ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 28 Δεκέμβρη 2006
Σελ. /28
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΚΑΣΤΟΡΙΑ
Γουνεργάτες με το κομμάτι στην πόλη της ανεργίας

Η επεξεργασία της γούνας έχει περάσει στα χέρια λίγων μεγάλων επιχειρήσεων, με καταστροφικές συνέπειες για τους μισθωτούς του κλάδου, αλλά και για μερίδα των μικροβιοτεχνών

Αποψη της Καστοριάς

Eurokinissi

Αποψη της Καστοριάς
Μια πόλη ανέργων, όπως πολλές της ελληνικής περιφέρειας (και όχι μόνο), είναι και η Καστοριά, με τα επίσημα στοιχεία να την αναδεικνύουν σε «πρωταθλήτρια», με το 26% του πληθυσμού στην ανεργία. Στην πραγματικότητα, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη, αφού οι άνεργοι φτάνουν και στο 50% του ενεργού πληθυσμού και δουλιά δεν υπάρχει όλους τους μήνες του χρόνου, παρά μόνο όταν η γούνα είναι σε «φουλ σεζόν».

Η Καστοριά, γνωστή για τη βιομηχανία της γούνας, ανέδειξε μερικούς από τους καλύτερους τεχνίτες σε παγκόσμιο επίπεδο και έγινε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα επεξεργασίας γούνας και δέρματος, κατά τις δεκαετίες του '70 και του '80. Η οικονομία της βασιζόταν στις μικρές βιοτεχνίες και οικοτεχνίες επεξεργασίας γούνας, οι οποίες βρίσκονταν σε κάθε γωνιά της πόλης και έδιναν δουλιά όχι μόνο στους εργάτες της πόλης, αλλά και των γύρω χωριών.

Στα πλαίσια του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, που αναγορεύει σε ύψιστη αξία τα κέρδη του κεφαλαίου, η επεξεργασία της γούνας δέχεται μεγάλο χτύπημα τα τελευταία κυρίως χρόνια. Σαν αποτέλεσμα, λίγοι και ισχυροί συνεχίζουν να κερδίζουν, η πλειοψηφία των μικρών ΕΒΕ μοχθεί για να τα βγάλει πέρα και οι εργάτες πουλάνε τον ιδρώτα τους κοψοχρονιά, χωρίς άλλα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα.

Περιστασιακή εργασία

Οι γουνεργάτες της Καστοριάς ήταν και παραμένουν από τους καλύτερους τεχνίτες στον κλάδο τους
Οι γουνεργάτες της Καστοριάς ήταν και παραμένουν από τους καλύτερους τεχνίτες στον κλάδο τους
Οι γουνεργάτες δε δουλεύουν σε καθημερινή βάση και έχουν μεγάλα ποσοστά μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας. Οπως λέει χαρακτηριστικά ο Σωτήρης Χαραμόπουλος, γουνεργάτης και πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Καστοριάς και του Σωματείου Γουνεργατών μέχρι το 1990, «οι γουνεργάτες δε δουλεύουν πλέον κάθε μέρα, με κανονικό μεροκάματο. Οι περισσότεροι είναι είτε ωρομίσθιοι είτε με το κομμάτι. Στη δεκαετία του 1970 και του 1980, στο νομό Καστοριάς δούλευαν πάνω από 10.000 γουνεργάτες. Αυτοί είχαν δουλιά κάθε μέρα. Σήμερα αυτοί που δουλεύουν κάθε μέρα είναι περίπου 1.000. Οι υπόλοιποι δουλεύουν όπου και όποτε βρουν και με όποιες συνθήκες τους επιβάλλει το αφεντικό».

Η ιστορία της γούνας και τα προβλήματα των εργατών όμως δεν άρχισαν σήμερα. Οι ρίζες τους βρίσκονται στη μεταπολεμική περίοδο, που ναι μεν είχε δουλιά, ωστόσο τα εργασιακά δικαιώματα ήταν ανύπαρκτα για τους γουνεργάτες, καθώς, σύμφωνα με το Σ. Χαραμόπουλο, «μέχρι το 1964 δεν είχαν καν Κοινωνική Ασφάλιση. Η γούνα "μπαίνει" στο ΙΚΑ, μόλις το 1964». «Τα σωματεία μέχρι το 1974 ήταν εργοδοτικά, συνεχίζει ο Σ. Χαραμόπουλος. Οι συνδικαλιστές υπερασπίζονταν τα συμφέροντα της εργοδοσίας και όχι των εργατών, με αποτέλεσμα να έχει μεν δουλιά, αλλά όχι εργασιακά δικαιώματα».

Η αλλαγή έρχεται το 1974, που το Σωματείο και το Εργατικό Κέντρο της πόλης περνάνε σε ταξικά χέρια, μετά από αγώνες και αλλάζουν, όπως μας λέει ο πρώην πρόεδρος, προσανατολισμό. «Τότε μπαίνει ένας διαφορετικός προσανατολισμός, βάσει των συμφερόντων του εργάτη και όχι των αφεντικών. Τότε έγιναν οι εργατικές κατοικίες, το πρώτο ιατρικό κέντρο και κερδίσαμε και το δικαίωμα να ασφαλίζονται και όσοι δούλευαν το δέρμα φασόν στο σπίτι. Μέχρι τότε η διεκδίκηση δικαιωμάτων για τους εργάτες ήταν ανύπαρκτη». Αξίζει να σημειώσουμε ότι η ασφάλιση όσων εργάζονται στο σπίτι και όχι στο εργοστάσιο, είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού ειδικά σήμερα, που η επεξεργασία της γούνας φθίνει, πολλοί εργάτες δουλεύουν μ' αυτό τον τρόπο, όποτε και αν έχει δουλιά κάποιος μικρός βιοτέχνης...

Κυρίαρχες οι μεγάλες επιχειρήσεις

Στην Καστοριά αναπτύχθηκε η οικοτεχνία και η μικρή βιοτεχνία. Αυτό σήμερα τείνει προς εξαφάνιση, καθώς τα μεγάλα εργοστάσια μονοπωλούν όση δουλιά έχει απομείνει, έχοντας τη δυνατότητα να αγοράζουν και τις πρώτες ύλες.

Οπως σημειώνουν βιοτέχνες, που στα εργαστήριά τους απασχολούν από 2 έως 10 εργάτες και αυτούς περιστασιακά - συγκαταλέγοντας και τους εαυτούς τους στο εργατικό δυναμικό της επιχείρησής τους - «οι γουνεργάτες της Καστοριάς είναι οι καλύτεροι κατασκευαστές στον κόσμο. Στις καλές δεκαετίες, η Καστοριά δούλευε φασόν για λογαριασμό μεγάλων οίκων μόδας στη Γαλλία, τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Αυτοί έστελναν τα δέρματα, την πρώτη ύλη, εδώ δουλευόταν, ραβόταν και εξαγόταν. Το φασόν στη βιομηχανία της γούνας στην Καστοριά ήταν το 80%. Αυτό έκαναν οι μικρές βιοτεχνίες, οι οικοτεχνίες, στις οποίες στηριζόταν η οικονομία του νομού και οι οποίες δεν είχαν τα κεφάλαια να αγοράσουν την πρώτη ύλη και να δουλέψουν ανεξάρτητα».

Οι ιδιοκτήτες των οικοτεχνιών και μικρών βιοτεχνιών συμφωνούν να μιλήσουν στον «Ρ» με την προϋπόθεση «να μη γραφτούν ονόματα», τόσο γιατί στους «μεγάλους κατασκευαστές» και στους μεσάζοντες δρα ένα είδος μαφίας και ο φόβος για το αν θα τους κόψουν τη δουλιά αύριο είναι διάχυτος, όσο και για το ότι η ανασφάλιστη εργασία στην Καστοριά και ιδιαίτερα στις μικρές βιοτεχνίες αγγίζει το 90%. «Σήμερα, τονίζουν, οι μεγάλοι, αυτοί που επιβιώνουν και έχουν συνέχεια δουλιά, χωρίς να απειλούνται, είναι εκείνοι που έχουν τα κεφάλαια να αγοράσουν την πρώτη ύλη και εμείς δεν ανήκουμε σ' αυτούς».

Ο Σ. Χαραμόπουλος, περιγράφοντας την κατάσταση, σημειώνει: «Τώρα στην Καστοριά, οι μεγάλοι γουναράδες δουλεύουν το καλό δέρμα. Οι μικροί που δουλεύουν το "απόκομμα", δεν μπορούν να βρουν πια πρώτη ύλη. Αναγκάζονται να αγοράζουν από τους μεγάλους, οι οποίοι τους πουλάνε ακριβά. Στη συνέχεια, για να αντισταθμίσουν τα έξοδα, κόβουν από τους εργάτες μισθούς, ασφάλιση. Εδώ δεν τηρούνται συμβάσεις, αργίες, δώρα κλπ. Είναι ο παράδεισος της μαύρης εργασίας. Η σύμβαση των γουνεργατών προβλέπει μεροκάματο 29 - 50 ευρώ και στην πραγματικότητα τα χρήματα κυμαίνονται στα 20 - 30, χωρίς ασφάλιση, ένσημα, κλπ. Η ανασφάλιστη εργασία καλύπτει το 90% των εργατών. Και δουλιά υπάρχει μόνο από Σεπτέμβρη μέχρι Φλεβάρη, που μιλάμε για τη φουλ σεζόν της γούνας»...

Οργιάζει η ανασφάλιστη και «μαύρη» εργασία

Από τις 20.000 θέσεις εργασίας στη γούνα, σήμερα έχουν απομείνει μόλις 1.000 στην πόλη. Στην πλειοψηφία τους και αυτές είναι θέσεις ανασφάλιστης και «μαύρης» εργασίας
Από τις 20.000 θέσεις εργασίας στη γούνα, σήμερα έχουν απομείνει μόλις 1.000 στην πόλη. Στην πλειοψηφία τους και αυτές είναι θέσεις ανασφάλιστης και «μαύρης» εργασίας
Στην Καστοριά όπου η ενασχόληση με τη γούνα είναι κυρίαρχη, η κατάσταση συνοψίζεται στους εξής αριθμούς: 1.000 εργάτες μπορούν να πουν ότι εργάζονται καθημερινά και οι υπόλοιποι υποαπασχολούνται όταν έχει δουλιά, με μεροκάματα όπως αυτά πριν από 15 χρόνια. Ο Αλέξανδρος Τίγκας, γουνεργάτης σε μικρή βιοτεχνία, θεωρείται απ' τους τυχερούς, γιατί δουλεύει τακτικά. Μιλώντας για την εμπειρία του στο επάγγελμα, αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Τι να σου πω, είναι τόσα πολλά, ρώτα και θα σου απαντήσω ό,τι θες. Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι η δουλιά είναι εποχιακή, σήμερα. Κάποτε είχε δουλιά όλο το χρόνο, τώρα η σεζόν είναι από το Πάσχα, μέχρι το Σεπτέμβρη. Οι περισσότεροι είναι ωρομίσθιοι. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ασφάλιση. Η παραγωγή είναι αντιστρόφως ανάλογη με τα ένσημα που κολλάνε. Κάποιοι και πράσινοι και γαλάζιοι κάνουν τα στραβά μάτια. Η ανασφάλιστη εργασία εδώ είναι καθεστώς και το ξέρουν όλοι. Για τις μικρές βιοτεχνίες το μέλλον είναι αβέβαιο και στην Καστοριά η μοναδική απασχόληση είναι η γούνα.

Οι εργάτες είναι διαφοροποιημένοι και αυτό βολεύει τους μεγαλοεργοδότες. Υπάρχουν αυτοί που δουλεύουν μόνο γούνα και άλλοι που είναι δηλωμένοι αγρότες και παίρνουν επίδομα ΟΓΑ. Οι δεύτεροι "συμφέρουν" καλύτερα, δουλεύουν μαύρα και δε θέλουν ασφάλιση, όπως οι καθεαυτού εργάτες, που "κοστίζουν" ακριβότερα. Η μαύρη εργασία είναι καθεστώς. Συλλογική σύμβαση, δώρα, επιδόματα, για μας είναι άγνωστες λέξεις.

Μέχρι σήμερα έχω δουλιά 10 στους 12 μήνες του χρόνου. Είμαι από τους τυχερούς, αύριο δεν ξέρω, αν κλείσει η βιοτεχνία θα αρχίσω να ψάχνω. Οποιος ψάχνει αναγκάζεται να παρακαλέσει γιατί δε βρίσκει και όταν αναγκαστείς να παρακαλέσεις σε ισοπεδώνουν. Εδώ είναι η κόλαση. Στα βυρσοδεψεία είναι τα χειρότερα, αλλά δε θα σου μιλήσει κανένας. Ποιος διακινδυνεύει να χάσει και τα ελάχιστα που έχει; Εκεί είναι η πιο βαριά και ανθυγιεινή δουλιά και πάλι δεν πληρώνεται και πάλι είναι ανασφάλιστη. Δεν τηρείται κανένας κανόνας υγιεινής και ασφάλειας».

Ο Γιώργος Τίγκας, δάσκαλος, 24 χρόνων, μας δίνει την εικόνα της πόλης με τα μάτια της δικής του γενιάς. «Εδώ, λέει χαρακτηριστικά, δεν έχει να κάνεις τίποτα άλλο εκτός από τη γούνα. Αντε, ανοίξανε και μερικές καφετερίες και κάποια ξενοδοχεία. Οι υπόλοιποι ασχολούνται με τη γούνα και τώρα δεν υπάρχει δουλιά. Θυμάμαι το '90, όταν έγινε η καταστροφή, θυμάμαι κόσμο να ανοίγει μαγαζιά με τις επιδοτήσεις και να τα κλείνει, απλά και μόνο ως μία ύστατη προσπάθεια επιβίωσης».

Οι νέοι φεύγουν, μας λέει, ή τουλάχιστον... προσπαθούν να φύγουν. Οταν η γούνα είχε λεφτά δεν υπήρχε ανάγκη για αναζήτηση άλλου μέσου επιβίωσης. Τώρα...».

Μόνη διέξοδος η οργανωμένη διεκδίκηση

Η γούνα συγκαταλέγεται στους κλάδους εκείνους που, μαζί με την κλωστοϋφαντουργία και τον ιματισμό, δέχτηκαν ένα από τα ισχυρότερα πλήγματα, στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Η επεξεργασία και το εμπόριο της γούνας συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια, ενώ τα μεγάλα εργοστάσια, με την παρότρυνση, ακόμα και τη χρηματοδότηση της ΕΕ και της κυβέρνησης, μεταφέρονται σε άλλα κράτη, με χαμηλότερο «εργατικό κόστος», αφήνοντας χωρίς δουλιά χιλιάδες εργάτες. Τα τεράστια ποσοστά ανεργίας, που καταγράφονται τόσο στην Καστοριά, στη Σιάτιστα, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, αποτελούν τον «μπαμπούλα» για τους εργαζόμενους να αποκηρύξουν κάθε εργασιακό και άλλο δικαίωμα. Ως αποτέλεσμα, γίνονται θύματα των εργοδοτών τους και του μεγάλου κεφαλαίου, που τους απειλούν με απόλυση και αντικατάσταση.

Κρίνοντας από αυτή τη σκοπιά το ζήτημα, ο Ναούμ Τσαούσης, πρόεδρος του Σωματείου Εργατών Γούνας Σιάτιστας και μέλος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργατών Γούνας, είπε στο «Ρ»:

«Η γούνα πάει καλά. Αυτοί που δεν πάνε καλά είναι οι γουνεργάτες. Αξίζει να σας πω ότι τα μεροκάματα είναι 15-20-25 ευρώ και οι εργαζόμενοι στην πλειοψηφία τους είναι ανασφάλιστοι και χωρίς ωράριο. Δώρα και άδειες είναι άγνωστες λέξεις. Τα χαμηλά μεροκάματα, η ανεργία και η έλλειψη δικαιωμάτων έχει συρρικνώσει τον αριθμό των εργαζομένων στον κλάδο, οι οποίοι φεύγουν από το επάγγελμα και κάνουν ακόμα και τις πιο απίθανες δουλιές για να επιβιώσουν.

Οι οικοτεχνίες εξαφανίζονται και όσες διατηρούνται πληρώνουν μόνο ΤΕΒΕ για να μπορέσουν οι άνθρωποι να πάρουν τη σύνταξη. Ο μόνος δρόμος για τους γουνεργάτες είναι να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Να γραφτούν στα σωματεία τους και να απαιτήσουν οργανωμένα τα δικαιώματά τους, προκειμένου να μη μένουν εκτεθειμένοι στον εκβιασμό. Να διεκδικήσουν την εφαρμογή των συμβάσεων εργασίας τους. Μόνο ενωμένοι και οργανωμένοι μπορούν να πετύχουν μεταστροφή της κατάστασης, αφού σε κάθε άλλη περίπτωση αναγκάζονται να υποκύπτουν στην τρομοκρατία του εργοδότη».

ΑΠΟΣΤΟΛΗ: Αλεξάνδρα ΦΩΤΑΚΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ