Τα πάλσαρ ίσως προσφέρουν έναν εναλλακτικό τρόπο για την ανίχνευση των βαρυτικών κυμάτων
Για να «ακούσει» κανείς αυτά τα κύματα χρειάζεται υπερευαίσθητα όργανα, που χρησιμοποιούν ακτίνες λέιζερ για να μετρήσουν αλλαγές στο μήκος τους, οφειλόμενες σε βαρυτικά κύματα. Αυτά τα όργανα συνήθως λειτουργούν σε ζεύγη, σε απομακρυσμένες μεταξύ τους εγκαταστάσεις, ώστε να απορριφθούν ασυνήθιστες μετρήσεις, που οφείλονται σε τοπικά φαινόμενα.
Μια νέα μελέτη υποστηρίζει ότι με χρήση μιας άλλης τεχνικής θα γίνει δυνατή όχι μόνο η επιβεβαίωση της ύπαρξης των βαρυτικών κυμάτων, αλλά και ένας επιπλέον έλεγχος της γενικής θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν, ώστε να εξακριβωθεί αν καλύπτει όλες τις εκδηλώσεις των βαρυτικών αλληλεπιδράσεων ή απαιτείται μια ακόμα πιο γενική θεωρία. Η προτεινόμενη τεχνική χρησιμοποιεί τα πάλσαρ, αστέρια που παρουσιάζουν διακύμανση της φωτεινότητάς τους, σαν φάροι, αλλά με τακτικότητα και ακρίβεια ανάλογη με εκείνη ενός ατομικού ρολογιού. Αν ένα βαρυτικό κύμα περνούσε ανάμεσα στο πάλσαρ και τη Γη, θα τέντωνε και θα συμπίεζε εναλλασσόμενα το χώρο μεταξύ των παλμών, με αποτέλεσμα τη μεταβολή της διακύμανσης της φωτεινότητας του πάλσαρ, όπως την αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής στη Γη.
Κύματα που δημιουργούνται από συνενώσεις μαύρων τρυπών είναι ικανά να μεταβάλουν το ρυθμό των παλμών κατά ένα μέρος στο 1 τετράκις εκατομμύριο, ή αν το εκφράσουμε σε μονάδες χρόνου, σε ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου κάθε 10 χρόνια. Αυτές οι απειροελάχιστες μεταβολές είναι δυνατό να μετρηθούν με τα σύγχρονα επιστημονικά όργανα.
Για να αποφευχθούν λαθεμένες παρατηρήσεις οφειλόμενες σε τυχαία φαινόμενα, οι αστρονόμοι θα συγκρίνουν τις μεταβολές φωτεινότητας όχι ενός, αλλά δεκάδων πάλσαρ. Σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας, τα βαρυτικά κύματα πρέπει να προκαλούν αναδιπλώσεις κάθετα στη διεύθυνση διάδοσης (εγκάρσια κύματα). Ετσι θα έκαναν ένα πάλσαρ να φαίνεται να καθυστερεί και ένα άλλο σε γωνία 90 μοιρών με το πρώτο να επιταχύνει. Διάφορες εναλλακτικές στη γενική σχετικότητα θεωρίες που έχουν προταθεί προβλέπουν ότι είτε τα βαρυτικά κύματα είναι διαμήκη, είτε διαδίδονται προς όλες τις κατευθύνσεις (τα αντικείμενα διαστέλλονται και συστέλλονται σαν να αναπνέουν). Η μελέτη των βαρυτικών κυμάτων με τη βοήθεια των πάλσαρ είναι η μόνη που μπορεί να δώσει απαντήσεις σχετικά με τα ζητήματα αυτά.
Προς το παρόν, ούτε τα υπερευαίσθητα όργανα, ούτε η παρατήρηση των πάλσαρ έχουν οδηγήσει σε εντοπισμό βαρυτικών κυμάτων. Δεν ξέρουμε πόσο συχνά εμφανίζονται ισχυρά βαρυτικά κύματα και ίσως χρειαστεί να περιμένουμε υπομονετικά για πολλά χρόνια ακόμα.
Το νερό είναι μια από τις λιγοστές ουσίες που διαστέλλονται όταν παγώνουν. Αν σχηματιστεί μια κρούστα πάγου που έχει όμως μια μικρή τρύπα σε κάποιο σημείο της, η κρούστα μπορεί να παγιδέψει το υγρό από κάτω, μη αφήνοντάς του άλλο χώρο να εκταθεί καθώς παγώνει, παρά μόνο μέσα από τη μικροσκοπική τρύπα. Καθώς το υγρό νερό βγαίνει αργά πάνω από την κρούστα πάγου, παγώνει κι αυτό εξωτερικά σχηματίζοντας μια κούφια ακίδα γεμάτη νερό. Το νερό συνεχίζει να ανεβαίνει μέσα από την ακίδα σχηματίζοντας μια μακριά και λεπτή «καμινάδα». Τελικά, βέβαια, όλο το νερό παγώνει και γίνεται στερεό, οπότε παύει να μεγαλώνει και η ακίδα. Η ενέργεια που απαιτείται για να ανέβει το νερό μέσα στην ακίδα προέρχεται εξ ολοκλήρου από την ενέργεια που απελευθερώνεται κατά τη διαδικασία της πήξης(είναι η ενέργεια που πρέπει να αφαιρεθεί μέσω του ψυγείου, που λειτουργεί ως αντλία θερμότητας, ώστε το υγρό νερό να παγώσει).
Η εμφάνιση του φαινομένου, καθώς και το μέγεθος της σχηματιζόμενης ακίδας εξαρτώνται κυρίως από τις συνθήκες ψύξης με ιδανική θερμοκρασία τους -7 βαθμούς Κελσίου. Επιπλέον, ευνοϊκοί παράγοντες είναι η χρήση καθαρού νερού και δοχείου με κάθετα τοιχώματα. Ακίδες πάγου εμφανίζονται και στη φύση, σε μικρές λακκούβες νερού ή ρηχά δοχεία με νερό που αφήνονται έξω τις πολύ κρύες νύχτες του χειμώνα. Δεν εμφανίζονται όμως σε μεγαλύτερα υδάτινα σώματα, όπως οι λίμνες, επειδή λόγω της ποσότητας και της μεγάλης λανθάνουσας θερμότητας του νερού ο ρυθμός ψύξης τους είναι πολύ αργός.