ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Οχτώβρη 2007
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η εξουσία φοβάται την αληθινή τέχνη

Συζήτηση με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Θανάση Παπαγεωργίου

Με το έργο του Αύγουστου Στρίντμπεργκ «Ο Πατέρας» ξεκίνησε η νέα θεατρική χρονιά για το Θέατρο «Στοά» μετά τη μεγάλη επιτυχία που είχε το χειμώνα που πέρασε. «Ο Πατέρας» είναι ένα έργο που γεννήθηκε από τις πραγματικές ανησυχίες που βασάνιζαν τον Στρίντμπεργκ την εποχή που το 'γραφε. Τόσο η πατρότητα, όσο και το μεγάλο, αιώνιο, χάσμα ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, αλλά κυρίως η πολύ χαλασμένη σχέση που είχε με τη γυναίκα του εκείνη την περίοδο, στάθηκαν η αφορμή για να το γράψει. Αρχή των δικαιωμάτων των γυναικών, αρχή του φεμινισμού, τα δύο φύλα συγκρούονται. Το τελειωτικό και καθοριστικό χτύπημα της γυναίκας είναι η ερώτηση «πού ξέρεις ότι είναι δικό σου το παιδί;»

Τον Λοχαγό και τη σύζυγό του ερμηνεύουν οι Θανάσης Παπαγεωργίου και Λήδα Πρωτοψάλτη. Παίζουν επίσης: Γιώργος Ζιόβας, Πολύκαρπος Πολυκάρπου, Νάντια Περιστεροπούλου, Αλέκος Κούρος, Αννα Κοζαδίνου και Στέφανος Καλαϊτζής. Η σκηνοθεσία είναι του Θανάση Παπαγεωργίου και τα σκηνικά και κοστούμια της Λέας Κούση.

Το «κλασικό» και οι ...αναγνώσεις του

-- Εχοντας πάντα την άγρυπνη ματιά σας στραμμένη στο ελληνικό έργο τα τελευταία χρόνια επιχειρήσατε με επιτυχία και το ανέβασμα έργων του ξένου κλασικού ρεπερτορίου. Ενα κλασικό έργο εξασφαλίζει εκ προοιμίου την επιτυχία ή είναι απλώς το πρωταρχικό συστατικό, το οποίο εξαρτάται από την παραπέρα ανάγνωση και πρόταση του σκηνοθέτη;

«Σε καμία περίπτωση το ξένο έργο, όσο αριστουργηματικό και να 'ναι, δεν εξασφαλίζει επιτυχία. Αντίθετα, οι κίνδυνοι είναι πολλαπλάσιοι, αφού πρόκειται για άγνωστο κόσμο, άγνωστο λόγο και άγνωστες νοοτροπίες. Το μόνο χειροπιαστό πράγμα σ' αυτό είναι μια σύγκρουση. Αυτή η σύγκρουση είναι και το ερέθισμα που παίρνει ένας σκηνοθέτης κι ένας ηθοποιός όταν βρίσκεται απέναντι από θεατρικά έργα. Τα θέματα, είναι γνωστό, ότι είναι χιλιοειπωμένα. Ολα τα προβλήματα που δημιουργούνται από τις σχέσεις των ανθρώπων είναι πανάρχαια και έχουν αναλυθεί άπειρες φορές και από άπειρους συγγραφείς και έχουν υλοποιηθεί από άπειρους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, όσο και από άλλους καλλιτέχνες, άλλων τεχνών. Αρα όταν καταπιάνεσαι μ' αυτά το κάνεις γιατί πιστεύεις ότι υπάρχουν πτυχές που κανείς δεν είδε ή που πρέπει να εξεταστούν κάτω από την καινούργια ματιά της εποχής ή της δικής σου τοποθέτησης απέναντι στο θέμα. Ή το κάνεις επειδή ο ερεθισμός που σου δημιούργησε εσένα, ο Αμλετ π.χ., σε πνίγει σε βαθμό που αν δεν τον κάνεις σκηνική πράξη δεν ησυχάζεις. Υπάρχει ας πούμε για μένα ένα έργο που θέλω να ανεβάσω από τότε που το διάβασα. Πάνε τριάντα πέντε χρόνια. Αφορά ένα θέμα χιλιοειπωμένο, χιλιοανεβασμένο, σε θέατρο και κινηματογράφο, ίσως - ίσως θα μπορούσε κανείς να πει ένα εξαντλημένο και παρωχημένο θέμα. Εγώ όμως που το κουβαλάω χρόνια μέσα στο κεφάλι μου επιθυμώ να το κάνω, κι ας έχει εξαντληθεί, γιατί βρίσκω ότι κάτω από το επιφανειακό θέμα του κρύβεται κάτι που είναι ανάγκη να το εκφράσω στους θεατές μου επειδή θέλω να τους θυμίσω άλλα πράγματα ή να τους κρατήσω σε εγρήγορση κ.λπ. κ.λπ. Το κλασικό έργο είναι κλασικό επειδή είναι τεράστια, σε βάθος, τα θέματά του και επειδή η στάση του κάθε ποιητή απέναντι σ' αυτά τα θέματα είναι συγκλονιστική για την ειλικρίνειά της και την εμβάθυνσή της».

Το χάσμα δε βρήκε ...λύση

-- Η επιτυχία του «Πατέρα», ενός έργου που διερευνά το χάσμα ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, που στην εποχή μας φαινομενικά τουλάχιστον φαίνεται να έχει επιλύσει επιμέρους ζητήματα, αποδεικνύει ότι παραμένει δυσεπίλυτο;

«Αυτό το χάσμα δεν έχει μικρύνει με την πάροδο των χρόνων, δεν έχει αλλάξει και δεν έχει μετατοπιστεί. Παραμένει αναλλοίωτο, επειδή αναλλοίωτες παραμένουν οι σχέσεις ανδρών και γυναικών. Η εξέλιξη του πολιτισμού δεν πρόκειται ποτέ να εξαλείψει αυτή τη σύγκρουση, το πολύ να της αλλάξει τη μορφή. Δύο ανδρόγυνα χωρίσανε μετά από την παράστασή μας που είδανε με αφορμή δικές τους αμφιβολίες πάνω στην πατρότητα των παιδιών. Κι ας υπάρχει το DNA. Αυτό μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε όταν θα φτάσουμε στο δικαστήριο, αλλά όταν μας μπει η ιδέα δε θα μας κάνει τη χάρη η σχέση με τη σύζυγο να περιμένει τυπικά την επιβεβαίωση ή όχι των υποψιών μας. Το γυαλί σπάει οριστικά σε τέτοιες περιπτώσεις. Η επιστήμη δεν είναι σε θέση να αλλάξει τα αισθήματά μας. Βοηθάει στην επίλυση των πρακτικών θεμάτων αλλά όχι στην αλλαγή των συγκρούσεων».

-- Χωρίς καμιά διάθεση γκρίνιας, δεν μπορούμε να μη δούμε ότι επίσης ζούμε σε μια εποχή εμπορευματοποίησης των πάντων, που επεκτείνεται και με πολιτικές οδηγίες και στον πολιτισμό. Τι έχει να φοβάται από τα νέα αυτά δεδομένα η τέχνη αλλά και οι φορείς της που είναι οι καλλιτέχνες;

«Η αληθινή τέχνη δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από την εμπορευματοποίηση. Το πολύ να χάσει κάποιους υπηρέτες της που κουράστηκαν να παλεύουν σε αντίξοες συνθήκες. Πάντα όμως θα υπάρχουν εκείνοι που θα τη θεωρούν ακριβή και θα την υπηρετούν με σεβασμό και σοβαρότητα. Η παρέμβαση της πολιτικής στην εμπορευματοποίηση της τέχνης γίνεται γιατί είναι ο μόνος τρόπος να την οικειοποιηθεί και να την ευνουχίσει. Η πολιτική φοβάται την αληθινή τέχνη επειδή της αποκαλύπτει το βρώμικο πρόσωπό της. Παριστάνει τότε τον προστάτη της και αναλαμβάνει να την προωθήσει στις μάζες, αλλά έτσι όπως εκείνη την εννοεί και όπως εκείνην τη συμφέρει. Τη σερβίρει τυλιγμένη σε πολύχρωμα σελοφάν, με τη μορφή χλιδάτων αιθουσών, εντυπωσιακών δημοσιεύσεων και κυρίως με μία γεύση μοναδικότητας σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Χρόνια τώρα γίνεται αυτό και χρόνια τώρα ζουν και βασιλεύουν οι ανατρεπτικοί καλλιτέχνες, που ασκούν μια περίεργη επιρροή στο κοινό και αναγκάζουν την πολιτική - και φαντάζομαι ότι εννοούμε την κρατική επέμβαση - να αναζητά καινούργιες μεθόδους αποπροσανατολισμού. Η μάχη τελειώνει πάντα με νίκη της αληθινής τέχνης. Στην πολιτική θα μείνουν το πολύ κάποιοι αγόμενοι και φερόμενοι μεγαλοτραγουδιστές, μερικοί καλοί διασκεδαστές της τηλεόρασης, άντε και κανένας νομάρχης τραγουδιστής για να μας θυμίζει το λαϊκισμό της τέχνης, τόσο της πολιτικής όσο και της πνευματικής, και την κατάντια της όταν πέφτει στα χέρια της ανόητης εξουσίας».

Δεν υπάρχει θεατρική παιδεία

-- Ποια είναι η γνώμη σας για τις σπουδές θεάτρου στην Ελλάδα - σε σύγκριση και με το επίπεδο των αντίστοιχων σπουδών στο εξωτερικό; Και ποια είναι η γνώμη σας σε ό,τι αφορά το πάγιο αίτημα του καλλιτεχνικού χώρου για ανωτατοποίηση των σπουδών, που ήρθε τελικά η κυβέρνηση να το κλείσει στο χρονοντούλαπο, με τη δημιουργία ενός ακόμη εκπαιδευτικού Ιδρύματος, επιπέδου ΤΕΙ, και μάλιστα με ιδιωτικοοικονομική λειτουργία;

«Χιλιοειπωμένη η απάντησή μου. Δεν υπάρχει θεατρική παιδεία. Υπάρχει εμπόριο παιδείας. Από καλοπροαίρετους μέτριους διευθυντές και καθηγητές σχολών, μέχρι άθλιους και αισχρούς εκμεταλλευτές. Και οι μεν και οι δε είναι ανεξέλεγκτοι επειδή απουσιάζει το κράτος. Στις σοβαρές και επίσημες σχολές οι μαθητές εισάγονται με τρίλεπτες εξετάσεις, στοιβάζονται κατά δεκάδες σε άθλιους χώρους και αποφοιτούν έχοντας εκπαιδευτεί σε τρεις ρόλους, όλους μέσα στις εμφανείς δυνατότητές τους. Καθηγητές με έντονα απωθημένα από την προσωπική τους αποτυχημένη σταδιοδρομία, προσπαθούν να διδάξουν στους μαθητές τους πώς να τους μιμηθούν και επιτροπές μετριοτήτων αποφαίνονται για την αποφοίτησή τους. Στις ανεπίσημες σχολές επικρατεί η στυγνή εκμετάλλευση, η πρόστυχη επιβεβαίωση ανύπαρκτων δυνατοτήτων των μαθητών, η ψευδής υπόσχεση για επαγγελματική τακτοποίηση και φυσικά ένα αλλοπρόσαλλο πρόγραμμα σπουδών, χωρίς κανέναν σοβαρό προγραμματισμό. Οι εξαιρέσεις - και υπάρχουν παντού - επιβεβαιώνουν, ως συνήθως τον κανόνα. Αν η πολιτεία ενδιαφέρεται να δημιουργήσει μια ανώτατη εκπαίδευση, πρέπει πρωτίστως να ενδιαφερθεί ειλικρινά για τη δημιουργία μεγάλων καλλιτεχνών. Οχι για να επανδρώσουν τις άθλιες τηλεοπτικές σειρές και να γίνουν διαφημιστές μπαταριών και κινητών τηλεφώνων, αλλά πνευματικών ανθρώπων που θα "φέρουν τα πάνω κάτω". Κυριολεκτικά και χωρίς εκπτώσεις. Κάθε άλλη προοπτική είναι άχρηστη. Για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να επιλεχθούν άξιοι και δοκιμασμένοι καλλιτέχνες, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους τοποθετήσεις και τις κοινωνικές τους σχέσεις, με γνώση της αποστολής τους και, κυρίως του αντικειμένου τους».

-- Μετά τον «Πατέρα» θα παρουσιάσετε τις «Στάχτες». Τι καθόρισε την επιλογή σας γι' αυτό το έργο;

«Το υψηλό φρόνημα των δύο ηρώων, η σπάνια φιλία που τους συνδέει και η επιβίωση αυτής της φιλίας μέσα από μια σοβαρή προδοσία, ο συμπυκνωμένος λόγος, η λιτότητα των μέσων και η συγκέντρωση που απαιτείται για την ερμηνεία τους, είναι στοιχεία που συγκινούν κάθε καλλιτέχνη. Ακόμα, η γνωριμία μας με έναν μεγάλο Ούγγρο συγγραφέα, σπάνια φυσιογνωμία των γραμμάτων, τον Σαντόρ Μαράι, στο μυθιστόρημα του οποίου στηρίχτηκε η διασκευή του Κρίστοφερ Χάμπτον, ολοκληρώνουν την απόφασή μου να συμπεριλάβω τις "Στάχτες" στο ρεπερτόριο της Στοάς».


Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ