ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 25 Δεκέμβρη 1998
Σελ. /38
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Χριστιάνικα: τότε και τώρα

Η καρδιά του χειμώνα χτυπά γιορτινά, χτυπά Χριστουγεννιάτικα. Οι βιτρίνες στολισμένες, απαγορευμένες όμως για τους περισσότερους, η ατμόσφαιρα, παρά το ψύχος, ζεστή, γεμάτη θαλπωρή, ο νους οδηγείται φυσικά προς το σπίτι, στην οικογένεια, στους φίλους και στα παιδιά. Στα δικά μας παιδιά, αλλά και στα ξένα. Στους ηλικιωμένους, στους ασθενείς, στους ανήμπορους, στους άστεγους, στους πεινασμένους, στους πρόσφυγες, στους αναξιοπαθούντες. Εκεί πάει...

Ο Χριστιανάρης

Τα Νικολοβάρβαρα, πέρασαν, ο Σπύρος, ο Ελευθέριος, ο Σάββας, ο Μηνάς, η Αννα, η Αναστασία η Φαρμακολύτρια, η Ευγενία τιμήθηκαν όπως τους έπρεπε. Και τώρα η σειρά τους. Ο Χρήστος, η Χριστίνα και ο Χριστός μας περιμένουν, με δώρα, με κεριά, προσευχές. Και ευχές. Καλά Χριστούγεννα. Και του Χρόνου!Δεκέμβρης, λοιπόν, και μάλιστα προς το τέλος του, που πήρε το όνομα του από τη δεκάτη σειρά "decem", από τα λατινικά, και την κατάληξη "ber" από τα σανσκριτικά, που σημαίνει "μήνας", "εποχή" - Δεκέμβρης που κατέχει τη δωδέκατη θέση από το 1564, όταν ο Κάρολος ο Θ' όρισε με διάταγμα τη χρονιά να αρχίζει την 1η του Γενάρη. Δεκέμβρης γιορτινός, νοσταλγικός και κάπου - κάπου μελαγχολικός. Σήμερα λοιπόν, που εμείς γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκέμβρη, οι αρχαίοι Πέρσες γιόρταζαν τη γέννηση του Μίσρα, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι του Οσίρι. Οι αρχαίοι Ελληνες του Ηρακλή. Ακόμη οι Εσκιμώοι και οι Λάπωνες γιορτάζουν την 25 του Δεκέμβρη σαν τη "μητέρα των νυκτών". Ολοι λοιπόν οι λαοί, δε διάλεξαν τυχαία αυτήν την ημερομηνία για να αφιερώσουν τη λατρεία τους στο υπέρτατο ον, όποιο κι αν είναι αυτό... Εκτός από τους Ρωμαίους που είχαν αφιερωμένο όλον το μήνα του Δεκέμβρη στη θεά Εστία. Εμείς, ονομάζουμε το Δεκέμβρη "Χριστιανάρη". Γιατί, όπως αναφέραμε και παραπάνω, ο νους και η καρδιά του ανθρώπου πάει κοντά σε εκείνους που "έφυγαν" και σ' εκείνους που δεινοπαθούν. Την παλιά εποχή, εδώ που τα λέμε δεν είναι και τόσο παλιά, μοίραζε ο κόσμος χριστόψωμα και κουλούρια στους φτωχούς για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες των ψυχών των πεθαμένων, καθώς και μπουρέκια με κρέας βοδινό, γιατί συχώριο δε γίνεται με χοιρινό κρέας, παρ' όλο που όλοι έτρωγαν χοιρινό κρέας σαν έθιμο των ημερών αυτών.

Κάποτε το Δωδεκαήμερο

Η εορτή της του Χριστού γεννήσεως, εορτή γενέθλιων καλούμενη και κατά τον Χρυσοστόμον "πασών εορτών σεμνοτάτη και μητρόπολις πασών". Και, όμως τα Χριστούγεννα άρχισαν να γιορτάζονται μόλις το 433. Οι Ελληνες βυθισμένοι στα σκοτάδια της άγνοιας, της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας, πίστευαν ότι η επιτυχία, αλλά και η αποτυχία, η ζωή και ο θάνατος, η υγεία και η ασθένεια, ο πλούτος και η φτώχεια, εξαρτιόνταν από παράγοντες εξωγήινους, παράγοντες που ρύθμιζαν την πορεία και το πεπρωμένο τους. Ετσι γι' αυτές τις μέρες του Δωδεκαήμερου, που τα νερά αβάφτιστα ήταν, κυρίαρχοι της Γης ήταν οι καλικάντζαροι, που ζούσαν τόσον καιρό στο σκοτάδι του κάτου κόσμου, και αναδύονταν στην επιφάνεια τέτοια εποχή, για να κάνουν κακό. Ο αρχηγός τους ήταν ο κουτσός και "τριοκέρατος κουτσοδαίμονας", που είχε το γενικό πρόσταγμα. Στην Καρδίτσα, πίστευαν ότι οι καλικάντζαροι τρώγανε όλο το χρόνο το... στύλο της Γης για να να καταφέρουν επιτέλους, να τη... ρίξουν κάτω. Να την γκρεμίσουν, θέλανε. Τώρα, που ανέβαιναν στον πάνω κόσμο, κοιτούσαν με κάθε τρόπο να ξεσπάσουν το θυμό τους πάνω στους ανθρώπους και να τους κάνουν άνω - κάτω. Στη Ζάκυνθο, πίστευαν πως οι καλικάντζαροι ήταν ψυχές πεθαμένων, ενώ στη Νάξο ήταν σίγουροι ότι αυτά τα δαιμονάκια πήγαιναν και μαγάριζαν τα φαγητά. Στη Χίο, οι καλικάντζαροι γύριζαν ελεύθεροι στο νησί και χτυπούσαν τους περαστικούς στο σβέρκο. Εμείς, σαν είμαστε παιδιά κάπου τα φοβόμαστε, αλλά κάπου και τα συμπαθούσαμε τα καλικαντζαράκια. Παιδιά ήταν κι αυτά... Κι όταν κάναμε κάποια αταξία ή ζημιά, πρόχειρο το 'χαμε: "Αυτοί το έκαναν", λέγαμε. Ψέματα 'λεγαν οι γονείς μας και μας φόβιζαν με τους δαίμονες, με ψέμα απαντούσαμε. Σιωπηρή συμφωνία κάναμε...

Τότε και τώρα

Τα Χριστούγεννα δεν είχαν τη βαρύτητα και την επισημότητα της Πρωτοχρονιάς, ούτε τη λαμπρότητα και τους πανηγυρισμούς των λαών της Δύσης. Τα γεννητούρια ενός παιδιού για μας δεν είχαν την ίδια σημασία με τη βάφτισή του. Ούτε ακόμη του Χριστού. Η μέρα περνούσε μαλακά, οικογενειακά και έδινε το σήμα για να αρχίσει η καλοφαγία. Μετά από ένα μεγάλο διάστημα με νηστεία, το στομάχι έπαιρνε "αμνηστία". Από βραδίς ακόμα οι νοικοκυρές ετοίμαζαν λογιών λογιών φαγητά και τα σπίτια μοσχοβολούσαν από το ψητό και τα γλυκίσματα. Σε διαρκή κίνηση βρισκόταν όλος ο γυναικείος πληθυσμός, σε διαρκή... αναμονή ο ανδρικός. Μα τα παιδιά, ω, παρέμειναν παιδιά, δε λένε... να μεγαλώσουν. Ευτυχώς. Και τώρα, όπως και τότε περιμένουν το θαύμα, ζουν μέσα στη μαγεία, ανυπομονούν να ανοίξουν τα δώρα, φοβίζουν τα μικρότερα με τα καλικαντζαράκια, να πάνε να πουν τα κάλαντα. Τα καθιερωμένα αλλά και τα, στους περισσότερους, άγνωστα, όπως τα ποντιακά: "Χριστός γεννέθεν, χαράν στον κόσμον!/ Χα, καλή ώρα, καλή σην ώρα. Καλόν παιδί οψές γεννεθέν/ Οψές γεννεθέν, ουρανοσταθέν". Η, αυτά που τραγουδούν στην Πρέβεζα: "Τα Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα, τα Λαμπρά βρεχούμενα, τ'αμπάρια γιομισμένα...".

Χριστούγεννα λοιπόν, και εμείς αντί να τραγουδούμε, γράφουμε για να τα... πείτε εσείς. Και του Χρόνου, να 'μαστε όλοι καλά του χρόνου τέτοια μέρα, που θα είναι τα τελευταία Χριστούγεννα αυτής της χιλιετίας.

Τ. Δ.


Και εγένοντο... Χριστούγεννα(*)

Η νεαρή συνάδελφος με τη μύτη και τα μάγουλα κατακόκκινα από το κρύο, με το μαγνητόφωνο στο χέρι την πλησίασε αποφασιστικά και της έκανε την απίστευτα ανόητη ερώτηση: "Πώς νιώθετε που έρχονται Χριστούγεννα;". Η Ευγενία την κοίταξε με οίκτο. Να είσαι καταχείμωνο στο δρόμο, να τουρτουρίζεις για να κάνεις ρεπορτάζ αισθημάτων.. Τι γελοίο. Πώς ένιωθε... Χαμογέλασε θλιμμένα και μουρμούρισε: "Και να σου πω δε θα το πιστέψεις", και συνέχισε το δρόμο της με εκείνο το γρήγορο βήμα που έχουν οι πολυάσχολοι, οι βιαστικοί, οι αργοπορημένοι.. Είχε τελειώσει τη δουλιά της, δεν την περίμενε κανείς, και όμως περπατούσε τόσο γρήγορα, ίσως γιατί είχε μια ακαθόριστη αίσθηση αργοπορίας... Δεν ένιωθε τίποτε, ούτε χαρά, ούτε λύπη, νοσταλγία ή μελαγχολία. Επασχε. Είχε προσβληθεί από μια ραγδαία απουσία συναισθημάτων. Είχε κλείσει σελίδες, είχε γράψει για πολλοστή φορά για τα έθιμα, τα κάλαντα, τους καλικάντζαρους και όλα τα συναφή, είχε αναρωτηθεί ποιος άραγε να διαβάζει ανήμερα των Χριστουγέννων τέτοια πράγματα, ήταν στο πρόγραμμα φαίνεται, και αφού είχε ανταλλάξει τα καθιερωμένα φιλιά και τις συνηθισμένες ευχές, αφού είχε πει ψέματα ότι δήθεν θα έλειπε το τριήμερο, έβαλε το πανωφόρι της και βγήκε από το μεγάλο κτίριο. Βιαζόταν να γυρίσει σπίτι της. Θα έκανε ένα μπάνιο και θα ξάπλωνε. Ετσι να χαλαρώσει για λίγο ήθελε και να αποτοξινωθεί από την εφήμερη επαναληπτική και τόσο κουραστική καθημερινότητα. Δεν έριξε ούτε ένα βλέμμα στο τεράστιο δέντρο με τα χιλιάδες λαμπιόνια, ούτε μια ματιά, έστω και κλεφτή στις στολισμένες βιτρίνες, και με παγερή αδιαφορία κοιτούσε τους συνανθρώπους της που λύγιζαν κάτω από το βάρος των δώρων που κουβαλούσαν. Φοβού τους Δαναούς και δώρα... Η Ευγενία είχε άδεια χέρια, άδειο νου, άδεια καρδιά. Ετσι πίστευε τουλάχιστον.

Μούλιασε μέσα στο καυτό νερό μέχρι που άρχισε να παγώνει. Φόρεσε ένα μπουρνούζι, πήρε ένα πιάτο, έβαλε μια φέτα ψωμί και ένα κομμάτι τυρί, γέμισε ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί και το άφησε στο κομοδίνο. Κάθισε στο κρεβάτι, μια απέραντη κούραση την κυρίευσε. Ηπιε μονορούφι το κρασί και έκλεισε τα μάτια.

Το κουδούνι χτύπησε, μια - δυο - τρεις φορές ρυθμικά. Συνθηματικά. Επειτα, άκουσε το κλειδί να γυρίζει διακριτικά, έτσι έκανε πάντα. Η πόρτα έκλεισε απαλά σαν να ήταν από μετάξι. Ετσι όπως ήταν, σηκώθηκε. Ο Γιάννης στεκόταν μπροστά της ευθυτενής, αθλητικός, επαναστατικός, και ερωτικός. Πόσο νέος έμοιαζε κι ας μην ήταν πλέον, και παρέμενε όμορφος και φωτεινός. Το πράσινο των ματιών την έπνιξε, όπως την πρώτη φορά που βυθίστηκε μέσα του ανυπεράσπιστη, χωρίς σωσίβιο. "Ω, ψυχή μου, έχεις σαλπάρει για τρομερά ναυάγια",ο στίχος του Βερλέν την ώθησε τότε να παραδοθεί χωρίς να φέρει αντίσταση, χωρίς να θέσει όρους. Δε γνωρίζει από όρους και από διαπραγματεύσεις ο έρωτας, ούτε από όρια. Από μυστήρια και από απογοητεύσεις ξέρει. Δεν κράτησε κανένα πρόσχημα. Ούτε έτσι για τους τύπους, όπως έκανε από την πρώτη μέρα, που άσκεπη, γυμνή και ανυπόδητη, χωρίς τεχνάσματα και χωρίς ερωτική τακτική, ανυπεράσπιστη - ούτε ένα τούλι δεν κρατούσε για ασπίδα - παρέδωσε το είναι της στον κατακτητή. Αμαχητί. Ο Γιάννης διέσχισε το κατώφλι, και απαλά την πήρε αγκαλιά. Τη φίλησε τρυφερά στο μάγουλο, της είπε "δεν άλλαξες", εκείνη δεν απάντησε, πέρασε το χέρι του στα μαύρα μαλλιά της και νύξη δεν έκανε για τις πρώτες νιφάδες που άρχισαν να τα πασπαλίζουν. "Αρχισα να ασπρίζω", μουρμούρισε. "Δεν το πρόσεξα" είπε. Πάντα καλός κατέφευγε στα ευγενικά ψέματα, τα προτιμούσε από την αποκρουστική, κυνική, απάνθρωπη αλήθεια. Κάτω από το πανύψηλο έλατο, που τα κλωνάρια του βαστούσαν μπλε λαμπερές μπάλες, δυο κουτιά περίμεναν τον παραλήπτη τους. Ενα ζευγάρι κιάλια, που από χρόνια είχε ξεχαστεί στο φέρι - μποτ που τους μετέφερε από το νησί του έρωτα στη στέρεα γη της αγάπης, έμενε ακίνητο μέσα στη χάρτινη φυλακή του, ενώ το απλό ασημένιο δαχτυλίδι - σα βέρα φάνταζε - που είχε γλιστρήσει από το δάχτυλό της και είχε χωθεί μέσα στην άμμο - πάνε πολλά καλοκαίρια από τότε - τώρα, ήταν τυλιγμένο μέσα στο βελούδινο μανδύα του. Κρύωνε από το χωρισμό τόσων ετών. Ισως. Ηπιαν ένα ποτήρι κρασί, και έπειτα άλλο ένα. Το αίμα κυκλοφόρησε σε όλο το σώμα, κάνοντάς το πιο χαλαρό και εκείνες οι απίστευτες πράσινες λίμνες του που είχε στη θέση που οι άλλοι άνθρωποι έχουν για μάτια, συνέχιζαν να στάζουν επικίνδυνα. Και έτσι, κάποια στιγμή τα βαθύ πράσινο ενώθηκε με το δικό της μέλι που έβρεχε σαν παχύρρευστο δάκρυ το μάγουλό της και ξαφνικά εκείνα τα αβαθή νερά έγιναν ένα και ετοιμάζονταν να ξεσπάσουν σε τρομερές καταιγίδες, σε θύελλες, σε ανεμοστρόβιλους. "Ας φάμε πρώτα", είπε ευτυχώς, και κάθισε στο γιορτινό τραπέζι. Ηταν μια μαγική στιγμή. Μια θεϊκή, χριστουγεννιάτικη στιγμή, μια στιγμή πλημμυρισμένη από αγάπη, από ελπίδα, από όνειρα και από τους ήχους της Φανταστικής Συμφωνίας του Μπερλιόζ. Αχ θεέ μου τι όμορφα που είναι, αχ θεέ μου, ας σταματήσει ο χρόνος εδώ. Τώρα. Οι δείκτες του ρολογιού, καλοί δέκτες παρακλήσεων σταμάτησαν απότομα. Ο χρόνος άχρονος έγινε. Πέταξε το παρελθόν του, και ξέχασε το μέλλον του και μεταμορφώθηκε σ' ένα διαρκές παρόν. Κάτι της έλεγε ο Γιάννης, κάτι υπέροχο, κάτι έφτανε στ' αυτιά της σιγά, ψιθυριστά, μελωδικά σχεδόν. Η Ευγενία δεν τολμούσε να παρακαλέσει "πιο δυνατά, μίλα πιο δυνατά", από φόβο μην τεμαχίσει τη φράση, μην αλλάξει τον ρουν της στιγμής. Τον ρου της φανταστικής, ερωτικής, συμφωνικής ιστορίας της. Ακουγε αποσπασματικά για μαγικά βουνά, για απάτητες κατάλευκες πλαγιές, για αεροπλάνα, για αυτοκίνητα, για περιπάτους στο κέντρο της παραμυθένιας πόλης του Σάλτσμπουργκ, για τα κοντσέρτα του Μότσαρτ, για συμφωνίες του Μπερλιόζ και για τον αιώνιο έρ.... Τι κρίμα, έχασε το τελευταίο, αλλά δεν πείραζε. Τα σχέδια για ένα κοντινό μέλλον δεν ήταν σχέδια, εντάσσονταν κι αυτά στο τώρα. Αυτό το "τώρα", το κρατούσε ευλαβικά σαν κάτι το εύθραυστο, το πολύτιμο, τον αναντικατάστατο, το μοναδικό... Ερωτα, μάλλον θα εννοούσε και μάλιστα αιώνιο... Υπάρχει άραγε;

Ο θόρυβος από κάπου μακριά ερχόταν. Ενοχλητικά, επαναληπτικά, απειλητικά πλησίαζε συνεχώς και γινόταν ακόμα πιο δυνατός και πιο αποκρουστικός. Κούνησε το χέρι της για να προφυλαχτεί από την επίθεση και σήκωσε το ακουστικό. Επιτέλους, ηρέμησε το τύμπανό της. "Ναι", έκανε και με το άλλο της χέρι σκέπασε τη μεριά που κοιμόταν ο Γιάννης, χωρίς να γυρίσει. Αν είχε ξυπνήσει δε θα ήθελε να δει έτσι το πρόσωπό της. "Ναι" επανέλαβε ψιθυριστά. "Ευγενία, σε ξύπνησα;" Από την άλλη μεριά του σύρματος η βροντερή φωνή του αρχισυντάκτη της. Εγινε έξαλλη. Μα, που στο κάλο την είχε βρει στο Σάλτσμπουργκ, ποιος του έδωσε τον αριθμό, ποιος του έδωσε το δικαίωμα να διακόπτει τις διακοπές της... Να διακόπτει... τις διακοπές.. Γίνεται; Γίνεται.

"Ευγενία μου, χρόνια πολλά. Αντί για δώρο θα σου δώσω την είδηση της χρονιάς κι ας σε ξυπνώ, αλλά έχω την πληροφορία ότι"... Δεν την ενδιέφερε καμιά είδηση, δεν έδινε δεκάρα για την είδηση, έστω κι αν ήταν η είδηση του αιώνα. "Ευγενία, συνέχισε εκείνος. Ο ασυμβίβαστος συμβιβάστηκε, ο αδιάφθορος, διεφθάρη. Ο πρώην συνεργάτης μας και πρώην σύντροφός σου θα ορκιστεί μέσα στην εβδομάδα. Υπουργός Δικαιοσύνης, ο Γιαννάκης μας. Σε σένα θα δώσει την πρώτη του συνέντευξη, σου την οφείλει, άλλωστε".

Και εκείνη όφειλε να τον στείλει στο δαίμονα και να του κλείσει το τηλέφωνο. Αλλά δεν το έκανε. Είπε: "Είμαι τόσο μακριά από την Αθήνα, μακριά από τη δημοσιογραφία, μακριά από την πολιτική. Εγώ αυτή τη στιγμή είμαι στο Σάλτσμπουργκ και δίπλα μου..." Τη διέκοψε απότομα. "Ξύπνα επιτέλους. Και εγώ είμαι στην Καπερναούμ,. Αντε παιδάκι, πιες καφέ, σύνελθε κι έλα από το γραφείο. Ντύσου κι έλα... Συνειδητοποίησες τι σου είπα; Ο Γιάννης γίνεται υπουργός Δικαιοσύνης. Ημαρτον, Θεέ μου. Πώς νιώθεις;". Φαίνεται το έχουν οι δημοσιογράφοι να ρωτούν ανόητα πράγματα. Υπουργός Δικαιοσύνης. "Νιώθω δικαιωμένη" και κατέβασε το ακουστικό.

Σηκώθηκε με το μπουρνούζι από το στρωμένο και ανέπαφο κρεβάτι, επιθεώρησε με το βλέμμα της το άδειο σπίτι και έφτιαξε έναν καφέ. Πήγε κοντά στο παράθυρο και κοιτούσε με περιέργεια τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν την οδό Πατησίων. Ηπιε μια γουλιά καφέ και αναζήτησε μέσα στην τσάντα της τα τσιγάρα της. Η ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά "Ενός λεπτού μαζί" έπεσε φαρδιά πλατιά στο πάτωμα. Εσκυψε να τη σηκώσει και διάβασε στην τύχη ένα στίχο. "Και άρον, άρον εγένετο αύριο". Χαμογέλασε.

(*) ΔΙΗΓΗΜΑ της Τιτίνα ΔΑΝΕΛΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ