Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι, το εορταστικό κλίμα των προηγούμενων ημερών, με την ευφορία που συνήθως το διακρίνει, δημιούργησε σε ορισμένους κάποιες ψεύτικες ελπίδες, για μια διαφορετική αντιμετώπιση των μεταναστών και προσφύγων από την ελληνική πολιτεία. Σε αυτό συνέβαλαν και ορισμένες κυβερνητικές - αν και ανεπαρκείς και αντιφατικές - εξαγγελίες, καθώς και διάφορες υποκριτικές εκδηλώσεις συμπάθειας, ιδιαίτερα για τους Κούρδους πρόσφυγες που βρίσκονται στη χώρα, οι οποίες και προβλήθηκαν ανάλογα από τα αστικά ΜΜΕ. Ετσι ακούσαμε τον υπουργό Εσωτερικών κ. Παπαδόπουλο να υπόσχεται τη μεταφορά των ταλαίπωρων Κούρδων σκηνιτών της πλατείας Κουμουνδούρου σε κτίριο του Ερυθρού Σταυρού στο Ρουφ - χωρίς να διευκρινίζει πότε και με ποιους όρους - και να εξαγγέλλει ταυτόχρονα απελάσεις - εξπρές για τους λαθρομετανάστες! Ακούσαμε τον δήμαρχο Αθηναίων κ. Αβραμόπουλο, έναν από τους πιο ένθερμους οπαδούς και συνεπείς εφαρμοστές μιας άτεγκτης ταξικής πολιτικής, σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων της πόλης, να προσπαθεί να μας πείσει, στη γνωστή φανταχτερή και κακόγουστη πρωτοχρονιάτικη γιορτή που διοργάνωσε και φέτος στην πλατεία Συντάγματος, ότι κάτω από το ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης χωράνε δήθεν το ίδιο άνετα εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, πλούσιοι και φτωχοί, βολεμένοι και απόκληροι, ακόμη και οι περιθωριοποιημένοι ξένοι μετανάστες και πρόσφυγες που ζουν στην πόλη! Ακούσαμε, ακόμη, την ίδια μέρα, τον πρόεδρο του Συνασπισμού, κ. Κωνσταντόπουλο, από την πλατεία Κουμουνδούρου αυτόν, έναν από τους υπέρμαχους της πολιτικής της ΕΕ, η οποία ευθύνεται κατά μεγάλο μέρος για την εξόντωση και τον κατατρεγμό των Κούρδων προσφύγων, να εκδηλώνει τη συμπάθειά του για τα προβλήματά τους!
* * *
* * *
* * *
Μόνο μέσα από τη συμπόρευση Ελλήνων εργαζομένων και προσφύγων - μεταναστών, αλλά και προοδευτικών διανοουμένων και ανθρώπων που θέλουν να συμβάλλουν ειλικρινά και αποτελεσματικά στην επίλυση των προσφυγικών και μεταναστευτικών προβλημάτων σε ένα κοινό μέτωπο ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική, μπορεί να υπάρξει πραγματική ελπίδα να γίνουν σεβαστά έστω και τα ελάχιστα δικαιώματα των προσφύγων και μεταναστών που σήμερα καταπατούνται βάναυσα στη χώρα μας.
Αντώνης ΑΝΤΑΝΑΣΙΩΤΗΣ
Αν θέλουμε τα δίκαια αιτήματα των προσφύγων και γενικότερα των μεταναστών της χώρας μας να βρίσκουν "ευήκοα ώτα", χρειάζεται να συνυφαίνονται με τις οικονομικές και πολιτικές διεκδικήσεις των Ελλήνων εργαζομένων, με τη συνειδητοποίηση και από τους μεν και από τους δε ότι ο αγώνας είναι κοινός, επειδή κοινά είναι και τα προβλήματα και οι αιτίες που τα γεννούν, αφού και οι μεν και οι δε είναι αντικείμενα καταπίεσης και εκμετάλλευσης από τα ποικιλώνυμα μεγάλα συμφέροντα και θύματα της πολιτικής του ιμπεριαλισμού, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, που τους στερεί την ευημερία, την εθνική ανεξαρτησία, την ειρήνη, την ίδια τελικά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Σηκώθη η λεβεντογενιά,
φρεγάδα μ' ανοιχτά πανιά,
στο νιον αγέρα,
για ν' αρμενίσει το ντουνιά
κι ακόμα πέρα...
(Α. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ: "Ο Διγενής") Ο ΝΟΥΣ φέρνει ετούτη την ώρα, που ολόκληρη η Ελλάδα αστράφτει από ομορφιά, από νιάτα και λεβεντιά, τα λόγια αυτά του Σικελιανού για τη λεβεντογενιά, που σαν φρεγάδα μ' ολάνοιχτα τα πανιά της αρμενίζει στο ντουνιά και πιο πέρα ακόμη...
ΚΑΙ ΘΥΜΑΜΑΙ μια ατέλειωτη, αλλά και φυσικά διδακτική συζήτηση, που είχα παρακολουθήσει, να ανοίγουν, με το δικό του τρόπο ο καθένας, ο Αγγελος Σικελιανός και ο ιστορικός και λογοτέχνης Γιάννης Βλαχογιάννης, που μια καλή στιγμή με είχε φέρει κοντά του λίγο πριν από τον πόλεμο.
ΗΤΑΝ μια συζήτηση για τη λέξη λεβέντης και λεβεντογενιά και, πάνω σ' αυτήν, ειδικά ο Βλαχογιάννης, βαθύς γνώστης του ελληνικού, γλωσσικού θησαυρού, είχε έναν αφάνταστο πλούτο, μέσα από τα δημοτικά τραγούδια, αλλά και τον παροιμιακό λόγο, που τ' αράδιαζε μ' απλοχεριά και που συχνά ο ποιητής της Λευκάδας αχόρταγα τα σημείωνε.
ΗΤΑΝ ένας συστηματικός κυνηγός για τα ποιητικά του θησαυρίσματα ο Σικελιανός. Τον βλέπαμε συχνά να έρχεται στην Ακαδημία Αθηνών, στο Ιστορικό Λεξικό, και εκεί να μελετά για ώρες τα δελτία, σ' αυτό το κυνηγητό της λέξης, του γλωσσικού θησαυρού, στην καταγραφή την πρώτη, που επιχειρούσαν τότε οι συντάκτες του.
ΣΥΧΝΑ, ο Βλαχογιάννης, στα πρωινά εκείνα συναπαντήματα, που είχε με τον ποιητή στο κηπάριο της Ακαδημίας, τον πυροδοτούσε, καθώς ερεθιστικά του πετούσε του δημοτικού τραγουδιού το δίστιχο ή του παροιμιακού λόγου κάποια αστραπή και τον έσπρωχνε σε γλωσσικές αναζητήσεις.
ΠΛΟΥΣΙΑ σε διδαχή, φροντιστηριακή άσκηση, η συχνά έντονη αυτή αναμέτρηση πάνω στον πλούτο της γλώσσας και το θησαυρό της. Μερικές φορές, ο μονοκόμματος Ρουμελιώτης ιστορικός, επιθετικός, εξαπέλυε και φιλιππικούς για τους λογιοτάτους, όλους αυτούς που θάβανε τη ζωντανή του λαού γλώσσα.
ΚΑΙ με το προβάδισμα που του έδιναν, όχι βέβαια τα χρόνια του, αλλά και η σοφία του με τη βαθιά γνωριμιά και συναναστροφή με την ιστορία μας, αφού πετούσε το δίστιχό του:
Λεβέντη, πούθεν έρχεσαι,
Λεβέντη πού πηγαίνεις
..............
ΚΙ ΕΚΛΕΙΝΕ, αντί για άλλο, την παρέμβαση, με την καλοσυνάτη στον ποιητή υπόδειξη, λέγοντας: "Αγγελε στο στόμα του λαού της γλώσσας η αλήθεια".
Η ΛΕΒΕΝΤΟΓΕΝΙΑ αυτή, που περπάτησε πάνω στην πέτρινη γη μας. Η σουλιώτικη γενιά... Αυτή, που τράνεψε κι, άγουρη ακόμη στα χρόνια, σήκωσε το καριοφίλι... Η γενιά, που μάτωσε για την άγια Λευτεριά, που στάθηκε όρθια στου Μεσολογγιού το φράχτη.
ΚΙ ΕΠΕΙΤΑ, κατά σειρά, οι άλλες γενιές. Κι αυτές λεβεντογενιές, που βρέθηκαν μπροστάρισσες σε μεγάλους αγώνες, που έδωσαν ζωές και όνειρα. Η γενιά της Εθνικής Αντίστασης, του 114, του Πολυτεχνείου, η σημερινή γενιά, αυτή, που το χαμόγελο της λεβεντιάς και της πίστης πλημμυρίζει απ' άκρη σ' άκρη την Ελλάδα.
O ΛΑΟΣ, στο τραγούδι του, δουλεύει τον τιμητικό, το δίκαιο λόγο του, για το λεβέντη, για το παλικάρι, για τη λεβεντογενιά ολάκερη, καθώς, αψηφώντας τον κίνδυνο, ξεδιπλώνει τολμηρά, αλλά και απλά την αλκή τους για το νέο κόσμο της δικαιοσύνης και της ειρηνικής δημιουργίας.
ΜΙΑ πλούσια καταγραφή συναντά για τη λεβεντιά, την ομορφιά, την αντρειοσύνη, για το παλικάρι, αυτός που σκύβει πάνω στα τραγούδια μας, στα φιλολογικά και ιστορικά μας κείμενα. Κι είναι της αντρειοσύνης τα πύρινα αυτά ντοκουμέντα πολλά, καθώς ξεκινάνε από τα κατάβαθα, τα πανάρχαια χρόνια.
ΘΥΜΑΜΑΙ πάντα το γερο - Βλαχογιάννη, καθώς σε κάποιες στιγμές δικής του εσωτερικής αναζήτησης άνοιγε τα γραφτά του και, με δυνατή φωνή, σαν να απαγγέλλει, διάβαζε μερικά από τα φιλολογικά του κείμενα, που τα 'χε αγαπημένα. Κι ήταν αυτά, που είχε δουλέψει με πάθος, σφιχτά, δυνατά δοσμένα στα νιάτα... Στη λεβεντογενιά του 1821, στα Σουλιωτόπουλα.
ΚΙ ΕΙΧΕΣ την αίσθηση, καθώς τον άκουγες να τα διαβάζει τα δικά του εκείνα γραφτά, πως βρισκόσουν ψηλά στα βουνά της Ρούμελης και πίσω από τα βράχια αμούστακα ακόμη παλικάρια τουφεκούσαν τα τούρκικα ασκέρια. Κι όλα αυτά τα ζούσες, καθώς κόντευε η μεγάλη ώρα της Αντίστασης... Και μια νέα γενιά τράνευε, ξεπετιόταν, για να πιάσει τα καινούρια ταμπούρια.
Η ΛΕΒΕΝΤΟΓΕΝΙΑ βηματίζει χαμογελαστή, περήφανη πάνω στης γης μας την πέτρα. "Με τα γεριά ποδάρια τους χτυπούν τη γη οι λεβέντες", λέει του ποιητή ο στίχος. Φρεγάδα μ' ολάνοιχτα τα πανιά της αρμενίζει τους καινούριους αγέρηδες. Τα νιάτα μας, με την αστραπή της ελπίδας και πίστης. Στο δρόμο του αγώνα. Κι εμείς μαζί τους, αταλάντευτα δίπλα τους.