Associated Press |
Κάποιοι θεωρούν ότι ο Μπλερ θα αποχωρήσει τον Ιούνη ή και νωρίτερα. Ο υπουργός Οικονομικών και διάδοχός του, Γκόρντον Μπράουν, αδημονεί να αναλάβει, αν και πρόσφατες δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι η πλειοψηφία των στελεχών, αλλά και της βάσης του Εργατικού Κόμματος δεν επιθυμεί αυτή τη διαδοχή και προτιμούν οι υποψήφιοι να είναι περισσότεροι και να υπάρξει κανονική εκλογή. Παράλληλα, συνεχείς δημοσκοπήσεις, με τον Γκόρντον Μπράουν ως αρχηγό του κόμματος, καταδεικνύουν ότι οι Εργατικοί οδεύουν πρόσω ολοταχώς προς την ήττα, καθώς η ψαλίδα με τους Τόρις, υπό τον Ντέιβιντ Κάμερον, συνεχώς διευρύνεται. Εντούτοις καμία άλλη πιθανότητα δε διαφαίνεται. Τα ανώτατα όργανα των Εργατικών, με την έναρξη των διαδικασιών εκλογής της νέας ηγεσίας - άρα και της πρωθυπουργίας - που θα διαρκέσουν 7 εβδομάδες, καθόρισαν ότι εάν δεν υπάρξει ακόμη ένας υποψήφιος που να συγκεντρώνει 44 ψήφους υποστήριξης από βουλευτές, ο Γκόρντον Μπράουν θα εκλεγεί χωρίς ψηφοφορία... Φυσικά ο Μπράουν έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη των 44 βουλευτών, ενώ οι άλλοι δύο εμφανιζόμενοι ως «μνηστήρες» δε δείχνουν ικανοί να την εξασφαλίσουν.
Associated Press |
Τι άλλαξε όμως, ενώ μέχρι προσφάτως ουδείς αμφισβητούσε την εξουσία του Τόνι Μπλερ και τη δεξιότητα των χειρισμών του; Ηταν ο «καταλληλότερος»; Η απάντηση βρίσκεται στον πόλεμο στο Ιράκ. Είναι όμως τόσο απλό; Η απάντηση μάλλον είναι πιο σύνθετη, καθώς άπτεται αποκλειστικά των συμφερόντων του βρετανικού κεφαλαίου και δευτερευόντως των συμφερόντων των πολιτικών κομμάτων που νέμονται την εξουσία. Το παράδειγμα των Τόρις, που ακόμη δεν μπορούν να ορθοποδήσουν εξαιτίας της εμμονής του Τζον Μέιτζορ να μην απομακρυνθεί την «κατάλληλη» στιγμή, είναι το σημείο αναφοράς.
Οταν ο Τόνι Μπλερ έγινε πρωθυπουργός το 1997, κατορθώνοντας να ανατρέψει την «παράδοση» μονοπώλησης της εξουσίας από τους Τόρις, που ξεκίνησε η σιδηρά κυρία της Μ. Βρετανίας, Μάργκαρετ Θάτσερ, έδωσε όρκους πίστης στο «θατσερισμό» και δήλωσε ότι βασικός του στόχος ήταν η μετατροπή της χώρας σε «Ανώνυμη Εταιρεία Μεγάλη Βρετανία».
Οι προσδοκίες πολλές και από πολλές πλευρές. Καταρχήν εκ μέρους των παραδοσιακών ψηφοφόρων του Εργατικού Κόμματος, που θεώρησαν την πλατφόρμα των «Νέων Εργατικών» του Μπλερ αλλά και του Γκόρντον Μπράουν, που θα τον διαδεχτεί, ως «πολιτικό ελιγμό» προκειμένου το Εργατικό Κόμμα να αναδυθεί εκ νέου στην εξουσία. Πολλές οι προσδοκίες όμως και εκ μέρους του βρετανικού κεφαλαίου, ειδικά όσον αφορά τα χρονίζοντα ανεπίλυτα προβλήματα, όπως της «βρετανικής ταυτότητας και των θεσμών» που είχαν δεχτεί θανάσιμα πλήγματα εξαιτίας της οικονομικής ανασφάλειας, της ανισότητας, του προγράμματος διάλυσης του βρετανικού «κοινωνικού κράτους» και του προγράμματος σταδιακής συρρίκνωσης της βιομηχανίας, σαρωτικές αλλαγές που επέβαλλε διά ροπάλου η Θάτσερ. Καθώς επίσης του ρόλου του Βρετανίας εντός της ΕΕ και της εκ νέου ανάληψης κεντρικού και νευραλγικού ρόλου μετά την «υποβάθμισή» της από το γαλλο-γερμανικό άξονα, εξαιτίας των παλινδρομήσεων των κυβερνήσεων των Τόρις, τόσο της Μάργκαρετ Θάτσερ όσο και του Τζον Μέιτζορ. Νέος ρόλος στην ΕΕ, που θα έπρεπε να ήταν σε ισορροπία με την ειδική σχέση της Βρετανίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σημαντικός παράγοντας ήταν και η χρονική συγκυρία. Αριστη για τους Νέους Εργατικούς του Τόνι Μπλερ, καθώς ανήλθαν στην εξουσία όχι κατά το συνήθη τρόπο των Εργατικών, εξαιτίας «κάποιας οικονομικής κρίσης», αλλά σε περίοδο «ανόδου» της οικονομίας, σε επίπεδο αριθμών τουλάχιστον. Επίσης, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού στην προεδρία δεν ήταν άλλος από τον Μπιλ Κλίντον και από τη στιγμή αναρρίχησης του Μπλερ στην εξουσία ,τα ΜΜΕ είχαν ως αποκλειστική σχεδόν απασχόλησή τους τον «τρίτο δρόμο»... Σε αυτό το πλαίσιο ο Μπλερ μπόρεσε να προσεγγίσει Γερμανία και Γαλλία, με τις «ευλογίες» του Κλίντον, να υπάρξει «κοινό μέτωπο» Ευρωπαίων και ΗΠΑ στον πόλεμο εναντίον της Γιουγκοσλαβίας. Ο γαλλο-γερμανικός άξονας ήταν πλέον σε αποδυνάμωση. Ηταν η στιγμή που η Βρετανία αξίωσε νέο ηγετικό ρόλο στους κόλπους της ΕΕ. Ακόμη και η εναλλαγή στην εξουσία στις ΗΠΑ δεν προκάλεσε σοβαρά προβλήματα. Αντιθέτως, ενδυνάμωσε και άλλο τη θέση της Βρετανίας. Αμέσως μετά την 11η Σεπτέμβρη 2001 όλος ο πλανήτης είδε τον Τόνι Μπλερ στο Κογκρέσο να χειροκροτεί τον Τζορτζ Ου. Μπους, όταν κήρυσσε τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»!
Τα πάντα κυλούσαν ομαλά μέχρι τη στιγμή της κρίσης, τον πόλεμο κατά του Ιράκ. Παρίσι και Βερολίνο βρέθηκαν ξανά «μαζί» και ως «διαπρύσιοι επικριτές» της «συμμαχίας των προθύμων» στάθηκαν «απέναντι» από τις ΗΠΑ και τον καλύτερο σύμμαχό τους, τη Βρετανία. Κατά τους αναλυτές, η επιλογή του Τόνι Μπλερ να σταθεί στο πλευρό των ΗΠΑ ήταν μονόδρομος προκειμένου να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του βρετανικού κεφαλαίου, παρότι του στοίχισε όσον αφορά τις σχέσεις του με τις άλλες «υπερδυνάμεις» επί ευρωπαϊκού εδάφους και ειδικότερα αποτέλεσε την ταφόπλακα του σχεδίου περί «γέφυρας» μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Ομως, το πώς εξελίσσεται η κατάσταση στο Ιράκ και τα πολεμικά σχέδια των ΗΠΑ για το Ιράν έχουν προκαλέσει τη μήνιν του βρετανικού κεφαλαίου, που δείχνει ότι η «πολύ στενή σχέση με τις ΗΠΑ» τελικά μπορεί και να βλάψει τα συμφέροντά του σε μία «προνομιακή περιοχή».
Η καρέκλα του Τόνι Μπλερ άρχισε να τρίζει επικίνδυνα. Εξ ου και οι φωνές που ολοένα πυκνώνουν και γίνονται πολύ δυνατές ζητώντας αποχώρηση εδώ και τώρα... «για το καλό της χώρας» και το «καλό των Εργατικών»... Εντούτοις, η αποχώρηση του Μπλερ επ' ουδενί δε θα σημάνει κάποια αλλαγή πλεύσης, όσον αφορά την πολιτική της Βρετανίας, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής.
Εξάλλου, ο Μπλερ υπηρέτησε το βρετανικό κεφάλαιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κυρίως δημιουργώντας τις ιδανικές συνθήκες για το παγκόσμιο κεφάλαιο και κατά συνέπεια και το βρετανικό και συνάμα προωθώντας τις κατάλληλες «τροποποιήσεις» σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Ταυτόχρονα σήμερα το ρόλο της Βρετανίας φαίνεται να αρχίζει να διεκδικεί η Γερμανία, μετά την εκλογή της Αγκελα Μέρκελ, η οποία προωθεί ειδικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Χαρακτηριστικά, δέχτηκε αγόγγυστα το ζήτημα των οικονομικών κυρώσεων κατά του Ιράν, παρότι σε πρώτο επίπεδο διαφαίνεται να είναι ένας από μεγαλύτερους επενδυτές που... χάνει. Φυσικά, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός όπως και ο βρετανικός βλέπουν μακροπρόθεσμα...
Η Βρετανία αναπάντεχα(;) βρέθηκε στο επίκεντρο της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Τα μέτρα που άρχισε να λαμβάνει ήταν σχεδιασμένα από καιρό αλλά οι αντιρρήσεις πολλές. Η αφορμή δόθηκε και πλέον έγιναν αποδεκτά χωρίς σοβαρές αντιρρήσεις ή αντιδράσεις τα νέα δρακόντεια αντιτρομοκρατικά μέτρα, που πια δε στοχεύουν στον περιορισμό των κοινωνικών δικαιωμάτων, που ήδη έχουν δεχτεί αυτά τα τελευταία χρόνια ανηλεείς επιθέσεις, αλλά και στα πιο στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως απελάσεις σωρηδόν, βάση δεδομένων για τις κινήσεις όλων, κατάλογος με «μη αποδεκτές ενέργειες», ακόμη και σε επίπεδο συμπεριφοράς ή συνηθειών ή άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων.
Την ίδια στιγμή ο Μπλερ από την πρώτη στιγμή έκανε λόγο για σύσταση «ιδεολογικής μονάδας κρούσης» αρνούμενος συστηματικά ότι η αιτία για τις επιθέσεις είναι η εμπλοκή στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, παρότι η τότε έκθεση του «Τσάταμ Χάουζ» (επιστημονικό επιτελείο για τις διεθνείς σχέσεις) το τονίζει και σημειώνει ότι η Βρετανία είναι «ουραγός» των ΗΠΑ, έχοντας χάσει σημαντικό έδαφος στη διεθνή πολιτική σκηνή.
Ετσι σταδιακά η Βρετανία μετατοπίστηκε και μετά το «μαστίγιο» του Αφγανιστάν και του Ιράκ, που δεν αποδίδουν τα δέοντα, σειρά έχει το δηλητηριασμένο «καρότο» της πιο απροκάλυπτης προπαγάνδας της τρομοϋστερίας, για την πλήρη υποταγή των λαών.
Το τελευταίο βήμα αυτής της σταδιακής και υπόγειας αλλαγής πλεύσης ήταν το γεγονός ότι απαγορεύτηκε πρόσφατα η χρήση του όρου «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας». Συγκεκριμένα στα τέλη του περασμένου χρόνου, το Φόρεϊν Οφις ζήτησε από τους υπουργούς και τους διπλωμάτες να σταματήσουν να χρησιμοποιούν αυτή τη φράση. Σύμφωνα με την εφημερίδα Ομπζέρβερ, η στροφή αυτή «δείχνει το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στη βρετανική και την αμερικανική προσέγγιση αναφορικά με το συνεχιζόμενο πρόβλημα των βίαιων ισλαμιστών».
Γιατί άραγε ο μέχρι πρότινος μεγαλύτερος σύμμαχος της Αμερικής, μια χώρα που οι στρατιώτες της πολεμούν μαζί με τους Αμερικανούς στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, έλαβε αυτή την απόφαση και μάλιστα λίγο καιρό πριν την ανακοίνωση της σταδιακής μείωσης της στρατιωτικής δύναμης της Βρετανίας παρά τις συνεχείς διαψεύσεις; Οι απόψεις των αναλυτών διίστανται. Ορισμένοι αποδίδουν αυτή τη στροφή σε πολιτιστικές διαφορές, καθώς οι Αμερικανοί έχουν μια ρητορική παράδοση να κηρύσσουν τον πόλεμο εναντίον αφηρημένων εχθρών όπως είναι τα ναρκωτικά και η φτώχεια, ενώ οι Βρετανοί προτιμούν συγκεκριμένους αντιπάλους, όπως ο IRA.
Για άλλους όπως ο Αμερικανός καθηγητής διεθνών σχέσεων Τζόζεφ Νάι, είναι η «διαφορετική ανάλυση του προβλήματος». Κατά τον Νάι, οι Βρετανοί αξιωματούχοι έχουν συμπεράνει πως όταν χρησιμοποιούν το λεξιλόγιο του πολέμου και της τζιχάντ, όπως πράττουν οι ΗΠΑ, το μόνο που πετυχαίνουν είναι να ενισχύουν την εκστρατεία στρατολόγησης που ακολουθεί η αλ-Κάιντα. Ετσι για τους Βρετανούς η υιοθέτηση ενός λιγότερο «ακραίου» λεξιλογίου θα αποτρέψει την περαιτέρω στρατολόγηση μουσουλμάνων από την αλ-Κάιντα και φυσικά θα βοηθήσει στην «πολιτισμική προσέγγιση» και στη βρετανική διείσδυση.
Ισως τελικά έγινε κατανοητή η παραίνεση της έκθεσης του Τσάταμ Χάουζ να πάψει η Βρετανία να είναι «ουραγός»... ή καλύτερα έφτασε η ώρα να πάψει να φαίνεται ως «ουραγός» και να αναλάβει ένα πιο «κεντρικό ρόλο».
Και λίγο πριν «παροπλιστεί» ο Τόνι Μπλερ προκειμένου να προωθήσει ακόμη περισσότερο αυτή την αλλαγή πλεύσης, επέλεξε μαζί με τους Τόρις να κάνουν άλμα στο... «αυτοκρατορικό παρελθόν». Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτό το άλμα, που αφορούσε το νομοσχέδιο για το πυρηνικό οπλοστάσιο της χώρας, ο Τόνι Μπλερ τα έπαιξε όλα για όλα δεδομένης της σφοδρής αντίθεσης στις τάξεις των Εργατικών.
Μία αντίθεση που εκφράστηκε και κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας στη Βουλή των Κοινοτήτων, καθώς ο Μπλερ επιβίωσε της μεγαλύτερης ανταρσίας.Σχεδόν 100 Εργατικοί βουλευτές ψήφισαν κατά, αρκετοί άλλοι απείχαν ενώ τέσσερα μέλη των Εργατικών και ένας υπουργός παραιτήθηκαν... αλλά το σχέδιο το ψήφισαν οι Τόρις!
Βάσει του σχεδίου, θα αντικατασταθεί ο στόλος των τεσσάρων πυρηνικών υποβρυχίων και παράλληλα θα υπάρξει μείωση σε ποσοστό της τάξεως του 20% στον αριθμό των πυρηνικών κεφαλών, από 200 που είναι σήμερα, σε 160 ως το 2020. Η απόφαση αφορά την αντικατάσταση των υποβρυχίων Vanguard που φέρουν το πυρηνικό σύστημα Trident και θα δαπανηθούν μεταξύ 22,1 δισ. ευρώ και 29,4 δισ. ευρώ σε νέα πυρηνικά υποβρύχια, τα οποία θα φέρουν εκσυγχρονισμένα πυραυλικά συστήματα. Η διάρκεια ζωής των υφιστάμενων πυρηνικών υποβρυχίων αρχίζει να λήγει από το 2022 ενώ με την υλοποίηση του σχεδίου της κυβέρνησης Μπλερ, η Βρετανία διατηρεί την πυρηνική της αποτροπή σχεδόν έως το 2050.