ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 9 Νοέμβρη 2007
Σελ. /28
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κοινωνική Ασφάλιση: Δικαίωμα ή κόστος; Δυο γραμμές σε σύγκρουση

Από πικετοφορία ενημέρωσης των εργαζόμενων για την Κοινωνική Ασφάλιση και τις κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ
Από πικετοφορία ενημέρωσης των εργαζόμενων για την Κοινωνική Ασφάλιση και τις κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ
Η συνεχιζόμενη για πολλά χρόνια και με ιδιαίτερη οξύτητα, κυρίως από το 1990 και μέχρι σήμερα, επίθεση των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ενάντια στα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, των αυτοαπασχολουμένων και της αγροτιάς, καθώς και η στάση των πολιτικών συνδικαλιστικών και αυτοδιοικητικών δυνάμεων πάνω σ' αυτό το ζήτημα, έχει δώσει τη δυνατότητα για να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα.

Συμπεράσματα για το χαρακτήρα και τις μεθοδεύσεις της επίθεσης, για τη χρονική συγκυρία που εκδηλώνεται, για τις δυνάμεις που άμεσα ή έμμεσα την ευνοούν και τη σιγοντάρουν. Αλλά και για τη συνεπή, ασυμβίβαστη στάση των ταξικών δυνάμεων απέναντι σ' όλη αυτήν την κατάσταση.

Σήμερα που η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί νέα επέλαση στα όποια κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα μας έχουν απομείνει, με στόχο να αντιστοιχηθεί το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα με τις βάρβαρες ευέλικτες εργασιακές σχέσεις και να γίνουν ακόμα πιο δυσμενείς και επαχθείς οι προϋποθέσεις, οι όροι και τα όρια της Κοινωνικής Ασφάλισης, βλέπουμε να εναλλάσσονται οι ρόλοι των πρωταγωνιστών και να αναπροσαρμόζουν τις επικοινωνιακές τακτικές τους οι ευρωενωσιακές δυνάμεις.

Η θέση της «λογιστικής διαχείρισης»

Επί της ουσίας όμως, αναδείχνονται και συγκρούονται δύο λογικές, δύο γραμμές όσον αφορά στην προσέγγιση και στη διεκδίκηση του ζητήματος της Κοινωνικής Ασφάλισης.

Η μία λογική των ηγεσιών των πολιτικοοικονομικών οργανισμών του κεφαλαίου, των κομμάτων της Ευρωένωσης, της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΝ, του ΛΑ.Ο.Σ. και των αντίστοιχων συνδικαλιστικών τους εκφράσεων που, ένα κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα, όπως είναι αυτό το ζήτημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, αυτές οι δυνάμεις, σκόπιμα το προβάλλουν ως ζήτημα οικονομικής, λογιστικής διαχείρισης και ως κόστος. Ως ζήτημα οικονομικό, λογιστικό, που θα πρέπει να υποταχτεί στην «ανταγωνιστικότητα» και να την υπηρετήσει.

Και το κάνουν αυτό συνειδητά αυτές οι δυνάμεις, επειδή ψήφισαν τη στρατηγική του κεφαλαίου, τη διαβόητη «ανταγωνιστικότητα», δηλαδή την υποταγή των πάντων στο βωμό της αυξημένης κερδοφορίας του κεφαλαίου. Είναι, επομένως, φυσικό επακόλουθο να δέχονται και τη συρρίκνωση των όποιων κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων υπάρχουν χάριν της «ανταγωνιστικότητας».

Αλλωστε, όλες αυτές οι δυνάμεις, ψηφίζοντας το 1992 τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ψήφισαν και τη σαφή παράγραφό της που λέει: «Χάριν της ανταγωνιστικότητας θα πρέπει να μειωθεί το μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος της εργασίας». Μισθολογικό κόστος θεωρεί η Συνθήκη αυτή το μισθό (!) και μη μισθολογικό θεωρεί την Κοινωνική Ασφάλιση και άλλες κρατικές δαπάνες που διατίθενται για κοινωνικούς τομείς (!).

Στρατηγική σύμπραξη ενάντια στους εργαζόμενους

Οι διαφορές και διαφοροποιήσεις ανάμεσα σ' αυτές τις δυνάμεις εστιάζονται στα επιμέρους, στους ρυθμούς, στις τακτικές, στους τρόπους και στις μεθοδεύσεις αποδόμησης των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Κατά τ' άλλα, ενιαία συνέπραξαν και συμπράττουν ενάντια στους εργαζόμενους.

Από κοινού αυτές οι δυνάμεις, από το 1990 μιλούσαν για «ασφαλιστικά προνόμια» (!) στους εργαζόμενους που θα έπρεπε να περικοπούν. Από κοινού μιλούσαν και μιλούν για «βιωσιμότητα» των ασφαλιστικών ταμείων, αποσιωπώντας ή παραγράφοντας τη ληστρική υπέρ του κεφαλαίου πολιτική των κυβερνήσεων σε βάρος των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων. Από κοινού καθαγίασαν τη ληστρική «τζογάρικη» χρηματιστηριακή πολιτική σε βάρος των Ταμείων. Από κοινού εφάρμοσαν και στήριξαν ανοιχτά ή κεκαλυμμένα τους αντιασφαλιστικούς νόμους της αφαίρεσης δικαιωμάτων και κατηγοριοποίησης των εργαζομένων. Από κοινού, αποδεχόμενες τη σχετική ντιρεκτίβα της ΕΕ, προέτασσαν και προτάσσουν το διαβόητο «κοινωνικό διάλογο» των λεγόμενων «κοινωνικών εταίρων», ως μέθοδο για να καταστήσουν συνυπεύθυνο και συνένοχο το συνδικαλιστικό κίνημα στις αντιασφαλιστικές ανατροπές.

Απ' όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι όλες αυτές οι ανατροπές, καθώς και οι νέοι κυβερνητικοί σχεδιασμοί, εκφράζουν και εκπροσωπούν τις νέες ανάγκες του κεφαλαίου. Το ότι εκδηλώνονται με αυτήν την ένταση την τελευταία δεκαεπταετία, έχει σχέση και με τα αδιέξοδα της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης, αλλά και με την όχι καλή κατάσταση του κινήματος, καθώς και με τους αρνητικούς, για το λαϊκό κίνημα, συσχετισμούς δυνάμεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Ταξικό - πολιτικό το ζήτημα της Κοινωνικής Ασφάλισης

Στον αντίποδα αυτής της, σύμφωνα με τα παραπάνω, ενδοτικής, κοινωνικοεταιρικής, αντιλαϊκής λογιστικής, οικονομικο-διαχειριστικής λογικής, που θεωρεί την Κοινωνική Ασφάλιση κόστος και σε ό,τι αυτή επιφέρει σε βάρος του εργαζόμενου, αντιπροτάσσεται και αντιπαρατίθεται η άλλη, η ταξική λογική των ταξικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, του ΚΚΕ, του ΠΑΜΕ που αναδείχνει το ζήτημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, ως ζήτημα πρωτίστως πολιτικό, ταξικό και ως δικαίωμα για τον εργαζόμενο.

Ενα δικαίωμα που απορρέει εκ του γεγονότος ότι ο εργαζόμενος, επειδή δημιουργεί όλον τον πλούτο (η αύξηση του ΑΕΠ ανέρχεται ετησίως στο 4% - τεράστιος πλούτος - από την εργασία του εργαζόμενου) που, με τη μορφή της υπεραξίας τον σφετερίζεται το κεφάλαιο, δικαιούται να παίρνει τουλάχιστον ένα μέρος αυτού του πλούτου και με τη μορφή της σύγχρονης Κοινωνικής Ασφάλισης, για όσο διάστημα θα υφίσταται αυτό το βάρβαρο, εκμεταλλευτικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα.

Η διαμάχη συνεπώς και η αντιπαράθεση αναπτύσσεται ανάμεσα στις δύο αυτές κύριες λογικές. Στη λογική του κεφαλαίου, που θεωρεί την Κοινωνική Ασφάλιση κόστος και στη λογική των ταξικών δυνάμεων που αποδείχνουν εμπεριστατωμένα ότι η Κοινωνική Ασφάλιση θα πρέπει να είναι δικαίωμα για τον εργαζόμενο.

Πιο συγκεκριμένα, αυτή η αντιπαράθεση επικεντρώνεται, και πρέπει να επικεντρώνεται, στο εάν το μεράδι της υπεραξίας που επιστρέφει στον εργαζόμενο με τη μορφή της Κοινωνικής Ασφάλισης, θα συνεχίσει να του αποδίδεται και να αυξάνεται στο ύψος των σύγχρονων κοινωνικοασφαλιστικών αναγκών του, όπως το παλεύουν οι ταξικές δυνάμεις, με μπροστάρη το ΠΑΜΕ, ή εάν αυτό το μεράδι θα απομειώνεται και σε μια πορεία θα μηδενιστεί, για να μετατραπεί ολοκληρωτικά η Κοινωνική Ασφάλιση σε πεδίο πρόσθετης εκμεταλλευτικής δράσης του κεφαλαίου, μέσα από την επιχειρηματική κερδοσκοπική δραστηριότητα των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών, σε βάρος των εργαζομένων.

Ποιος με ποιον

Αντικειμενικά, επομένως, αυτή η διελκυστίνδα γίνεται η «λυδία λίθος» όπου κρίνονται οι πάντες.

Οι ηγεσίες των παρατάξεων της ΔΑΚΕ, της ΠΑΣΚ και της ΑΠ (ΣΥΝ) έχουν δώσει αρκετά δείγματα γραφής της συναίνεσης και της σύμπραξής τους στο ξεθεμελίωμα του δημόσιου κοινωνικού και δωρεάν χαρακτήρα της Κοινωνικής Ασφάλισης. Το 1992 ψήφισαν από κοινού στο ΓΣ της ΑΔΕΔΥ τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και την «ανταγωνιστικότητα». Στη συνέχεια, ενσωμάτωσαν στην επιχειρηματολογία τους τα επιχειρήματα των κοινωνικοοικονομικών οργανισμών και του πολιτικού υπηρετικού προσωπικού του κεφαλαίου περί «βιωσιμότητας» των Ταμείων, αποδεχόμενες ουσιαστικά το «ό γέγονε γέγονε» στην καταλήστευση των αποθεματικών των Ταμείων από το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του.

Από κοινού αυτές οι παρατάξεις αποδέχονται την εξάρτηση των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων από τις οικονομικές, δημοσιονομικές και δημογραφικές μεταβλητές, όπως τις προσδιορίζουν οι οικονομικοπολιτικοί οργανισμοί του κεφαλαίου. Από κοινού αυτές οι παρατάξεις αποδέχτηκαν το τζογάρισμα των αποθεματικών των Ταμείων στο χρηματιστήριο, με τις γνωστές απώλειες σε βάρος των Ταμείων.

Από κοινού αποδέχτηκαν την ντιρεκτίβα της ΕΕ περί «κοινωνικού διαλόγου» των κοινωνικών εταίρων, ως μέθοδο που καθιστά συνυπεύθυνο και συνένοχο το συνδικαλιστικό κίνημα στις ανατροπές δικαιωμάτων των εργαζομένων και προβάλλεται σε αντιπαράθεση με τον συνεπή, ταξικό, δυναμικό αγώνα των ταξικών δυνάμεων. Νομιμοποίησαν με την παρουσία τους, ως «κοινωνικοί εταίροι» σε τέτοιους «διαλόγους», τους αντιασφαλιστικούς νόμους της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά και τους νόμους για τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις. Ο νόμος του ΠΑΣΟΚ, ο 3029/2002, που μειώνει δραστικά τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων από το Γενάρη 2008, αλλά και με τις άλλες αντεργατικές του πλευρές, είναι προϊόν ενός τέτοιου διαλόγου, με συμμετέχουσες - συνένοχες σ' αυτόν, τις ηγεσίες των παρατάξεων ΠΑΣΚ, ΔΑΚΕ και ΣΥΝ.

Δε θέλουν και δεν μπορούν

Οι επιλογές τους αυτές είναι συνειδητές. Αυτό φαίνεται και επιβεβαιώνεται και από το πλαίσιο αιτημάτων που κατά καιρούς και σήμερα προτάσσουν για την Κοινωνική Ασφάλιση. Επειδή ακριβώς αυτές οι επιλογές τους είναι συνειδητές, γι' αυτό και στα κοινά τους πλαίσια, σε επίπεδο ΑΔΕΔΥ, αλλά και στα αυτοτελή κείμενά τους, πουθενά δε θέτουν ζήτημα κατάργησης των αντιασφαλιστικών νόμων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Τα ελάχιστα δικαιώματα που υπήρχαν πριν από αυτούς του νόμους τα θεωρούν σήμερα μαξιμαλιστικά. Απλά τώρα, προβάλλουν μόνο μια γενικόλογη αντίθεση στα νέα μέτρα της κυβέρνησης.

Αυτό επιβεβαιώνουν και οι τακτικισμοί τους απέναντι στον «κοινωνικό διάλογο» που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η μεν ΠΑΣΚ, επιζητώντας προσχήματα για τη συμμετοχή της, προκειμένου να νομιμοποιήσει με την παρουσία της και αυτά τα νέα κυβερνητικά μέτρα, έθετε ως προϋπόθεση την ύπαρξη αναλογιστικών μελετών και τη δέσμευση της κυβέρνησης για τη χρηματοδότηση των Ταμείων. Η δε ΔΑΚΕ δεν έβαζε όρους. Η ΑΠ (ΣΥΝ), με το γνωστό της καιροσκοπισμό, παρ' όλο που υιοθετεί την όλη λογική των δύο προηγούμενων παρατάξεων, τώρα, για λόγους σκοπιμότητας, δε συμμετέχει, αν και το κόμμα της, ο ΣΥΝ πήγε και αποχώρησε από το «διάλογο» με τα ίδια επιχειρήματα που και το ΠΑΣΟΚ αποχώρησε από την πρώτη μόνο συνεδρίαση των Επιτροπών της Βουλής.

Ολα τα παραπάνω συνηγορούν στο γεγονός ότι οι συνδικαλιστικές πλειοψηφίες ούτε θέλουν ούτε μπορούν να οργανώσουν αγώνες ενάντια στη νέα αντιασφαλιστική επίθεση της κυβέρνησης. Και δε θέλουν και δεν μπορούν, γιατί ο γενικός τους προσανατολισμός και η κατεύθυνση, αλλά και τα πλαίσια των αιτημάτων τους, είναι στη ρότα της «ανταγωνιστικότητας». Οι όποιες αντιδράσεις τους εστιάζονται σε επιμέρους και περιφερειακά ζητήματα και οι προσπάθειές τους, κύρια της ΑΠ, για δημιουργία «πόλου αγώνων» με κέντρο την ΟΛΜΕ, αποσκοπούν στην ενσωμάτωση των εργαζομένων στις υποτακτικές συναινετικές λογικές τους, σε αντιπαράθεση με το ΠΑΜΕ.

Απάντηση με το ΠΑΜΕ

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η επίθεση είναι ολόπλευρη και ολομέτωπη. Γι' αυτό, μετά και την επιτυχία των συλλαλητηρίων που διοργάνωσε το ΠΑΜΕ την περασμένη Τετάρτη, η δυναμική, αποφασιστική κλιμάκωση με τη συμμετοχή όλου του λαού στην πανελλαδική απεργία και στις απεργιακές συγκεντρώσεις των ταξικών δυνάμεων στις 12 Δεκέμβρη, είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε. Είναι ανάγκη να αναβιώσουμε με αυτή μας τη συμμετοχή, τις ανεπανάληπτες, μαζικότατες συγκεντρώσεις που με μπροστάρη και πάλι το ΠΑΜΕ το 2001, ανάγκασαν την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να αποσύρει το αντιασφαλιστικό έκτρωμα του Γιανίτση.

Με το πλαίσιο του ΠΑΜΕ να καταδικάσουμε τη νέα αντιασφαλιστική επέλαση της κυβέρνησης, να καταδικάσουμε όλους τους συμμέτοχους - συνένοχους του «κοινωνικού διαλόγου» - απάτης. Να απαιτήσουμε νέα, αντίστοιχα με τις σύγχρονες ανάγκες μας, κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα, ανοίγοντας την προοπτική της λαϊκής εξουσίας όπου αυτά θα είναι πλήρη, γνήσια, ασφαλή και αυτονόητα.


Δημήτρης ΑΓΚΑΒΑΝΑΚΗΣ
Μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας του ΠΑΜΕ, μέλος της ΕΕ της ΑΔΕΔΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ