Με στατιστικές απάτες επιχειρεί τώρα η κυβέρνηση να αλλάξει την κατάμαυρη εικόνα που υπάρχει σε όλους τους τομείς της λεγόμενης κοινωνικής πολιτικής. Σε μια προσπάθεια να επιβληθεί η πλήρης ανατροπή κάθε κοινά αποδεκτής, μέχρι σήμερα, αντίληψης για τα ζητήματα της πολιτικής δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας δημοσιοποίησε χτες το νέο τρόπο μέτρησης της... "κοινωνικής προστασίας", που είναι κομμένος και ραμμένος στα πλέον αντιδραστικά πρότυπα που θα μπορούσε να φανταστεί και ο πιο αρρωστημένος εγκέφαλος. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την προσαρμογή της Στατιστικής Επιστήμης στη "νέα τάξη", που επιχειρεί να επιβάλει το κεφάλαιο στον τομέα των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων συνολικά, και η οποία προαπαιτεί τη σταδιακή αποχή του δημοσίου από δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα.
Το νέο σύστημα υπολογισμού της "κοινωνικής προστασίας", που ουσιαστικά στηρίζεται στις αντιλήψεις της "αλληλεγγύης" και του "εθελοντισμού", που με πάθος προβάλλονται από τους "εκσυγχρονιστές", ονομάζεται Ευρωπαϊκό Σύστημα Στατιστικής Κοινωνικής Προστασίας, ξενόγλωσσα αναφέρεται ως ESSPROS και είναι ενιαίο για ολόκληρη την ΕΕ. Οπως σημειώνεται στη σχετική ανακοίνωση, "τα στοιχεία του ESSPROS έχουν χαρακτηριστικά που τα διαφοροποιούν από τη συνήθη έννοια της (κρατικής) κοινωνικής προστασίας ή του κοινωνικού κράτους". Σε τι ακριβώς έγκειται η... διαφοροποίηση αυτή το αποκαλύπτει η ίδια η ανακοίνωση, αφού, όπως αναφέρεται, στα σχετικά κονδύλια συμπεριλαμβάνονται:
Στις δαπάνες "κοινωνικής προστασίας" δε θα συμπεριλαμβάνονται πλέον οι συνεχώς μειούμενες κρατικές δαπάνες για την Παιδεία, οι δαπάνες που απευθύνονται στα αγροτικά νοικοκυριά, όπως επίσης η λεγόμενη κοινωνική πολιτική μέσω των ΔΕΚΟ (π.χ. αγροτικό ρεύμα κλπ). Παράλληλα, δε θα υπολογίζονται πλέον και ορισμένες επιδοτήσεις προς διάφορες κατηγορίες, όπως για παράδειγμα τα επιδόματα πολυτέκνων ή παραμεθόριων περιοχών, οι επιδοτήσεις ή φοροεκπτώσεις για δάνεια απόκτησης πρώτης κατοικίας, οι επιδοτήσεις ενοικίων κλπ. Το γεγονός της αφαίρεσης αυτών των δαπανών, από ορισμένους αρμόδιους παράγοντες ερμηνεύεται ως προάγγελος για την κατάργηση αυτών των κινήτρων προς τους εργαζόμενους.
Ο διαφορετικός τρόπος υπολογισμού των δαπανών "κοινωνικής προστασίας" οδηγεί - όπως αποκαλύπτεται από τα σχετικά στοιχεία - στην πλήρη παραμόρφωση της πραγματικότητας. Αυτό που συμβαίνει, για παράδειγμα με τις δαπάνες που αφορούν την "κοινωνική ασφάλιση" (δαπάνες για υγεία, πρόνοια και συντάξεις) είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικό. Το νέο στατιστικό τρικ και η κυβερνητική απάτη βρίσκονται στο γεγονός ότι στα κονδύλια της "κοινωνικής προστασίας" αθροίζονται όλα τα κονδύλια που συναποτελούν τις δαπάνες της "κοινωνικής ασφάλισης" ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσής τους.Συνυπολογίζονται δηλαδή και οι εισφορές των εργαζομένων και οι εργοδοτικές εισφορές και η εισφορά του δημοσίου από τον κρατικό προϋπολογισμό. Οι σχετικές δαπάνες το 1997 ήταν αυξημένες κατά 152% σε σχέση με το 1990. Η αύξηση όμως αυτή δεν προήλθε από αντίστοιχη αύξηση των κρατικών δαπανών, αλλά βασικά λόγω της τεράστιας αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών που κατέβαλαν κύρια οι εργαζόμενοι και σ' ένα βαθμό οι εργοδότες. Ετσι, ενώ στο κονδύλι του 1990 η συμμετοχή του δημοσίου στις δαπάνες για την "κοινωνική ασφάλιση" ήταν 30,4% του συνόλου, τα σχετικά κονδύλια χρόνο με το χρόνο κουτσουρεύτηκαν τόσο, που το σχετικό ποσοστό το 1997 έπεσε στο 24,9%.Είναι κι αυτό μια ακόμα απόδειξη για την περιβόητη κοινωνική πολιτική που υποτίθεται πως ασκεί η κυβέρνηση με... ξένα κόλλυβα.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί πως παρά το γεγονός ότι χτες ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας επιχείρησε να εκμεταλλευτεί για ευτελείς προεκλογικούς σκοπούς τα νέα στοιχεία για την "κοινωνική προστασία", το ESSPROS βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της πρώτης εφαρμογής. Ετσι, οι σχετικοί πίνακες που διαβιβάστηκαν ήδη προς την ΕΕ και αφορούν την περίοδο 1990 - '95, αναθεωρήθηκαν από πέρσι το Μάρτη, τουλάχιστον, 4 φορές.
Τις καλύτερες μέρες του ελληνικού κινηματογράφου, που διακωμωδούσε το ρόλο των πολιτικάντηδων, θύμισε στη χτεσινή συνέντευξη Τύπου η προσπάθεια του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, Γ. Παπαντωνίου, να υποστηρίξει βάσει στοιχείων και αριθμών το "κοινωνικό πρόσωπο" της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Σε μία εμφανή προσπάθεια να ξαναστήσει την αποπροσανατολιστική και άσφαιρη δικομματική αντιπαράθεση, επιδόθηκε σε φραστικές, προσωπικού χαρακτήρα επιθέσεις κατά του αρχηγού της ΝΔ, με αφορμή τα όσα υποστήριξε ο τελευταίος για το χαμηλό ύψος των κοινοτικών απορροφήσεων. Αφού στην αρχή υποστήριξε ότι - με βάση τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας - καταρρίπτεται ο μύθος ότι η Ελλάδα έχει χαμηλές κοινωνικές δαπάνες, αναφέρθηκε στη συνέχεια στις προσπάθειες της ΕΣΥΕ να εναρμονίσει τα στοιχεία της με τα διεθνή πρότυπα, "ώστε να μη λέει ο καθένας ό,τι θέλει" (η επισήμανση αυτή αφορούσε τον Κ. Καραμανλή), ενώ στο ίδιο θολό μοτίβο κάλεσε τη ΝΔ "αντί να ζει στον κόσμο των δικών της φαντασιώσεων να σκύψει και να δει τα πραγματικά στοιχεία".
Σε ρόλο... Μαυρογιαλούρου στη συνέχεια και επικαλούμενος αμφίβολης εγκυρότητας στοιχεία, υποστήριξε ότι οι κοινωνικές δαπάνες από 21,5% του ΑΕΠ το 1992, αυξήθηκαν στο 24,3% του ΑΕΠ, γεγονός που φέρνει τη χώρα μας σε υψηλότερη θέση από το μέσο όρο των λεγόμενων χώρων του νότου...
Ακάθεκτος ο Γ. Παπαντωνίου υποσχέθηκε ακόμα καλύτερες μέρες την επόμενη πενταετία, οπότε σύμφωνα με τα λεγόμενά του η κυβέρνηση θα ενισχύσει τα δημόσια νοσοκομεία (η αλήθεια είναι ότι θα επιδιώξει να τα ιδιωτικοποιήσει), τα Κέντρα Υγείας, τους χαμηλοσυνταξιούχους, την απασχόληση, θα βοηθηθούν τα παιδιά μας να βρουν δουλιά...
Το κλίμα "ευφορίας" που επιδίωξε να καλλιεργήσει χτες ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Γ. Παπαντωνίου,για την πορεία των δαπανών κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα, δεν έχει κανένα αντίκρισμα στα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ στα οποία αναφέρθηκε, ακόμη κι αν αυτά προέρχονται από το νέο "προσαρμοσμένο" στη νέα "ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων" σύστημα υπολογισμού. Με βάση τα ίδια στοιχεία, προκύπτει ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι δαπάνες για:
Τέλος, το σύνολο των κοινωνικών δαπανών αποτελούσε το 1990 το 23% του ΑΕΠ, μειώθηκε το 1994 στο 22,3% του ΑΕΠ και ανήλθε το 1998 μόλις στο 24,3% του ΑΕΠ.