνομά τους και τα σήματά τους, εξαγριώθηκαν, της φόρεσαν χειροπέδες, την έριξαν βίαια στο παρκαρισμένο περιπολικό όχημά τους και την πήγαν σε ένα ερημικό μέρος, όπου τη γρονθοκόπησαν τόσο άγρια, που το σαγόνι της χρειάστηκε να προσδεθεί με ένα σιδερένιο υποστήριγμα. Και όχι μόνο αυτό. Κατά τη διαδρομή, όταν απελευθέρωσε το ένα χέρι της από τις χειροπέδες, ο Καπούτο της ράντισε τα μάτια με υγρό πιπεριού. Καταματωμένη στο πρόσωπο και με συντριμμένη τη μύτη, αναγκάστηκε να τηλεφωνήσει για ασθενοφόρο όχημα, όταν οι δυο αστυνομικοί την άφησαν μόνη σ' αυτή την κατάσταση. Προτού, όμως, εξαφανιστούν, την προειδοποίησαν, όπως είπε η ίδια, καταθέτοντας τον Οκτώβρη σε ακρόαση του Δημοτικού Συμβουλίου για τις ανταποκρίσεις της αστυνομίας σε διαμαρτυρίες για οικογενειακή βιαιότητα, ότι αν την έβλεπαν στο δρόμο «θα τη σκότωναν».

Οι δύο αυτοί αστυνομικοί οδηγήθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο του Μπρονξ για κακοποίηση και προσπάθεια συγκάλυψης του επεισοδίου. Αρνήθηκαν την κατηγορία και αφέθηκαν ελεύθεροι, καταθέτοντας 10.000 δολάρια εγγύηση ο καθένας, μέχρις ότου δικαστούν.

Η περιφερειακή αντιεισαγγελέας, Χάνα Φρέιλτς, χαρακτήρισε (1/3) την επίθεση αυτή «μια από τις πιο απάνθρωπες ενέργειες που μπορεί να φανταστεί κανείς». Επίσης, ο περιφερειακός εισαγγελέας του Μπρονξ, Ρόμπερτ Τζόνσον, δήλωσε: «Θέλω να εκφράσω την κατάπληξή μου, ότι αυτό μπορεί να συμβεί στην Αστυνομική Διοίκηση της πόλης της Νέας Υόρκης δύο χρόνια μετά την επίθεση κατά του Αμπντερ Λουίμα στο Μπρούκλιν», του μετανάστη από την Αϊτή, στον πρωκτό του οποίου καρφώθηκε μια ράβδος σε αστυνομικό τμήμα της πόλης αυτής, όπου βασανίστηκε απαίσια.

Πρέπει να πούμε ότι παρόμοια συμβαίνουν και σε άλλες περιοχές των ΗΠΑ. Ας δώσουμε εδώ ένα τέτοιο δείγμα. Στις 3/3, το πρακτορείο Ασοσιέιτεντ Πρες μετέδωσε από το Λουίβιλ, τη μεγαλύτερη πόλη της πολιτείας Κεντάκι, ότι ο δήμαρχος της, Ντέιβ Αρμοστρονγκ, απέλυσε τον αρχηγό της αστυνομίας, Τζιν Σέραρντ, όταν δυο λευκοί άνδρες της σκότωσαν έναν 18χρονο άοπλο μαύρο και η ηγεσία της Αστυνομίας τους απένειμε, σε ειδική τελετή, «Βραβεία Ανδρείας» για τη δολοφονική αυτή πράξη τους. Αμέσως μετά, σαν απάντηση, η Αστυνομία απαίτησε την παραίτηση του δημάρχου. Ταυτόχρονα, πάλι σε ένδειξη διαμαρτυρίας, παραιτήθηκαν εννέα περιφερειακοί αστυνομικοί διοικητές σ' αυτήν την πόλη, ενώ εκατοντάδες αστυνομικοί και διάφοροι υποστηρικτές τους έκαναν διαδήλωση διαμαρτυρίας έξω από το Δημαρχείο.

Οι δύο αστυνομικοί, που «βραβεύτηκαν», σκότωσαν τον μαύρο νεαρό, Ντέσμοντ Ρούντολφ, εκτοξεύοντας 22 σφαίρες εναντίον του, καθώς προσπαθούσε να εκκινήσει ένα αυτοκίνητο που είχε κλέψει και ήταν μπλοκαρισμένο σε ένα δρομίσκο, δικαιολογώντας την πράξη τους με το ότι φοβούνταν πως ο νέος μπορούσε να τους εξοντώσει, αν έβαζε μπροστά το αυτοκίνητο.

Η δολοφονία αυτή, σύμφωνα με το Ασοσιέιτεντ Πρες, κυριολεκτικά αναστάτωσε τους μαύρους κατοίκους του Λούιβιλ. Επίσης, ο δήμαρχος απάντησε ότι έχει την υποστήριξη του λαού και δεν προτίθεται να παραιτηθεί. Παρ' όλα αυτά, ένα ορκωτό δικαστήριο αυτής της πόλης αποφάνθηκε ότι η εξοντωτική ενέργεια των δυο αστυνομικών κατά του άοπλου νεαρού μαύρου «δεν ήταν εγκληματική»...


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Του ανταποκριτή μας ΧΡ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ