ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Απρίλη 1998
Σελ. /48
ΚΕΝΗ
Ο Νταφόπουλος, κι αυτός δεξιός (2)

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Ούτε σκέψη, λοιπόν, να παραιτηθεί από τη θέση του. Ητανε χρήσιμος, ως διευθυντής του τριθέσιου δημοτικού σχολείου της Ωραιοπύλης. Γιατί, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, εξυπηρετούσε την έρπουσα και πανταχού παρούσα βούληση της άρχουσας τάξης. Αλλά και απαραίτητος στο δικό του μικρόκοσμο, που τον αποτελούσαν αυτός, πρώτα αυτός, η κοκκινομάλλα μετρέσα του και δυο - τρεις, που τον περιτριγύριζαν, έτσι, για να αναπνέουν τη δυσωδία των φασιστικών του αναθυμιάσεων και για να μπορούν να ελπίζουν στην προστασία του, μια και ο Νταφόπουλος, έτσι κι αλλιώς, ήτανε άνθρωπος της Αστυνομίας. Για να πεθάνει πάλι δε φαινότανε. Εκτός και αν τον δολοφονούσαν.

Κι αυτό εκμεταλλεύτηκε το αλλοτριωμένο μυαλό του Κόπακα, του άλλου αρχιχαφιέ της κοινότητας. Παρακολουθούσε από κοντά το δράμα του Μαρκαντωνάκου. Σαν κομματάρχης που ήτανε, έπρεπε να έχει πληροφορίες για όλη την επαρχία. Και να την παρακολουθεί, να μαθαίνει για όλ' αυτά τα μικρά και τα μεγάλα δράματα των "ψηφοφόρων" και να τα συντηρεί. Οχι να τα λύνει. Προς Θεού, του θύμιζε κάθε φορά ο Περδικάρης, βουλευτής και γενικά πολιτικός παράγοντας της ανωμαλίας, της μιζέριας και του χαφιεδισμού. Στήριγμα του αρχηγού και των χρηματοδοτών. Γενικώς, ένα χυδαίο κάθαρμα, που γέμιζε λίπος και λεφτά σε βάρος των μικρών και των φτωχών, των αδύνατων! Προς Θεού, γρύλιζε, μη σου ξεφύγει το πρόγραμμα. Μονάχα υποσχέσεις. Υποσχέσεις και χειραψίες, χαμόγελα, μικροκεράσματα στο καφενείο και άφθονα τσιγάρα. Και τελείωνε με την προσωπική του θεωρία.

- Ο λαός, ρε Κόπακα, δε σκέφτεται. Δεν μπορεί να σκεφτεί, δηλαδή, με καταλαβαίνεις; Τρώει, όποτε βρει βέβαια, χέζει, άμα βρει να φάει, και πηδάει ανεξαρτήτως των δύο προηγουμένων, του φαγητού και του χεσίματος. Γι' αυτό και σπέρνει με τις τετράδες και τις εξάδες τα παιδιά, ανατρέπει τους δημογραφικούς μας ρυθμούς και ύστερα το ρίχνει στη ζητιανιά. Οχι, φταίει η κυβέρνηση, ο καπιταλισμός, η άρχουσα τάξη. Ακούς; Η άρχουσα τάξη. Γιατί, ρε κερατά; Εσύ πηδάς, δηλαδή, και γω θα πληρώσω τους απρογραμμάτιστους οργασμούς σου; Το κράτος φταίει, επειδή σπέρνεις ασυστόλως παιδιά; Πάρε τσιγάρο. Μωρέ καλά τους έλεγε ο Μάλθους".

- Ποιος;

Ρωτούσε γεμάτος απορία. Γιατί δεν μπορεί, δικός τους θα ήτανε, για να τον αναφέρει ο Περδικάρης, και μάλιστα ως παράδειγμα.

- Δεν τον ξέρεις εσύ, πέθανε. Κόψτε τους το πήδημα, να δούμε, θα ξαναζητήσουνε αύξηση; Αυτά τους έλεγε ο Μάλθους. Δεν τους το κόψανε, όμως. Ετσι σηκώσανε κεφάλι οι προλετάριοι και δεν μπορεί να ησυχάσει από τότε η κοινωνία μας και βρήκανε τον μπελά τους οι νοικοκυραίοι.

Ο Κόπακας έπαιρνε το τσιγάρο, το άναβε, το ρουφούσε με ηδονή και ύστερα έβγαζε τον καπνό με τα μάτια γεμάτα συγκίνηση. Κοίταζε και τον Περδικάρη όλο θαυμασμό.

- Κυρ - Παναγιώτη μου είσαι άπιαστος. Γνώστης της λαϊκής ψυχής, που λένε. Γι' αυτό και είμαστε πρώτοι. Ριζοσπάστες, να πούμε, και κει, σφηνωμένοι στο πατριωτικό μας, αμετακίνητοι και προβοκάτορες. Ισότητα, να πούμε, ντομπροσύνη και βάλε. Ετσι; Ανατριχιάζω, μα το Θεό, όταν σκέφτομαι και τα λέω αυτά τα πράματα.

Δεν έπρεπε, λοιπόν, να δείξει απείθεια ούτε καν ουδετερότητα. Επρεπε να φαίνεται πως ήτανε οπαδός. Οπαδός πιστός, φανατισμένος και αποφασισμένος για όλα.

- Ρε Κόπακα,

τον ρωτούσε ο Περδικάρης και του έσφιγγε το μπράτσο με τα σιδερένια του δάχτυλα.

-...άμα σου ζητήσει ο αρχηγός να τους πηδήσεις όλους στην Ωραιοπύλη, να πούμε, θα το 'κανες;

Ο Κόπακας τον κοίταζε εκστατικός. Ζαλιζότανε και στην ιδέα ακόμα, ότι ο αρχηγός θα μπορούσε να του ζητήσει τέτοιον άθλο.

- Αισθάνομαι σαν τον Ηρακλή, κυρ - Παναγιώτη μου, που τον έστειλαν οι θεοί να κάνει τους 50 άθλους...

- τους 12,

διόρθωνε ο Περδικάρης.

-... ναι τους 12, μου σηκώνεται η τρίχα, να πούμε.

- Βρε άσε την τρίχα κατά μέρος, άλλο πράμα να σου σηκώνεται!

Και ξεσπούσανε στα γέλια και οι δυο. Ευτυχισμένοι, που με τη χυδαιότητα του λόγου και των στοχασμών τους συναντιόνταν μέσα σε μια υποθετική επιθυμία του αρχηγού. Και έτσι ένιωθαν οπαδοί, που δεν είχανε μόνο υποχρέωση να χειροκροτούν, αλλά γενικά να "συμπεριφέρονται". Να είναι κοντά. Να έχουν πρόχειρο τον "καλό λόγο" και τη δικαιολογία για κάθε στραβοτιμονιά της κυβέρνησης. Και να δίνουν από πάνω. Οχι το "κατά δύναμιν" μόνο, αλλά και το "μη κατά δύναμιν". Κι αυτό το "μη κατά δύναμιν" ρουφούσανε οι κομματάρχες και οι διάφοροι περιφερειακοί "ημέτεροι". Για να διοριστεί, ας πούμε, ο γιος της οικογένειας, που μόλις είχε απολυθεί από το στρατό και ξημεροβραδιαζόταν άνεργος στο καφενείο με δανεικά τσιγάρα και τα κρυμμένα χαρτζιλίκια της μάνας, χωρίς κανένα ιδιαίτερο προσόν παρά μονάχα το απολυτήριο του γυμνασίου, πουλιότανε το σύμπαν. Μια θέση στη Νομαρχία, στο ΙΚΑ, στην Τράπεζα ή στην Εφορία στοίχιζε πολύ ακριβά. Πολύ ακριβά, γιατί έπρεπε να φάνε πολλοί. Πάνε κι έλα στους διαδρόμους, στους προθαλάμους των "γνωστών" και των διαφόρων αρμοδίων, αναστενάγματα, ουρές μπροστά σε γραφεία. Αντε και κανένα κερί τη Δευτέρα που γιόρταζε η Παναγία η Δεξιά. Και ο νεοαπολυμένος να βυθίζεται και να πελαγώνει μέσα σε λογής καπνούς, άλυτες απορίες. Σιγά - σιγά, η οικογένεια ξεπουλιότανε, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτών που έπαιρναν μέρος στην κομπίνα του διορισμού. Στόμωνε και από πάνω η συνείδηση μικρών και μεγάλων. Πώς αλλιώς να υποκύψουν στους εκβιασμούς και στις απειλές του καθένα που εκπροσωπούσε ένα από τα κλιμάκια της απάτης; Οσο για το νεοδιορισμένο, αυτός, κατά κανόνα, δεν αντιλαμβανότανε το παιχνίδι, γι' αυτό, έτσι κι έπιανε τη θέση, ή μεταμορφωνότανε σε κάθαρμα και τσανάκι της όποιας εξουσίας ή κυκλοφορούσε, χωρίς συνείδηση, χωρίς ανησυχίες, ακόμα και χωρίς κακίες. Κρεμασμένο ρούχο, που το ακινητοποίησε ο πρωινός παγετός να πηγαινοέρχεται στο σκοινί της απλώστρας, κροταλίζοντας. Η μετάθεση του Μαρκαντωνάκου στο τριθέσιο της Ωραιοπύλης μπήκε στο κατάστιχο του Κόπακα.

α τακτοποιηθεί", δήλωσε σοβαρά ο ίδιος και άρχισε η διαδικασία της αναμονής και των υπολογισμών. Πολύ γρήγορα όμως, ο Κόπακας αντιλήφθηκε δυο πράγματα, σημαντικά, για να προσδιορίσουν τη γενική μέθοδο και τους ειδικούς χειρισμούς. Το ένα ήτανε πως η οικογένεια Μαρκαντωνάκου δεν είχε, για να πληρώσει την εξυπηρέτηση. Είχε χρεοκοπήσει από καιρό. Θα πήγαινε, λοιπόν, το ρουσφέτι τσάμπα. Και ήτανε γνωστό πως το γραφείο του Κόπακα αγαθοεργίες δεν έκανε. Ούτε πίστωση. Θα έπεφτε η υπόληψή του, αν μαθευότανε το γεγονός. Θα μαζευότανε ο καθένας για εκδούλευση και τότε θα χρειαζότανε μια ολόκληρη πολιτική, για να αντιμετωπίσεις αυτή τη ζήτηση. Επρεπε να εφευρεθούν απαντήσεις και πειστικά επιχειρήματα. Επρεπε να πιστέψουν όλοι πως δεν είχαν εξαντληθεί οι δυνατότητες. Οχι, θα ήτανε "πολιτικό" λάθος.

Το άλλο ήτανε τα φρονήματα. Είχε μάθει ο Κόπακας πως το σόι του Μαρκαντωνάκου ψήφιζε ΕΔΑ και Ενωση Κέντρου. Εκτός αυτού, είχανε και δυο - τρεις ΕΛΑΣίτες στο σόι τους. Ενας από αυτούς, γνωστός ως Πάκος ο Γάγγραινας, γύρισε, με το ένα πόδι κομμένο, από την Τσεχοσλοβακία, όπου είχε κάνει καμιά δεκαριά χρόνια. Δούλευε υδραυλικός σε μια βιομηχανία που έφτιαχνε παιχνίδια. Παντρεύτηκε μια χωροφυλακίνα, έκανε και δυο παιδιά, δυο κορίτσια. Τα πράγματα όμως δεν του πήγανε καλά. Ενα βράδυ έπιασε φωτιά η εργατική πολυκατοικία, που ήτανε το διαμέρισμα που μένανε. Η χωροφυλακίνα άρπαξε τις κόρες της από κάτω από τις μασχάλες της και πήδηξε στο φωταγωγό. Ο Γάγγραινας πήδηξε από το μπαλκόνι. Τη χωροφυλακίνα τη βρήκανε ένα κουβάρι αποκαϊδια μαζί με τις κόρες της. Ο Γάγγραινας γλίτωσε από τη φωτιά, του κόψανε, όμως, το πόδι. Ενα απόγευμα φάνηκε στο Παρακάλαμο, ένα χωριό δίπλα στην Ωραιοπύλη. Εκεί είχε γεννηθεί. Οι μεγάλοι τον γνώρισαν. Ανάμεσα σ' αυτούς κι ένας παλιός συμμαθητής. Τον πλησίασε διστακτικά.

- Ρε Πάκο,

ψιθύρισε και του άπλωσε το χέρι. Απλωσε κι εκείνος το δικό του. Του έφυγε η πατερίτσα, τρέκλισε, έκανε μια χειρονομία, σαν να ήθελε να πιαστεί από τον αέρα και σωριάστηκε. Ετρεξαν τα πιτσιρίκια κι άρχισαν να πετάνε πέτρες. Με το άλλο λεωφορείο, ο Πάκος ο Γάγγραινας έφυγε για τα Γιάννινα και την άλλη μέρα για την Αθήνα.

(Συνεχίζεται)


"Τι έκανα;", ρώταγε ο Σον!

Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ

Μπορεί να είναι δική μου η παράλειψη, εγώ, πάντως, πρώτη φορά έβλεπα τον Σον Πάτρικ Φλάνερι. Μια φιγούρα, που μου προκάλεσε, αμέσως, το θαυμασμό! Ετσι που έπαιζα κουρασμένος τα κανάλια, αναζητώντας κάποια εικόνα, νάτος! Ψηλός, λιανός, με μια κίνηση που σε καθηλώνει. Σε μια ταινία, που θα 'πρεπε, φυσιολογικά, να την προσπέρναγα! Ομως, ήταν εκεί αυτός!

Τι θείο πράγμα, λοιπόν, τα μάτια των ανθρώπων! Τα μάτια των ηθοποιών. Και η κίνηση. Ολα αυτά σου λένε "καλησπέρα", σου παίρνουν το τηλεκοντρόλ από το χέρι, σου βάζουν ένα ποτό, το μαξιλάρι στην πλάτη - για να μην πονάει η μέση - και σε προσκαλούν σε ένα ταξίδι λεπτής ομορφιάς. Ενα ταξίδι γεμάτο ευαισθησίες.

Και την ώρα που ο Σον απλώνει τους χυμούς του, στο ίδιο κουτί, συμβαίνουν του κόσμου τα χαλάσματα. Η "Ολυμπιακή" διαλύεται, οι Αλβανοί κυνηγιούνται ανελέητα, τα λασπόνερα πνίγουν τα Λιόσια, ο υπουργός Δικαιοσύνης χορεύει κλέφτικο, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ σφυρίζει κλέφτικα, ο Μπερνς δίνει χοντρές εντολές, σαν σε προτεκτοράτο, ο πρωθυπουργός χάνει τα λόγια του, το ερωτοδικείο χαριεντίζεται με το λούμπεν, τα γήπεδα αναστενάζουν! Και ο Σον δίνει τη δική του μάχη!

Παλεύει πρώτα με την ίδια την ταινία που παίζει. Πρέπει, όχι μόνο να περισωθεί ο ίδιος από την ανοησία που τον κάλεσαν να υπηρετήσει, αλλά να κάνει και τον θεατή να ξεχάσει τι βλέπει. Να κοιτάζει μόνον αυτόν. Και αυτός υπόσχεται - και το πετυχαίνει - να σε κάνει να ξεχάσεις το "θέμα". Την "υπόθεση". Σου προτείνει, με απέραντη ευγένεια, έναν άλλο διάλογο. Σου λέει, "και δω μέσα, σε αυτή τη λάσπη, εμείς μπορούμε να κουβεντιάσουμε"! Και βάζει το κορμί του, τα χέρια του, τα δάχτυλα των χεριών του, τη φωνή του, τους γυρτούς, κάπως, ώμους του, τα χείλη του και, βέβαια, τα μάτια του, να σε μαγέψουν.

Και "ξεχνάς" το κορίτσι που βρέθηκε μαχαιρωμένο στο Αιγάλεω, τα πέντε άτομα που κάρφωναν τις βελόνες στα γεννητικά τους όργανα, αφού δεν τους έμειναν άλλες φλέβες. Παίρνεις "άδεια", από την επικαιρότητα, και κοιτάζεις τον Σον, που σου αποδεικνύει, με όλο του το είναι, πως ο άνθρωπος είναι πλασμένο για ομορφότερα πράγματα. Για καλύτερες ταινίες, για καλύτερη ζωή. Πως ο άνθρωπος μπορεί να σε κάνει να συγκινηθείς, χωρίς να χρειάζεται να σε σφάξει. Πως μπορείς να κλάψεις και χωρίς πνιγμούς και απελπισία. Πως μπορείς να ηρεμήσεις χωρίς Λεξοτανίλ...

Και κάποια στιγμή, όπως γίνεται πάντα - δυστυχώς - με τις ταινίες, πέφτουν οι τίτλοι του τέλους. Και, αμέσως, αλλάζει περιεχόμενο το εκράν. Στην απέραντη ηρεμία του Σον ξεπετάγονται με πάταγο οι διαφημίσεις. και μετά ο καιρός, που τρελάθηκε. Και μετά οι ειδήσεις, που και αυτές τρελάθηκαν. Και ακούς όλα αυτά τα εγκλήματα και - χωρίς να το θέλεις - μιμείσαι τον Φλάνερι. Φέρνεις τα χέρια σου και σκεπάζεις τα αυτιά σου. Και μετά σκύβεις, σιγά, κουρασμένα, μπροστά σου, για να μη βλέπεις. Γιατί σου φαίνονται - τώρα - και οι φωνές και τα πρόσωπα τόσο βίαια. Ολοι αυτοί που βγαίνουν στους σταθμούς για να δικαιολογήσουν αυτό το σφαγείο, που το αποκαλούν ζωή κιόλας, σου φαίνονται τόσο κακοί, όσο κακός ήταν και ο σερίφης, που κυνήγαγε τον Σον σε όλο το έργο... Μέχρι που τον ανάγκασε να τρέξει πάνω στην αστραπή... Και έτρεξε..., παρότι ήξερε πως θα πεθάνει!

Και πέφτοντας οι τίτλοι, δυστυχώς, χάθηκε ο Σον απ' την οθόνη. Πάει η λεπτότητα. Πάει η ομορφιά. Και έμειναν οι σερίφηδες από τις Βρυξέλλες να ζητάνε και νέες θυσίες. Να μας σπρώχνουν όλους προς την αστραπή να καούμε. Καμιά λύπηση, τα καθάρματα οι σερίφηδες! Τραβάνε τα πιστόλια και σε σημαδεύουν. "Τι έκανα;", ρώταγε, συνέχεια, ο Σον στην ταινία. Τίποτα δεν έκανε, σας βεβαιώνω. Οσο έζησε, και έζησε λίγο, γιατί τον έσπρωξαν νωρίς στο θάνατο, τρυφερότητα ζήταγε μόνο. Δυο χέρια να ακουμπήσουν απάνω του. Κάποιον που να τον δεχτεί, όπως ήταν. Που να καταλάβουν, όμως, από τέτοια οι σερίφηδες! Του έκαναν τη ζωή άλογο! Μας έκαναν τη ζωή άλογο!



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ