Ο πρωθυπουργός αρνήθηκε ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει ό,τι "πει η αγορά". Ισχυρίστηκε ότι γίνεται προσπάθεια ελέγχου ή συζήτησης (!) για τις τιμές. Οτι εφαρμόζεται πολιτική για την ανεργία, πολιτική για τους ηλικιωμένους, πολιτική για τους νέους, πολιτική για τις γυναίκες. Οτι υπάρχει πολιτική κοινωνικής πρόνοιας.
Κατ' αρχήν, όταν λέμε οικονομία της αγοράς - πρέπει κάποτε να συνεννοηθούμε - εννοούμε καπιταλισμό. Γι' αυτό η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η Συνθήκη της ΔΑΣΕ προβλέπουν ότι, για να γίνεις μέλος τους, πρέπει να έχεις οικονομία της αγοράς. Ενας, τέλος πάντων, είναι ο καπιταλισμός. Αυτός, που χαράζουν και εφαρμόζουν η Ευρωπαϊκή Ενωση, οι ΗΠΑ κλπ.
Πράγματι, παρεμβαίνει. Παρεμβαίνει, όμως, προς όφελος του κεφαλαίου. Ετσι, κηρύσσει υποχρεωτικές και δημοσιεύει τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που, ουσιαστικά, υπογράφουν η συνδικαλιστική παράταξη του ΠΑΣΟΚ, της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΝ με τους βιομήχανους. Είναι φανερό, έτσι, ότι εγκρίνει τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις, που μείωσαν την αγοραστική δύναμη των κατώτατων ημερομισθίων κατά 27% από 1.1.90 μέχρι 1.1.98. Το ίδιο κάνει και για τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις. Π.χ., συλλογική σύμβαση εμποροϋπαλλήλων κτλ.
Τώρα, όσον αφορά τις τιμές των προϊόντων, έχει δώσει πλήρη ασυδοσία και οι επιχειρηματίες μπορούν να ορίσουν οποιαδήποτε τιμή, φτάνει να την αναγράφουν στους τιμοκαταλόγους. Αλλωστε, το πρώην υπουργείο Εμπορίου, αρμόδιο για τον έλεγχο των τιμών, είναι ουσιαστικά ΟΑΕΔ, δηλαδή ταμείο ανεργίας.
Τώρα, για τις γυναίκες. Οι μέσες αποδοχές, με βάση τα στοιχεία εργασίας της ΕΣΥΕ, το 1997 αποτελούσαν το 77,5% των αποδοχών των ανδρών. Ακόμη, για την πολιτική κοινωνικής πρόνοιας που εφαρμόζεται, αρκεί να δούμε ότι στη Βουλή συζητείται τώρα νομοσχέδιο με τίτλο "Για την ανάπτυξη εθνικού συστήματος κοινωνικής φροντίδας", που αποδυναμώνει, κατεδαφίζει το υπάρχον σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.
Δε θα ασχοληθούμε, βέβαια, με το αν η κυβέρνηση ενισχύει τα "σκυλάδικα". Μας αρκεί η δήλωση του κ. Ευάγγελου Γιαννόπουλου από άλλο βήμα στη Θεσσαλονίκη ότι είναι "πολιτιστικά κέντρα".
Αυτά προς το παρόν.
Κώστας ΚΑΠΠΟΣ
Τη διαφωνία του ΚΚΕ στην εισήγηση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για το θεσμικό πλαίσιο της ψηφιακής τηλεόρασης εξέφρασε στη χτεσινή συνεδρίαση της Επιτροπής ο βουλευτής του Κόμματος Μπ. Αγγουράκης.Υπενθύμισε δε ότι το ΚΚΕ έχει καταθέσει και γραπτή εισήγηση (δημοσιεύτηκε ολόκληρη το περασμένο Σάββατο στο "Ρ") η οποία ζήτησε να ενσωματωθεί στην εισήγηση και να διανεμηθεί στους βουλευτές και τον πρόεδρο της Βουλής.
Ο Μπ. Αγγουράκης είπε ότι το θέμα της ψηφιακής είναι αρκούντως σοβαρό και γι' αυτό δεν πρέπει να συζητηθεί στο θερινό Τμήμα της Βουλής (αρχίζει σήμερα η συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή), αλλά να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Σώματος τον Οκτώβρη. Με τη θέση αυτή συμφώνησαν βουλευτές από όλα τα κόμματα, ακόμα και από το ΠΑΣΟΚ, ενώ και ο πρόεδρος της Επιτροπής, Γ. Καψής, είπε ότι ως βουλευτής συμφωνεί, αλλά ως πρόεδρος εφαρμόζει τον κανονισμό της Βουλής.
Ο βουλευτής του ΚΚΕ τόνισε ότι από όλες τις συζητήσεις στην Επιτροπή φάνηκε ότι με τη λειτουργία της ψηφιακής απειλούνται όχι μόνο η πληροφόρηση και η ενημέρωση, αλλά ακόμα πιο σοβαρά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τα δημοκρατικά και τα προσωπικά δικαιώματα.
Ολα δείχνουν, είπε, ότι με τη διαδικασία χορήγησης των αδειών θα δεσμεύεται ο συνδρομητής από τα προσφερόμενα "πακέτα" που θα επιλέγει, χωρίς δικαίωμα επιλογής καναλιού από διαφορετικό "πακέτο".
Εξέφρασε δε την κατηγορηματική αντίθεση του ΚΚΕ στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη μετάδοση κωδικοποιημένου σήματος και το ρόλο της ΕΡΤ. Πρέπει, τόνισε, να υπάρχει ισχυρή δημόσια ψηφιακή τηλεόραση που θα αποτελεί το παράδειγμα για όλους και όχι να εξαφανιστεί παντελώς η ΕΡΤ από τη διαδικασία, όπως προωθείται σήμερα. Ζήτησε τέλος το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο να έχει διακομματικό χαρακτήρα, αλλά παράλληλα να ενισχυθεί με αποφασιστικές αρμοδιότητες.
Στη συζήτηση βουλευτές εξέφρασαν την άποψη ότι δεν είναι δυνατόν το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο να ελέγξει τα προγράμματα της ψηφιακής, ενώ ζητήθηκε να αναλάβει ο ΟΤΕ, με τους μηχανισμούς που διαθέτει, τις μετρήσεις τηλεθέασης.
Στην εισήγηση της Επιτροπής, που συνυπογράφουν οι βουλευτές Η. Παπαδόπουλος (ΠΑΣΟΚ), Π. Παυλόπουλος (ΝΔ) και Φ. Κουβέλης (ΣΥΝ) προτείνεται μεταξύ άλλων η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου που καθιερώνει το μονοπώλιο της ΕΡΤ στην εκπομπή ψηφιακού σήματος. Το επιχείρημα που επιστρατεύεται είναι πως "μπορεί να θεωρηθεί ότι οδηγεί στη διαμόρφωση δεσπόζουσας θέσης στο χώρο της ψηφιακής τηλεόρασης, η οποία έρχεται σε αντίθεση προς το ευρωπαϊκό κοινοτικό Δίκαιο". Επίσης ότι "καθιερώνει καθεστώς θεσμικής και ουσιαστικής παντοδυναμίας της ΕΡΤ η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μορφές άσκησης της σχετικής αρμοδιότητας υπό συνθήκες αδιαφάνειας και χωρίς παρέμβαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης".
Σε ό,τι αφορά τη σχετική άδεια για την οργάνωση και λειτουργία ψηφιακής τηλεόρασης από ιδιώτες, αυτή "θα πρέπει να παραχωρείται με ταυτόχρονη σύναψη σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας από τον υπουργό Τύπου, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης". Ζητείται επίσης μετατροπή του ΕΣΡ από "διακομματική" σε "υπερκομματική αρχή".
Υπογράφτηκε χτες στη Σόφια πρωτόκολλο για την ενίσχυση της συνεργασίας εναντίον του οργανωμένου εγκλήματος, του Ελληνα υπουργού Δημόσιας Τάξης, Γ. Ρωμαίου,με τους υπουργούς Εσωτερικών της Βουλγαρίας, Μπογκομίλ Μπόνεφ και της Ρουμανίας, Γκαβρίλ Ντεζέου.
Για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου ναρκωτικών, όπλων και "λευκής σαρκός", του πλυσίματος βρώμικου χρήματος και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων του οργανωμένου εγκλήματος με διαμεθοριακές προεκτάσεις, θα συντονίζουν τις δραστηριότητές τους οι αστυνομικές υπηρεσίες των τριών χωρών. Το διακυβερνητικό τριμερές πρωτόκολλο προβλέπει επίσης και μόνιμες ανταλλαγές πληροφοριών για θέματα λαθρομετανάστευσης, αφού η λαθραία μετανάστευση έχει πέσει στα "γρανάζια" των εγκληματικών συνδικάτων, που έχουν αναπτύξει τεράστιο δίκτυο σύγχρονου δουλεμπορίου, όπως παρατήρησε ο Γ. Ρωμαίος. Μεικτή ομάδα εμπειρογνωμόνων από τα αστυνομικά όργανα των τριών χωρών θα συνεδριάζει τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, με σκοπό την περαιτέρω βελτίωση του μηχανισμού της τριμερούς συνεργασίας.