Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ
Κι αυτό εκμεταλλεύτηκε το αλλοτριωμένο μυαλό του Κόπακα, του άλλου αρχιχαφιέ της κοινότητας. Παρακολουθούσε από κοντά το δράμα του Μαρκαντωνάκου. Σαν κομματάρχης που ήτανε, έπρεπε να έχει πληροφορίες για όλη την επαρχία. Και να την παρακολουθεί, να μαθαίνει για όλ' αυτά τα μικρά και τα μεγάλα δράματα των "ψηφοφόρων" και να τα συντηρεί. Οχι να τα λύνει. Προς Θεού, του θύμιζε κάθε φορά ο Περδικάρης, βουλευτής και γενικά πολιτικός παράγοντας της ανωμαλίας, της μιζέριας και του χαφιεδισμού. Στήριγμα του αρχηγού και των χρηματοδοτών. Γενικώς, ένα χυδαίο κάθαρμα, που γέμιζε λίπος και λεφτά σε βάρος των μικρών και των φτωχών, των αδύνατων! Προς Θεού, γρύλιζε, μη σου ξεφύγει το πρόγραμμα. Μονάχα υποσχέσεις. Υποσχέσεις και χειραψίες, χαμόγελα, μικροκεράσματα στο καφενείο και άφθονα τσιγάρα. Και τελείωνε με την προσωπική του θεωρία.
- Ο λαός, ρε Κόπακα, δε σκέφτεται. Δεν μπορεί να σκεφτεί, δηλαδή, με καταλαβαίνεις; Τρώει, όποτε βρει βέβαια, χέζει, άμα βρει να φάει, και πηδάει ανεξαρτήτως των δύο προηγουμένων, του φαγητού και του χεσίματος. Γι' αυτό και σπέρνει με τις τετράδες και τις εξάδες τα παιδιά, ανατρέπει τους δημογραφικούς μας ρυθμούς και ύστερα το ρίχνει στη ζητιανιά. Οχι, φταίει η κυβέρνηση, ο καπιταλισμός, η άρχουσα τάξη. Ακούς; Η άρχουσα τάξη. Γιατί, ρε κερατά; Εσύ πηδάς, δηλαδή, και γω θα πληρώσω τους απρογραμμάτιστους οργασμούς σου; Το κράτος φταίει, επειδή σπέρνεις ασυστόλως παιδιά; Πάρε τσιγάρο. Μωρέ καλά τους έλεγε ο Μάλθους".
- Ποιος;
Ρωτούσε γεμάτος απορία. Γιατί δεν μπορεί, δικός τους θα ήτανε, για να τον αναφέρει ο Περδικάρης, και μάλιστα ως παράδειγμα.
- Δεν τον ξέρεις εσύ, πέθανε. Κόψτε τους το πήδημα, να δούμε, θα ξαναζητήσουνε αύξηση; Αυτά τους έλεγε ο Μάλθους. Δεν τους το κόψανε, όμως. Ετσι σηκώσανε κεφάλι οι προλετάριοι και δεν μπορεί να ησυχάσει από τότε η κοινωνία μας και βρήκανε τον μπελά τους οι νοικοκυραίοι.
- Κυρ - Παναγιώτη μου είσαι άπιαστος. Γνώστης της λαϊκής ψυχής, που λένε. Γι' αυτό και είμαστε πρώτοι. Ριζοσπάστες, να πούμε, και κει, σφηνωμένοι στο πατριωτικό μας, αμετακίνητοι και προβοκάτορες. Ισότητα, να πούμε, ντομπροσύνη και βάλε. Ετσι; Ανατριχιάζω, μα το Θεό, όταν σκέφτομαι και τα λέω αυτά τα πράματα.
Δεν έπρεπε, λοιπόν, να δείξει απείθεια ούτε καν ουδετερότητα. Επρεπε να φαίνεται πως ήτανε οπαδός. Οπαδός πιστός, φανατισμένος και αποφασισμένος για όλα.
- Ρε Κόπακα,
τον ρωτούσε ο Περδικάρης και του έσφιγγε το μπράτσο με τα σιδερένια του δάχτυλα.
-...άμα σου ζητήσει ο αρχηγός να τους πηδήσεις όλους στην Ωραιοπύλη, να πούμε, θα το 'κανες;
Ο Κόπακας τον κοίταζε εκστατικός. Ζαλιζότανε και στην ιδέα ακόμα, ότι ο αρχηγός θα μπορούσε να του ζητήσει τέτοιον άθλο.
- Αισθάνομαι σαν τον Ηρακλή, κυρ - Παναγιώτη μου, που τον έστειλαν οι θεοί να κάνει τους 50 άθλους...
- τους 12,
διόρθωνε ο Περδικάρης.
-... ναι τους 12, μου σηκώνεται η τρίχα, να πούμε.
- Βρε άσε την τρίχα κατά μέρος, άλλο πράμα να σου σηκώνεται!
Το άλλο ήτανε τα φρονήματα. Είχε μάθει ο Κόπακας πως το σόι του Μαρκαντωνάκου ψήφιζε ΕΔΑ και Ενωση Κέντρου. Εκτός αυτού, είχανε και δυο - τρεις ΕΛΑΣίτες στο σόι τους. Ενας από αυτούς, γνωστός ως Πάκος ο Γάγγραινας, γύρισε, με το ένα πόδι κομμένο, από την Τσεχοσλοβακία, όπου είχε κάνει καμιά δεκαριά χρόνια. Δούλευε υδραυλικός σε μια βιομηχανία που έφτιαχνε παιχνίδια. Παντρεύτηκε μια χωροφυλακίνα, έκανε και δυο παιδιά, δυο κορίτσια. Τα πράγματα όμως δεν του πήγανε καλά. Ενα βράδυ έπιασε φωτιά η εργατική πολυκατοικία, που ήτανε το διαμέρισμα που μένανε. Η χωροφυλακίνα άρπαξε τις κόρες της από κάτω από τις μασχάλες της και πήδηξε στο φωταγωγό. Ο Γάγγραινας πήδηξε από το μπαλκόνι. Τη χωροφυλακίνα τη βρήκανε ένα κουβάρι αποκαϊδια μαζί με τις κόρες της. Ο Γάγγραινας γλίτωσε από τη φωτιά, του κόψανε, όμως, το πόδι. Ενα απόγευμα φάνηκε στο Παρακάλαμο, ένα χωριό δίπλα στην Ωραιοπύλη. Εκεί είχε γεννηθεί. Οι μεγάλοι τον γνώρισαν. Ανάμεσα σ' αυτούς κι ένας παλιός συμμαθητής. Τον πλησίασε διστακτικά.
- Ρε Πάκο,
ψιθύρισε και του άπλωσε το χέρι. Απλωσε κι εκείνος το δικό του. Του έφυγε η πατερίτσα, τρέκλισε, έκανε μια χειρονομία, σαν να ήθελε να πιαστεί από τον αέρα και σωριάστηκε. Ετρεξαν τα πιτσιρίκια κι άρχισαν να πετάνε πέτρες. Με το άλλο λεωφορείο, ο Πάκος ο Γάγγραινας έφυγε για τα Γιάννινα και την άλλη μέρα για την Αθήνα.
(Συνεχίζεται)
Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
Τι θείο πράγμα, λοιπόν, τα μάτια των ανθρώπων! Τα μάτια των ηθοποιών. Και η κίνηση. Ολα αυτά σου λένε "καλησπέρα", σου παίρνουν το τηλεκοντρόλ από το χέρι, σου βάζουν ένα ποτό, το μαξιλάρι στην πλάτη - για να μην πονάει η μέση - και σε προσκαλούν σε ένα ταξίδι λεπτής ομορφιάς. Ενα ταξίδι γεμάτο ευαισθησίες.
Παλεύει πρώτα με την ίδια την ταινία που παίζει. Πρέπει, όχι μόνο να περισωθεί ο ίδιος από την ανοησία που τον κάλεσαν να υπηρετήσει, αλλά να κάνει και τον θεατή να ξεχάσει τι βλέπει. Να κοιτάζει μόνον αυτόν. Και αυτός υπόσχεται - και το πετυχαίνει - να σε κάνει να ξεχάσεις το "θέμα". Την "υπόθεση". Σου προτείνει, με απέραντη ευγένεια, έναν άλλο διάλογο. Σου λέει, "και δω μέσα, σε αυτή τη λάσπη, εμείς μπορούμε να κουβεντιάσουμε"! Και βάζει το κορμί του, τα χέρια του, τα δάχτυλα των χεριών του, τη φωνή του, τους γυρτούς, κάπως, ώμους του, τα χείλη του και, βέβαια, τα μάτια του, να σε μαγέψουν.
Και κάποια στιγμή, όπως γίνεται πάντα - δυστυχώς - με τις ταινίες, πέφτουν οι τίτλοι του τέλους. Και, αμέσως, αλλάζει περιεχόμενο το εκράν. Στην απέραντη ηρεμία του Σον ξεπετάγονται με πάταγο οι διαφημίσεις. και μετά ο καιρός, που τρελάθηκε. Και μετά οι ειδήσεις, που και αυτές τρελάθηκαν. Και ακούς όλα αυτά τα εγκλήματα και - χωρίς να το θέλεις - μιμείσαι τον Φλάνερι. Φέρνεις τα χέρια σου και σκεπάζεις τα αυτιά σου. Και μετά σκύβεις, σιγά, κουρασμένα, μπροστά σου, για να μη βλέπεις. Γιατί σου φαίνονται - τώρα - και οι φωνές και τα πρόσωπα τόσο βίαια. Ολοι αυτοί που βγαίνουν στους σταθμούς για να δικαιολογήσουν αυτό το σφαγείο, που το αποκαλούν ζωή κιόλας, σου φαίνονται τόσο κακοί, όσο κακός ήταν και ο σερίφης, που κυνήγαγε τον Σον σε όλο το έργο... Μέχρι που τον ανάγκασε να τρέξει πάνω στην αστραπή... Και έτρεξε..., παρότι ήξερε πως θα πεθάνει!