Κυριακή 24 Γενάρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10

Η ΛΕΒΕΝΤΟΓΕΝΙΑ...
(φρεγάδα μ' ανοιχτά πανιά)

Σηκώθη η λεβεντογενιά,

φρεγάδα μ' ανοιχτά πανιά,

στο νιον αγέρα,

για ν' αρμενίσει το ντουνιά

κι ακόμα πέρα...

(Α. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ: "Ο Διγενής") Ο ΝΟΥΣ φέρνει ετούτη την ώρα, που ολόκληρη η Ελλάδα αστράφτει από ομορφιά, από νιάτα και λεβεντιά, τα λόγια αυτά του Σικελιανού για τη λεβεντογενιά, που σαν φρεγάδα μ' ολάνοιχτα τα πανιά της αρμενίζει στο ντουνιά και πιο πέρα ακόμη...

ΚΑΙ ΘΥΜΑΜΑΙ μια ατέλειωτη, αλλά και φυσικά διδακτική συζήτηση, που είχα παρακολουθήσει, να ανοίγουν, με το δικό του τρόπο ο καθένας, ο Αγγελος Σικελιανός και ο ιστορικός και λογοτέχνης Γιάννης Βλαχογιάννης, που μια καλή στιγμή με είχε φέρει κοντά του λίγο πριν από τον πόλεμο.

ΗΤΑΝ μια συζήτηση για τη λέξη λεβέντης και λεβεντογενιά και, πάνω σ' αυτήν, ειδικά ο Βλαχογιάννης, βαθύς γνώστης του ελληνικού, γλωσσικού θησαυρού, είχε έναν αφάνταστο πλούτο, μέσα από τα δημοτικά τραγούδια, αλλά και τον παροιμιακό λόγο, που τ' αράδιαζε μ' απλοχεριά και που συχνά ο ποιητής της Λευκάδας αχόρταγα τα σημείωνε.

ΗΤΑΝ ένας συστηματικός κυνηγός για τα ποιητικά του θησαυρίσματα ο Σικελιανός. Τον βλέπαμε συχνά να έρχεται στην Ακαδημία Αθηνών, στο Ιστορικό Λεξικό, και εκεί να μελετά για ώρες τα δελτία, σ' αυτό το κυνηγητό της λέξης, του γλωσσικού θησαυρού, στην καταγραφή την πρώτη, που επιχειρούσαν τότε οι συντάκτες του.

ΣΥΧΝΑ, ο Βλαχογιάννης, στα πρωινά εκείνα συναπαντήματα, που είχε με τον ποιητή στο κηπάριο της Ακαδημίας, τον πυροδοτούσε, καθώς ερεθιστικά του πετούσε του δημοτικού τραγουδιού το δίστιχο ή του παροιμιακού λόγου κάποια αστραπή και τον έσπρωχνε σε γλωσσικές αναζητήσεις.

ΠΛΟΥΣΙΑ σε διδαχή, φροντιστηριακή άσκηση, η συχνά έντονη αυτή αναμέτρηση πάνω στον πλούτο της γλώσσας και το θησαυρό της. Μερικές φορές, ο μονοκόμματος Ρουμελιώτης ιστορικός, επιθετικός, εξαπέλυε και φιλιππικούς για τους λογιοτάτους, όλους αυτούς που θάβανε τη ζωντανή του λαού γλώσσα.

ΚΑΙ με το προβάδισμα που του έδιναν, όχι βέβαια τα χρόνια του, αλλά και η σοφία του με τη βαθιά γνωριμιά και συναναστροφή με την ιστορία μας, αφού πετούσε το δίστιχό του:

Λεβέντη, πούθεν έρχεσαι,

Λεβέντη πού πηγαίνεις

..............

ΚΙ ΕΚΛΕΙΝΕ, αντί για άλλο, την παρέμβαση, με την καλοσυνάτη στον ποιητή υπόδειξη, λέγοντας: "Αγγελε στο στόμα του λαού της γλώσσας η αλήθεια".

Η ΛΕΒΕΝΤΟΓΕΝΙΑ αυτή, που περπάτησε πάνω στην πέτρινη γη μας. Η σουλιώτικη γενιά... Αυτή, που τράνεψε κι, άγουρη ακόμη στα χρόνια, σήκωσε το καριοφίλι... Η γενιά, που μάτωσε για την άγια Λευτεριά, που στάθηκε όρθια στου Μεσολογγιού το φράχτη.

ΚΙ ΕΠΕΙΤΑ, κατά σειρά, οι άλλες γενιές. Κι αυτές λεβεντογενιές, που βρέθηκαν μπροστάρισσες σε μεγάλους αγώνες, που έδωσαν ζωές και όνειρα. Η γενιά της Εθνικής Αντίστασης, του 114, του Πολυτεχνείου, η σημερινή γενιά, αυτή, που το χαμόγελο της λεβεντιάς και της πίστης πλημμυρίζει απ' άκρη σ' άκρη την Ελλάδα.

O ΛΑΟΣ, στο τραγούδι του, δουλεύει τον τιμητικό, το δίκαιο λόγο του, για το λεβέντη, για το παλικάρι, για τη λεβεντογενιά ολάκερη, καθώς, αψηφώντας τον κίνδυνο, ξεδιπλώνει τολμηρά, αλλά και απλά την αλκή τους για το νέο κόσμο της δικαιοσύνης και της ειρηνικής δημιουργίας.

ΜΙΑ πλούσια καταγραφή συναντά για τη λεβεντιά, την ομορφιά, την αντρειοσύνη, για το παλικάρι, αυτός που σκύβει πάνω στα τραγούδια μας, στα φιλολογικά και ιστορικά μας κείμενα. Κι είναι της αντρειοσύνης τα πύρινα αυτά ντοκουμέντα πολλά, καθώς ξεκινάνε από τα κατάβαθα, τα πανάρχαια χρόνια.

ΘΥΜΑΜΑΙ πάντα το γερο - Βλαχογιάννη, καθώς σε κάποιες στιγμές δικής του εσωτερικής αναζήτησης άνοιγε τα γραφτά του και, με δυνατή φωνή, σαν να απαγγέλλει, διάβαζε μερικά από τα φιλολογικά του κείμενα, που τα 'χε αγαπημένα. Κι ήταν αυτά, που είχε δουλέψει με πάθος, σφιχτά, δυνατά δοσμένα στα νιάτα... Στη λεβεντογενιά του 1821, στα Σουλιωτόπουλα.

ΚΙ ΕΙΧΕΣ την αίσθηση, καθώς τον άκουγες να τα διαβάζει τα δικά του εκείνα γραφτά, πως βρισκόσουν ψηλά στα βουνά της Ρούμελης και πίσω από τα βράχια αμούστακα ακόμη παλικάρια τουφεκούσαν τα τούρκικα ασκέρια. Κι όλα αυτά τα ζούσες, καθώς κόντευε η μεγάλη ώρα της Αντίστασης... Και μια νέα γενιά τράνευε, ξεπετιόταν, για να πιάσει τα καινούρια ταμπούρια.

Η ΛΕΒΕΝΤΟΓΕΝΙΑ βηματίζει χαμογελαστή, περήφανη πάνω στης γης μας την πέτρα. "Με τα γεριά ποδάρια τους χτυπούν τη γη οι λεβέντες", λέει του ποιητή ο στίχος. Φρεγάδα μ' ολάνοιχτα τα πανιά της αρμενίζει τους καινούριους αγέρηδες. Τα νιάτα μας, με την αστραπή της ελπίδας και πίστης. Στο δρόμο του αγώνα. Κι εμείς μαζί τους, αταλάντευτα δίπλα τους.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ