ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 26 Ιούλη 2007
Σελ. /28
Ενας, αλλά Τζάρμους!

Ευτυχώς που υπάρχει ο Τζιμ Τζάρμους με την ταινία του «Ο Νεκρός», ένα άκρως ποιητικό - και φιλοσοφικό - σχόλιο για την Αμερική του 19ου αιώνα, και σώζεται η εβδομάδα! Μετά το Τζιμ Τζάρμους, το χάος! Τρία αιματηρά θρίλερ: «Death Proof», του Κουέντιν Ταραντίνο, «Αγνωστοι», του Σάιμον Μπραντ και «Το Μικρόβιο του Φόβου», του Γουίλιαμ Φρίντκιν. Τρία θρίλερ που ανταγωνίζονται στη φρίκη, στην κακογουστιά και στο αίμα!

Μετά τα κανονικά θρίλερ, ένα άλλου είδους ...«θρίλερ». Η καθαρά και ανοιχτά προπαγανδιστική (για το γάμο μεταξύ ομοφυλόφιλων) κωμωδία «Ο Κύριος του Κυρίου», του Ντένις Ντούγκαν! Δυο πυροσβέστες αναγκάζονται να παντρευτούν μεταξύ τους! Αν μπορείτε, γελάστε! Στη συνέχεια έχουμε δυο γαλλικές, ας τις πούμε, ηθογραφίες! «Η Ιδιοκτησία», του Γιοκίμ Λαφός, ασχολείται, υποτίθεται, με την οικογένεια. «Το Καλοκαίρι της Ζωής μας», των Ερίκ Τολεντανό & Ολιβιέ Νακάς, ασχολείται, υποτίθεται, με τα παιδιά κατά τις θερινές τους διακοπές (στην κατασκήνωση). Τέλος, έχουμε και την «κωμωδία» Τ4ΧΙ (γράψαμε την 19-7-07).

ΤΖΙΜ ΤΖΑΡΜΟΥΣ
Ο νεκρός

Ο Τζιμ Τζάρμους είναι, κατά γενική ομολογία, από τους λίγους σκεπτόμενους Αμερικάνους δημιουργούς. Είτε σου αρέσουν οι ταινίες του, είτε όχι, πάντα καταφέρνει να σε αναστατώνει. Ακόμα και με τις τελευταίες του ταινίες, οι οποίες δείχνουν μιαν ιδεολογική και αισθητική κούραση, καταφέρνει να σου δώσει «δουλιά για το σπίτι» (Home work, όπως λέμε στα... ελληνικά)! Αφορμή για συζήτηση με τους φίλους ή και με τον εαυτό σου! (Ποτέ δε βλάπτει και μια τέτοια συζήτηση).

«Ο Νεκρός» γυρίστηκε το 1995 (επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ των Καννών 1996) και είναι το πιο σοβαρό, το πιο συμπυκνωμένο κινηματογραφικό σχόλιο που έχουμε δει, για την Αμερική του 19ου αιώνα! Με την οικονομία ενός ποιητή και με την ποιότητα ενός καλαίσθητου ζωγράφου, χωρίς κραυγές, με χιούμορ και με πίκρα, με κριτική, αλλά και με ύμνους για όσα καταγράφει, γεμίζει την οθόνη με νοήματα και συναισθήματα. Αν ο θεατής κουράσει κάπως τον εαυτό του, το ελάχιστο σε σύγκριση με την κούραση του δημιουργού, και παρακολουθήσει με σοβαρότητα και με διάθεση να εμβαθύνει στην ταινία, θα γευτεί τους πολύ πλούσιους και, γιατί όχι, διδακτικούς χυμούς της. Κάθε σκηνή, κάθε πλάνο είναι και ένα σχόλιο, μια κατάθεση, για το «στήσιμο» της Αμερικής. Και ο θεατής μαθαίνει...

Ενας λογιστής, ένα τρυφερός, χαριτωμένος και φιλήσυχος άνθρωπος (Τζόνι Ντεπ), ξοδεύοντας όλες τις οικονομίες του για ένα εισιτήριο στο τρένο, φεύγει από τη μια «άκρη» της Αμερικής και φτάνει στην «άλλη», όπου, όπως υπολογίζει, και όπως είχε συμφωνήσει, τον περίμενε δουλιά. Φτάνοντας δέχεται το πρώτο σοκ. (Και ο θεατής την πρώτη «πληροφορία». Οι γραπτές συμφωνίες δε γίνονται για να τηρούνται)!

Αφραγκος, πεινασμένος, χωρίς στέγη και χωρίς φίλους, δίνει τα τελευταία του σεντς για ένα μπουκάλι ποτό. Τα σεντς του φτάνουν για μικρό μπουκάλι (τέτοιο θα πάρει). Σε λίγο, έτσι που κουτσοπίνει έξω από το μπαρ, από το οποίο αγόρασε το μπουκαλάκι, του πετάνε, στην κυριολεξία, στα πόδια του μια πανέμορφη γυναίκα. Οι μεθυσμένοι άντρες, που την «πετάνε» έξω από το μπαρ, της φωνάζουν: «όταν ήσουν πουτάνα ήσουν καλύτερη» (τώρα πουλάει χάρτινα λουλούδια, που φτιάχνει η ίδια. Και είναι χειρότερη)!

Ο λογιστής τρέχει κοντά στην κοπέλα. Τη σηκώνει, την περιποιείται. Εκείνη τον παίρνει στο δωμάτιό της. Μια γνωριμία, μια φιλία, ένας έρωτας, ίσως; Αυτά δε συμβαίνουν στην Αμερική. Σε λίγο στο δωμάτιο «μπουκάρει» ο πρώην φίλος της («τυχαία» είναι γιος του αφεντικού, που δεν κράτησε το γραπτό λόγο του). Σε μια έκρηξη ζήλιας τραβάει το πιστόλι του και πυροβολεί. Νεκρή η κοπέλα. Και ο λογιστής, χωρίς να έχει ξαναπιάσει όπλο στο χέρι του, αμυνόμενος, σκοτώνει τον πρώην με το πιστόλι της κοπέλας...

Αυτά είναι τα πρώτα δέκα με δεκαπέντε λεπτά από την ταινία! Δέκα με δεκαπέντε λεπτά, στα οποία ο Τζάρμους καταφέρνει να δείξει τις ηθικές, οικονομικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της Αμερικής του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Σας είπα, κάθε σκηνή, κάθε πλάνο, είναι και ένα σχόλιο. Και εδώ να τέλειωνε η ταινία, θα ήταν ολοκληρωμένη! Ο θεατής θα καταλάβαινε!.. Ο Τζάρμους, όμως, προχώρησε. Επιασε αυτόν τον φιλήσυχο πολίτη και τον «μετασχημάτισε» (ο ίδιος μετασχηματίστηκε από τις συνθήκες και το κοινωνικό περιβάλλον), σε έναν αδίστακτο πιστολέρο. Στην αρχή για άμυνα, στη συνέχεια για επιβίωση, αυτός που δεν ήξερε να πυροβολεί έγινε άσος στη σκόπευση! Οι άγριες συνθήκες της άγριας Δύσης, τον έμαθαν την άγρια γλώσσα που μιλάνε οι πολίτες! Τη γλώσσα του πιστολιού. (Εκατομμύρια Αμερικάνοι οπλοφορούν ακόμα και σήμερα. Και δεν είναι λίγοι αυτοί, ακόμα και σήμερα, που λύνουν τις διαφορές τους, όπως τις έλυναν τον 19ο αιώνα. Και οι αμερικάνικες κυβερνήσεις κάνουν το ίδιο, επίσης)!

Αλλά ο Τζάρμους, για να είναι ολοκληρωμένη η δουλιά του, δεν άφησε ασχολίαστο και το ζήτημα των Ινδιάνων! Με πολύ έξυπνο τρόπο, αλλά και με σοφία, ξεσκέπασε το έγκλημα, αποκάλυψε τις ευθύνες! Οι Ιθαγενείς πλήρωσαν σχεδόν με την εξαφάνισή τους, γιατί δε γνώριζαν τη γλώσσα που γνώριζαν οι εισβολείς (τη γλώσσα του όπλου). Οι έποικοι με σφαίρες και οι ντόπιοι με ακόντια! Νίκησε, βέβαια, η ...τεχνολογία! («Υπερίσχυσε» η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων! Σημ. διάβασε - περισσότερο - σχετικά. Εχει ενδιαφέρον)!

Ο Τζάρμους, βέβαια, στην ταινία του, με πόνο και τρυφερότητα, κάνει έκκληση να τελειώσει ο βίαιος 19ος αιώνας για την Αμερική. Θεωρεί ότι η Αμερική πρέπει, επιτέλους, να γυρίσει στον πολιτισμό και στη γνώση. Οτι τα όπλα πρέπει να μπούνε στα μουσεία. Η αμερικάνικη κυβέρνηση, όμως, οι αμερικάνικες κυβερνήσεις σωστότερα, εκφράζοντας το παγκόσμιο κεφάλαιο, δεν καταλαβαίνουν από καλλιτεχνικές - ανθρώπινες - ευαισθησίες και εκκλήσεις. Αυτές μιλάνε τη γλώσσα του πιστολιού, γιατί είναι η μόνη γλώσσα που γνωρίζουν! Είναι άνθρωποι και πολιτικές περασμένων αιώνων...

Θεωρώ την ταινία άκρως διδακτική και επίκαιρη! Η ιμπεριαλιστική βία της Αμερικής (Βιετνάμ, Ιράκ) είναι παιδί του ιμπεριαλισμού το δίχως άλλο, αλλά και παιδί του τρόπου που οικοδομήθηκε αυτή η χώρα. Η έλλειψη κουλτούρας, ομοιογένειας, ιστορικού παρελθόντος, κ.ά., επέτρεψαν να αναπτυχθεί ο ατομικισμός, ο παλικαρισμός, η λογική τού «ο θάνατός σου, η ζωή μου»! Στοιχεία «ιδανικά» για τη σημερινή επεκτατική Αμερική. Η εγγλέζικη ιμπεριαλιστική βία, ο ναζισμός δεν ήταν (και δεν είναι), βέβαια, λιγότερο βίαιοι. Η αμερικάνικη βία, όμως, δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα! Απλώς τραβάει το πιστόλι και σκοτώνει. Και την ίδια ώρα οι «πιστολέρος» μεθάνε, βιάζουν, ρεύονται! (Και τραβάνε σε video τις ασχήμιες τους, για να τις δείχνουν στα εγγόνια τους)!

Η ταινία είναι σκόπιμα ασπρόμαυρη (εξαιρετική φωτογραφία). Και αυτό την κάνει να μοιάζει «εποχής» (και γι' αυτό ακόμα πιο γοητευτική). Οι ηθοποιοί, πέρα από την καλή, πολύ καλή, και εξαιρετική υποκριτική τους, έχουν, με τη βοήθεια του μακιγιάζ, γίνει όλοι «χαρακτήρες». Ο καθένας από μόνος του αποτελεί ένα σχόλιο. Ενα σχόλιο που εκφράζει το εσωτερικό του ήρωα! Αλλά την ίδια στιγμή είναι μια εκφραστική καλλιτεχνική «φιγούρα». Θα δείτε, για παράδειγμα, πέρα από τον Τζόνι Ντεπ, και έναν καταπληκτικό (εμφάνιση και ερμηνεία) Ρόμπερτ Μίτσαμ. Αλλά και ο Ινδιάνος του Γκάρι Φάρμερ δεν πάει πίσω. Ο κάθε ήρωας, ακόμα και οι δεύτεροι και τρίτοι ρόλοι, είναι μια μικρή ψηφίδα ενός μεγάλου μωσαϊκού. Είναι ένα μικρό μέρος, μιας μεγάλης τοιχογραφίας που παριστάνει - και «εξηγεί» - την Αμερική του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα!

Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Γκάρι Φάρμερ, Ρόμπερτ Μίτσαμ, Ιγκι Ποπ, Γκαμπριέρ Μπερν, Μπίλι Μπομπ.

ΚΟΥΕΝΤΙΝ ΤΑΡΑΝΤΙΝΟ
Death proof

Την Αμερική μιας άλλης ιστορικής στιγμής (1960 - 1970), την περίοδο των Grindhouse («λαϊκοί» -λούμπεν - κινηματογράφοι) ήθελε να «περιγράψει» (και) ο Κουέντιν Ταραντίνο. Ομως, ελλείψει κουλτούρας και καλλιτεχνικής ευθύνης, πνίγηκε μέσα σε αυτήν την ιστορική στιγμή, την οποία, υποτίθεται, ήθελε να σχολιάσει! Αντί να την ερευνήσει, να μάθει και να εξηγήσει τους «λόγους και τις αιτίες» που τη γέννησαν, όπως έκανε ο Τζιμ Τζάρμους, για τη «δική» του περίοδο, αυτός έγινε μέρος της περιόδου που περιέγραψε. Χειρότερος, μάλιστα, από την πραγματικότητα! Η οποία, όπως και να 'χει, διέθετε μια κάποια «αγνότητα», ενώ αυτός (αυτο)ηδονίζεται με τη βία που δημιουργεί.

Στην Αμερική του Βιετνάμ και των κοινωνικών διαμαρτυριών και ανησυχιών (φιλειρηνικό κίνημα, άρνηση στράτευσης, «κίνημα» χίπηδων, κ.λπ.), στην περίοδο 1960 - 1970, άρχισαν - «ξαφνικά»; - να ξεφυτρώνουν στις ΗΠΑ, στην αρχή στις μεγάλες πόλεις και μετά σε ολόκληρη την επικράτεια, «μυστήριες» κινηματογραφικές αίθουσες. Ηταν αίθουσες που έπαιζαν «πρωτόγονα» κινηματογραφικά έργα, φθηνές παραγωγές χωρίς καμία καλλιτεχνική αξία, και ...τσόντες! (Περίπου σαν τα «δικά» μας «τσοντάδικα», που στην περίοδο της χούντας (τυχαία, αλήθεια;) έπαιζαν «καουμπόικα» και, ενδιαμέσως, «έριχναν» τις τσόντες, για τις οποίες πήγαιναν οι θεατές).

Τα κινηματογραφικά έργα που παίζονταν σε αυτούς τους κινηματογράφους θέλησε να «μιμηθεί» ο Ταραντίνο. (Σαν κάποιος Ελληνας σκηνοθέτης, με πρόσχημα να θυμίσει, τάχα μου, στους θεατές την περίοδο Γκουσγκούνη (ο φαλακρός «γόης»), να γυρίσει και αυτός μια παρόμοια τσόντα). Μαζί με τον συνάδελφό του Ροντρίγκες, λοιπόν, γύρισαν δυο ταινίες σε μια συσκευασία (από 75΄ ο καθένας), με «παρόμοιο», εκείνων των ταινιών, περιεχόμενο και παρόμοια αισθητική. Στη συνέχεια, όπως κάνουν οι έμποροι, και όχι οι καλλιτέχνες, σκέφτηκαν, γιατί να μη χωρίσουν το πακέτο και η μια ταινία να γίνει δύο! Και το (δι)έπραξαν! Τα 75, περίπου, λεπτά, όμως, δεν έφταναν. Ο Ταραντίνο, με τον οποίο θα ασχοληθούμε, γιατί τη δική του ταινία σχολιάζουμε, τράβηξε μερικές σφήνες, κάποιες πρόσθετες σκηνές, άπλωσε μερικές άλλες, και η ταινία του έφτασε στα αξιοπρεπή 114 ολόκληρα λεπτά. Η μισή ταινία του, δηλαδή, έγινε μια «κανονική» ταινία.

Ομως, πόσο κανονική μπορεί να είναι μια ξεχειλωμένη ταινία; Και, μάλιστα, μια ξεχειλωμένη ταινία, η οποία και όταν ακόμα ήταν «τεντωμένη», δεν είχε τίποτα να μεταφέρει; Φτάνει, τάχα, η αντιγραφή; Ποιος σοβαρός άνθρωπος, και για ποιον λόγο, θα αντιγράψει ένα τίποτα; Για να μας δείξει, πώς είναι το τίποτα; Και οι θεατές, το κοινωνικό περιβάλλον, ο ρόλος αυτών των ταινιών, κ.λπ... Ψιλά γράμματα αυτά για τον κύριο Ταραντίνο. Αυτός έχει βρει μια μηχανή που κόβει δολάρια (ταινίες βίας) και την έχει κουρδίσει μέχρι εξάντλησης. Πιάνει μερικές καλλίγραμμες και όμορφες κοπέλες, τις ντύνει με καυτά σορτς για «μάτι», βρίσκει και έναν τύπο που γουστάρει να σκοτώνει ωραίες, και να η ταινία!

Από το σημείο αυτό και μετά, αρχίζει η ευθύνη του θεατή. Τζιμ Τζάρμους ή Κουέντιν Ταραντίνο; Δεν πρόκειται για δίλημμα. Πρόκειται για συνειδητή πράξη υπεύθυνου ανθρώπου. Σίγουρος για την επιλογή σας (αφήστε τους άλλους να βουρλίζονται, αφού τη «βρίσκουν») καλή διασκέδαση (με την κλασική έννοια της λέξης).

Παίζουν: Κερχ Ράσελ, Ροσάριο Ντόσον, Βανέσα Φερλίτο, Ρόουζ Μακ Γκόουαν, Σίντνεϊ Ταμάια, Πουατιέ Τζόρνταν, Λαντ Μαίρη, Ελίζαμπεθ Γουίνστεντ.

ΝΤΕΝΙΣ ΝΤΟΥΓΚΑΝ
Ο κύριος του κυρίου

Η ταινία, σίγουρα, θα γυρίστηκε από τους διοργανωτές και τους σπόνσορες της «gay Pride parade», γιατί διαθέτει την ίδια αισθητική (κακή) και προβάλλει τους ίδιους στόχους (νομιμοποίηση των γάμων ανάμεσα σε ομοφυλόφιλους)! Ενας εύσωμος, από λεπτότητα δε γράφω χοντρός, πυροσβέστης καλεί τον Εβραίο και χαζοεραστή φίλο του και συνάδελφό του να παντρευτούν (εικονικά), γιατί μόνον αυτόν εμπιστεύεται! Σκοπός του είναι, αν τυχόν πεθάνει ξαφνικά, να μπορούν τα ανήλικα παιδιά του (η γυναίκα του έχει πεθάνει) να εισπράξουν την ασφάλεια ζωής (η ασφάλεια ζωής πηγαίνει στον ή στη σύζυγο και όχι στα παιδιά, σύμφωνα με το νόμο).

Αυτός ο αναγκαστικός γάμος, που έγινε στον Καναδά, που επιτρέπονται παρόμοιοι γάμοι, σιγά - σιγά, πονηρά και ύπουλα, εξελίσσεται σε ειδύλλιο! Οι δυο φίλοι, που αναγκαστικά τα «κάνουν όλα» (εκτός από έρωτα) και μάλιστα μπροστά στα ανήλικα παιδιά του χοντρού, κοιμούνται στο ίδιο διπλό κρεβάτι, φιλιούνται, χαϊδεύονται (αφού τους παρακολουθεί ειδική υπηρεσία για να διαπιστώσει πως πράγματι είναι ομοφυλόφιλοι και όχι απατεώνες), με τον καιρό «συνηθίζουν». Σιγά - σιγά δένονται τόσο πολύ, που ο κάθε ένας (τέλος πάντων, ο κάθε ένας!) θα πει «ένα τέτοιο θαυμάσιο ζευγάρι, άσχετο αν είναι ομοφυλοφιλικό ή ετεροφυλοφιλικό, πρέπει οπωσδήποτε να καταλήγει σε γάμο»! Είναι τόσο καλή η συμβίωση των δυο φίλων, που έχουν γίνει το πρότυπο των πραγματικών ομοφυλόφιλων. Βέβαια, στο τέλος της ταινίας, οι δυο φίλοι ξαναγίνονται άντρες (και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος, δεν πρέπει να χαθεί κανένα εισιτήριο).

Αντιλαμβάνεστε, υποθέτω, τι παιχνίδι παίζεται και με τι πονηρό τρόπο! Μέσα από κωμικά, φιλικά και συναισθηματικά στιγμιότυπα, άφρονα και χωρίς κοινωνική ευαισθησία και λογική, άκριτα και επιπόλαια, κάποιοι κύριοι χρησιμοποιούν την τέχνη για να προπαγανδίσουν, τελείως κουτά και επικίνδυνα, ένα τεράστιο κοινωνικό ζήτημα, που μπήκε από το παράθυρο στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς. Το γάμο ανάμεσα σε ομοφυλόφιλους. Εδώ, εξελικτικά, πλησιάζει να τελειώνει, αν δεν έχει κιόλας τελειώσει, ο προηγούμενος γάμος, ο οποίος προέκυψε από ιστορική αναγκαιότητα με προδιαγεγραμμένη, μάλιστα, τη λήξη του, και να, ολοταχώς, προς τα πίσω!..

Ενα έχω να πω: Τόσο σοβαρά πράγματα είναι έγκλημα να παρουσιάζονται με τόσο ελαφρό τρόπο! Η πρόταση της ταινίας, που είναι, δυστυχώς, πρόταση και άλλων «ανοικτών» και «φιλελεύθερων» ατόμων και χώρων, τελικά, στρέφεται και ενάντια στους ίδιους τους ομοφυλόφιλους. Αφού τους γελοιοποιεί και τους παρουσιάζει σαν «κομμώτριες», που θέλουν σώνει και καλά στεφάνι!

Παίζουν: Ανταμ Σάντλερ, Κέβιν Τζέιμς, Τζέσικα Μπιλ, Στιβ Μπουσέμι, Νταν Ακρόιντ.

ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

«Η Ιδιοκτησία», του Γιοακίμ Λαφός. Μια θαυμάσια ηθοποιός (Ιζαμπέλ Ιπέρ) και δυο αδιάφοροι δίδυμοι νεαροί ηθοποιοί (Ζερεμί & Γιανίκ Ρενιέ) σε μια αλλοπρόσαλλη γαλλική ταινία. Ζωντοχήρα μητέρα μεγαλώνει δυο ανάγωγους μαντραχαλάδες, οι οποίοι την εμποδίζουν να ευτυχίσει (φτιάχνοντας την προσωπική και επαγγελματική της ζωή).

Κακοφτιαγμένη ηθογραφία. Ηρωες που «μπάζουν» ψυχολογικά. Κουραστική αφήγηση. Ιδεολογική σύγχυση! Δε βρήκα το λόγο, γιατί γυρίστηκε. Δε βλέπω το λόγο, γιατί να τη δείτε!

«Το Καλοκαίρι της Ζωής μας», των Ερίκ Τολεντανό - Ολιβιέ Νακάς. Γαλλική ταινία (κι αυτή), η οποία, με τελείως αδιάφορο και αντικινηματογραφικό τρόπο, αναφέρεται σε γαλλικές παιδικές κατασκηνώσεις. (Μια ομάδα παιδιών φτάνει στην κατασκήνωση και ...συμβαίνει ό,τι συμβαίνει στις κατασκηνώσεις). Να θυμίσουμε την «παιδική» ταινία «Τα Παιδιά της Χορωδίας»;..

Η ταινία, όπως καταλαβαίνετε, με όση καλή διάθεση και να έχετε, δε βλέπεται ούτε σε ...κατασκήνωση, όπου δεν έχεις τι να κάνεις για να περάσει η ώρα σου! Είναι τόσο κοινότοπη και προβλέψιμη, που λες καλύτερα να φτιάξω τις γωνίες απ' το κρεβάτι μου ή να πάω για ύπνο!

«Τ4ΧΙ», του Ζεράρ Κραβζίκ. Μια, ακόμα, αγέλαστη γαλλική κωμωδία (γράψαμε, σχετικά, την περασμένη Πέμπτη).

Παίζουν: Ζαν Πολ Ρουβ, Μαριλού Μπερί, Ομάρ Σι, Λανίκ Γκοτρί, Ζουλί Φουρνιέ

«Αγνωστοι», του Σάιμον Μπρταντ. Θαυμάσιο θέμα! Πέντε άτομα «ξυπνάνε» μέσα σε ένα «σφραγισμένο» βιομηχανικό χώρο και διαπιστώνουν ότι κανένας δε θυμάται ποιος είναι και πώς βρέθηκε εκεί μέσα! Σιγά - σιγά ένας - ένας θυμούνται και γίνεται το ...έλα να δεις!

Δυστυχώς, αυτό το θαυμάσιο θέμα έγινε ένα ακόμα θρίλερ! Ενα «κλασικό» θρίλερ με δυνατές και «αινιγματικές» μουσικές διαρκείας, με τη μηχανή στο χέρι, με γρήγορα (σπαστικά) πλάνα, με φόνους και άφθονο αίμα!

Παίζουν: Τζιμ Κάβιζελ, Γκρεγκ Κίινιαρ, Τζόε Παντολιάνο, Μπάρι Πέπερ, Τζέρεμι Σίστο κ.ά.

«Το Μικρόβιο του Φόβου», του Γουίλιαμ Φρίντνικ. Η ταραγμένη γκαρσόνα Αγκνες (Ασλεϊ Τζαντ) έχει χωρίσει από το δύστροπο άντρα της (Χάρι Κόνικ τζούνιορ). Θέλοντας να ξεφύγει από το παρελθόν της επιλέγει να ζει σε ένα φτηνό μοτέλ. Μια μέρα θα γνωρίσει τον Πίτερ (Μάικλ Σάνον), ο οποίος είναι ή λέει ότι είναι βετεράνος του πολέμου του Κόλπου. Γρήγορα θα γίνουν ζευγάρι. Ο Πίτερ, που μόλις έχει γυρίσει από τον πόλεμο, αρχίζει να πιστεύει ότι στο σώμα του κατοικούν διάφορα έντομα και δεν αργεί να μεταδώσει τη φοβία του στην Αγκνες!

Ενα, ακόμα, θρίλερ. «Προοδευτικό», τάχα μου αυτό! Αφού, υποτίθεται, ότι «καταγγέλλει τη ΣΙΑ, τον Πόλεμο, το Στρατό! Ομως είναι τέτοιο το χάος και η ασυναρτησία του, που ακυρώνει ό,τι ακούγεται! Επίσης, είναι σκοτεινό και πολύ ...φοβιστικό! Αντί να πούνε την αλήθεια για τον Κόλπο (και τα κόλπα του Κόλπου), τον εξορκίζουν, τάχα μου, με αποπροσανατολιστικές ταινίες.

Παίζουν: Ασλεϊ Τζαντ, Μάικλ Σάνον, Χάρι Κόνινγκ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ