ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Απρίλη 1998
Σελ. /48
ΔΙΕΘΝΗ
Ο Αμερικανός πρέσβης...

Με την κοινοβουλευτική Επερώτηση του ΚΚΕ για την ασύδοτη συμπεριφορά του πρέσβη των ΗΠΑ Νίκολας Μπερνς συντάχθηκε και ο καθ' όλα έμπειρος πρόεδρος της Βουλής Απόστολος Κακλαμάνης, ο οποίος συνέστησε στην κυβέρνηση "να τον μαζέψουν". Αυτό προκάλεσε τη μήνη του υφυπουργού Εξωτερικών Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος... έκλεισε επιδεικτικά την πόρτα του Κοινοβουλίου στα μούτρα των βουλευτών. Το ζήτημα είχε συνέχεια με προεξέχουσες τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Ρέππα που, ούτε λίγο ούτε πολύ, μέμφθηκε τον πρόεδρο της Βουλής. Ολα δείχνουν πως η κατρακύλα είναι μεγάλη στους κυβερνητικούς παράγοντες και η εθελοδουλία καλά κρατεί. Είναι επίσης άκρως ενδεικτικό ότι τέτοια Επερώτηση τόλμησε μόνο το ΚΚΕ. Οι μπλε (ΝΔ) και οι ροζ (ΣΥΝ) πολιτικοί χασομέρηδες κοίταξαν αλλού. Οι πρώτοι για να μην... λερώσουν το όνομα και τη γνωστή φιλο - αμερικάνικη ιστορία τους.

Οι δεύτεροι για να μην διακυβεύσουν την παρουσία τους στα ευρω - ενωσιακά κοινόβια με την εντύπωση μιας αντιδυτικής πράξης.

***

Εδώ αξίζει να επισημανθεί και η... άρτι αφιχθείσα λάβρα αντιδυτική παρουσία της δαγκωτής αντικομμουνιστικής Δεξιάς σε ορισμένες τηλεοπτικές κυρίως εκπομπές. Οι άνθρωποι αυτοί, αφού επί χρόνια υπηρέτησαν την... εθνικόφρονα Φρειδερίκη, αφού συναγελάστηκαν μεταπολεμικά με τους συνεργάτες των Γερμανών, αφού έδωσαν τον εαυτό τους για την αγγλο - αμερικανική κυριαρχία και τη μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο (ιδού στρατηγέ μου ο στρατός σου), τώρα μοιάζουν με "βιασμένες παρθένες" που στρέφονται στριγγλίζοντας κατά του νταβατζή τους. Αρκούσε η ανατροπή του σοβιετικού πόλου ισχύος που τόσο καταράστηκαν, για να αποκαλυφθεί ότι η προηγούμενη εξεζητημένη αντικομμουνιστική τους στάση εξυπηρέτησε την ανθελληνική αμερικανική κι ευρύτερα δυτικο - συμμαχική παγκόσμια κυριαρχία. Το θλιβερότερο είναι ότι, σε πείσμα των καιρών, εξακολουθούν να υπερασπίζονται την ντούρα αντικομμουνιστική εθνικοφροσύνη που εξακολουθεί να τους κατατάσσει στους εσωτερικούς θύλακες μιας εξ αντικειμένου υπεράσπισης ξένων συμφερόντων.

Κάθε ελεύθερα σκεπτόμενος πολίτης ας αναλογιστεί τη συμπεριφορά της κυβέρνησης, της ΝΔ, του ΣΥΝ, και της λάβρας αντικομμουνιστικής Δεξιάς έναντι της δυτικής συμμαχίας και του ΚΚΕ και ας βγάλει τα συμπεράσματά του. Αυτά δε λέγονται κάτω από μια συναισθηματική φόρτιση ή τη φόρτιση ενός κομματικού πατριωτισμού. Αυτά, ως γνωστόν, είναι ξένα, προς τον υπογράφοντα. Στη ζωή δεν αξίζει να γελάμε, ούτε να κλαίμε.

***

Αξίζει να καταλαβαίνουμε. Η ασύδοτη συμπεριφορά του πρέσβη των ΗΠΑ Νίκολας Μπερνς ως ελέγκτορα των ελληνικών κρατικών υπηρεσιών έχει μια δική του ομολογία: "Ηρθα με εντολή του Προέδρου Μπιλ Κλίντον να γνωρίσω τις ελληνικές κρατικές υπηρεσίες και να συνεργαστώ για τη σύσφιξη των ελληνο - αμερικανικών σχέσεων". Για την πληρέστερη κατανόηση του γεγονότος ας θυμηθούμε ότι αμέσως μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1993, ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε τη φιλο - αμερικανική κυβερνητική στροφή με τις γνωστές δηλώσεις περί των "φιλελληνικών θέσεων των ΗΠΑ έναντι του "Σκοπιανού"". Ανεξαρτήτως της ποιότητας αυτών των θέσεων που συνοδεύτηκαν με τη στρατιωτική προστασία της FYROM από τις ΗΠΑ, η ελληνική στροφή σηματοδοτούσε τις προθέσεις της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Εάν σε αυτό συμπληρωθούν οι άτυπες για το κοινό αμερικανικές παραινέσεις προς την Ελλάδα να εγκαταλείψει τα φούμαρα των ευρω - ενωσιακών συγκλίσεων της ΟΝΕ, να ενισχύσει τον κρατικό τομέα και να ενταχθεί εντελώς και αποκλειστικά υπό την αμερικανική ομπρέλα, τότε ανοίγεται ένα επιπλέον σχέδιο μείζονος σημασίας.

Οι άτυπες για το κοινό τότε αμερικανικές παραινέσεις έμοιαζαν με επιθυμία τους να γίνει η Ελλάδα μια επιπλέον ιδιότυπη πολιτεία των ΗΠΑ. Αυτό ίσως μοιάζει με διάθεση φαντασίας. Ομως η στιγμή εκείνη του 1993 αποδείχτηκε ως ένα σχετικά κομβικό σημείο.

Οι ενδοσυμμαχικές διαπλοκές ισχυρών συμφερόντων είναι λεπτές, ποικίλες και σε διαρκή ρευστότητα. Οποιος τολμήσει να εισέλθει για να τις χαλάσει, θα καεί. Σε αυτή την ποικιλομορφία ρευστότητας εντάσσονται και οι ασύδοτες ενέργειες του πρέσβη των ΗΠΑ Νίκολας Μπερνς. Ολα δείχνουν ότι συνδέονται με εκείνο το ξεχασμένο νήμα της στροφής του 1993.

Αντώνης ΔΑΜΙΓΟΣ

ΔΥΤΙΚΗ ΟΧΘΗ
Πάλι στην κόψη του ξυραφιού...

Τεταμένη ατμόσφαιρα, αυστηρότατα μέτρα ασφαλείας και σκληρός αποκλεισμός των παλαιστινιακών αυτόνομων περιοχών είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της τωρινής κατάστασης στη Μέση Ανατολή. Το σκηνικό είναι γνώριμο, καθώς για πολλοστή φορά, τους τελευταίους μήνες, οι σχέσεις Ισραηλινών και Παλαιστινίων βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού, ενώ ανάλογη είναι η ατμόσφαιρα και στις σχέσεις του Ισραήλ με το σύνολο του αραβικού κόσμου. Η πολυσυζητημένη "ειρηνευτική διαδικασία" βρίσκεται σε τέλμα και τα παλαιστινιακά εδάφη μοιάζουν με πυριτιδαποθήκη.

Μέσα στις επόμενες ημέρες ναμένεται να επιστρέψει στην περιοχή ο Αμερικανός διαμεσολαβητής Ντένις Ρος, που μόλις πριν από μερικές μέρες ολοκλήρωσε άλλον έναν άκαρπο κύκλο επαφών με την ισραηλινή και παλαιστινιακή ηγεσία. Ο Ρος, πιθανότατα, θα επιμείνει στην αμερικανική πρόταση, που προβλέπει την αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από το 11%-13% της Δυτικής Οχθης, πρόταση που, μέχρι στιγμής, βρίσκει αντίθετη τόσο την ισραηλινή κυβέρνηση, που επικαλείται λόγους ασφαλείας, όσο και την Παλαιστινιακή Αρχή, η οποία, αν και δεν το εξέφρασε ανοιχτά, είναι δυσαρεστημένη από τη μικρή έκταση της προτεινόμενης αποχώρησης.

Κατηγορίες και διεκδικήσεις εκατέρωθεν

Οι Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι επιμένουν στη διεκδίκησή τους, να περάσει υπό την κυριαρχία τους το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Οχθης,τονίζοντας ότι όταν ολοκληρωθούν οι τρεις, προβλεπόμενες κατά αυτούς από τη Συνθήκη του Οσλο, αποχωρήσεις του ισραηλινού στρατού, το 97% της περιοχής θα πρέπει να έχει περάσει ολοκληρωτικά σε παλαιστινιακά χέρια. Προς το παρόν, υπό καθεστώς παλαιστινιακής αυτονομίας στη Δυτική Οχθη βρίσκονται μόνο οι πόλεις Ιεριχώ, Καλκιλία, Ναμπλούς, Τουλκαρέμ, Τζενίν, Ραμάλλα, Βηθλεέμ και ένα μεγάλος μέρος της Χεβρώνας. Οι αυτόνομες αυτές νησίδες, που είναι περικυκλωμένες από περιοχές ελεγχόμενες από τον ισραηλινό στρατό, δεν καλύπτουν παρά μόνο το 27% της Δυτικής Οχθης και μάλιστα συχνά είναι εντελώς αποκομμένες μεταξύ τους, εξαιτίας των αλλεπάλληλων σκληρών στρατιωτικών αποκλεισμών.

Στα τέλη του 1999 θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί ο τρίτος και τελευταίος γύρος των ισραηλινο-παλαιστινιακών συνομιλιών που θα καθορίσει και το οριστικό καθεστώς - εδαφικό και πολιτειακό - της περιοχής. Η Παλαιστινιακή Αρχή διακηρύσσει ότι το τέλος των συνομιλιών θα σημάνει την ίδρυση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Η διακήρυξη αυτή βρίσκεται, φυσικά, εντελώς αντίθετα με την ισραηλινή ηγεσία,η οποία διαφωνεί και με τις παλαιστινιακές εδαφικές διεκδικήσεις. Οσο για την ίδια τη συμφωνία του Οσλο, είναι πλέον σαφές ότι το περιεχόμενό της είναι τόσο γενικόλογο και αόριστο που μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα και από τις δύο πλευρές, που είναι διαμετρικά αντίθετες, και να καλύπτει εκατέρωθεν διεκδικήσεις και εκτιμήσεις.

Για μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης τόσο της περιοχής όσο και διεθνώς, το επίκεντρο της αντιπαράθεσης εστιάζεται στην αδιαλλαξία του Μπέντζαμιν Νετανιάχου, για την οποία ακόμη και η Ουάσιγκτον, ως εγγυήτρια και εμπνευστής της "ειρηνευτικής διαδικασίας", έσπευσε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της υπό το φως της δημοσιότητας.Την κατάσταση, φυσικά, εκμεταλλεύεται και το Εργατικό Κόμμα, από την αντιπολιτευτική θέση που βρίσκεται, για να προωθήσει την αντίληψη ότι ο Νετανιάχου καταστρέφει τις επίπονες προσπάθειες ισραηλινο-παλαιστινιακής προσέγγισης, που έγιναν από τον Ράμπιν, αλλά και την ηρεμία όλης της περιοχής.

Αξίζει, βέβαια, στο σημείο αυτό να αναρωτηθεί κανείς κατά πόσο είναι εφικτό ένας, έστω και σκληρότατος, πρωθυπουργός να καταστρέψει μια ολόκληρη "ειρηνευτική διαδικασία", που είναι σαφώς καθορισμένη και οριοθετημένη, αλλά, φυσικά, και κατά πόσο το αδιέξοδο θα είχε αποφευχθεί σε περίπτωση που στην ισραηλινή εξουσία βρισκόταν το κόμμα των πρωτεργατών των συνθηκών του Οσλο, Γιτζάκ Ράμπιν και Σιμόν Πέρες.Μια προσεκτική ματιά τόσο στις ίδιες τις συμφωνίες. όσο φυσικά και στις ενέργειες και τις διακηρύξεις που ακολούθησαν, εκ μέρους της υπογράφουσας κυβέρνησης των Εργατικών, αναδεικνύει το αναπόφευκτο του αδιεξόδου στις ισραηλινο-παλαιστινιακές συνομιλίες καθώς και τη σαθρότητα της "ειρηνευτικής διαδικασίας".

Η "ειρηνευτική διαδικασία" των Ράμπιν - Πέρες

Η ουσία τόσο των συμφωνιών, όσο και της τωρινής αντιπαράθεσης ανάμεσα σε Ισραηλινούς και Παλαιστινίους εστιάζεται στο ποσοστό των εδαφών που θα περιέλθει οριστικά υπό παλαιστινιακή κυριαρχία και φυσικά ποια μορφή ή δομή θα έχει αυτή η παλαιστινιακή κυριαρχία.Η τελμάτωση των σχετικών συνομιλιών προκάλεσε αγανάκτηση, οργή και απογοήτευση στον παλαιστινιακό λαό, που βλέπει τα χρόνια να κυλούν. Εχουν ήδη συμπληρωθεί 5 και πλέον χρόνια από την υπογραφή τον Οκτώβρη του 1993 της πρώτης συμφωνίας του Οσλο, χωρίς ούτε καν να διαφαίνεται στον ορίζοντα η δικαίωση της παλαιστινιακής εξέγερσης, ενώ οι συνθήκες ζωής βυθίζονται ολοένα και περισσότερο στη μιζέρια.Για πολλούς πολιτικούς παρατηρητές, η εδραίωση και ενίσχυση των δυνάμεων και της επιρροής των ισλαμιστών εξτρεμιστών της "Χαμάς" ή της "Τζιχάντ" και κατά συνέπεια η έντονη δράση τους εντός και εκτός των παλαιστινιακών εδαφών είναι λογική συνέπεια και απόρροια του αδιεξόδου της "ειρηνευτικής διαδικασίας". Τη δράση αυτή χρησιμοποιεί περίτεχνα ως έναν επιπλέον διαπραγματευτικό όρο η ισραηλινή ηγεσία, απαιτώντας την καταστολή της. Την ίδια στιγμή, η Παλαιστινιακή Αρχή ζητά το "πάγωμα" του εβραϊκού εποικισμού και την ολοκλήρωση της αποχώρησης των ισραηλινών δυνάμεων.

Ορισμένα στοιχεία αρκούν για να διαγράψουν με σαφήνεια την πραγματικότητα. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ισραήλ από το Εργατικό Κόμμα (1992-1996), οπότε και υπογράφτηκαν οι 2 συμφωνίες του Οσλο, ο αριθμός των Εβραίων εποίκων στη Δυτική Οχθη αυξήθηκε κατά 49%, δηλαδή 49.000, φτάνοντας έτσι το σημερινό αριθμό των 150.000 εποίκων σε όλη τη Δυτική Οχθη. Στον αραβικό τομέα της Ιερουσαλήμ εγκαταστάθηκαν, την περίοδο αυτή και ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι συνομιλίες, 50.000 Ισραηλινοί, δηλαδή παρουσιάστηκε μια αύξηση 33%, που ανεβάζει τους Εβραίους εποίκους της ανατολικής Ιερουσαλήμ, σε 200.000 άτομα.

Η διαδικασία αυτή, που ακολουθήθηκε παράλληλα με τις ειρηνευτικές συνομιλίες, ναι μεν δε λάβαινε χώρα στο πρώτο πλάνο της δημοσιότητας, δεν έγινε, όμως, και στα κρυφά. Δύο μήνες μετά την υπογραφή της πρώτης συμφωνίας του Οσλο ο "πρωτομάστοράς" της και τότε υπουργός Εξωτερικών Σιμόν Πέρες, σε ομιλία του στα πλαίσια εκδήλωσης της ΟΥΝΕΣΚΟ, δήλωνε σαφέστατα τις προθέσεις του ανακοινώνοντας ότι η Λωρίδα της Γάζας και η Δυτική Οχθη δε θα έχουν το ίδιο καθεστώς, αλλά "η πρώτη σταδιακά θα αποκτήσει ορισμένα από τα προνόμια ενός κράτους, ενώ η δεύτερη θα διοικείται από ένα αυτόνομο συμβούλιο που θα αποτελείται από Παλαιστίνιους και Εβραίους εποίκους. Το συμβούλιο αυτό θα ασχολείται με εσωτερικές υποθέσεις, ενώ τα ζητήματα της ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής θα παραμείνουν στη δικαιοδοσία της ισραηλινής κυβέρνησης".

Στόχος η διατήρηση των συνόρων του 1967

Ο Πέρες, μάλιστα, ανέλυσε περαιτέρω τα σχέδιά του, υπογραμμίζοντας ότι θα εκλεγεί και Κοινοβούλιο όπου θα συμμετέχουν αναλογικά Παλαιστίνιοι και Εβραίοι έποικοι, εκ των οποίων οι μεν Παλαιστίνιοι θα συμμετέχουν στις βουλευτικές εκλογές της Ιορδανίας (!) και οι δε έποικοι στις εκλογές του Ισραήλ. Οπως χαρακτηριστικά σχολίαζαν τότε Ισραηλινοί δημοσιογράφοι, ο Σιμόν Πέρες πίστευε (δικαίως όπως αποδείχτηκε) ότι οι Εβραίοι έποικοι όχι μόνο θα παρέμεναν στα Κατεχόμενα Εδάφη, αλλά θα αυξάνονταν κιόλας. Ετσι στόχος του ήταν, συμπλήρωναν, "όχι να φάει τους Παλαιστίνιους, αλλά μεθοδικά και αργά να τους καταπιεί μέσα από εβραϊκή κοινότητα των εποίκων".

Εξίσου σαφείς, όσον αφορά τις προθέσεις της τότε ισραηλινής ηγεσίας, είναι και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν, στην Κνεσσέτ, τον Οκτώβρη του 1995, ένα μήνα πριν από τη δολοφονία του. Ο Ράμπιν,υπερασπιζόμενος τη δεύτερη συνθήκη του Οσλο απέναντι στις επικρίσεις του αντιπολιτευόμενου τότε Λικούντ, τόνιζε ότι "στο τελικό στάδιο της ειρηνευτικής διαδικασίας το εβραϊκό κράτος θα έχει σύνορα όχι ιδιαίτερα διαφορετικά από αυτά του 1967, καθώς θα προσαρτήσει όσες περιοχές της Δυτικής Οχθης έχουν έντονη εβραϊκή παρουσία, θα συνορεύει με την παλαιστινιακή οντότητα, που θα είναι κάτι λιγότερο από κράτος και θα έχει ως αρμοδιότητά της να οργανώνει τη ζωή των Παλαιστινίων που ζουν στα εδάφη της".

Η τακτική του "λειτουργικού συμβιβασμού"

Το σχέδιο της τότε ισραηλινής κυβέρνησης δε διέφερε ιδιαίτερα ούτε από αυτό των προκατόχων της, ούτε από των διαδόχων της: Να δημιουργηθούν μεγάλοι εβραϊκοί οικισμοί σε στρατηγικά σημεία της Δυτικής Οχθης, όπως είναι η περίμετρος της Αραβικής Ιερουσαλήμ, η νότια πλευρά της Λωρίδας της Γάζας που συνορεύει με την Αίγυπτο και η κοιλάδα του Ιορδάνη, προς τα σύνορα με την Ιορδανία.Ακολουθώντας πιστά και μεθοδικά το σχέδιο αυτό, το Ισραήλ κατάφερε σήμερα να έχει τους σημαντικότατους εβραϊκούς οικισμούς Μααλέ Αντουμίν, σε απόσταση αναπνοής από την Αραβική Ιερουσαλήμ περικυκλώνοντάς τη, Μααλέ Εφρέμ στην κοιλάδα του Ιορδάνη, Κίριατ Αρμπα σε μικρή απόσταση ανατολικά της Χεβρώνας, Εφράτ ανάμεσα στη Χεβρώνα και στη Βηθλεέμ, Γκους Ετζιόν δυτικά της Βηθλεέμ στα σύνορα της Δυτικής Οχθης με το Ισραήλ, Γκους Κατίφ βόρεια της Ράφα στη Λωρίδα της Γάζας, ο οποίος είναι και παραθαλάσσιος. Παράλληλα, έχουν δημιουργηθεί εκατοντάδες μικρότεροι, αλλά αρκετά σημαντικοί οικισμοί στη Δυτική Οχθη, οι οποίοι διασπείρονται σε όλη την επιφάνεια της περιοχής με τρόπο τέτοιο ώστε δεν υπάρχει ούτε ένα μικρό κομμάτι που να μην έχει έναν οικισμό. Επιπλέον, δεν υπάρχει οδική αρτηρία που να μη διασχίζει εβραϊκούς οικισμούς.

Με το τρόπο αυτό, η εκάστοτε ισραηλινή ηγεσία έχει το δικαίωμα να ζητήσει την προσάρτηση εδαφών που κατοικούνται από μεγάλο αριθμό Εβραίων, γεγονός που φέρεται να γνώριζε η παλαιστινιακή ηγεσία, όταν κάθισε στο τραπέζι των συνομιλιών το 1993. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πολιτικής θα ήταν, φυσικά, να μην μπορεί, στην πράξη, να ανεξαρτητοποιηθεί, ούτε ένα σημείο της Δυτικής Οχθης.Ασκώντας κριτική στις συμφωνίες του Οσλο, ο ηγέτης του αριστερού κόμματος Μέρετζ Γιόσι Σαρίντ, το 1995, είχε τονίσει ότι "δεν πρόκειται για ειρηνευτική συμφωνία, αλλά για έναν σαφώς λειτουργικό συμβιβασμό, που στην ουσία θα καταλήξει σε διαρκείς προσαρτήσεις".

Ο Γιόσι Σαρίντ εκτιμούσε ότι στην ουσία τέθηκε σε εφαρμογή το "σχέδιο καντονοποίησης" της Δυτικής Οχθης του Αριέλ Σαρόν. Προσέθετε, δε, ότι το σχέδιο "λειτουργικού συμβιβασμού" το είχε επεξεργαστεί, ήδη, από τις δεκαετίες του 1970 ο στρατηγός Μοσέ Νταγιάν, του οποίου τα βήματα ακολούθησε πιστά ο Γιτζάκ Ράμπιν. Σύμφωνα με τον "λειτουργικό συμβιβασμό" του Μοσέ Νταγιάν, το Ισραήλ διατηρούσε την ευθύνη για την εξωτερική πολιτική και για τα θέματα ασφαλείας, ο ισραηλινός στρατός προστάτευε τους Εβραίους εποίκους που παρέμεναν στη θέση τους και οι Παλαιστίνιοι καθόριζαν μόνο τα εσωτερικά τους ζητήματα.Την τακτική αυτή ακολούθησε και ο Μεναχέμ Μπέγκιν, αργότερα, ο οποίος οριοθετούσε και τη σημασία της αυτονομίας, λέγοντας ότι "δεν έχει καμία σχέση με τα εδάφη, αλλά μόνο με τους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτά".

Ο "απρόσεκτος", αλλά σταθερός Νετανιάχου

Τι έχει αλλάξει, σήμερα, επί διακυβέρνησης Νετανιάχου; Στην ουσία τίποτε, καθώς και ο σημερινός πρωθυπουργός συνεχίζει την εποικιστική τακτική των προκατόχων του. Στο "φαίνεσθαι" έχουν γίνει αλλαγές, διότι όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά η "Μοντ Ντιπλοματίκ" ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου δεν έχει την πολιτική ευελιξία να "χτίζει διακριτικά", συμπληρώνοντας το σχόλιο πολλών πολιτικών αναλυτών που τονίζουν ότι "η Εργατική κυβέρνηση ανακοίνωνε έναν οικισμό και έχτιζε χίλιους, ενώ η κυβέρνηση του Λικούντ ανακοινώνει 1.000 οικισμούς και τελικά καταφέρνει να χτίσει έναν".

Τη σταθερή συνέχεια της πολιτικής αυτής παραδέχονται και οι ίδιοι οι νυν κυβερνητικοί αξιωματούχοι του Ισραήλ. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικές είναι δηλώσεις του τότε υπουργού Οικονομικών Ντον Μεριντόρ, το 1995, που παρατίθενται στη "Μοντ Ντιπλοματίκ", με τις οποίες ευχαριστεί τον Γιτζάκ Ράμπιν και τον Σιμόν Πέρες, γιατί κατάφεραν να χτίσουν χιλιάδες σπίτια εβραϊκών οικισμών και να αυξήσουν τον αριθμό των εποίκων στην Ιουδαία και τη Σαμάρεια. "Οφείλουμε, όμως, πολλά και στην υπόλοιπη αντιπολίτευση της χώρας, συνεχίζει ο Μεριντόρ, και φυσικά πάνω από όλα στην αμερικανική κυβέρνηση, γιατί αν και ήξεραν πολύ καλά τι γίνεται, ουδέποτε το κατήγγειλαν ή προσπάθησαν να το σταματήσουν". Ο Μεριντόρ γίνεται, δε, ιδιαίτερα προκλητικός, δηλώνοντας ότι ευχαριστεί και την Παλαιστινιακή Αρχή γιατί αν και γνώριζε την εποικιστική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια των συνομιλιών του Οσλο, δε διέκοψε την "ειρηνευτική διαδικασία". Ο Ισραηλινός αξιωματούχος καταλήγει τονίζοντας κατηγορηματικά ότι "εφόσον το Ισραήλ δεν επιθυμεί να επανέλθουν τα σύνορά του στα σημεία που βρίσκονταν πριν το 1967 θα συνεχίσει και θα εντείνει την εποικιστική δραστηριότητα, γιατί είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες διαμόρφωσης του οριστικού χάρτη της περιοχής".

Σήμερα, λοιπόν, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου παραμένει σταθερός στην πολιτική κληρονομιά των προκατόχων του: μιλά για παλαιστινιακή οντότητα, όχι για κράτος, και προωθεί το διαχωρισμό τριών ζωνών,εκ των οποίων στην πρώτη θα κατοικούν Παλαιστίνιοι σε διάσπαρτες πόλεις, στη δεύτερη οι έποικοι και η τρίτη θα είναι κενή για "λόγους ασφαλείας", έτσι ώστε στο τέλος της διαδικασίας το 70% της Δυτικής Οχθης να παραμένει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο υπό ισραηλινή κυριαρχία.

Τι μπορεί, λοιπόν, να περιμένει κανείς από τη συγκεκριμένη "ειρηνευτική διαδικασία" ακόμα και στην αισιόδοξη πρόβλεψη ότι αυτή θα εξέλθει από το παρατεταμένο τέλμα της; Ο χρόνος μπορεί να απαντήσει πολύ συγκεκριμένα στο ερώτημα. Αυτό, όμως, που διαγράφεται ιδιαίτερα σαφές είναι όλα αυτά που δε φαίνονται πιθανά να υλοποιηθούν και είναι όλα αυτά που πρέσβευε η παλαιστινιακή εξέγερση (Ιντιφάντα): Ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος με σαφή σύνορα, που θα μπορεί να εγγυηθεί ένα καλύτερο αύριο για τον βασανισμένο παλαιστινιακό λαό. Εξίσου σαφές είναι, πλέον, ότι η συγκεκριμένη "ειρηνευτική διαδικασία" δε στόχευε, εξαρχής, να δώσει βιώσιμη λύση στο παλαιστινιακό ζήτημα και να βοηθήσει στην ειρηνική συνύπαρξη δύο λαών. Αυτό που φαίνεται, σήμερα, σαφέστερο από ποτέ άλλοτε είναι ότι μοναδικός της στόχος ήταν η δημιουργία και ενός νέου μέσου παρέμβασης, άσκησης πίεσης και διαρκούς "διαμεσολαβητικής" παρουσίας των εμπνευστών της.

Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ

Οι Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι επιμένουν στη διεκδίκησή τους να περάσει

Οι Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι επιμένουν στη διεκδίκησή τους να περάσει υπό την κυριαρχία τους το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Οχθης, τονίζοντας ότι όταν ολοκληρωθούν οι τρεις, προβλεπόμενες κατά αυτούς από τη Συνθήκη του Οσλο, αποχωρήσεις του ισραηλινού στρατού, το 97% της περιοχής θα πρέπει να έχει περάσει ολοκληρωτικά σε παλαιστινιακά χέρια

Πρόσφατη μαζική διαδήλωση των Παλαιστινίων

Αυτό, όμως, που διαγράφεται ιδιαίτερα σαφές είναι όλα αυτά, που δε φαίνονται πιθανά να υλοποιηθούν και είναι όλα αυτά που πρέσβευε η παλαιστινιακή εξέγερση (Ιντιφάντα): Ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος με σαφή σύνορα, που θα μπορεί να εγγυηθεί ένα καλύτερο αύριο για το βασανισμένο παλαιστινιακό λαό

Για μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, τόσο της περιοχής, όσο και διεθνώς, το επίκεντρο της αντιπαράθεσης εστιάζεται στην αδιαλλαξία του Μπέντζαμιν Νετανιάχου, για την οποία ακόμη και η Ουάσιγκτον, ως εγγυήτρια και εμπνευστής της "ειρηνευτικής διαδικασίας", έσπευσε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της υπό το φως της δημοσιότητας

Ιδιαίτερα αυστηρά ήταν τα μέτρα ασφαλείας όλες αυτές τις μέρες



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ